Πολιτική|21.12.2024 06:19

«Ντε Γκρες»: Η ιστορία της διαμάχης για το όνομα και την περιουσία των Γκλύξμπουργκ

Νίκος Σβέρκος

Γιατί το επώνυμο που επέλεξαν οι Γκλύξμπουργκ προκαλεί αντιδράσεις. Τα γεγονότα μετά το Δημοψήφισμα του ’74, οι πρωτοφανείς κινήσεις των κυβερνήσεων της ΝΔ, η άψογη σχέση του Μητσοτάκη με τους βασιλόφρονες, ο νόμος του ΠΑΣΟΚ και τα σενάρια για τα σχέδια των απογόνων του Κωνσταντίνου Γλύξμπουργκ.

Σε αρκετούς αναγνώστες η παραχώρηση της ελληνικής ιθαγένειας σε δέκα απογόνους του Κωνσταντίνου Γκλύξμπουργκ ίσως μοιάζει με θέμα ήσσονος σημασίας, που δεν δικαιολογεί την πολιτική αντιπαράθεση ανάμεσα σε κυβέρνηση και αντιπολίτευση. Ωστόσο η υπόθεση δεν είναι θεσμικά, πολιτικά και νομικά καθόλου απλή. Η ιστορία πίσω από το εν λόγω ζήτημα, άλλωστε, αναδεικνύει γιατί αυτό το ζήτημα είναι ευαίσθητο και αφορά όλους τους πολίτες στην Ελλάδα.

Το Δημοψήφισμα του ’74 και η περίεργη ατολμία των πρώτων κυβερνήσεων της Μεταπολίτευσης

Πριν από 50 χρόνια, στις 8 Δεκεμβρίου του 1974, οι Έλληνες πολίτες αποφάσισαν με το συντριπτικό 69,18% το τέλος της επώδυνης βασιλείας στην χώρα μας. Ο άλλοτε βασιλιάς Κωνσταντίνος έφυγε από την Ελλάδα, αναγνώρισε τυπικά το αποτέλεσμα, αλλά δεν έπαυσε ποτέ να επιχειρεί να επανέλθει στα πράγματα.

Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι έγγραφα της περιόδου 1975-1978 ο Γκλύξμπουργκ, όπως καθιερώθηκε να αποκαλείται αργότερα, εξέτασε να προχωρήσει ακόμα και σε πραξικόπημα προκειμένου να ανατραπεί ο Κωνσταντίνος Καραμανλής (εφημ. Καθημερινή, «Οταν ο τέως βασιλιάς συνωμοτούσε για την “εξουδετέρωση του Καραμανλή”», 19-7-2021)

Η ορμητική Μεταπολίτευση δεν άφηνε όμως περιθώρια κινήσεων στον έκπτωτο, με αποτέλεσμα οι επιδιώξεις του να περιοριστούν στα ζητήματα της περιουσίας του, κινητής και ακίνητης, αλλά και της ιθαγένειάς του. Το συντηρητικό τμήμα του πολιτικού συστήματος αποδείχτηκε ήταν απρόθυμο να λήξει οριστικά τις σχετικές εκκρεμμότητες, λειτουργώντας όπως αποδείχτηκε τελικά υπέρ των διεκδικήσεων των Γλύξμπουργκ. Μετά το δημοψήφισμα του 1974, παρά τις φωνές που τάσσονταν υπέρ της δήμευσης της περιουσίας τους ως φυσικό επακόλουθο της μη ύπαρξης του βασιλικού πολιτειακού αξιώματος, η κυβέρνηση Καραμανλή ανέθεσε τη διαχείριση της τεράστιας περιουσίας σε μια επταμελή επιτροπή. Το 1980 παραχώρησε την διαχείρισή της στον ναύαρχο Σταυρίδη, ενώ ξεκίνησε κύκλος δικών για την φορολόγησή της. Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ επιχείρησε να έρθει σε διαπραγματεύσεις με τους Γλυξμπουργκ, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Η πιο χαρακτηριστική πράξη του δράματος ήρθε τη δεκαετία του 1990, καθώς στο ζήτημα ενεπλάκη και το θέμα της ιθαγένειας.

Όσον αφορά την υπηκοότητα των Γκλύξμπουργκ, επικρατούσε ένα πρωτοφανές «limbo». Ο «Κωνσταντίνος» είχε μεν την ελληνική ιθαγένεια, αλλά δεν επισκεπτόταν την Ελλάδα, καθώς αρνείτο να λάβει επώνυμο. Διέμενε στην Αγγλία, όπου επιδίωκε σε κάθε ευκαιρία να προσφωνείται ως «τέως Βασιλιάς της Ελλάδας» και επισκέφθηκε την χώρα μας πρώτη φορά το 1981 με ειδική άδεια προκειμένου να παρευρεθεί στην κηδεία της μητέρας του, Φρειδερίκης.

Οι Γκλύξμπουργκ απέρριπταν, δε, το συγκεκριμένο επώνυμο, υποστηρίζοντας ότι ήταν κατασκεύασμα των Άγγλων προκειμένου να καταδειχθούν οι γερμανικές ρίζες της οικογένειας.

Οι εξαιρετικές σχέσεις του Κων. Μητσοτάκη με το «Παλάτι» και τους Γλύξμπουργκ

Το, 1991, το 1992 και το 1994 ήταν δυο χρονιές σταθμοί για τις σχέσεις των Γκλύξμπουργκ με την αβασίλευτη Ελλάδα. Στις δύο πρώτες πρωθυπουργός ήταν ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, στην τρίτη ο Ανδρέας Παπανδρέου. Προκειμένου να κατανοήσουμε καλύτερα την δυναμική των γεγονότων εκείνης της εποχής, πρέπει να ανατρέξουμε ξανά στην ιστορία.

Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, πατέρας του σημερινού πρωθυπουργού, είχε ανέκαθεν εξαιρετικές σχέσεις με το «Παλάτι», τον έκπτωτο βασιλιά Κωνσταντίνο και την οικογένειά του. Έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στην Αποστασία του 1965, που αποτέλεσε έμπνευση του Παλατιού, ενώ στο πέρασμα των χρόνων προχώρησε σε πράξεις και δηλώσεις που επιβεβαίωναν το σταθερό ενδιαφέρον του για τα συμφέρονται των Γκλύξμπουργκ με την Ελλάδα.

Χαρακτηριστικά, το 1988, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης από το Λονδίνο έκανε την περίφημη δήλωση περί «unfair». Είχε πει χαρακτηριστικά μπροστά σε μαγνητόφωνα και κάμερες: «Το τι έγινε το 1974 είναι ένα θέμα που θα το κρίνει η Ιστορία. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ήταν άδικο το δημοψήφισμα, με την έννοια ότι ο τότε ακόμα βασιλιάς Κωνσταντίνος δεν είχε τη δυνατότητα να κάνει εκστρατεία για το δημοψήφισμα στην Ελλάδα και ήταν υποχρεωμένος να μείνει στο Λονδίνο.

Αλλά, επαναλαμβάνω, αυτό είναι ένα θέμα που θα το κρίνει η Ιστορία. Όσον αφορά το παρόν, θα ήθελα να πω ότι ωριμάζουν οι συνθήκες κι αυτό μας διδάσκει η πείρα άλλων κρατών που είχαν ανάλογο πρόβλημα. Είναι ενδεχόμενο, και θέλω να ελπίζω ότι με την πάροδο του χρόνου θα καταστεί δυνατόν, η οικογένεια και ο ίδιος να μπορούν να έρχονται στην Ελλάδα, ενδεχομένως να ζουν στην Ελλάδα, εάν το επιθυμούν».

Και αν όλα αυτά μοιάζουν με απλές συμπτώσεις, ο ίδιος ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης φρόντισε να ξεκαθαρίσει τα πράγματα ο ίδιος στον Θανάση Διαμαντόπουλο: «Εμένα οι ακροδεξιοί ήταν οι πιο δικοί μου, οι πιο πιστοί, ιδιαίτερα οι βασιλόφρονες. Και οι ακροδεξιοί, λοιπόν, κατά βάση τον Κυριάκο θα ακολουθήσουν» («Το πορτρέτο ενός ηγέτη. Από την ιστορία του Μητσοτάκη στον Μητσοτάκη της Ιστορίας», εκδόσεις Πατάκη, 2013).

Το «ριφιφί» στο Τατόι και ο νόμος του Μητσοτάκη που έδινε τα πάντα στον Γκλύξμπουργκ

Όταν βρέθηκε στην πρωθυπουργία, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης φρόντισε μέσω περίεργων παραλείψεων, αλλά και νομοθετημάτων, να ικανοποιήσει χρόνια αιτήματα των Γκλύξμπουργκ. Τον Οκτώβριο του 1990 ο ναύαρχος ε.α. Μάριος Σταυρίδης, υπέβαλε αίτηση στην κυβέρνηση Μητσοτάκη για μεταφορά της οικοσκευής που βρισκόταν στο Τατόι στο εξωτερικό. Στις 22 Νοεμβρίου 1990 οι υπουργοί Γιάννης Παλαιοκρασσάς και Τζανής Τζανετάκης (Οικονομίας και Πολιτισμού αντίστοιχα) όρισαν ειδική επιτροπή για τον έλεγχο των αντικειμένων που θα εξάγονταν.

Λίγους μήνες αργότερα και συγκεκριμένα τον Φεβρουάριο του 1991 ξεκίνησε από τελωνειακούς και στελέχη του Υπουργείου Πολιτισμού και της Πινακοθήκης η καταγραφή των αντικειμένων που είχαν συγκεντρωθεί στο Τατόι από την Κέρκυρα, τη Ρόδο, την Πεντέλη και τη Λάρισα. Ωστόσο παρόντες στην διαδικασία ήταν και συνεργάτες των Γκλύξμπουργκ, που είχαν προσλάβει εργάτες για την συσκευασία των αντικειμένων. Όπως κατήγγειλαν οι υπάλληλοι του Δημοσίου, οι συνεργάτες των Γκλύξμπουργκ προχωρούσαν ακόμα και σε τραμπουκισμούς, ενώ τους επέτρεψαν να δουν μόνο ένα μικρό μέρος της κινητής περιουσίας.

Έπιπλα, χαλιά, ασημικά, 271 πίνακες (ανάμεσά τους πίνακες του Βολανάκη, του Γύζη, του Λύτρα και του Ιακωβίδη), κρύσταλλα, ακόμη και πετσέτες, σεντόνια και καλύμματα καναπέδων αναφέρεται πως συσκευάστηκαν. Τα 1.904 δέματα συνολικού βάρους 32 τόνων φορτώθηκαν σε εννέα κοντέινερ και μεταφέρθηκαν τη νύχτα της Κυριακής 17 Φεβρουαρίου 1991 στο πλοίο J. Borchard στον Πειραιά. Προορισμός το Λονδίνο, όπου διέμεναν οι Γκλύξμπουργκ. Το 2006 πολλά αντικείμενα δημοπρατήθηκαν από το οίκο Christies’s με τους Γκλύξμπουργκ να δηλώνουν άγνοια επί του θέματος.

Με δεδομένη την μεταφορά όλης της αμύθητης κινητής περιουσίας τους στο εξωτερικό ήρθε και η τελευταία πράξη των ευεργεσιών της κυβέρνησης Κωνσταντίνου Μητσοτάκη προς τους Γκλύξμπουργκ. Στις 30 Σεπτεμβρίου 1992 ψηφίστηκε ο Νόμος 2086 από τους βουλευτές της ΝΔ, σε μια περίοδο που η Βουλή λειτουργούσε με ειδική σύνθεση, ενώ μίλησαν από το τότε κυβερνόν κόμμα μόνον οι ακραιφνείς βασιλόφρονες Φραντς Τσαγγάρης και Κώστας Ζαχαράκης. Η εξαιρετικά οδυνηρή για το Δημόσιο σύμβαση που κυρώθηκε προέβλεπε πως οι Γκλύξμπουργκ θα έπαιρναν τα παλιά θερινά ανάκτορα του Τατοΐου, το Μον Ρεπό στην Κέρκυρα και το κτήμα στο Πολυδένδρι.

Ο νόμος του ΠΑΣΟΚ και η ήττα του Γλύξμπουργκ για το επώνυμό του

Το 1994 η κυβέρνηση Παπανδρέου ανέτρεψε τον νόμο Μητσοτάκη, ψηφίζοντας το νόμο 2215. Με αυτό το νομοθέτημα το ελληνικό κράτος αποκαλούσε τον Κωνσταντίνο Γκλύξμπουργκ με αυτό το ονοματεπώνυμο. Παράλληλα του αφαιρούσε την ιδιοκτησία του στην Ελλάδα αλλά και την ελληνική ιθαγένεια. Προκειμένου, δε, να επανακτήσει ο ίδιος και απόγονοί τους την υπηκοότητα έπρεπε βάσει το νόμου να προχωρήσουν σε τρεις κινήσεις:

  • Να «διατυπωθεί ενώπιον του ληξιάρχου Αθηνών ρητή και ανεπιφύλακτη δήλωση σεβασμού στο Σύνταγμα, αποδοχής και αναγνώρισης του πολιτεύματος της Προεδρευομένης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας και του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος της 8ης Δεκεμβρίου 1974, με το οποίο καθορίσθηκε κατά τρόπο μη υποκείμενο σε μεταβολή η μορφή του πολιτεύματος»
  • Να «δηλωθεί, ρητά και ανεπιφύλακτα, ενώπιον του ιδίου ληξιάρχου παραίτηση από τις κάθε είδους διεκδικήσεις, οι οποίες συνδέονται με την κατά το παρελθόν άσκηση πολιτειακού αξιώματος ή της κατοχής οποιουδήποτε τίτλου»
  • Να «συντελεσθεί εγγραφή στα μητρώα αρρένων ή τα δημοτολόγια δήμου ή κοινότητας του κράτους με όνομα, επώνυμο και τα λοιπά αναγκαία κατά νόμον στοιχεία ταυτότητας». Ουσιαστικά να δηλώσουν επώνυμο.

Μετά την ψήφιση του νόμου ξεκίνησε μια μεγάλη δικαστική διαμάχη του Κωνσταντίνου Γκλύξμπουργκ με το ελληνικό δημόσιο, με τον πρώτο να ζητά από το δημόσιο να αποζημιωθεί με το αμύθητο ποσό των 161 εκατ. ευρώ, υποστηρίζοντας παράλληλα το ελληνικό δημόσιο του επιφύλαξε ευτελιστική μεταχείριση λόγω της αφαίρεσης της ελληνικής ιθαγένειας και της χρήσης του επωνύμου «Γκλύξμπουργκ».

Η περίπλοκη δικαστική διαμάχη κράτησε μέχρι το φθινόπωρο του 2002 και έληξε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Του επιδικάστηκαν 13,7 εκατομμύρια. Αλλά δεν δικαιώθηκε στο σκέλος των υπολοίπων αιτημάτων του, ούτε δηλαδή για την ιθαγένεια, ούτε για το επώνυμό του.

Τι σημαίνει το «ναι» της κυβέρνησης στο «ντε Γκρες»

Μέχρι το θάνατό του ο Κωνσταντίνος Γκλύξμπουργκ αρνείτο να προχωρήσει σε κινήσεις βάσει του νόμου του ΠΑΣΟΚ του 1994. Ο ίδιος διέθετε διπλωματικό διαβατήριο που είχε εκδώσει η Δανία και σε αυτό αναφερόταν ως «Constantine de Grecia» (στα ισπανικά σημαίνει «Κωνσταντίνος της Ελλάδας»), ενώ μετά την ισχύ της συνθήκης Σένγκεν μπορούσε να επισκέπτεται την χώρα μας ως αλλοδαπός.

Τα προοδευτικά κόμματα αλλά και διαπρεπείς νομικοί θεωρούσαν πως ο Κωνσταντίνος Γκλύξμπουργκ με το «ντε Γκρέτσια» αμφισβητεί την προεδρευομένη δημοκρατία στη χώρα μας, αμφισβητώντας δηλαδή το αποτέλεσμα του Δημοψηφίσματος του 1974. Έτσι υψωνόταν ένα σημαντικό εμπόδιο στην λήψη της ελληνικής υπηκοότητας.

Αντίθετη άποψη αποδείχτηκε πως έχει όμως η σημερινή κυβέρνηση Μητσοτάκη που προχώρησε τάχιστα στην αποδοχή του αιτήματος των απογόνων του Γκλύξμπουργκ, αποδεχόμενη πως θα είναι πλέον Έλληνες πολίτες με επώνυμο «Ντε Γκρες», που γαλλιστί σημαίνει «της Ελλάδας».

Στην πραγματικότητα οι απόγονοι του Γκλύξμπουργκ έκαναν έναν ελιγμό με την ανοχή της κυβέρνησης Μητσοτάκη: Αποδέχτηκαν μεν την παρούσα πολιτειακή κατάσταση με αντάλλαγμα ένα επώνυμο που διεθνών θα θυμίζει πως ανήκουν σε κάποια βασιλική οικογένεια. Και όλα αυτά παρά το γεγονός πως το Σύνταγμα απαγορεύει την απονομή τίτλων ευγενείας.

Τι θέλουν οι Γκλύξμπουργκ στην Ελλάδα;

Γιατί όμως θέλουν οι δέκα Γκλύξμπουργκ να πολιτογραφηθούν Έλληνες; Γιατί εγκατέλειψαν την «γραμμή» του πατρός Κωνσταντίνου;
Νομικοί αναφέρουν πως με την απόκτηση της υπηκοότητας οι Γκλύξμπουργκ θα απολαμβάνουν από τούδε και στο εξής το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι. Με άλλα λόγια μπορούν να ιδρύσουν μέχρι και πολιτικό κόμμα, κάτι που εντέχνως διέρρεαν συγκεκριμένα μέσα και δημοσιογράφοι που συντρώγουν συχνά πυκνά με μέλη της οικογένειας Γκλύξμπουργκ και ακολούθως γράφουν και αντίστοιχα ρεπορτάζ για τις προθέσεις τους.

Άλλοι πολιτικοί παράγοντες θεωρούν πως το ζήτημα δεν αφορά την πολιτική δραστηριότητα των Γκλύξμπουργκ αλλά τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες. Υπενθυμίζουν πως η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει επιδείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την αξιοποίηση του Τατοΐου, ενώ μετά την πυρκαγιά που κατέκαψε το μοναδικής ομορφιάς δάσος της περιοχής, ξεκίνησαν και οι σχετικές ενέργειες για τα «ανάκτορα».

Τα σχέδια για το Τατόι περιλαμβάνουν τη δημιουργία ενός μουσείου για την «βασιλική οικογένεια» της Ελλάδας, χώρους για «υψηλούς» θαμώνες, ξενοδοχεία και σπα. Στα έργα και την μετέπειτα διαχείριση του χώρου θα συμμετέχουν ιδιώτες, ενώ υπάρχει θολή εικόνα για τις ιδιωτικές πηγές άντλησης πόρων για την ανάπλαση του Τατοΐου.

Δεν λείπουν λοιπόν αυτό που εκτιμούν πως οι Γκλύξμπουργκ έλαβαν την ελληνική υπηκοότητα προκειμένου να μεσολαβήσουν για την άντληση χρημάτων για το κτίριο από το οποίο κυβέρνησε ο πατέρας τους. Και μάλιστα εκφράζουν τον φόβο πως «δεν αποκλείεται να δούμε σε κομβικό ρόλο στη διαχείριση στο Τατόι κάποιον ονόματι “Ντε Γκρες”».

ΕλλάδαΓλύξμπουργκτέως βασιλιάς Κωνσταντίνοςβασιλική οικογένειαειδήσειςιθαγένεια