Οικονομία|10.12.2019 08:14

Ούζο: Κάνει θραύση στη Γερμανία όπου καταλήγει το 72% των εξαγωγών

Γιώργος Μανέττας

Σε τροχιά ανόδου βρίσκεται η ελληνική ποτοποιία, η οποία κόντρα στα εμπόδια αναπτύσσεται και ελπίζει σε ακόμη καλύτερα αποτελέσματα τα επόμενα χρόνια χάρη στην έντονη εξωστρέφεια που την διακρίνει (εξάγεται πάνω από το 67% της παραγωγής). Ναυαρχίδα των εξαγωγών είναι το ούζο, το οποίο παρ’ ότι έχει να ανταγωνισθεί αντίστοιχα ποτά από χώρες όπως η Ιταλία, η Ισπανία, η Γαλλία έχει καταφέρει να καθιερωθεί σε μεγάλες αγορές, όπως η γερμανική.

Ειδικά στη Γερμανία κάνει θραύση, με τους Γερμανούς να καταναλώνουν περισσότερο ούζο (περίπου 1,3 εκατ. κιβώτια) απ’ ό,τι Gin (περίπου 1,2 εκατ. κιβώτια).

Μάλιστα, το ούζο αποτελεί διαχρονικά το κυριότερο εξαγόμενο προϊόν της ελληνικής ποτοποιίας, καταλαμβάνοντας το 2018 το 72% (σε ποσότητα) του συνολικού όγκου εξαγωγών. «Μάθαμε τους Γερμανούς να πίνουν ούζο και στη Γερμανία, όχι μόνο στις διακοπές τους», ανέφερε χαρακτηριστικά ο πρόεδρος του ΣΕΑΟΠ, Νίκος Καλογιάννης σε ενημερωτική εκδήλωση.

Ανάλογες προσπάθειες προώθησης του ούζου, με την βοήθεια του Enterprise Greece γίνονται και στις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ αλλά και σε μεγάλες αγορές όπως οι ΗΠΑ, ο Καναδάς και η Αυστραλία, μέσα από μια διαφορετική προσέγγιση, και κυρίως ως βασικό συστατικό σε κοκτέιλ. Αξίζει να σημειωθεί πως τα έσοδα από τις εξαγωγές ελληνικών αποσταγμάτων είναι περίπου ίδια με του κρασιού, οι οποίες φέτος αναμένεται να ξεπεράσουν τα 70 εκατ. ευρώ.

Η μάχη της κατοχύρωσης πριν 30 χρόνια

Την ίδια ώρα, οι Έλληνες αποσταγματοποιοί δίνουν μάχη για να διατηρήσουν όσο το δυνατόν περισσότερο τη μειωμένη φορολογία στο εμφιαλωμένο τσίπουρο, παρά την καταδικαστική για την Ελλάδα απόφαση του Ευρωπαϊκού δικαστηρίου. Όπως είπε ο κ. Καλογιάννης είναι προς όφελος του εθνικού συμφέροντος να παραμείνει το υπάρχον καθεστώς, τονίζοντας πως είναι σε εξέλιξη μια μεγάλη διαπραγμάτευση να πεισθούν οι ευρωπαϊκές αρχές να δώσουν τη μεγαλύτερη δυνατή παράταση στην χώρα μας.

Ο κ. Καλογιάννης ανέφερε ότι κεντρικός άξονας της επιχειρηματολογίας της ελληνικής πλευράς είναι  η φορολογία που επιβαρύνει τα ελληνικά αποστάγματα είναι η μεγαλύτερη στην Ευρώπη και διπλάσια από την Γερμανία, όπου οι απολαβές των εργαζομένων είναι πολύ μεγαλύτερες απ’ ότι στην Ελλάδα, έσπευσε ωστόσο να υπογραμμίσει πως αργά ή γρήγορα η απόφαση του ευρωπαϊκού δικαστηρίου, η οποία εξισώνει τον φόρο στο τσίπουρο με τα υπόλοιπα αλκοολούχα ποτά θα εφαρμοσθεί.

Όπως εξήγησε ο πρόεδρος του ΣΕΑΟΠ, το τσίπουρο απολαμβάνει εδώ και 30 χρόνια ανεπίσημα και με την ανοχή της Ένωσης καθεστώς μειωμένου κατά 50% φόρου στην ελληνική αγορά, όπως ακριβώς και το ούζο. Βέβαια το ούζο απολαμβάνει το συγκεκριμένο καθεστώς νόμιμα καθώς σε αντίθεση με το τσίπουρο πέτυχε να κατοχυρωθεί ως παραδοσιακό προϊόν. Κάτι που ο κ. Καλογιάννης χαρακτήρισε επίτευγμα με δεδομένο ότι χρειάστηκε σκληρός αγώνας και αμοιβαίες υποχωρήσεις, προκειμένου να πεισθούν τα υπόλοιπα μέλη της τότε ΕΟΚ.

Καθοριστική, σύμφωνα με τον ίδιο ήταν η συμβολή της κας. Σταυρούλας Κουράκου, η οποία τότε ηγούνταν της Επιτροπής Αλκοολούχων Ποτών του Υπουργείου Οικονομίας και είχε την ευθύνη των διαπραγματεύσεων με τις υπόλοιπες χώρες. Μάλιστα, το ίδιο καθεστώς φορολογίας εξασφάλισε και το ρούμι που παράγονταν στις περιοχές που ήταν πρώην αποικίες της Γαλλίας.

Η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, έρχεται τώρα να εξισώσει τη φορολογία στο τσίπουρο με τα υπόλοιπα αλκοολούχα, τερματίζοντας την ιδιότυπη ασυλία που απολάμβανε μέχρι σήμερα, χάρη στο ούζο. Να σημειωθεί πως με δεδομένο πως η συντριπτική πλειονότητα των αποσταγματοποιών στην Ελλάδα παράγει και ούζο και τσίπουρο δεν τέθηκε ποτέ θέμα καταγγελίας στα ευρωπαϊκά όργανα του ιδιότυπου αυτού καθεστώτος, το οποίο ήταν προς όφελος όλων.

Την εξίσωση της φορολογίας στο τσίπουρο αποφάσισε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο

Οι «διήμεροι» και η πόρτα στο λαθρεμπόριο

Πέρα από τα παραπάνω, οι Έλληνες αποσταγματοποιοί και μέλη του ΣΕΑΟΠ ζητούν να εξισωθεί η φορολογία στους «διήμερους» παραγωγούς τσίπουρου που εμπορεύονται το προϊόν τους. Όπως είπε ο κ. Καλογιάννης, υπάρχουν αρκετοί «διήμεροι» παραγωγοί που δεν παράγουν απλά για ιδία κατανάλωση, αλλά επιδίδονται και στην εμπορία χύμα τσίπουρου, εκμεταλλευόμενοι την σχεδόν ανύπαρκτη φορολογία που επιβαρύνει το προϊόν τους. Αυτό, σημείωσε ο ίδιος, αποτελεί αθέμιτο ανταγωνισμό για τις εδραιωμένες επιχειρήσεις του χώρου που καλούνται να τους ανταγωνιστούν υπό άνισους όρους (αφού πληρώνουν αυξημένη φορολογία).

«Ζητάμε να παίζουμε επί ίσοις όροις… δεν έχουμε διένεξη με την παραδοσιακή παραγωγή και τους διήμερους. Λέμε απλά ότι εάν θέλει να εμπορευθεί το προϊόν του, ο διήμερος θα πρέπει να το κάνει με τους ίδιους όρους με εμάς. Δεν μπορεί να έχει μειωμένο φόρο. Αυτό αντιμαχόμαστε», έσπευσε να υπογραμμίσει ο πρόεδρος του ΣΕΑΟΠ, τονίζοντας πως αυτό θα αποβεί προς όφελος των δημόσιων εσόδων αλλά και για τους αμπελουργούς καθώς θα μπορούν πλέον να πουλάνε την πρώτη ύλη σε καλύτερες τιμές.

Μάλιστα, όπως χαρακτηριστικά είπε ο ίδιος, το φορολογικό καθεστώς των διήμερων εκμεταλλεύονται και αρκετοί επιτήδειοι, οι οποίοι εισάγουν βυτία ολόκληρα χύμα τσίπουρου αμφίβολης ποιότητας από τα γειτονικά κράτη, τα οποία βαφτίζουν ελληνικά και διαθέτουν στα ελληνικά εστιατόρια, σε πλήρη αγνοία του καταναλωτή. Υπολογίζεται ότι ένα στα πέντε ποτήρια χύμα τσίπουρου που καταναλώνεται σήμερα στην χώρα είναι δηλωμένο στις αρμόδιες αρχές.

Γερμανίακρασίγαστρονομικός τουρισμόςεξαγωγέςτσίπουρο