Οικονομία|10.03.2019 19:04

Έρχονται δώδεκα «καυτοί» μήνες για την ελληνική οικονομία

Ελευθερία Αρλαπάνου

Δώδεκα µήνες-φωτιά για να ανέβει κατηγορία και να επιστρέψει σε καθεστώς επενδυτικής διαβάθµισης, αφήνοντας πίσω την αίθουσα ανάρρωσης στην οποία πέρασε εξερχόµενη των µνηµονίων τον Αύγουστο του 2018, έχει µπροστά της η ελληνική οικονοµία. Το διάστηµα αυτό είναι καθοριστικό, καθώς µε µια επιτυχηµένη πορεία κατά τη διάρκειά του, κατακτώντας σταδιακά σηµαντικά ορόσηµα, θα καταστεί δυνατό να γίνει µια συζήτηση επί της ουσίας για τη µητέρα των µαχών, την επαναδιαπραγµάτευση των στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσµατα.

Πρόκειται για θέµα υψηλού πολιτικού συµβολισµού αλλά και ουσίας για την ελληνική οικονοµία, το οποίο έχει ήδη ανέβει ψηλά στην ατζέντα της προεκλογικής ζύµωσης και από τα δύο µεγάλα κόµµατα εξουσίας, µε στόχο ο προϋπολογισµός του 2020 να είναι ο τελευταίος που θα στοχεύει στην επίτευξη τόσο υψηλών στόχων για πρωτογενές πλεόνασµα 3,5% του ΑΕΠ, χαλαρώνοντας τον δηµοσιονοµικό κλοιό γύρω από τη χώρα και απελευθερώνοντας πόρους για ανάπτυξη.

ΣΕΜΝΑ ΚΑΙ… ΤΑΠΕΙΝΑ

Αν και τυπικά κάτι τέτοιο δεν µπορεί να συζητηθεί σε αυτήν τη φάση, ξένοι αξιωµατούχοι εµφανίζονται ήδη διαλλακτικοί, βασιζόµενοι στη λογική ότι εφόσον η Ελλάδα κινηθεί προσεκτικά και αποδείξει µέσα στους επόµενους 12-18 µήνες ότι δεν θα… ξηλώσει το πουλόβερ της δηµοσιονοµικής εξυγίανσης, δεν θα υποκύψει στη µεταρρυθµιστική κόπωση και θα κινηθεί δυναµικά σε τοµείς όπως η µεταρρύθµιση της δηµόσιας διοίκησης και οι αλλαγές στον τοµέα της δικαιοσύνης. Προσελκύοντας επενδύσεις σε στρατηγικούς και για τις ιδιωτικοποιήσεις κλάδους, όπως η ενέργεια, ο τουρισµός, τα logistics, η κουβέντα για τα πλεονάσµατα µπορεί να γίνει σε µια λογική βάση. Χωρίς βέβαια αυτό να σηµαίνει απαραίτητα ότι η αποκλιµάκωση του στόχου θα είναι σύµφωνη µε το χρονοδιάγραµµα που επιδιώκει η ελληνική πλευρά.

Σε κάθε σενάριο, όµως, για να ενισχυθούν οι πιθανότητες επιτυχίας, η διεκδίκηση χαµηλότερων στόχων πρέπει να φαίνεται κάτι στο οποίο θα κινηθεί η χώρα µε τη λογική του προορισµού και όχι της αφετηρίας, σχολίαζε χαρακτηριστικά ανώτερος Ευρωπαίος αξιωµατούχος, υπογραµµίζοντας ότι κεντρική προτεραιότητα για την Ελλάδα από σήµερα µέχρι και το 2020 πρέπει να είναι η θωράκιση του θετικού αφηγήµατος για την ελληνική οικονοµία. Ηδη αποτιµάται θετικά η επιστροφή του ∆ηµοσίου στις διεθνείς αγορές µε δύο διαδοχικές οµολογιακές εκδόσεις, την έκδοση του πενταετούς οµολόγου στις αρχές του έτους και του δεκαετούς την εβδοµάδα που πέρασε. Ειδικά το τελευταίο είναι ένα από τα µεγάλα ορόσηµα της περιόδου που διανύουµε, καθώς η χώρα δεν είχε εκδώσει δεκαετή τίτλο για σχεδόν δέκα χρόνια, όσο διήρκεσε δηλαδή η κρίση, ενισχύοντας τη δυναµική περαιτέρω αποκλιµάκωσης στο κόστος δανεισµού του ελληνικού ∆ηµοσίου και των µεγάλων ελληνικών επιχειρήσεων τους επόµενους µήνες.

Στο ιδανικό σενάριο, οι κινήσεις σταθεροποίησης του κλίµατος στις αγορές και απεµπλοκής από την παγίδα της µη πρόσβασης σε δανεισµό µε βιώσιµο κόστος, στην οποία βρίσκονται οι µεγάλες ελληνικές επιχειρήσεις, θα ενταθούν το επόµενο διάστηµα, ειδικά αφού δροµολογείται πλέγµα κινήσεων σε πολλά επίπεδα για τον έλεγχο του µεγάλου προβλήµατος των κόκκινων τραπεζικών δανείων. Το µεγάλο ερώτηµα είναι ποιος θα καταφέρει να προσελκύσει µεγάλες ξένες επενδύσεις σύντοµα, προκειµένου να επιταχυνθεί η ανάπτυξη και να «τρέξει» µε ρυθµούς άνω του 2%, προς το 3% ή και το 4%, που για πολλούς είναι επιβεβληµένοι ώστε να µπορέσει η ελληνική οικονοµία να πάρει απόσταση ασφαλείας από τον κίνδυνο µιας υποτροπής. Εάν σε αυτό το σκηνικό προστεθεί και η απειλή µιας µεγαλύτερης επιβράδυνσης στην οικονοµία της Ευρωζώνης από το δεύτερο εξάµηνο του 2019 και µετά, µπορεί να αντιληφθεί κανείς ότι πρόκειται για ένα ιδιαίτερα απαιτητικό στοίχηµα.

Η προεκλογική περίοδος, όσο αυτή τελικά διαρκέσει, στο βαθµό που η παροχολογία δεν ξεφεύγει από τα όρια, φαίνεται να µην προβληµατίζει ιδιαίτερα σε αυτήν τη φάση τους ξένους οίκους, αφού πλέον ο λεγόµενος συστηµικός κίνδυνος, που ήταν παρών για τις αγορές το µακρινό 2014, έχει ελαχιστοποιηθεί. Οπως παραδέχονται παράγοντες σε ευρωπαϊκές πρωτεύουσες αλλά και στελέχη µεγάλων οίκων του εξωτερικού, πλέον και τα δύο κόµµατα εξουσίας στην Ελλάδα λειτουργούν σε µια εποικοδοµητική λογική ολοκλήρωσης της µεταρρυθµιστικής προσπάθειας και διατήρησης της χώρας σε καθεστώς δηµοσιονοµικής πειθαρχίας.

Βαρόµετρο για την επόµενη µέρα οι ευρωεκλογές

Ξένοι παράγοντες σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις εκτιµούν πως µετά τις ευρωεκλογές, τον Μάιο, δεν πρόκειται να αφεθεί τίποτα στην τύχη στην ευρωζώνη. Από τη µία πλευρά η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα διαφαίνεται πως θα κινηθεί ιδιαίτερα προσεκτικά και θα παράσχει στήριξη, µε τρόπο όµως που δεν θα προκαλέσει περισσότερη αναστάτωση ή πανικό στις αγορές. Αυτό σηµαίνει ότι δεν θα µπορούσε, για παράδειγµα, να προχωρήσει εύκολα ένας νέος γύρος ποσοτικής χαλάρωσης, αλλά θα ήταν δυνατό να διατηρηθούν τα επιτόκια σε χαµηλά επίπεδα για ένα µεγάλο διάστηµα ή και να συνεχιστούν οι επαναγορές οµολόγων. Το βέβαιο είναι ότι ο µηχανισµός στη Φρανκφούρτη παραµένει σε υψηλή επιφυλακή, παρακολουθώντας τη ροή δεδοµένων ειδικά για τον πληθωρισµό και την ανάπτυξη τις επόµενες εβδοµάδες, προκειµένου να διαµορφώσει τη µεσοπρόθεσµη στρατηγική της. Σύµφωνα µε εκτιµήσεις, κρίσιµα θα είναι τα στοιχεία προς αυτήν τη κατεύθυνση τον Απρίλιο, καθώς µετά τις ευρωεκλογές αναµένεται να γίνει µια γενικευµένη «επίθεση», µε στόχο τη σταδιακή αποδυνάµωση των δυνάµεων του λαϊκισµού µεσοπρόθεσµα.

Αυτό θα µπορούσε να σηµαίνει µια σταδιακή «απόσχιση» από το δόγµα της άκαµπτης δηµοσιονοµικής ορθοδοξίας, επιτάχυνση των βηµάτων περαιτέρω οικονοµικής ενοποίησης στην ευρωζώνη, αναπτυξιακά πακέτα στήριξης ειδικά προς τις ευάλωτες οικονοµίες της ευρωζώνης και µια εντατική προσπάθεια στήριξης κλάδων που θεωρούνται ανταγωνιστικοί για την οικονοµία της ευρωζώνης. Είναι προφανές, βέβαια, πως όλα αυτά, εάν προχωρήσουν, θα γίνουν µε τρόπο αργό και σταδιακό, κατά τα πρότυπα του ευρωσυστήµατος, ενώ ένας καθοριστικής σηµασίας παράγοντας για τις εξελίξεις µετά τις ευρωεκλογές είναι η σύνθεση του Ευρωκοινοβουλίου, οι νέοι αξιωµατούχοι σε θέσεις-κλειδιά, όπως ο νέος πρόεδρος της Κοµισιόν, ο νέος πρόεδρος της ΕΚΤ αλλά και οι πιθανές πολιτικές εξελίξεις στη Γερµανία, η οποία αντιµετωπίζει κρίσιµες εκλογικές αναµετρήσεις το φθινόπωρο.

Ολα αυτά συµπίπτουν µε την εκλογική περίοδο στην Ελλάδα αλλά και µε τη φάση κατά την οποία όλα στην ελληνική οικονοµία πρέπει να κυλήσουν ρολόι προκειµένου ο προϋπολογισµός του 2020 να είναι ο τελευταίος προϋπολογισµός που θα διατηρεί ως στόχο την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσµατος 3,5% του ΑΕΠ.

ελληνική οικονομία