Οικονομία|04.03.2019 08:18

Το θολό μέλλον των συντάξεων - Τέσσερις «σοφοί» αναλύουν

Γιάννης Φώσκολος

Στο επίκεντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης, σε μια εκλογική μάλιστα χρονιά, μπαίνει για άλλη μια φορά το ασφαλιστικό σύστημα της χώρας. Ο πλέον ευαίσθητος και πολυπαραγοντικός μηχανισμός, που αγγίζει 2,6 εκατομμύρια συνταξιούχους και 3,5 εκατομμύρια εργαζομένους, επιστρέφει στη δημόσια σφαίρα πριν καλά καλά κλείσουν τρία χρόνια από τη μεγάλη μεταρρύθμιση του 2016. Από τη μία η κυβέρνηση διορθώνει αστοχίες του νόμου, μειώνοντας τις εισφορές των ελεύθερων επαγγελματιών και αγροτών, προωθώντας αναβολή των περικοπών στις συντάξεις χηρείας κ.λπ., ενώ από την άλλη η αντιπολίτευση υπόσχεται την κατάργησή του και την εγκαθίδρυση νέου συστήματος.

Η εξίσωση δεν ήταν και δεν είναι εύκολη, καθώς ο γρίφος του Ασφαλιστικού που ταλανίζει όλη την Ευρώπη εξαρτάται από σειρά παραγόντων: δημογραφική γήρανση, ανεργία, ανάπτυξη, επίπεδο μισθών. Στο πλαίσιο αυτό το «Εθνος» ζήτησε από τέσσερις ειδικούς, τρεις εκ των οποίων συμμετείχαν και στην «επιτροπή σοφών» του 2015 για τον νόμο Κατρούγκαλου, να περιγράψουν το… μέλλον των συντάξεων. Βασικό επίδικο σε όλα τα συστήματα είναι η επάρκεια των παροχών και σίγουρα δεν είναι τυχαίο ότι η συνταξιοδοτική δαπάνη βαίνει διαρκώς μειούμενη ως ποσοστό του ΑΕΠ σε όλη την Ευρώπη.

Η επανεξέταση Κατά τον ομότιμο καθηγητή του Παντείου, Σάββα Ρομπόλη, το επίπεδο επάρκειας των συντάξεων σταδιακά μειώνεται και αυτό επειδή υπολογίζεται διεθνώς με βάση το 60% του ενδιάμεσου μισθού και όχι με βάση την αγοραστική τους δύναμη και το βιοτικό επίπεδο που υποστηρίζουν. Για τον ίδιο απαιτείται βελτίωση του επιπέδου των συνταξιοδοτικών παροχών στην Ελλάδα, με επανεξέταση των ποσοστών αναπλήρωσης, κυρίως για όσους συνταξιοδοτούνται με 28 έτη και άνω. Χρησιμοποιώντας, μάλιστα, το επιχείρημα πως η Ελλάδα έχει δεσμευθεί από το 2010 για συνταξιοδοτική δαπάνη κάτω του 16% του ΑΕΠ, ενώ το 2070 η δαπάνη πέφτει στο 10,6%, ο κ. Ρομπόλης θεωρεί πως υπάρχει το περιθώριο. Ο ίδιος βέβαια κατακεραυνώνει το ενδεχόμενο σύμπραξης δημόσιας και ιδιωτικής ασφάλισης στον δεύτερο πυλώνα, λέγοντας πως θα κοστίσει 55 δισ. την επόμενη 25ετία και θα επιβαρύνει με ετήσια δαπάνη 1% του ΑΕΠ τον προϋπολογισμό.

Στο σύστημα που εφαρμόζεται σήμερα για τους νέους συνταξιούχους η κύρια παροχή χτίζεται από την εθνική σύνταξη των 384 ευρώ και από το ανταποδοτικό τμήμα που εξαρτάται από τις εισφορές και τον ασφαλιστικό βίο του εργαζομένου. Το σύστημα αποδίδει 15,87% αναπλήρωση στην ανταποδοτική για 20 έτη ασφάλισης, 26,37% για 30 έτη, ενώ φτάνει στο 46,80% για 42 έτη ασφάλισης. Στην επικουρική, όπου εφαρμόζεται σύστημα νοητής κεφαλαιοποίησης, η αναπλήρωση είναι 0,45% ετησίως.

Σύμφωνα με τον εργατολόγο Δημήτρη Μπούρλο, «ριγμένοι» στην ανταποδοτικότητα είναι κυρίως όσοι αποχωρούν με 25 έως 37 έτη ασφάλισης, καθώς από την 40ετία και πάνω οι συντελεστές είναι αυξημένοι. Σήμερα η μέση κύρια σύνταξη εκτιμάται πως κυμαίνεται στα 724 ευρώ και η μέση επικουρική στα 172 ευρώ, δηλαδή σύνολο 896 ευρώ. Το 2070 υπολογίζεται πως τα αντίστοιχα ποσά διαμορφώνονται σε σταθερές τιμές (δηλαδή σε σημερινές συγκρίσιμες τιμές) σε 895 ευρώ για την κύρια και 272 για την επικουρική, σύνολο 1.167 ευρώ.

Όσον αφορά το συνολικό ποσοστό αναπλήρωσης εισοδήματος κατά τη συνταξιοδότηση από το δημόσιο σύστημα, αυτό θα κυμαίνεται στο 66,5% το 2020 αρκετά πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, με προοπτική να φτάσει σε μία 50ετία κοντά στο 55%, ποσοστό που εκτιμάται πως θα είναι τότε το τρίτο υψηλότερο στην ΕΕ (38% ο μ.ό. της ΕΕ το 2070). Η μέση σύνταξη του πρ. ΙΚΑ ήταν 728 ευρώ πριν από το 2016 και η νέα μέση σύνταξη είναι 722 ευρώ. Γενικές αυξήσεις προβλέπονται από το 2023, με βάση το ΑΕΠ και τον Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (εκτός από αυτές που δίνονται ήδη λόγω επανυπολογισμού).

Ρήτρες ασφαλείας

Οι ρήτρες ασφαλείας προβλέπουν ανά τριετία αναλογιστικές μελέτες που επικυρώνονται από την ΕΕ για «διόρθωση» -εφόσον χρειάζεταιτης συνταξιοδοτικής δαπάνης. Πρόσφατες εκθέσεις της ΕΕ, πάντως, αποφαίνονται ότι η Ελλάδα αντιμετωπίζει με τη μεταρρύθμιση του 2016 τις επιπτώσεις της γήρανσης, εξασφαλίζει τη βιωσιμότητα του συστήματος και την επάρκεια των συντάξεων. Ενδεικτικό του κλίματος είναι και η καθαρή κατάργηση του συνολικού πακέτου των περικοπών του 2019. «Οι μεσαίες και οι ανώτερες συντάξεις είναι υποανταποδοτικές, ενώ το σύστημα αποδεικνύεται σημαντικά ανταποδοτικό στις χαμηλές συντάξεις.

Οι απώλειες στην ανταποδοτικότητα είναι σημαντικές, όταν τα πολλά έτη ασφάλισης συνδυάζονται με υψηλές συντάξιμες αποδοχές. Γενικώς ο νόμος 4387 σχεδιάστηκε με βάση τη φυσιογνωμία της σημερινής αγοράς εργασίας, όπου οι μισθοί είναι συμπιεσμένοι και η απασχόληση ασταθής» παρατηρεί ο καθηγητής Δικαίου Κοινωνικών Ασφαλίσεων του ΑΠΘ, Αγγελος Στεργίου.

Αναφορικά με τα εφαρμοζόμενα μοντέλα, η μητέρα των μαχών επικεντρώνεται μεταξύ των αναδιανεμητικών και των κεφαλαιοποιητικών συστημάτων. Κατά τον κ. Ρομπόλη, στις βορειοευρωπαϊκές χώρες, μέσα από το σύστημα των τριών πυλώνων, το 70% των συστημάτων λειτουργεί με όρους αναδιανομής και το 30% με όρους κεφαλαιοποίησης. Ο ίδιος συμπληρώνει πως το περίφημο σουηδικό μοντέλο, που εφαρμόζεται από το 1999, τίθεται τα τελευταία χρόνια υπό αμφισβήτηση, ενώ σε πολλές χώρες οι ατομικοί λογαριασμοί εφαρμόζονται περιορισμένα. «Το Διεθνές Γραφείο Εργασίας επισημαίνει ότι οι ατομικοί λογαριασμοί ασφάλισης ενέχουν σοβαρούς κινδύνους, όπως προκύπτει εξάλλου από τη διεθνή εμπειρία και ως εκ τούτου δεν μπορούν να εγγυηθούν τις θεμελιώδεις αρχές ενός συστήματος κοινωνικής ασφάλισης» καταλήγει ο κ. Ρομπόλης.

Υπέρμαχος της συμπλήρωσης του διανεμητικού συστήματος από ένα κεφαλαιοποιητικό σύστημα με μείωση των εισφορών είναι ο καθηγητής Πανεπιστημίου Πειραιά, Μιλτιάδης Νεκτάριος. «Οι χώρες του ανεπτυγμένου κόσμου στην πλειονότητά τους θέσπισαν κεφαλαιοποιητικά συστήματα για να συμπληρώσουν την λειτουργία του διανεμητικού συστήματος. Αυτή είναι διεθνής πρακτική, ώστε ο κίνδυνος να επιμερίζεται και να μην επιβαρύνει ολοκληρωτικά τον κρατικό προϋπολογισμό» αναφέρει ο κ. Νεκτάριος. «Τα μεικτά συστήματα κερδίζουν έδαφος, καθώς με το ένα εργαλείο βελτιώνεις τις ατέλειες του άλλου» σχολιάζει ο κ. Στεργίου, προσθέτοντας ότι «στην περίπτωση των κεφαλαιοποιητικών συστημάτων ο ασφαλισμένος είναι εκείνος που φέρει τον κίνδυνο της αξιοποίησης του κεφαλαίου των εισφορών του»...

συνταξιοδότησηΑσφαλιστικόσυνταξιούχοισυντάξεις