Οικονομία|16.03.2020 09:58

Πετρελαϊκός «πόλεμος»: Αόρατες και ασύµµετρες απειλές στην παγκόσµια οικονοµία

Γιάννης Χαραμίδης

Με τον κορονοϊό να εξαπλώνεται ταχύτητα ηµέρα µε την ηµέρα ανά τον πλανήτη, άνθρωποι, υλικά και αριθµοί κλυδωνίζονται – όπως συµβαίνει άλλωστε σε κάθε παγκόσµια κρίση. Η περασµένη εβδοµάδα ήταν µια επταήµερη βάσανος τόσο για το ανθρώπινο είδος -το οποίο καλείται να αντιµετωπίσει και κυρίως να βρει άµεσα λύση σε µια αόρατη αλλά θανατηφόρα απειλή- όσο και για τα ανθρώπινα µακροοικονοµικά έργα.

Το τσεκούρι του πετρελαϊκού πολέµου ξεθάφτηκε την περασµένη Κυριακή, µε τη Ρωσία και τη Σαουδική Αραβία να διαλύουν εν µια νυκτί όσα µε κόπο και κυρίως µε γενναίες αµοιβαίες υποχωρήσεις έφτιαξαν το 2016 µε τη δηµιουργία του OPEC+. Πριν από τέσσερα χρόνια, η δεύτερη (Σαουδική Αραβία) και η τρίτη (Ρωσία) σε εξαγωγές πετρελαίου χώρες στον πλανήτη είχαν από κοινού αποφασίσει περικοπές 2,1 εκατοµµυρίων βαρελιών αργού πετρελαίου την ηµέρα, καθώς η τιµή είχε πέσει στα 30 δολάρια ανά βαρέλι.

Η «αδελφοποίηση» λειτούργησε, µε τις τιµές του «µαύρου χρυσού» να ανακάµπτουν και τα δύο µέρη να αποκοµίζουν σηµαντικότατα οφέλη. Με τις παγκόσµιες ενεργειακές ανάγκες να πέφτουν στα τάρταρα λόγω του COVID-19 και την Κίνα, τη µεγαλύτερη εισαγωγική δύναµη πετρελαίου στον πλανήτη, να κόβει λόγω της παρατεταµένης καραντίνας κατά 20% τις παραγγελίες της σε αργό, Σαουδική Αραβία και Ρωσία «σύρθηκαν» σε ένα τραπέζι το οποίο είχε προδιαγεγραµµένο τέλος.

Η µεν Σαουδική Αραβία, δεύτερη σε παραγωγή πετρελαίου χώρα µετά τις ΗΠΑ στον κόσµο, ζήτησε άµεσα την περαιτέρω περικοπή σε παραγωγή αργού, και µάλιστα κατά 1,5 εκατοµµύριο βαρέλια ηµερησίως. Η Ρωσία, διά του υπουργού Ενέργειας της χώρας Αλεξάντερ Νόβακ, είπε το «νιετ» που έφερε αφενός τη διάλυση του συνεταιρισµού και αφετέρου την ανακοίνωση πως «κάθε χώρα µπορεί από την 1η Απριλίου να παράγει κατά το δοκούν». Η ρωσική άρνηση ήρθε καθώς αυξάνεται η ανησυχία της Ρωσίας για παραχώρηση ζωτικού χώρου ανάπτυξης στα αµερικανικά πετρελαϊκά συµφέροντα, ειδικά από τη στιγµή που οι ΗΠΑ προσφέρουν σε ανταγωνιστικές τιµές στην αγορά περί τα 13 εκατοµµύρια βαρέλια την ηµέρα.

Ντόμινο

Η Γουχάν βρίσκεται εδώ και µεγάλο χρονικό διάστηµα σε καραντίνα, µε τη συγκεκριµένη επαρχία να αποτελεί ένα κρίσιµο εµπορικό και παραγωγικό κύτταρο στον κινεζικό οργανισµό. Τα µέτρα που έλαβε η κινεζική κυβέρνηση προκειµένου να περιορίσει την επιδηµία, επιβάλλοντας αυστηρότατη καραντίνα, κλείνοντας χιλιάδες επιχειρήσεις και κυρίως µειώνοντας δραµατικά τις ενεργειακά κοστοβόρες πτήσεις, ώθησε τη χώρα στην περικοπή κατά 20% των παραγγελιών πετρελαίου. Για να γίνει κατανοητό το µέγεθος της µείωσης, το κινεζικό 20% αντιστοιχεί µε τη µηνιαία κατανάλωση του Ηνωµένου Βασιλείου και της Ιταλίας µαζί!

Η κινεζική κρατική Sinopec, το µεγαλύτερο διυλιστήριο της Ασίας, περιέκοψε εσχάτως την ηµερήσια επεξεργασία πετρελαίου κατά 600.000 βαρέλια ηµερησίως, που ήταν η µεγαλύτερη περικοπή των τελευταίων 10 ετών. Μια τέτοια ακύρωση παραγγελίας-περικοπή ήταν δεδοµένο πως θα δηµιουργούσε σοβαρότατο ζήτηµα σε οποιονδήποτε παραγωγό. Το γεγονός πως η κινεζική ιογενής πνευµονία µεταδόθηκε σε ολόκληρο τον πλανήτη και εξακολουθεί να επηρεάζει καθηµερινά τις ζωές εκατοµµυρίων ανθρώπων έφερε πλήγµατα και στη ζήτηση πετρελαίου παγκοσµίως.

Οι µαζικές ανακοινώσεις από τις µεγαλύτερες αεροπορικές εταιρείες του κόσµου για σηµαντικό περιορισµό στους προορισµούς τους ήταν και η σταγόνα η οποία ξεχείλισε τα εκατοµµύρια βαρέλια που αναµένουν µάταια αγοραστές στις αποθήκες της Σαουδικής Αραβίας και της Ρωσίας. Τα µεγαλύτερα χρηµατιστήρια στον κόσµο ήταν αδύνατο να απορροφήσουν δύο τέτοια χτυπήµατα (πετρέλαιο - ιός) µε τον ίδιο αντίκτυπο -τον φόβο- κατά την ίδια χρονική περίοδο. Η πρόσφατη παγκόσµια οικονοµική κατρακύλα, όπως σηµειώνουν οι «Financial Times», για λίγο έκανε την περίοδο του 2008 να µοιάζει µε γιορτή µπροστά στα όσα έγιναν την περασµένη εβδοµάδα…

Τα σηµαντικότερα χρηµατιστήρια του κόσµου κατέγραψαν απίστευτες απώλειες (2.000 µονάδες είχε να χάσει ο Dow Jones από την πετρελαϊκή κρίση του 1991 και τον πρώτο Πόλεµο του Κόλπου), πολύ απλά γιατί ο διµέτωπος φόβος ιού και πετρελαίου έπληξε όχι τον «επενδυτή» αλλά τον «άνθρωπο» που φορά το κοστούµι. Η επενδυτική φοβία µε τον ιό να καλπάζει µετατράπηκε σε ντελίριο, µε τους επενδυτές να αναζητούν ασφαλή λιµάνια µακριά από περιπέτειες.

Τα οµόλογα του Ηνωµένου Βασιλείου, των ΗΠΑ και της Γερµανίας έγιναν ανάρπαστα, ρίχνοντας τις αποδόσεις σε ιστορικά χαµηλά. Φυσικά ο χρυσός προτιµήθηκε επίσης δεόντως, ανεβάζοντας την τιµή του στο υψηλότερο επίπεδο από το 2013. Χαρακτηριστικά, το 30ετές κρατικό οµόλογο των Ηνωµένων Πολιτειών έπεσε για πρώτη φορά κάτω από το 1% σε απόδοση, ενώ και η διετής κρατική οµολογία του Ηνωµένου Βασίλειου κατέγραψε για πρώτη φορά αρνητικό πρόσηµο.

ΡωσίαΣαουδική ΑραβίαπετρέλαιοΟΠΕΚ