Κόσμος|10.11.2020 15:01

Αφγανιστάν: Τη μαχαίρωσαν και την πυροβόλησαν στα μάτια επειδή ήθελε να εργάζεται

Newsroom

Το τελευταίο πράγμα που είδε η 33χρονη Χατέρα, λίγο αφότου έφυγε από τη δουλειά της σε ένα αστυνομικό τμήμα της επαρχίας Γκάζνι στο Αφγανιστάν, ήταν τρεις άνδρες που επέβαιναν σε μια μοτοσυκλέτα να την πυροβολούν και να την μαχαιρώνουν στα μάτια. Όταν ξύπνησε στο νοσοκομείο όλα ήταν σκοτεινά. «Ρώτησα τους γιατρούς γιατί δεν βλέπω τίποτα. Μου απάντησαν ότι τα μάτια μου είναι ακόμη δεμένα με επιδέσμους εξαιτίας των τραυμάτων. Αλλά εκείνη τη στιγμή κατάλαβα ότι δεν είχα μάτια», λέει η νεαρή γυναίκα.

H ίδια και οι τοπικές αρχές αποδίδουν την επίθεση σε ένοπλους Ταλιμπάν, οι οποίοι αρνούνται κάθε ανάμειξη, και υποστηρίζουν ότι οι δράστες ενήργησαν έπειτα από πληροφορία του πατέρα της, ο οποίος ήταν σφόδρα αντίθετος στο να εργάζεται εκτός σπιτιού η κόρη του. Για εκείνη η επίθεση δεν της στέρησε μόνο την όραση, αλλά και το όνειρό της το οποίο είχε δώσει αγώνα για να πραγματοποιήσει, να έχει, δηλαδή, μια ανεξάρτητη καριέρα. Είχε ενταχθεί στην αστυνομία της Γκάζνι ως αξιωματικός πριν από λίγους μήνες. «Μακάρι να είχα υπηρετήσει στην αστυνομία τουλάχιστον ένα χρόνο. Αν μου συνέβαινε αυτό μετά, θα ήταν λιγότερο επώδυνο. Συνέβη τόσο γρήγορα...πήγα στη δουλειά και έζησα το όνειρό μου μόνο για τρεις μήνες», δήλωσε η νεαρή γυναίκα στο Reuters.

Η επίθεση στην Χατέρα, η οποία χρησιμοποιεί μόνο το όνομά της, είναι ενδεικτική της αυξανόμενης τάσης, λένε ακτιβιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, μιας έντονης και συχνά βίαιης αντίδρασης εις βάρος των γυναικών που πιάνουν δουλειά, κυρίως μάλιστα στον δημόσιο τομέα. Στην περίπτωση της Χατέρα, το ότι ήταν αστυνομικός θα μπορούσε να ήταν εκείνο που προκάλεσε την οργή των Ταλιμπάν.

Οι ακτιβιστές των ανθρώπινων δικαιωμάτων θεωρούν ότι ο συνδυασμός των συντηρητικών κοινωνικών κανόνων του Αφγανιστάν και η αυξημένη επιρροή που αποκτούν οι Ταλιμπάν την ώρα που οι ΗΠΑ αποσύρουν τα στρατεύματά τους από την χώρα οδηγούν στην κλιμάκωση αυτό του φαινομένου.

Επί του παρόντος, οι Ταλιμπάν διαπραγματεύονται στην Ντόχα του Κατάρ με την κυβέρνηση του Αφγανιστάν για μια ειρηνευτική συμφωνία, βάσει της οποίας πολλοί αναμένουν την επίσημη επιστροφή τους στην εξουσία, αλλά η πρόοδος είναι αργή και έχει παρατηρηθεί μια αύξηση στις επιθέσεις εναντίον αξιωματούχων και προβεβλημένων γυναικών στη χώρα.

«Παρότι η κατάσταση για τις Αφγανές σε δημόσια αξιώματα υπήρξε ανέκαθεν επικίνδυνη, η πρόσφατη αύξηση της βίας σε όλη τη χώρα έχει κάνει ακόμη χειρότερα τα πράγματα», λέει η Σαμίρα Χαμίντι, ακτιβίστρια της Διεθνούς Αμνηστίας για το Αφγανιστάν. «Τα σημαντικά βήματα που έγιναν για τα δικαιώματα των γυναικών στο Αφγανιστάν εδώ και πάνω από μια δεκαετία δεν θα πρέπει να πέσουν θύμα της όποιας ειρηνευτικής συμφωνίας με τους Ταλιμπάν», λέει.

Το παιδικό όνειρο που γκρεμίστηκε

Το όνειρο της Χατέρα ως παιδί ήταν να εργαστεί έξω από το σπίτι και έπειτα από μακροχρόνιες προσπάθειες να πείσει τον πατέρα της, που όμως απέβησαν μάταιες, κατάφερε να εξασφαλίσει τη στήριξη του συζύγου της. Αλλά ο πατέρας της, όπως εξηγεί η ίδια, δεν παραιτήθηκε από την άρνησή του.

«Πολλές φορές όταν πήγαινα για υπηρεσία έβλεπα τον πατέρα μου να με ακολουθεί...είχε αρχίσει να επικοινωνεί με τους Ταλιμπάν στην γειτονική περιοχή και τους ζήτησε να με αποτρέψουν από το να πηγαίνω στη δουλειά μου», λέει η Χατέρα.

Σύμφωνα με την ίδια, ο πατέρας της έδωσε στους Ταλιμπάν ένα αντίγραφο της ταυτότητάς της για να αποδείξει ότι εργάζεται στην αστυνομία και την κάλεσε στο τηλέφωνο την ημέρα της επίθεσης ζητώντας να μάθει που βρίσκεται. Ο εκπρόσωπος της αστυνομίας της Γκάζνι επιβεβαίωσε ότι η αστυνομία εκτιμά πως οι Ταλιμπάν βρίσκονται πίσω από την επίθεση και είπε ότι ο πατέρας της Χατέρα βρίσκεται υπό κράτηση. Το Reuters δεν ήταν σε θέση να επικοινωνήσει απευθείας μαζί του για σχόλιο.

Ένας εκπρόσωπος των Ταλιμπάν δήλωσε ότι η οργάνωση είναι ενήμερη για την υπόθεση, αλλά ότι πρόκειται για οικογενειακή υπόθεση στην οποία οι Ταλιμπάν δεν εμπλέκονται.

Η Χατέρα και η οικογένειά της, περιλαμβανομένων πέντε παιδιών, κρύβονται σήμερα στην Καμπούλ, όπου η ίδια αναρρώνει και θρηνεί για την χαμένη της καριέρα. Δυσκολεύεται να κοιμηθεί, πετάγεται κάθε φορά που ακούει τον ήχο μοτοσυκλέτας και έχει κόψει κάθε δεσμό με την ευρύτερη οικογένειά της, περιλαμβανομένης και της μητέρας της, που την κατηγορεί ότι ευθύνεται για την σύλληψη του πατέρα της.

Ελπίζει ότι κάποιος γιατρός στο εξωτερικό πιθανόν να μπορέσει με κάποιο τρόπο να αποκαταστήσει μερικώς την όρασή της. «Αν είναι εφικτό να αποκτήσω και πάλι την όρασή μου θα επιστρέψω στη δουλειά μου και θα υπηρετήσω και πάλι στην αστυνομία», λέει και προσθέτει ότι χρειαζόταν να έχει κάποιο εισόδημα για να γλιτώσει από τη φτώχεια. «Αλλά ο κυριότερος λόγος είναι το πάθος μου να κάνω μια δουλειά εκτός σπιτιού».

ΤαλιμπάνΑφγανιστάνέμφυλη βίαγυναίκα