Τα 4 προϊόντα που μας έκαναν πλούσιους στην κρίση
Μάκης ΑποστόλουΙδιαίτερη ανθεκτικότητα έχει εµφανίσει ο εγχώριος κλάδος τροφίµων-ποτών κατά τη διάρκεια της κρίσης, καθώς κατάφερε να διατηρήσει τον ετήσιο τζίρο του στα επίπεδα των 15 δισ. ευρώ, αυξάνοντας παράλληλα τη συνεισφορά του στον συνολικό τζίρο των επιχειρηµατικών κλάδων στο 7% το 2017 από 5% το 2008. Αυτό επισηµαίνεται στην τελευταία µελέτη της Εθνικής Τράπεζας για τον κλάδο των τροφίµων, όπου µεταξύ άλλων αναφέρεται ότι οι εξαγωγές αποτέλεσαν το βασικό στήριγµα του κλάδου την τελευταία δεκαετία, καθώς αυτές παρουσίασαν αύξηση της τάξης του 45% περιορίζοντας την πτωτική πορεία της εγχώριας κατανάλωσης (-11%).
Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά στις µικροµεσαίες εταιρείες του κλάδου, αυτές µολονότι είδαν το µερίδιό τους να µειώνεται επί του συνολικού τζίρου στο 32% το 2017 από 41% το 2008 -κυρίως λόγω του κλεισίµατος πολλών επιχειρήσεωνεντούτοις όσες ΜµΕ κατάφεραν να επιβιώσουν της κρίσης, αύξησαν τις πωλήσεις τους περίπου κατά 10% την τελευταία δεκαετία.
Οι αναλυτές της έρευνας εκτιµούν ότι οι ΜµΕ τροφίµων θα πρέπει να προχωρήσουν στη δηµιουργία υγιών δοµών και συνεπών στρατηγικών ώστε να αξιοποιηθεί πλήρως η ανταγωνιστική πρώτη ύλη των ελληνικών τροφίµων. Θεωρούν µάλιστα ότι η ανάκτηση των µεριδίων τους στις διεθνείς αγορές τροφίµων είναι εφικτή και µπορεί να ενισχύσει τις ελληνικές εξαγωγές κατά 500 εκατ. ευρώ ετησίως.
ΜΕ ΟΠΛΟ ΤΗΝ ΕΞΩΣΤΡΕΦΕΙΑ
Ιδιαίτερη έµφαση θα πρέπει να δοθεί σε τοµείς όπου η πλειονότητα των επιχειρήσεων είναι εξαγωγική. Πιο συγκεκριµένα:
- Το ελαιόλαδο είναι ένα από τα πιο εξωστρεφή προϊόντα, µε το 88% του τοµέα να έχει εξαγωγική δραστηριότητα και να πραγµατοποιεί το 57% των πωλήσεών του στο εξωτερικό, γεγονός που στήριξε τις πωλήσεις του κλάδου στην περίοδο της κρίσης. Το ελαιόλαδο έχει το εντονότερο συγκριτικό πλεονέκτηµα και τη µεγαλύτερη δυνατότητα για παραγωγή επιπλέον προστιθέµενης αξίας, κυρίως µέσω περιορισµού των εξαγωγών σε χύµα µορφή (η «χαµένη» προστιθέµενη αξία εκτιµάται στα 150 εκατ. ευρώ ετησίως).
- Η οινοποιία συγκεντρώνει το υψηλότερο ποσοστό δυναµικών εταιρειών µε συνδυασµό εξωστρέφειας και επωνυµίας. Μάλιστα, το 76% του τοµέα έχει αυξήσει πωλήσεις στη διάρκεια της κρίσης ενώ απολαµβάνει υψηλό περιθώριο λειτουργικού κέρδους (17,4%). Οι καλές αυτές επιδόσεις οφείλονται κατά κύριο λόγο στη στρατηγική στόχευση σε αναπτυγµένες αγορές της ∆υτικής Ευρώπης και της Αµερικής και στην προώθηση επώνυµων προϊόντων αλλά και στον υψηλό βαθµό αναγνώρισης ΠΟΠ/ΠΓΕ. Οι επιχειρήσεις του κλάδου αναγνωρίζουν ως βασικό πρόβληµα το µικρό τους µέγεθος, δηλώνοντας πρόθυµες για απαιτούµενες συνεργασίες.
- Ενώ η εξωστρέφεια των ΜµΕ γαλακτοκοµικών είναι ακόµα κοντά στον µέσο όρο τροφίµων (35% των πωλήσεων), η µελλοντική τάση εκτιµάται ανοδική καθώς i) το 55% του τοµέα ενίσχυσε την εξωστρέφειά του στη διάρκεια της κρίσης και ii) το 80% του τοµέα το έχει ως στρατηγική προτεραιότητα για το µέλλον. Η στρατηγική του τοµέα εστιάζεται σε ανεπτυγµένες αγορές της ∆υτικής Ευρώπης και στην προώθηση επώνυµων προϊόντων, ωστόσο, ο κλάδος φαίνεται να αντιµετωπίζει ακόµα προβλήµατα όσον αφορά την ωριµότητα του δικτύου διανοµής στο εξωτερικό. Λόγω της ευπαθούς φύσης των γαλακτοκοµικών προϊόντων, οι συνεργασίες για αναβάθµιση του δικτύου διανοµής κρίνονται αποφασιστικής σηµασίας.
- Στα φρούτα και λαχανικά -τα οποία αποτελούν το σηµαντικότερο εξαγωγικό προϊόν της ελληνικής βιοµηχανίας τροφίµων καλύπτοντας σχεδόν το 40% των εξαγωγών του κλάδου- οι αλλαγές που απαιτούνται είναι σηµαντικά ευρύτερες. Πέρα από ριζική επαναχάραξη στρατηγικής του προϊόντος, χρειάζονται σηµαντικές επενδύσεις για βελτίωση τεχνολογίας παραγωγής και επέκταση δικτύου διανοµής, µε εστίαση στις αγορές της δυτικής ΕΕ, µε έµφαση στην αποδοτική προώθηση φρέσκων φρούτων, τα οποία προσφέρουν δυνατότητες υψηλότερης προστιθέµενης αξίας σε σχέση µε τα επεξεργασµένα (π.χ. κοµπόστα).
Αναφορικά µε την εξωστρέφεια του κλάδου, παρά την αύξηση που σηµειώθηκε στις εξαγωγές τροφίµων σε σχέση µε τα προ κρίσης επίπεδα, το µερίδιο αγοράς της Ελλάδας σηµείωσε µικρή πτώση τόσο στην Ευρώπη όσο και σε παγκόσµιο επίπεδο. H σηµαντικότερη απώλεια µεριδίων παρουσιάστηκε στα φρούτα και λαχανικά, µε την Ελλάδα να καλύπτει 1% των παγκόσµιων εξαγωγών το 2017 από 1,4% το 2009. Συγκεκριµένα, ισχυρός είναι ο διεθνής ανταγωνισµός στα φρούτα όπου η Ελλάδα διαθέτει σχετικά υψηλά µερίδια (όπως τα πορτοκάλια, τα ροδάκινα/βερίκοκα, τα σταφύλια και τα πεπόνια), καθώς πιέζεται από ανερχόµενες χώρες της Λατινικής Αµερικής και της Νότιας Αφρικής. Ωστόσο, συγκεκριµένα προϊόντα ξεχώρισαν καταφέρνοντας να κερδίσουν µερίδια στη διεθνή αγορά κατά τη διάρκεια της κρίσης.
Πιο αναλυτικά:
- Το ελληνικό ελαιόλαδο κάλυψε το 7,9% της διεθνούς αγοράς το 2017 από 7% το 2009.
- Το ελληνικό γιαούρτι κάλυψε το 6,7% της διεθνούς αγοράς το 2017 από 3% το 2009, ενώ η φέτα οδήγησε το µερίδιο της Ελλάδας στην κατηγορία ειδικού τύπου τυριών στο 2,7% το 2017 από 1,9% το 2009.
- Θετικές εξαιρέσεις που κατάφεραν να κερδίσουν µερίδια αγοράς είναι οι ελιές (26% το 2017 από 19% το 2009), τα φιστίκια (2% το 2017 από 1% το 2009), τα µήλα (0,4% το 2017 από 0,3% το 2009) και οι χυµοί (0,3% το 2017 από 0,2% το 2009). ●
- Ποια ονόματα ακούγονται για την Προεδρία της Δημοκρατίας - Τι θα μετρήσει στην απόφαση του Μαξίμου
- Μαγδεμβουργο: Στη φυλακή ο δράστης της επίθεσης – Οι ακροδεξιές θεωρίες και οι προειδοποιήσεις
- Πρύτανης του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστήμιου: Νέα προπτυχιακά προγράμματα μέσα στο 2025
- Η Σημασία των Μιτοχονδρίων στην Αναγεννητική Ιατρική: Ιστορία και Σύγχρονες Θεραπείες