Κόσμος|12.11.2020 12:04

Πώς το πανίσχυρο λόμπι των τραπεζών καθορίζει νομοθεσία και οικονομίες

Μαρία Ψαρά

«Οι 28 μεγαλύτερες τράπεζες και μια χούφτα θεσμικοί επενδυτές μπορούν να ελέγχουν κάθε στάδιο της νομοθετικής διαδικασίας μέσω των διαρκών διαβουλεύσεων κι να διατηρούν τις αγορές ομολόγων και παραγώγων αδιαφανείς και ως εκ τούτου ολιγοπωλιακές. Από τη στιγμή, μάλιστα, που οι τράπεζες είναι ο τελικός κριτής του "αξιόχρεου" της κάθε κυβέρνησης, μπορούν ανά πάσα στιγμή τα να τις απειλούν ότι θα ακριβύνει το κόστος του δανεισμού τους, αν οι ολιγοπωλιακές αυτές αγορές ανοίξουν στον ανταγωνισμό». Σε αυτό το συμπέρασμα - μεταξύ άλλων - καταλήγει η διδακτορική διατριβή του Γιώργου Βασσάλου, που ολοκληρώθηκε επιτυχώς στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου στις αρχές Οκτώβρη.

Μελετώντας βήμα προς βήμα τη νομοθετική διαδικασία, αλλά και τις οργανώσεις και τους ανθρώπους που συμμετέχουν σε αυτή, ο πολιτικός επιστήμονας επιχείρησε να εξηγήσει γιατί παρά τη δριμύτητα της κρίσης του 2008 και τις μεγάλες κουβέντες των τότε πολιτικών ηγετών, το χρηματοπιστωτικό σύστημα δεν μεταρρυθμίστηκε ουσιαστικά. Από την έρευνά του προκύπτει ότι 800 περίπου στελέχη των θεσμών της Ε.Ε. (Επιτροπής, Συμβουλίου, Κοινοβουλίου και εξειδικευμένων ευρωπαϊκών αρχών) εργάζονται για την εκπόνηση της νομοθεσίας που ρυθμίζει τη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών. Τα στελέχη αυτά, όμως, δεν δουλεύουν μόνα τους. Σε καθημερινή βάση, συνεργάζονται με περίπου 1.700 (τα διπλάσια δηλαδή) στελέχη του ιδιωτικού χρηματοπιστωτικού τομέα μέσα από μια πλειάδα διαδικασιών: γραπτές διαβουλεύσεις, επιτροπές εμπειρογνωμόνων, διμερείς συναντήσεις, συνέδρια και άλλα.

Η συνεργασία αυτή ξεκινά από τη στιγμή που η Κομισιόν αποφασίσει να αρχίσει να προετοιμάζει μια νομοθετική πρόταση, συνεχίζεται κατά τη διαπραγμάτευση της πρότασης αυτής στο Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο και τελειώνει μόνο με την ολοκλήρωση των τελικών, εφαρμοστικών διατάξεων της νέας νομοθεσία από τις εξειδικευμένες ευρωπαϊκές Αρχές. Πρόκειται, στην πραγματικότητα, για μια μόνιμη συνεργασία που παίζει σημαντικό ρόλο ακόμα και στον καθορισμό της νομοθετικής ατζέντας.

«Εάν ο ιδιωτικός χρηματοπιστωτικός τομέας επιλέγει να έχει διπλάσια στελέχη (1.740) που εξειδικεύονται στην ευρωπαϊκή νομοθεσία από τους ίδιους τους ευρωπαϊκούς θεσμούς (819), είναι επειδή τα στελέχη αυτά παίζουν κομβικό ρόλο στη διαδικασία. Καμία απόφαση δεν λαμβάνεται χωρίς να έχουν προηγηθεί διαβουλεύσεις μαζί τους. Οι διοικητικοί και πολιτικοί αξιωματούχοι της Ε.Ε. εξαρτώνται για τα στοιχεία και τις γνώσεις από τον ιδιωτικό τομέα, χωρίς να έχουν καν τη δυνατότητα επαλήθευσης του ορθού των αριθμών που τους μεταβιβάζονται», μας εξηγεί ο Γιώργος Βασσάλος.

Ο πολιτικός επιστήμονας Γιώργος Βασσάλος/ethnos.gr

Τα ανταγωνιζόμενα χρηματοπιστωτικά συμφέροντα τους παρέχουν συχνά αντιτιθέμενα στοιχεία ανάλογα με τα κλαδικά συμφέροντά τους (πχ. χρηματιστήρια εναντίον τραπεζών). Όταν κανείς διαβάζει πώς αιτιολογούνται οι νομοθετικές και ρυθμιστικές επιλογές στις εκθέσεις, αιτιολογήσεις κλπ, διαπιστώνει ότι ο ρόλος των δημοσίων αξιωματούχων δεν είναι άλλος από ένα ρόλο «δημοσκόπου» των προτιμήσεων των διαφορετικών χρηματοπιστωτικών κλάδων και «διαιτητή» που διευθετεί, χωρίς ξεκάθαρα κριτήρια, τα σημεία διαφωνίας ανάμεσά τους. Η συμμετοχή τόσο των εκπροσώπων της πραγματικής οικονομίας (37 στελέχη) όσο και των μη εταιρικών συμφερόντων, όπως ενώσεις επαγγελματιών, συνδικάτα, κοοπερατίβες, ΜΚΟ, ακαδημαϊκοί κλπ. (161 στελέχη) είναι περιθωριακή.

Δεν είναι όμως μόνο θέμα… αριθμών. Στο δείγμα 461 στελεχών της ΕΕ που δούλεψαν πάνω στην αναθεώρηση της ΜiFID και αναλύθηκαν στα πλαίσια της διατριβής, πάνω από τους μισούς (55%) έχουν πλέον δουλέψει και στον ιδιωτικό χρηματοπιστωτικό τομέα! Οι περισσότεροι από αυτούς πήγαν σε αυτόν μετά τη δημόσια θέση τους. Συνεπώς, οι δημόσιοι λειτουργοί έχουν λοιπόν έναν επιπλέον λόγο να μην προωθήσουν διατάξεις ενάντια στον πυρήνα των συμφερόντων των εταιρειών που αργότερα θα τους απασχολήσουν! Σε αυτές, υπάρχουν περισσότερες και καλύτερα πληρωμένες θέσεις για όσους έχουν εξιδεικευτεί στην ευρωπαϊκή χρηματοπιστωτική νομοθεσία. Αν και σε μικρότερο βαθμό, η κίνηση αυτή στελεχών συμβαίνει και στην αντίστροφη κατεύθυνση: ένα στα τρία στελέχη που εργάστηκαν εκπροσωπώντας τον ιδιωτικό τομέα πάνω στην αναθεώρηση της MiFID, έχουν δουλέψει και για τις δημόσιες αρχές.

Σύμφωνα με το Γ. Βασσάλο, η κατάσταση αυτή δημιουργεί μία κλειστή επαγγελματική ομάδα: την ομάδα των ειδικών στην ευρωπαϊκή χρηματοπιστωτική νομοθεσία που ακολουθεί τους δικούς της άγραφους κανόνες. Η ομάδα αυτή έχει τη δυνατότητα να αυτονομείται σε μεγάλο βαθμό από την πολιτική ηγεσία και να διατηρεί τον έλεγχο στο τι μπαίνει και τι δε μπαίνει στους νόμους. Μέσα σε αυτή την κλειστή ομάδα, ο ιδιωτικός τομέας - και ιδιαίτερα οι τράπεζες και οι θεσμικοί επενδυτές (Blackrock, μεγάλες ασφαλιστικές κλπ.) που διαθέτουν 1.306 ειδικευμένα στελέχη - έχει την αριθμητική και γνωσιακή υπεροχή. Αυτό σημαίνει ότι διαθέτει πάρα πολλά εργαλεία για να μπλοκάρει κάθε μεταρρύθμιση που επιχειρεί να υποτάξει τα συμφέροντα τους στα συμφέροντα των πολιτών.

Η κρίση του 2008 και πώς επηρέασε και την Ελλάδα

Η κρίση του 2008 δεν εκδηλώθηκε, όπως είναι σύνηθες, με ένα χρηματιστηριακό κραχ. Αφετηρία της ήταν η κατάρρευση των συναλλαγών σε ομόλογα και παράγωγα που είχαν ως βάση τους την τιτλοποίηση στεγαστικών δανείων και που διέφευγαν κάθε πλαισίου διαφάνειας και δημοσιότητας. Με απλά λόγια και… εφαρμοσμένη οικονομία, όλα ξεκίνησαν από το κραχ με τα ακίνητα στις ΗΠΑ.

Πιεζόμενη από τις πολιτικές ηγεσίες των μεγάλων κρατών μελών κι ευθυγραμμιζόμενη με τις κατευθύνσεις τις οποίες αυτά είχαν συμφωνήσει σε διεθνές επίπεδο (G20), η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε το 2009 την αναθεώρηση της βασικής ντιρεκτίβας (οδηγία) που ρυθμίζει τη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών (την επονομαζόμενη MiFID) με στόχο την αύξηση της διαφάνειας σε αυτές ακριβώς τις αδιαφανείς, εξω-χρηματιστηριακές αγορές.

«Η διαδικασία αναθεώρησης πήρε σχεδόν μια δεκαετία. Όταν το 2014 βρέθηκε πολιτική συμφωνία ανάμεσα στους δύο συν-νομοθέτες (το Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο), η Επιτροπή εξέδωσε ανακοίνωση με την οποία δήλωνε απογοητευμένη που οι προτάσεις της για την αύξηση της διαφάνειας σε ομόλογα και παράγωγα απορρίφθηκαν», μας λέει ο Γιώργος Βασσάλος.

«Σε εσωτερικό έγγραφο, μάλιστα, έκανε τη διάγνωση ότι, όσον αφορά στα ομόλογα, η διαφάνεια θα μειωνόταν. Τέσσερα ακόμα χρόνια χρειάστηκαν για να ετοιμαστούν τα εφαρμοστικά μέτρα και το νέο καθεστώς μπήκε σε εφαρμογή το 2018, χωρίς όμως να αλλάζει τίποτα το ουσιαστικό στη σχέση των χρηματοπιστωτικών αγορών με την υπόλοιπη κοινωνία και σίγουρα χωρίς να θέτει « τις χρηματοπιστωτικές αγορές στην υπηρεσία της πραγματικής οικονομίας και της κοινωνίας », όπως διακήρυτταν οι τότε πολιτικοί αρμόδιοι».

Και πώς όλα αυτά αφορούν την Ελλάδα; Ρωτήσαμε τον Γιώργο Βασσάλο. «Ενώ, μετά την κρίση του 2008, τα κράτη έσπευσαν να διασώσουν τις τράπεζες που ήταν στα όρια της χρεοκοπίας ακριβώς λόγω της τεράστιας έκθεσης τους στις καταρρέουσες αγορές ομολόγων και παραγώγων, το βάρος της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας έπεσε στον περιορισμό των κοινωφελών κρατικών δαπανών. Η Ελλάδα έζησε την αντίφαση αυτή με εξαιρετικά δραματικό τρόπο», εξήγησε.

«Όταν οι στεγαστικές αγορές "στέγνωσαν" γύρω στο 2007, οι τράπεζες έψαξαν νέο πεδίο κερδοσκοπίας μέσω των συναλλαγών σε παράγωγα και το βρήκαν στην αγορά κρατικού χρέους. Επένδυσαν μαζικά στα λεγόμενα CDS (προθεσμιακά συμβόλαια ανταλλαγής πιστωτικού κινδύνου - credit default swaps). Τα CDS που έγιναν περιζήτητα ήταν εκείνα που ασφάλιζαν έναντι της αδυναμίας εξυπηρέτησης των ελληνικών κρατικών ομολόγων. Τα αγόραζαν ακόμα και τράπεζες κι επενδυτές που δεν κατείχαν ελληνικά ομόλογα, οδηγώντας έτσι στα ύψη τα επιτόκια δανεισμού (όσο ανέβαινε η ζήτηση των CDS, τόσο αυξάνονταν τα επιτόκια). Την εποχή εκείνη, αντί οι ευρωπαϊκές αρχές να βάλουν άμεσο φρένο σε αυτό το όργιο κερδοσκοπίας, επέβαλαν στην Ελλάδα την αιματηρή λιτότητα μέσω των μνημονίων και όσα αυτή συνεπέφερε».

Μελετώντας λεπτομερώς το πώς φτιάχνονται οι νόμοι της ΕΕ, ο Γ. Βασσάλος διαπιστώνει δύο αντιφάσεις με τον επίσημο λόγο της: «Από τη μία, πολιτική επιδίωξη της ΕΕ είναι ο πλουραλισμός. Στην πράξη όμως βλέπουμε μια στενή ομάδα οικονομικών συμφερόντων (τράπεζες και θεσμικοί επενδυτές) να μονοπωλούν της προσοχής των αξιωματούχων της, ενώ οργανώσεις που αντικειμενικά βρίσκονται πιο κοντά στα συμφέροντα της πλειοψηφίας των πολιτών (συνδικάτα κι ενώσεις καταναλωτών) να αφήνονται στο περιθώριο. Επίσης, οικονομική επιδίωξη της ΕΕ είναι ο ανταγωνισμός. Στην πράξη όμως, οι 28 μεγαλύτερες τράπεζες και μια χούφτα θεσμικοί επενδυτές μπορούν να ελέγχουν κάθε στάδιο της νομοθετικής διαδικασίας», παρατηρεί ο πολιτικός επιστήμονας.

«Τα προβλήματα αυτά είναι ζητήματα οικονομικής κυριαρχίας στη βάση πολιτικών επαφών εκτός δημοκρατικού ελέγχου και δε συναντώνται αποκλειστικά σε επίπεδο ΕΕ. Ελάχιστοι μιλούν γι’ αυτά, ενώ είναι ζωτικής σημασίας. Εάν υπάρξει πολιτική βούληση, υπάρχουν τρόποι να αντιμετωπιστούν, από τη θέσπιση ποσοστώσεων στο είδος των οργανώσεων που συμμετέχουν σε συμβουλευτικές ομάδες μέχρι και πιο ρηξικέλευθες λύσεις», καταλήγει ο Γιώργος Βασσάλος.

Ευρωπαϊκή Ένωσηλόμπιτράπεζεςτραπεζίτες