Οικονομία|19.05.2019 10:34

Δουλειές σε όλο τον κόσμο από το... σπίτι

Μάκης Αποστόλου

Παρά την θεαματική ανάπτυξη της τεχνολογίας τα τελευταία χρόνια, η τηλεργασία παραµένει σε µονοψήφια ποσοστά στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Σύµφωνα µε πρόσφατη έρευνα του Διεθνούς Οργανισµού Εργασίας (ILO) και του Ευρωπαϊκού Ιδρύµατος για τη Βελτίωση των Συνθηκών ∆ιαβίωσης και Εργασίας (Eurofound), οι τακτικά κατ’ οίκον τηλεργαζόµενοι στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης ανέρχονται σε 3,3% του συνόλου των µισθωτών και οι µετακινούµενοι τηλεργαζόµενοι σε 5%.

Παράλληλα, ένα 10% τηλεργάζεται σε περιστασιακή βάση. Οπως επισηµαίνεται σε σχετικό report του ΣΕΒ, αυτό σηµαίνει πως, παρά τις τεχνολογικές εξελίξεις, η µεγάλη πλειονότητα συνεχίζει να εργάζεται µε παραδοσιακό τρόπο. Ωστόσο, υφίστανται σηµαντικές διακυµάνσεις στον βαθµό διείσδυσης της τηλεργασίας µεταξύ χωρών. Είναι ενδεικτικό ότι στη ∆ανία, που αποτελεί µακράν του δεύτερου τη χώρα µε τη µεγαλύτερη διείσδυση της τηλεργασίας, ένας στους πέντε εργαζόµενους (19,7%) τηλεργάζεται σε τακτική βάση, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στην Ιταλία, που βρίσκεται στην τελευταία θέση της κατάταξης, είναι 2%.

Σε γενικές γραµµές, η τηλεργασία είναι πιο διαδεδοµένη στη Βόρεια και στη ∆υτική Ευρώπη και λιγότερο στην Κεντρική, στη Νότια και στην Ανατολική Ευρώπη. Η τηλεργασία επικεντρώνεται σε συγκεκριµένα επαγγέλµατα υψηλού επιπέδου προσόντων και κυρίως σε εργαζόµενους που απασχολούνται σε κλάδους τεχνολογιών, πληροφορικής και επικοινωνίας, σε υψηλόβαθµα διοικητικά στελέχη και διευθυντές (εµπορικούς, παραγωγής κ.λπ.), καθώς και στον τοµέα της εκπαίδευσης.

Οσον αφορά την Ελλάδα, η χώρα µας καταλαµβάνει τη 18η θέση, µε τους τακτικά τηλεργαζόµενους να ανέρχονται σε 5% (1,7% κατ’ οίκον και 3,3% κινητή τηλεργασία), δηλαδή 127.405 άτοµα. Ο ΣΕΒ εκτιµά ότι, εάν η χώρα µας προσεγγίσει τον ευρωπαϊκό µέσο όρο, θα οδηγηθεί σε διπλασιασµό του αριθµού των τηλεργαζοµένων (211.492 άτοµα), ενώ εάν προσεγγίσουµε τον µέσο όρο των 10 κρατών-µελών µε την υψηλότερη διείσδυση, τότε ο αριθµός των τηλεργαζοµένων µπορεί να τριπλασιαστεί (333.790 άτοµα).

Εξάλλου, πρόσφατη έρευνα του ΣΕΒ σε δείγµα 831 επιχειρήσεων σε όλη τη χώρα, για έξι κλαδικά οικοσυστήµατα σε επιχειρήσεις που απασχολούν τουλάχιστον 30 εργαζοµένους, έδειξε ότι µία στις τέσσερις επιχειρήσεις εφαρµόζει συστηµατικά τηλεργασία, µε σηµαντικές, όµως, αποκλίσεις ανάλογα µε τα κλαδικά οικοσυστήµατα. Επισηµαίνεται ακόµα ότι οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε κλάδους έντασης γνώσης εφαρµόζουν τηλεργασία σε πολύ υψηλότερο ποσοστό, σε σχέση µε τις επιχειρήσεις σε κλάδους έντασης κεφαλαίου. Παράλληλα, παρατηρείται µια θετική συσχέτιση ανάµεσα στον βαθµό επηρεασµού µιας επιχείρησης από τον ψηφιακό µετασχηµατισµό της οικονοµίας («ψηφιακή ωριµότητα επιχείρησης») και τη χρήση της τηλεργασίας.

Συγκεκριµένα, οι επιχειρήσεις οι οποίες έχουν ήδη επηρεαστεί από την ψηφιακή µετάβαση εφαρµόζουν τηλεργασία σε σχεδόν διπλάσιο ποσοστό σε σχέση µε τον γενικό µέσο όρο. Ενα βασικό συµπέρασµα, που προέκυψε από ποιοτική έρευνα και συναντήσεις µε εκπροσώπους επιχειρήσεων που έχουν υιοθετήσει πρόσφατα ή σκοπεύουν να υιοθετήσουν πολιτικές τηλεργασίας, είναι ότι κινητήριος µοχλός για την εφαρµογή τηλεργασίας είναι η επιθυµία των ίδιων των εργαζοµένων, ιδιαίτερα των νεότερων σε ηλικία, για µεγαλύτερη ευελιξία στην οργάνωση της εργασίας τους. Αξίζει να τονιστεί ότι οι περιπτώσεις εργαζοµένων που τηλεργάζονται σε µόνιµη βάση είναι σχετικά σπάνιες και αφορούν είτε σε χρονικά προσδιορισµένες έκτακτες περιστάσεις (π.χ. ασθένεια µέλους της οικογένειας τηλεργαζοµένου) είτε σε εργαζόµενους που έχουν «διεθνή ρόλο», εξυπηρετούν δηλαδή πελάτες που βρίσκονται στο εξωτερικό, συχνά σε διαφορετική ζώνη ώρας.

Είναι επίσης σηµαντικό να τονιστεί ότι η τηλεργασία εφαρµόζεται µόνο κατόπιν αµοιβαίας συµφωνίας εργοδότη-εργαζοµένου, ενώ δεν υπάρχουν διαφοροποιήσεις µε τους µη τηλεργαζόµενους όσον αφορά στο ωράριο και στην αξιολόγηση της απόδοσης. Το συµπέρασµα είναι ότι η τηλεργασία αντιµετωπίζεται από τις επιχειρήσεις στη χώρα µας κυρίως ως απόκριση στις απαιτήσεις των καιρών και των αναγκών των εργαζοµένων.

Σχεδόν καµία επιχείρηση δεν δήλωσε ότι εφαρµόζει τηλεργασία µε πρωταρχικό στόχο τη µείωση του κόστους λειτουργίας των εγκαταστάσεών της, παρότι αυτή είναι ακόµη µια παράµετρος που τις απασχολεί.

Προβλήματα

Σύµφωνα µε τους εκπροσώπους του ΣΕΒ, τα βασικά προβλήµατα µε το υφιστάµενο νοµικό πλαίσιο της τηλεργασίας στη χώρα µας προέρχονται από την πολυνοµία, την πολυπλοκότητα και τη συνολική ακαµψία της ελληνικής εργατικής νοµοθεσίας, η οποία αδυνατεί να ενσωµατώσει τις επεκτεινόµενες αρχές της ευελιξίας και της µεταβλητότητας που διέπουν της σύγχρονες «µεταβιοµηχανικές» κοινωνίες.

Για παράδειγµα, µολονότι η µερική τηλεργασία δεν απαγορεύεται από το υφιστάµενο θεσµικό πλαίσιο, είναι δύσκολο να συνδυαστεί στην πράξη µε κανονική εργασία σε ηµερήσιο πρόγραµµα/βάση, ενώ υπάρχουν αντικρουόµενες ερµηνευτικές απόψεις για το κατά πόσο η επιχείρηση καλύπτεται σε περίπτωση ελέγχου από τις αρµόδιες Αρχές. Οπως αναφέρεται στο report του ΣΕΒ, προκειµένου να είναι απολύτως σύννοµη µια επιχείρηση, θα πρέπει είτε οι µέρες τηλεργασίας να είναι αυστηρώς προκαθορισµένες είτε να αναθεωρείται η σύµβαση εργασίας κάθε φορά που αλλάζει το πρόγραµµα του τηλεργαζοµένου.

Είναι προφανές ότι καµία από τις παραπάνω δύο λύσεις δεν είναι πρακτικά εφαρµόσιµη, µε αποτέλεσµα οι επιχειρήσεις να αξιοποιούν µεν την τηλεργασία προς όφελος των εργαζοµένων, αλλά µε τον κίνδυνο διαφορετικής ερµηνείας του νόµου από τους εκάστοτε ελεγκτικούς µηχανισµούς. Επίσης, η τυπική εφαρµογή τού γενικώς ισχύοντος νοµικού πλαισίου όσον αφορά στην τήρηση του ωραρίου εργασίας δεν µπορεί να ελεγχθεί πλήρως στην περίπτωση της τηλεργασίας, δεδοµένης της εγγενούς δυσκολίας που παρουσιάζει ο έλεγχος της ώρας έναρξης και της ώρας λήξης της τηλεργασίας. Αντίθετα, δηµιουργούνται περιθώρια για καταχρηστικές πρακτικές όσον αφορά στις υπερωρίες, είτε από την πλευρά του εργοδότη (επιβολή άτυπων υπερωριών) είτε από την πλευρά του εργαζοµένου (επίκληση µη πραγµατοποιηθεισών υπερωριών).

Τα διαλείμματα

Παράλληλα, οι περιορισµοί που υπάρχουν ως προς την εφαρµογή αυξηµένου και µεταβλητού χρόνου διαλείµµατος ακυρώνουν πρακτικά ένα από τα σηµαντικότερα πλεονεκτήµατα της τηλεργασίας, δηλαδή την ευχέρεια του τηλεργαζοµένου να ρυθµίσει τον χρόνο του κατά βούληση προκειµένου να διεκπεραιώνει προσωπικές-οικογενειακές και επαγγελµατικές υποθέσεις µε τον βέλτιστο χρονικά τρόπο.

Επισηµαίνεται ότι τα θέµατα αυτά έχουν αντιµετωπιστεί σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες (Σουηδία, ∆ανία, Λουξεµβούργο, Γερµανία, Τσεχία, Σλοβακία, Ουγγαρία) µε ειδικές ρυθµίσεις που προσδίδουν µεγάλη αυτονοµία στον εργοδότη και στον εργαζόµενο όσον αφορά στον καθορισµό του ωραρίου, κατ’ εξαίρεση των γενικώς ισχυουσών διατάξεων. Τέλος, σηµαντικά προβλήµατα δηµιουργούνται λόγω της έλλειψης σύνδεσης ορισµένων ρυθµίσεων της τηλεργασίας και της υφιστάµενης φορολογικής νοµοθεσίας.

Συγκεκριµένα, τόσο η ΕΓΣΣΕ όσο και ο Ν. 3846/2010 καθιστούν τον εργοδότη υπεύθυνο για την κάλυψη του κόστους που προκαλείται από την παροχή της τηλεργασίας και ειδικότερα των τηλεπικοινωνιών, ενώ αναφέρεται και σε «χρηµατική αποκατάσταση εκ µέρους του εργοδότη της χρησιµοποίησης του οικιακού χώρου εργασίας του µισθωτού». ∆εδοµένων των αυστηρών περιορισµών που διέπουν τις µη µισθολογικές παροχές, βάσει του Ν. 4173/2012 δεν είναι απολύτως σαφές πώς µπορεί µια επιχείρηση να ικανοποιήσει τις υποχρεώσεις του νόµου, χωρίς να κληθεί ο εργαζόµενος να καταβάλει επιπλέον φόρο για πληρωµές που ουσιαστικά ανήκουν στις παραγωγικές δαπάνες της επιχείρησης και συνεπώς θα έπρεπε να µην καταλογίζονται ως µη µισθολογικές παροχές (για το υπερβάλλον των 300 ευρώ ποσό ετησίως).

τηλεργασίαΣΕΒ