Πολιτική | 19.09.2021 10:45

Στ. Στεφάνου: Αντιφατική η πολιτική Αναστασιάδη στο Κυπριακό - Ανάγκη για άμεση έναρξη διαπραγματεύσεων

Αδάμος Ζαχαριάδης

Την ανησυχία του για την κατάσταση που επικρατεί στο Κυπριακό και τις προοπτικές επίλυσης, μεταφέρει ο νέος Γενικός Γραμματέας του ΑΚΕΛ, Στέφανος Στεφάνου σε συνέντευξη του στο ethnos.gr

Ο κ. Στεφάνου, ο οποίος βρέθηκε στην Αθήνα τις προηγούμενες μέρες για συναντήσεις με την πολιτική και πολιτειακή ηγεσία της Ελλάδας, σημειώνει ότι οι διαπραγματεύσεις θα πρέπει να αρχίσουν το συντομότερο δυνατόν από το σημείο όπου διακόπηκαν στο Κρανς Μοντανά και υποστηρίζει ότι η αντιφατική, όπως την χαρακτηρίζει, πολιτική που ακολουθεί ο Πρόεδρος της Κύπρου Νίκος Αναστασιάδης,  έχει πλήξει την αξιοπιστία της ελληνοκυπριακής πλευράς στον διεθνή παράγοντα. 

Παράλληλα, ο νέος Γ.Γ του ΑΚΕΛ, ο οποίος συναντήθηκε στην Αθήνα και με την Μάγδα Φύσσα, εκφράζει την ανησυχία του ότι «η Ακροδεξιά επανέρχεται, με τον λαϊκισμό της, τον εθνικισμό της, τον ρατσισμό της και με κάθε ακραίο ιδεολόγημα που περιλαμβάνει η φασιστική ιδεολογία, η οποία αντλεί δυνάμεις από την άθλια κοινωνικο-οικονομική πραγματικότητα σαν αποτέλεσμα αντιλαϊκών πολιτικών.

Ολόκληρη η συνέντευξη

Κατά τη διάρκεια της επίσκεψής σας κάνατε τις πρώτες σας επίσημες συναντήσεις στην Ελλάδα από τη θέση του Γενικού Γραμματέα του ΑΚΕΛ. Τι αποκομίσατε;

Το πρώτο είναι ότι υπάρχει μια ανησυχία σε σχέση με την κατάσταση που επικρατεί στο Κυπριακό και την προοπτική επίλυσης του προβλήματος, που είναι μια ανησυχία κοινή. Είναι κοινή και η διαπίστωση ότι η συνεχιζόμενη εκκρεμότητα και το συνεχιζόμενο αδιέξοδο στο Κυπριακό δίνουν τη δυνατότητα στην Τουρκία να δημιουργεί νέα τετελεσμένα τα οποία επιβαρύνουν τις προοπτικές επανέναρξης των διαπραγματεύσεων και επίλυσης του Κυπριακού. Κοινή μας διαπίστωση και με τον Έλληνα Πρωθυπουργό και με τον Έλληνα Υπουργό Εξωτερικών ήταν ότι οι διαπραγματεύσεις θα πρέπει να αρχίσουν το συντομότερο δυνατόν από το σημείο όπου διακόπηκαν στο Κρανς Μοντανά, ακριβώς για να διαφυλάξουμε το κεκτημένο των διαπραγματεύσεων που είναι πολύ σημαντικό, καθώς μέσα από τα χρόνια της διαπραγμάτευσης έχουν επιτευχθεί πολύ σημαντικές συγκλίσεις. Και επιπλέον, για να αντιμετωπιστεί η όλη προσπάθεια της Τουρκίας, με φόντο το αδιέξοδο, να απομακρύνει την προοπτική επίλυσης του Κυπριακού και να εκτρέψει τα πράγματα από τη συμφωνημένη βάση λύσης του Κυπριακού που είναι η διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία με πολιτική ισότητα, όπως την περιγράφουν τα Ηνωμένα Έθνη, σε λύση δύο κρατών. Είναι, λοιπόν, δύσκολη η κατάσταση και για αυτό θα πρέπει μέσα σε αυτή τη δύσκολη κατάσταση να είμαστε όσο το δυνατόν πιο ξεκάθαροι σε σχέση με το τι επιδιώκουμε ως λύση και τι πρέπει να κάνουμε για να τερματιστεί το αδιέξοδο, όσο βέβαια περνά από το δικό μας χέρι.

Τις επόμενες ημέρες θα πραγματοποιηθεί τριμερής συνάντηση στη Νέα Υόρκη μεταξύ του Προέδρου Αναστασιάδη, του Τουρκοκύπριου ηγέτη Ερσίν Τατάρ και του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ. Τι θα πρέπει να αναμένουμε από αυτή τη συνάντηση, με δεδομένη την αδιάλλακτη στάση της νέας τουρκοκυπριακής ηγεσίας αλλά και κάποιες νέες ιδέες που φαίνεται να μπαίνουν στο τραπέζι από την ελληνοκυπριακή πλευρά;

Η συνάντηση αυτή θα γίνει, με δεδομένες τις τεράστιες διαφωνίες που υπάρχουν μεταξύ των δύο πλευρών. Έρχεται η τουρκική πλευρά και θέτει επίσημα πλέον θέμα λύσης δύο κρατών και θέτει ως προϋπόθεση έναρξης των διαπραγματεύσεων την κυριαρχική ισότητα, η οποία δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή διότι παραπέμπει τελικά στα δύο κράτη. Από την άλλη, έχουμε και τη θέση του Γενικού Γραμματέα ου ΟΗΕ, ο οποίος όπως είναι φυσικό αναζητεί μια βάση πάνω στην οποία θα μπορεί να εργαστεί για να επανεκκινήσουν οι διαπραγματεύσεις. Ο Γενικός Γραμματέας, βεβαίως, έχει θέση για το πώς μπορεί να επιτευχθεί η επανέναρξη των διαπραγματεύσεων, την οποία έχει διατυπώσει αρκετές φορές σε εκθέσεις του αλλά και σε δηλώσεις εκπροσώπων του, ότι δηλαδή θα πρέπει να επανεκκινήσουν οι διαπραγματεύσεις από το σημείο όπου σταμάτησαν στο Κρανς Μοντανά, διαφυλάσσοντας τις συγκλίσεις και διαπραγματευόμενες οι δύο πλευρές στη βάση του δικού του πλαισίου, που περιλαμβάνει έξι σημεία. Δεδομένης αυτής της θέσης του Γενικού Γραμματέα, αυτή θα πρέπει να είναι και η θέση της ελληνοκυπριακής πλευράς. Θα πρέπει να τερματίσουμε τις λεγόμενες νέες ιδέες, οι οποίες δυστυχώς αφενός αναιρούν συγκλίσεις –πράγμα που δεν είναι θετικό ούτε για την αξιοπιστία μας ούτε για τη διαδικασία– και αφετέρου δίνουν χώρο στην τουρκική πλευρά να λέει τα δικά της. Η δική μας πλευρά θα πρέπει να εναρμονιστεί πλήρως τόσο σε σχέση με αυτό που λέει ο ΟΗΕ σε σχέση με την επανέναρξη των διαπραγματεύσεων, όσο γενικότερα και σε σχέση με τη διαδικασία επίλυσης του Κυπριακού. 

Τι σημαίνει αυτό;

Δηλαδή, θα μπορούσαμε με την επανέναρξη των διαπραγματεύσεων να επανέλθουμε σε μια διαδικασία τύπου Κρανς Μοντανά, όπου σε δύο παράλληλα τραπέζια θα μπορεί να γίνεται από τη μια πλευρά, η συζήτηση για την εσωτερική πτυχή του Κυπριακού, με τη συμμετοχή των δύο πλευρών, και από την άλλη τα ζητήματα της διεθνούς πτυχής του Κυπριακού, με τη συμμετοχή των εγγυητριών δυνάμεων και ασφαλώς και των δύο πλευρών. Αυτή η διαδικασία επέτρεψε στο Κρανς Μοντανά να επιτευχθεί αυτό που περιέγραψε ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ, δηλαδή ότι «βρεθήκαμε μια ανάσα πριν τη λύση». Για να μην χαθούμε πάλι στην μετάφραση, λοιπόν, ως ΑΚΕΛ θεωρούμε ότι ο Πρόεδρος της Κύπρου θα πρέπει να είναι ξεκάθαρος στις τοποθετήσεις του και να αποφύγει τη διατύπωση των όποιων νέων ιδεών, που τελικά μας θέτουν σε απόκλιση από τον διεθνή οργανισμό.

Στην Ελλάδα υπάρχει μια άποψη, η οποία δεν εκφράζεται επισήμως, αλλά είναι διάχυτη σε ορισμένα κέντρα ότι δεν είναι αναγκαίο να λυθεί το Κυπριακό. Υποστηρίζουν δηλαδή κάποιοι ότι σε θεσμούς όπως η ΕΕ και τα Ηνωμένα Έθνη υπάρχουν δύο ελληνικά κράτη, οπότε ποιος ο λόγος να βάλουμε τους Τούρκους ξανά μέσα στο παιχνίδι; Αυτή η άποψη έχει κάποια βάση; Θα μπορούσε αυτό να είναι το μέλλον της Κύπρου;

Θα πρέπει να πω ότι η βασική ιδέα είχε διατυπωθεί ήδη από τη δεκαετία του 1960 και ειδικά μετά το 1964 και τις διακοινοτικές συγκρούσεις και την αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων από τους θεσμούς, βασισμένη και σε μια θεωρία ότι συμφέρει τον ελληνικό λαό να υπάρχουν ουσιαστικά δύο ελληνικά κράτη γιατί έτσι θα έχουμε δύο ψήφους σε διάφορους διεθνείς οργανισμούς. Όμως, αυτή η τοποθέτηση που φτάνει μέχρι τις μέρες μας με διάφορες μορφές, δεν δίνει καμία προοπτική ούτε στον Ελληνισμό ούτε στην Κυπριακή Δημοκρατία. Πρώτον, το status quo δεν είναι μια σταθερή και αναλλοίωτη κατάσταση, αλλά μια κατάσταση διολισθαίνουσα ολοένα προς το χειρότερο. Και μάλιστα με τρόπο που εξυπηρετεί τους σχεδιασμούς της Τουρκίας. Επομένως, εάν εμείς δεν επιδιώξουμε την επίτευξη λύσης στη βάση της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας, που είναι ο μοναδικός εφικτός τρόπος για να επιτευχθεί αυτό που επιδιώκουμε, τότε τα πράγματα θα εξελιχθούν με την ύπαρξη ενός τουρκικού κράτους στον Βορρά, που είτε θα είναι πλήρως ποδηγετημένο από την Τουρκία, είτε η Τουρκία μπορεί κάποια στιγμή να αποφασίσει να ενσωματώσει τα κατεχόμενα και να καταστούν ακόμα ένας νομός της Τουρκίας. Την ίδια ώρα, στις ελεύθερες περιοχές στην Κυπριακή Δημοκρατία, που με βάση το Σύνταγμα είναι και δικοινοτικό κράτος, θα συνεχίσουμε να είμαστε μεικτό κράτος. Κανένας δεν μπορεί να αποκλείσει ότι αύριο λόγω της ανάγκης των Τουρκοκυπρίων να εξασφαλίσουν τη δική τους επιβίωση ως κοινότητα δεν θα έρθουν στις ελεύθερες περιοχές και θα διεκδικήσουν αυτό το οποίο το Σύνταγμα τούς παρέχει. Και θα έχουμε τελικά ένα τούρκικο κράτος στο Βορρά και ένα μεικτό κράτος στον Νότο. Με όλα τα προβλήματα ασφάλειας, προοπτικής, αμφισβήτησης κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας ή και αδυναμίας της Κυπριακής Δημοκρατίας να εφαρμόζει και να αξιοποιεί κυριαρχικά της δικαιώματα, όπως βλέπουμε τώρα με το ενεργειακό της πρόγραμμα. Το ενεργειακό πρόγραμμα της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν προχωρά γιατί το εμποδίζει η Τουρκία. Αντιλαμβάνεστε, λοιπόν, ότι αυτή η τοποθέτηση όπως την εκφράζουν διάφορες πλευρές απλά δεν είναι βιώσιμη και είναι επικίνδυνη τόσο για την Κυπριακή Δημοκρατία, όσο και εν γένει για τον Ελληνισμό γιατί τα ελληνοτουρκικά προβλήματα και οι ελληνοτουρκικές σχέσεις ασφαλώς και επηρεάζονται από την εκκρεμότητα στο Κυπριακό.

Πιστεύετε ότι το Κυπριακό κινδυνεύει να καταστεί αυτό που ονομάζουν οι διεθνολόγοι ένα «οριστικά ανεπίλυτο» πρόβλημα;

Ναι μας απασχολεί να μην καταστεί ένα πρόβλημα που δεν επιλύεται ή ένα frozen conflict, όπως συμβαίνει σε πολλές περιπτώσεις. Αυτό όμως που μας ανησυχεί πάρα πολύ είναι να μην καταλήξουμε στην οριστική διχοτόμηση. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο ότι τα τελευταία χρόνια το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, που παλαιότερα χαρακτήριζε στα ψηφίσματά του για την Κύπρο το status quo ως απαράδεκτο, τα τελευταία χρόνια το χαρακτηρίζει ως μη βιώσιμο. Αν διαβάσουμε πίσω από τις γραμμές της διπλωματικής γλώσσας, αυτό σημαίνει ότι κάποια στιγμή, αν δεν μπορεί να επιλυθεί το Κυπριακό ή εκτιμήσει ο διεθνής οργανισμός ότι δεν επιλύεται το Κυπριακό, θα επιχειρήσει να βρει τρόπους να διευθετήσει αυτό που υπάρχει επί του εδάφους. Αυτό που υπάρχει επί του εδάφους είναι η de facto διχοτόμηση, άρα θα μας μείνει η διχοτόμηση. Για αυτό, λοιπόν, εμείς έχουμε εντείνει τη δραστηριότητά μας σε σχέση με το Κυπριακό. Εμείς δεν κάνουμε αντιπολίτευση χάριν της αντιπολίτευσης σε κανένα θέμα, αλλά και ειδικά στο Κυπριακό που είναι θέμα επιβίωσης της Κυπριακής Δημοκρατίας και του λαού μας, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Χωρίς λύση, κινδυνεύουμε όλοι.

Επειδή αναφερθήκατε και στον διεθνή παράγοντα, δεν μοιάζει να ασκείται ιδιαίτερη πίεση στην Τουρκία από τον διεθνή παράγοντα. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η Τουρκία είναι ένα μεγάλο κράτος στην περιοχή, που επηρεάζει πολλά ζητήματα στη γεωπολιτική σκακιέρα ή υπάρχουν και ευθύνες της ελληνοκυπριακής πλευράς για αυτό;

Είναι γεγονός ότι παρά τη μεγάλη προκλητικότητα της Τουρκίας και τις παρανομίες στις οποίες προβαίνει, η αντίδραση του διεθνούς παράγοντα δεν είναι αυτή που θα έπρεπε, δεν είναι αντίστοιχη του μεγέθους αυτής της προκλητικότητας. Αυτό οφείλεται σε διάφορους λόγους. Καταρχάς είναι πράγματι τα μεγάλα συμφέροντα που συνδέονται με το γεγονός ότι η Τουρκία είναι μια μεγάλη χώρα, με μεγάλη γεωστρατηγική, οικονομική και εμπορική σημασία. Βλέπουμε, για παράδειγμα, η Γερμανία πώς πολλές φορές φορές αντιδρά απέναντι στην Τουρκία όχι μόνο σε σχέση με την Κύπρο, αλλά και σε ζητήματα που αφορούν τη σχέση της Τουρκίας με την ΕΕ. Βλέπουμε, συχνά, ότι η Γερμανία επιδιώκει να υπάρχει μια αντίδραση πιο «απαλή» απέναντι στην Τουρκία. Ασφαλώς τα συμφέροντα διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη διεθνή πολιτική. Όμως από την άλλη πλευρά, αν θέλουμε ο διεθνής παράγοντας να είναι βοηθητικός και ξεκάθαρος σε σχέση με το τι επιδιώκεται για τη λύση, θα πρέπει πρώτα από όλα εμείς να βοηθάμε τον εαυτό μας, να είμαστε αξιόπιστοι και η αξιοπιστία μας να πείθει και τον διεθνή παράγοντα να αναλάβει πρωτοβουλίες. Δεν πείθουμε, δεν είμαστε αξιόπιστοι διεθνώς. Και αυτή δεν είναι απλώς μια διαπίστωση του ΑΚΕΛ. Αυτή η διαπίστωση έχει γίνει και από τον διαπραγματευτή του κ. Αναστασιάδη, τον κ. Μαυρογιάννη, ο οποίος διαπίστωσε ότι τα δικά μας τα αφηγήματα είτε για την αποτυχία στο Κρανς Μοντανά είτε για το συνεχιζόμενο αδιέξοδο, δεν πείθουν τον διεθνή παράγοντα διότι ο κ. Αναστασιάδης εμφανίζεται πολύ αντιφατικός, σε σχέση με το Κυπριακό, τους επιδιωκόμενους στόχους, την ακολουθούμενη διαδικασία και σε σχέση με αυτές τις νέες ιδέες που συγκρούονται με συγκλίσεις που έχουν επιτευχθεί και που είναι σε αντίθεση με τη θέση ότι θα πρέπει να συνεχίσουμε από σημείο όπου διακόψαμε τις διαπραγματεύσεις. Αυτό θα έπρεπε να έχει προβληματίσει τον Πρόεδρο Αναστασιάδη και εμείς το εγείρουμε αυτό το ζήτημα, αλλά όποτε το θέτουμε κατηγορούμαστε ότι θέλουμε να αθωώσουμε την Τουρκία, πράγμα που δεν είναι αλήθεια. Ασκούμε έντονη κριτική στην Τουρκία, αλλά πάντοτε πρέπει να βλέπουμε και ποιος θα πρέπει να είναι ο δικός μας ρόλος. Και αυτό που λέμε είναι με τον τρόπο που πολιτεύεται ο Πρόεδρος και προσεγγίζει το Κυπριακό, τελικά έχει θρυμματίσει και τελευταία ψήγματα αξιοπιστίας που μας είχαν απομείνει. Και χωρίς αξιοπιστία πώς μπορούμε να περιμένουμε ότι ο διεθνής παράγοντας –και με όλα αυτά τα συμφέροντα που υπάρχουν– θα κινείται στοχοπροσηλωμένα και με συνέπεια προς την κατεύθυνση που εμείς θέλουμε, έτσι ώστε να βοηθήσουν και αυτοί να κινηθούν οι διαδικασίες;

Είχατε μια συνάντηση με τη Μάγδα Φύσσα, τη μητέρα του Παύλου Φύσσα, η οποία δεν εντάσσεται στις θεσμικές σας συναντήσεις στην Ελλάδα. Για ποιο λόγο επιλέξατε να δείτε την κ. Φύσσα και τι αποκομίσατε από αυτή τη συνάντηση;

Οι λόγοι είναι συναισθηματικοί και πολιτικοί. Ο συναισθηματικός λόγος είναι η ανάγκη μας ως κίνημα να μεταφέρουμε ένα μήνυμα συμπαράστασης σε μια μάνα που έχασε το παιδί της από τη δολοφονική επίθεση ακροδεξιών και φασιστών και να εκφράσουμε και τον θαυμασμό μας προς αυτή μάνα που έδωσε μάχη. Και αυτή η μάχη οδήγησε τελικά στη μαζικοποίηση ενός αντιφασιστικού αγώνα, τα πράγματα οδηγήθηκαν στο δικαστήριο και τελικά κερδήθηκε μια μάχη στο δικαστήριο που ήταν πολύ σημαντική για τη νομιμοποίηση στην ευρύτερη κοινωνική συνείδηση της ανάγκης να ορθώσουμε τείχος στην Ακροδεξιά. Η δολοφονία του Παύλου Φύσσα και ό,τι ακολούθησε με τους αγώνες της μητέρας του αλλά και τον λαϊκών αγώνων έδωσαν αυτό το στίγμα. Θέλαμε, λοιπόν, να μεταφέρουμε αυτή την αναγνώριση και αυτή την αγάπη και η συνάντησή μας με τη Μάγδα Φύσσα ήταν συγκλονιστική όσον αφορά τα όσα μας μετέφερε για τους αγώνες που έδωσε. Ο δεύτερος λόγος είναι πολιτικός. Θέλαμε να μεταφέρουμε ένα μήνυμα και στην Κύπρο και στην Ελλάδα και ευρωπαϊκά και παγκόσμια. Η Ακροδεξιά επανέρχεται, με τον λαϊκισμό της, τον εθνικισμό της, τον ρατσισμό της και με κάθε ακραίο ιδεολόγημα που περιλαμβάνει η φασιστική ιδεολογία, η οποία αντλεί δυνάμεις από την άθλια κοινωνικο-οικονομική πραγματικότητα σαν αποτέλεσμα αντιλαϊκών πολιτικών. Και κερδίζει λαϊκά ερείσματα. Θα πρέπει να σταλεί το μήνυμα και στην Κύπρο που έχουμε ένα ακροδεξιό κόμμα –που μέχρι πρόσφατα δήλωνε ότι είναι το παράρτημα της Χρυσής Αυγής στην Κύπρο και τώρα μετά την καταδίκη της Χρυσής Αυγής προσπαθεί να μας πείσει ότι δεν έχει σχέση με αυτήν– ότι δεν πρέπει να εφησυχάζουμε και ότι στη δημοκρατία δεν χωράνε όλοι, και αυτοί που αγωνίζονται για τη δημοκρατία και αυτοί που θέλουν να την καταργήσουν. Άρα, με τη συγκεκριμένη συνάντηση θέλαμε να δώσουμε το μήνυμα ότι το ΑΚΕΛ θα συνεχίσει να βρίσκεται απέναντι από τον φασισμό και την Ακροδεξιά και ότι θα συνεχίσει να δίνει τη μάχη και για να κινητοποιήσει την κοινωνία και για να αντιληφθεί η κοινωνία ότι η παρουσία αυτών των κομμάτων είναι πολύ επικίνδυνη για το παρόν και το μέλλον της δημοκρατίας.

Όλες οι ειδήσεις

Nικόλας Θεοδώρου: Αυτός είναι ο 21χρονος σκακιστής φαινόμενο που αναδείχτηκε Γκραντ Μετρ

AUKUS: Οι λεπτομέρειες της τριμερούς συμφωνίας - Πώς κλείστηκε «πίσω από την πλάτη» του Μακρόν

Αδιανόητο! Ιάπωνας ισχυρίζεται ότι κοιμάται 30 λεπτά την ημέρα τα τελευταία 12 χρόνια

Εξαδάκτυλος στο Open: Όλοι θα χρειαστούμε τρίτη δόση μετά από 6-8 μήνες

Έρευνα: Βρίζουν, μπαίνουν στη ΛΕΑ και κορνάρουν επίμονα οι Έλληνες οδηγοί

ΑΚΕΛΣτέφανος ΣτεφάνουΚυπριακό