Οικονομία | 24.02.2019 15:41

«Σκιές» στα φθηνά καλλυντικά βάζει το αναδροµικό χαράτσι

Πένυ Κούτρα

Την αντικατάσταση ενός ήδη υπάρχοντος τέλους επί των πωλήσεων καλλυντικών, η ύπαρξη του οποίου µε την παλιά αλλά και τη νέα µορφή δηµιουργεί τη δυσαρέσκεια των εµπλεκοµένων στην αγορά καλλυντικών, προωθεί η κυβέρνηση.

Το νέο τέλος, που θα έχει αναδροµική ισχύ από τον Ιανουάριο του 2018, θα εισπράττει ο Εθνικός Οργανισµός Φαρµάκων (ΕΟΦ) για να ενισχύσει τα εργαστήριά του. Θα είναι κλιµακωτό και θα αυξάνεται προοδευτικά ανάλογα µε το ποσό των ετήσιων χονδρικών πωλήσεων. Επίσης έρχεται να αντικαταστήσει εισφορά 1% επί της καθαρής χονδρικής τιµής πώλησης, που πλήρωναν όσοι δραστηριοποιούνται στον κλάδο των καλλυντικών προϊόντων. Αυτοί που θα κληθούν να καταβάλουν το τέλος είναι οι παραγωγοί, οι αντιπρόσωποι ή οι εισαγωγείς. Ετσι, σύµφωνα µε το άρθρο 88 του πρόσφατου νοµοσχεδίου του υπ. Υγείας, για ετήσιες πωλήσεις σε τιµές χονδρικής έως 100.000 ευρώ προβλέπεται συντελεστής 0,75%, από 100.001 έως και 5 εκατ. ευρώ συντελεστής 1%, και για κάθε ποσό άνω των 5 εκατ. ευρώ προβλέπεται συντελεστής 1,25%.

Ηδη παράγοντες της αγοράς έχουν εκφράσει τη δυσαρέσκειά τους για το ύψος αυτής της εισφοράς, εκτιµώντας ότι αναµένεται να πλήξει τα καλλυντικά που καταγράφουν τις υψηλότερες πωλήσεις. Μάλιστα, σύµφωνα µε πληροφορίες, ο κλάδος έχει ζητήσει εδώ και καιρό να απαλλαγεί πλήρως από την εισφορά 1% που καταβάλλει εδώ και χρόνια στον ΕΟΦ. Ο πρόεδρος του Πανελλήνιου Συνδέσµου Βιοµηχάνων και Αντιπροσώπων Καλλυντικών και Αρωµάτων (ΠΣΒΑΚ), Θεόδωρος Γιαρµενίτης, αναφέρει ότι το συγκεκριµένο τέλος έχει αντιαναπτυξιακό χαρακτήρα και βλάπτει τις µικροµεσαίες επιχειρήσεις του κλάδου, οι οποίες είναι αυτές που στηρίζουν την ανάπτυξη.

Πουθενά αλλού

Ο ΠΣΒΑΚ υποστηρίζει επίσης ότι τέτοιο τέλος δεν ισχύει σε καµία χώρα της Ευρώπης, παρά µόνο στην Πορτογαλία, όπου παρατηρείται σταδιακή µείωσή του, ενώ δεν απέκλεισε το ενδεχόµενο να υπάρξουν «παρενέργειες ακόµη και στις εξαγωγές των εταιρειών». Σύµφωνα µε εκτιµήσεις του ΠΣΒΑΚ, οι πωλήσεις καλλυντικών σε τιµές χονδρικής το 2018 διαµορφώθηκαν περίπου στα 671 εκατ. ευρώ έναντι 657 εκατ. το 2017 και 639 εκατ. ευρώ το 2016. Ωστόσο, οι πωλήσεις στη χονδρική για το προηγούµενο έτος απέχουν σηµαντικά από τις αντίστοιχες το 2009, όταν είχαν διαµορφωθεί περίπου στο 1 δισ. ευρώ.

Σύµφωνα µε στοιχεία του ΠΣΒΑΚ, η αξία της ελληνικής αγοράς συµπεριλαµβανοµένων των εξαγωγών, η οποία το 2009 -προ κρίσης- όδευσε στο 1,5 δισ. ευρώ, τείνει να καλύψει το χαµένο έδαφος, καθώς ήδη το 2016, έπειτα από διακυµάνσεις, ανήλθε σε 1,2 δισ. ευρώ χωρίς το e-commerce, το νέο δίκτυο της αγοράς καλλυντικών όπου σταδιακά εισέρχονται οι περισσότερες εταιρείες.

Τον νέο φόρο θα εισπράττει ο ΕΟΦ για να ενισχύσει τα εργαστήριά του, ο οποίος θα είναι κλιµακωτός και θα αυξάνεται προοδευτικά ανάλογα µε το ποσό των ετήσιων χονδρικών πωλήσεων

Την ανάπτυξη του κλάδου ευνοεί και η ενίσχυση της τουριστικής κίνησης, καθώς τα καλλυντικά είναι το βασικό προϊόν που καλύπτει τις υπηρεσίες και τη λειτουργία των ξενοδοχειακών και ιαµατικών spa. Το παραπάνω τέλος, πάντως, δεν αφορά µόνο τα ακριβά καλλυντικά, αλλά όλα τα προϊόντα προσωπικής υγιεινής και καλλωπισµού, δηλαδή προϊόντα καθηµερινής χρήσης που κατέχουν το µεγαλύτερο µερίδιο της συνολικής πίτας των καλλυντικών. Συγκεκριµένα, το µερίδιο των καλλυντικών ευρείας διανοµής ξεπερνά το 1/3 της συνολικής πίτας και εκτιµάται γύρω στο 40% των πωλήσεων καλλυντικών στην Ελλάδα (στοιχεία 2017).

Συγκλίνουσες εκτιµήσεις αναλυτών καταλήγουν σε µέση ετήσια αύξηση της αγοράς πάνω από 4% - 5% στην επόµενη τριετία, πρόβλεψη που εν πολλοίς βασίζεται σε αναπτυσσόµενα κανάλια διανοµής, όπως τα σούπερ µάρκετ και τα φαρµακεία, τα οποία διατηρούν. Μάλιστα, οι πιο δυναµικές κατηγορίες στην αγορά καλλυντικών του σούπερ µάρκετ είναι τα προϊόντα περιποίησης προσώπου και τα προϊόντα µακιγιάζ, λόγω τόσο της σηµαντικής αξίας τους (υπολογίζεται σε 35-40 εκατ. ευρώ ετησίως) όσο και του υψηλού ρυθµού ανάπτυξής τους (πάνω από 10% για τις κρέµες και 25% για τα προϊόντα µακιγιάζ – εκτιµήσεις αναλυτών για το οκτάµηνο του 2018). Και στις δύο κατηγορίες ηγείται η L’Oreal, µε πάνω από το 1/3 της αγοράς. Στα προϊόντα περιποίησης προσώπου τα σήµατά της είναι µακράν οι πιο περιζήτητες µάρκες (µερίδιο κοντά στο 25%, µε 10% για τα προϊόντα Garnier). Ενδιαφέρον έχει το ότι η Beiersdorf (µε τη Nivea) και η Sarantis (µε το Bioten) δίνουν µάχη για τη δεύτερη θέση του 15%, ενώ στην τετράδα µπαίνει και η Μέγα µε το pom.pon. Στο µέτωπο των ακριβών καλλυντικών (που έχουν και υψηλότερα περιθώρια κέρδους), της λεγόµενης επιλεκτικής διανοµής, αυτά εκπροσωπούνται από πλήθος εταιρειών, που ωστόσο αθροιστικά επιτυγχάνουν πωλήσεις της τάξης των 180-190 εκατ. ευρώ ετησίως.

Σύµφωνα µε τα πρόσφατα στοιχεία του Πανελλήνιου Συνδέσµου Βιοµηχάνων και Αντιπροσώπων Αρωµάτων και Καλλυντικών (ΠΣΒΑΚ), το 2017 η επιλεκτική διανοµή καλλυντικών καταλάµβανε µερίδιο 18,8% της συνολικής εγχώριας ζήτησης για προϊόντα φροντίδας. Σύµφωνα, τέλος, µε πανευρωπαϊκή έρευνα, η µέση κατά κεφαλήν κατανάλωση καλλυντικών στην Ελλάδα το 2017 ανήλθε µόλις στα 74 ευρώ, καθιστώντας τον Ελληνα καταναλωτή έναν από τους λιγότερο «µαταιόδοξους» της Ευρώπης. To 2018 η συνολική ανάπτυξη του συγκεκριµένου υποκλάδου ακριβών επώνυµων καλλυντικών φαίνεται να άγγιξε το 2%.

Οι προβλέψεις αναλυτών κάνουν λόγο για ετήσια αύξηση 5% έως το 2021 για το σύνολο του κλάδου, όπου εκεί ανάµεσα θα τοποθετηθούν και οι µεγάλες φίρµες της κοσµετολογίας που εκπροσωπούνται είτε µέσω θυγατρικών, είτε µέσω αντιπροσώπων, είτε µέσω µεικτών εταιρειών (joint venture) στην Ελλάδα. Τη σηµαντικότερη άνοδο πάντως καταγράφει το ηλεκτρονικό κανάλι, καθώς εκτιµάται πως θα έχει φέτος αύξηση πωλήσεων κατά 24%. Εξάλλου, το µερίδιο των πωλήσεων καλλυντικών µέσω του ηλεκτρονικού καναλιού στην Ελλάδα βρίσκεται σήµερα στο 5%, χωρίς να υπολογίζονται ωστόσο οι αγορές από ξένα ηλεκτρονικά καταστήµατα.

Ακολουθήστε το ethnos.gr στο Instagram

χαράτσικαλλυντικάαναδρομικά