Κουτεντάκης στο Έθνος: «Οι τράπεζες να εξυγιάνουν τους ισολογισµούς τους»
Ελευθερία ΑρλαπάνουΚαθησυχαστικός ότι η αύξηση του κατώτατου µισθού δύσκολα θα ανακόψει την παρατηρούµενη µείωση της ανεργίας που τροφοδοτούν οι θετικοί ρυθµοί µεγέθυνσης της ελληνικής οικονοµίας εµφανίζεται ο επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισµού της Βουλής Φραγκίσκος Κουτεντάκης. Τονίζει δε πως η ολοκλήρωση των προγραµµάτων αφήνει περιθώρια που δεν υπήρχαν προηγουµένως στη σηµερινή κυβέρνηση, αλλά και σε εκείνη που θα προκύψει µετά τις φετινές εκλογές, και καλεί όλα τα κόµµατα να περιορίσουν την αντιπαράθεση σε αυτά τα περιθώρια, δηλαδή σε ένα ρεαλιστικό πλαίσιο, και όχι σε ένα πλαίσιο που θα δηµιουργήσει στους πολίτες εξωπραγµατικές προσδοκίες και απογοητεύσεις – ή ακόµη χειρότερα που θα απειλήσει τη χώρα µε νέο δηµοσιονοµικό εκτροχιασµό.
Η Ελλάδα έκανε την πρώτη έκδοση οµολόγου µετά την έξοδό της από το τρίτο µνηµόνιο. Είναι, τελικά, µια συµφέρουσα ή µια ακριβή έκδοση;
Τον τελευταίο µήνα υποχωρούν σταδιακά οι διεθνείς παράγοντες που είχαν αυξήσει τα επιτόκια των ελληνικών τίτλων. Ο Ο∆- ∆ΗΧ αξιοποίησε τα χρονικά περιθώρια που προσφέρει το ταµειακό απόθεµα και επέλεξε µια καλή χρονική στιγµή για την πρώτη δοκιµαστική κίνηση. Η κίνηση κρίνεται επιτυχηµένη, καθώς υπερκαλύφθηκαν τα κεφάλαια που ζητούνταν και βελτιώθηκε ποιοτικά η σύνθεση των αγοραστών. Φυσικά, το επιτόκιο ήταν υψηλότερο από τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης, αλλά σαφώς χαµηλότερο από όσο ήταν ενάµιση χρόνο πριν. Είναι ξεκάθαρο ότι θα ακολουθήσουν και άλλες µικρές εκδόσεις εντός του έτους, µε την προσδοκία να συνεχιστεί η αποκλιµάκωση, αλλά και να µεταδοθεί στα υπόλοιπα εγχώρια επιτόκια δανεισµού.
Πολλή κριτική ασκείται για την απόφαση της κυβέρνησης να αυξήσει τον κατώτατο µισθό ως προς το εάν η αγορά µπορεί να αντέξει µισθολογική άνοδο τέτοιας κλίµακας στην παρούσα συγκυρία. Ποια είναι η εκτίµησή σας;
Η πρόσφατη αύξηση του κατώτατου µισθού αντισταθµίζει κατά ένα µέρος τις απώλειες στο εισόδηµα της µισθωτής εργασίας που προκάλεσε η µεγάλη και απότοµη µείωση που έγινε στις αρχές του 2012. Από την πλευρά των επιχειρήσεων ισοδυναµεί µε µια αύξηση του εργασιακού κόστους που µπορούν να απορροφήσουν βραχυπρόθεσµα είτε µέσω αύξησης των τιµών είτε µέσω µείωσης της απασχόλησης. Η αύξηση των τιµών θα µπορούσε να επηρεάσει αρνητικά την ανταγωνιστικότητα, αν αφορούσε εξαγωγικούς κλάδους. Οµως φαίνεται πως ο κατώτατος µισθός είναι περισσότερο διαδεδοµένος στους κλάδους οι οποίοι απευθύνονται στην εγχώρια ζήτηση και, συνεπώς, δεν αναµένεται έντονη επίπτωση. Οσον αφορά τις επιπτώσεις στην απασχόληση συνολικά, το ερώτηµα είναι αν η αύξηση του κατώτατου µισθού µπορεί να διαταράξει τη θετική δυναµική που καταγράφεται στην αγορά εργασίας. Οι εµπειρικές έρευνες δεν έχουν δώσει οριστική απάντηση. Αυτό που ξέρουµε είναι ότι η απασχόληση δεν εξαρτάται µόνο από το εργασιακό κόστος, αλλά και από τη ζήτηση των προϊόντων και υπηρεσιών που παράγει η επιχείρηση. Στη χώρα µας αυτό φάνηκε το 2012, όταν η µείωση του κατώτατου µισθού δεν κατάφερε να σταµατήσει την αύξηση της ανεργίας που προκάλεσε η ύφεση. Κατ’ αναλογία, η σηµερινή αύξηση του κατώτατου µισθού πολύ δύσκολα θα ανακόψει την παρατηρούµενη µείωση της ανεργίας που τροφοδοτούν οι θετικοί ρυθµοί µεγέθυνσης.
Το τελευταίο διάστηµα εκδηλώνεται µε σαφή τρόπο η ανησυχία πολλών ξένων αξιωµατούχων για την προοπτική επιβράδυνσης στην παγκόσµια οικονοµία. Σας προβληµατίζει αυτό σε µια στιγµή που η ελληνική οικονοµία καλείται να ανακάµψει µε επιταχυνόµενο ρυθµό;
Οπωσδήποτε η επιβράδυνση της παγκόσµιας οικονοµίας θα επηρεάσει και την ελληνική, κυρίως µέσω των εξαγωγών. Ωστόσο, η Ελλάδα βρίσκεται σε διαφορετική φάση του οικονοµικού κύκλου και µπορεί να διατηρήσει έναν ικανοποιητικό ρυθµό ανάπτυξης, δηλαδή να επηρεαστεί λιγότερο από πιθανή παγκόσµια επιβράδυνση.
Πόσο εύκολο είναι σε µια τέτοια συγκυρία η Ελλάδα να καταφέρει να προσελκύσει τον όγκο των ξένων επενδύσεων που χρειάζεται για να στηρίξει µια βιώσιµη ανάπτυξη µεσοπρόθεσµα;
Η Ελλάδα έχει χαµηλές τιµές περιουσιακών στοιχείων και θετικές προοπτικές. Εποµένως διαθέτει τις βασικές προϋποθέσεις να προσελκύσει ξένες επενδύσεις. Όµως, οι ξένες επενδύσεις δεν επηρεάζονται µόνο από τις εγχώριες συνθήκες, αλλά και από τις διεθνείς, δηλαδή τις µεταβολές στη διεθνή ρευστότητα, τη γενική διάθεση για ανάληψη επενδυτικού κινδύνου, τους γεωπολιτικούς συσχετισµούς κ.λπ. Αυτές είναι συνθήκες που δεν µπορεί να τις επηρεάσει η Ελλάδα, όπως δεν µπορεί και καµία χώρα ανάλογου µεγέθους.
Σας ανησυχεί ο κίνδυνος στασιµότητας στην ελληνική οικονοµία µεσοπρόθεσµα;
Η ελληνική οικονοµία αναπτύσσεται µε ρυθµό της τάξης του 2%, δηλαδή κοντά στον µέσο ρυθµό µεγέθυνσης των ανεπτυγµένων οικονοµιών, που σε καµία περίπτωση δεν µπορεί να χαρακτηριστεί «στασιµότητα». Ολες οι µακροοικονοµικές προβλέψεις των διεθνών οργανισµών βλέπουν διατήρηση ικανοποιητικών πραγµατικών και ονοµαστικών ρυθµών ανάπτυξης για το προβλέψιµο µέλλον. Συνεπώς, µε τα σηµερινά δεδοµένα δεν «βλέπω» σοβαρό λόγο ανησυχίας.
Μέσω των εκθέσεών σας έχετε ταχθεί υπέρ µιας συνετής δηµοσιονοµικής διαχείρισης και προσοχής όσον αφορά στην τήρηση των δεσµεύσεων. Πόσο εύκολο είναι, τελικά, αυτό σε µια προεκλογική περίοδο;
Ο δηµοσιονοµικός χώρος και η ολοκλήρωση των προγραµµάτων αφήνουν περιθώρια που δεν υπήρχαν µέχρι πρότινος στη σηµερινή κυβέρνηση και σε εκείνη που θα προκύψει µετά τις φετινές εκλογές. Είναι σηµαντικό όλα τα κόµµατα να περιορίσουν την αντιπαράθεση σε αυτά τα περιθώρια, δηλαδή σε ένα ρεαλιστικό πλαίσιο, και όχι σε ένα πλαίσιο που θα καλλιεργήσει στους πολίτες εξωπραγµατικές προσδοκίες και θα επιφέρει απογοητεύσεις – ή ακόµη χειρότερα που θα απειλήσει τη χώρα µε νέο δηµοσιονοµικό εκτροχιασµό.
Πιστεύετε ότι θα προκύψει µέσα στο επόµενο διάστηµα µια βιώσιµη λύση για την αντιµετώπιση των κόκκινων δανείων και την προστασία της πρώτης κατοικίας;
Τα µη εξυπηρετούµενα δάνεια είναι από τα πλέον κρίσιµα προβλήµατα της ελληνικής οικονοµίας. Η αντιµετώπισή τους είναι επιτακτική, ώστε να µπορέσουν οι τράπεζες να εξυγιάνουν τους ισολογισµούς τους και να επιστρέψουν στην κανονικότητα. Ωστόσο, το πρόβληµα έχει και οικονοµικές και κοινωνικές διαστάσεις. Είναι σηµαντική προϋπόθεση, λοιπόν, να αποφεύγονται λύσεις που οξύνουν κοινωνικά προβλήµατα και επιδεινώνουν την κατάσταση της ήδη τραυµατισµένης κοινωνικής συνοχής. Η διαχείριση των µη εξυπηρετούµενων δανείων πρέπει να διαχωρίζει τους στρατηγικούς κακοπληρωτές από εκείνους που έχουν πρόβληµα και να προστατεύει τους τελευταίους παρέχοντας ένα απλό και λειτουργικό πλαίσιο ρυθµίσεων και συµβιβασµών.
Πόσο γρήγορα µπορεί να αναβαθµιστεί η πιστοληπτική ικανότητα του ελληνικού ∆ηµοσίου και ποιοι παράγοντες θα µπορούσαν να επισπεύσουν αυτήν τη διαδικασία;
Με την αναδιάρθρωση του χρέους καθορίστηκε µια εξέλιξη χρηµατοδοτικών αναγκών που είναι πλέον επαρκώς προβλέψιµη για τους επενδυτές, και αυτό έχει ήδη αποτυπωθεί στις βαθµολογίες των οίκων πιστοληπτικής αξιολόγησης. Στις επόµενες αξιολογήσεις θα συµβάλουν η εµπέδωση κλίµατος εµπιστοσύνης, η συνετή δηµοσιονοµική διαχείριση, η σταδιακή επιστροφή στις αγορές και, βέβαια, η βελτίωση των συνθηκών στον τραπεζικό τοµέα.
Ακολουθήστε το ethnos.gr στο Instagram
- Δολοφονία στην Εύβοια: Πώς προσπάθησαν να εξαπατήσουν οι δράστες τους αστυνομικούς - Ψάχνουν ακόμη το κίνητρο
- Κρήτη: Το χρονικό της δολοφονίας της 36χρονης που ο δράστης δεν γνώριζε καν - Τα πρώτα λόγια του
- Νύχτα ντροπής για το ελληνικό ποδόσφαιρο: Επίθεση στην αποστολή του ΠΑΟΚ από οπαδούς της ΑΕΚ
- Η μαγεία του Θεάτρου Σκιών μέσα από τα μάτια του γνωστού καραγκιοζοπαίκτη Γιάννη Χατζή