Κόσμος|16.12.2020 12:03

Ευρωπαϊκό Δικαστήριο: Απέρριψε τις προσφυγές για το κυπριακό Μνημόνιο

Μαρία Ψαρά

Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) επικύρωσε με σημερινή του απόφαση τις προηγούμενες αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της ΕΕ (ΓΔΕΕ) με τις οποίες είχε απορρίψει τις αγωγές αποζημιώσεως ιδιωτών και εταιρειών κατά θεσμικών οργάνων της ΕΕ στο πλαίσιο χρηματοπιστωτικής συνδρομής που χορηγήθηκε στην Κύπρο υπό τον όρο της αναδιάρθρωσης του τραπεζικού τομέα της.

Αντιθέτως, το ΔΕΕ έκρινε ότι το ΓΔΕΕ «υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο» κρίνοντας ότι «το Eurogroup αποτελεί οντότητα της Ένωσης ιδρυθείσα από τις Συνθήκες, της οποίας οι πράξεις ή οι συμπεριφορές θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης».

Αναλυτικά η απόφαση:

Κατά τους πρώτους μήνες του 2012, πολλές εγκατεστημένες στην Κύπρο τράπεζες, μεταξύ των οποίων η Cyprus Popular Bank (στο εξής: Λαϊκή) και η Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία (Bank of Cyprus, στο εξής: Τράπεζα Κύπρου) αντιμετώπισαν χρηματοπιστωτικές δυσχέρειες. Στις 25 Ιουνίου 2012, η Κύπρος υπέβαλε αίτηση χρηματοπιστωτικής συνδρομής στον πρόεδρο της Ευρωομάδας, ο οποίος δήλωσε ότι η συνδρομή αυτή θα χορηγούνταν είτε από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας είτε από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ΕΜΣ) στο πλαίσιο προγράμματος μακροοικονομικής προσαρμογής το οποίο έπρεπε να συγκεκριμενοποιηθεί με μνημόνιο κατανόησης. Η διαπραγμάτευση του μνημονίου αυτού διεξήχθη μεταξύ, αφενός, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής από κοινού με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) και, αφετέρου, των κυπριακών αρχών. Στις 26 Απριλίου 2013, υπογράφηκε μνημόνιο κατανόησης από την Επιτροπή, εξ ονόματος του ΕΜΣ, τον Υπουργό Οικονομικών της Κύπρου και τον διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, γεγονός που κατέστησε δυνατή τη χορήγηση, από τον ΕΜΣ, χρηματοπιστωτικής συνδρομής στο εν λόγω κράτος μέλος.

Πολλοί ιδιώτες και εταιρείες, οι οποίοι ήταν δικαιούχοι καταθέσεων στη Λαϊκή και στην Τράπεζα Κύπρου, μέτοχοι ή ομολογιούχοι πιστωτές των τραπεζών αυτών, θεώρησαν ότι, στο πλαίσιο του εν λόγω μνημονίου κατανόησης, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Επιτροπή, η ΕΚΤ καθώς και η Ευρωομάδα απαίτησαν από τις κυπριακές αρχές τη θέσπιση, τη διατήρηση σε ισχύ ή τη συνέχιση της εφαρμογής μέτρων που προκάλεσαν σημαντική μείωση της αξίας των καταθέσεων, των μετοχών ή των ομολογιακών απαιτήσεών τους. Ως εκ τούτου, άσκησαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης αγωγές λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης ζητώντας την αποκατάσταση των ζημιών τις οποίες υποστηρίζουν ότι υπέστησαν εξαιτίας των μέτρων αυτών.

Με δύο αποφάσεις της 13ης Ιουλίου 2018, K. Chrysostomides & Co. κ.λπ. κατά Συμβουλίου κ.λπ., καθώς και Μπουρδούβαλλη κ.λπ. κατά Συμβουλίου κ.λπ. 1, το Γενικό Δικαστήριο, καταρχάς, απέρριψε τις ενστάσεις απαραδέκτου τις οποίες προέβαλε το Συμβούλιο προς αμφισβήτηση του παραδεκτού των αγωγών αποζημιώσεως που άσκησαν οι ενδιαφερόμενοι ιδιώτες και εταιρείες κατά της Ευρωομάδας. Εν συνεχεία, ως προς την πρώτη προϋπόθεση περί θεμελίωσης της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης βάσει του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, η οποία αφορά τον παράνομο χαρακτήρα της συμπεριφοράς που προσάπτεται στο θεσμικό όργανο της Ένωσης και απαιτεί να αποδεικνύεται η ύπαρξη κατάφωρης παραβίασης κανόνα δικαίου που αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι οι ιδιώτες και οι εταιρίες που άσκησαν τις αγωγές αυτές δεν κατόρθωσαν να αποδείξουν την ύπαρξη προσβολής του δικαιώματός τους ιδιοκτησίας ούτε παραβίασης της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης ή της αρχής της ίσης μεταχείρισης. Δεδομένου ότι η πρώτη προϋπόθεση για τη θεμελίωση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης δεν πληρούνταν εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τις αγωγές.

Επιληφθέν των αιτήσεων αναιρέσεως που άσκησαν το Συμβούλιο (υποθέσεις C-597/18 P και C‑598/18 P) και οι ενδιαφερόμενοι ιδιώτες και εταιρείες (υποθέσεις C-603/18 P και C‑604/18 P), καθώς και των ανταναιρέσεων που άσκησε το Συμβούλιο (στις υποθέσεις C‑603/18 P και C‑604/18 P), το τμήμα μείζονος συνθέσεως του Δικαστηρίου αναιρεί τις αναιρεσιβαλλόμενες αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου καθόσον απορρίπτουν τις ενστάσεις απαραδέκτου τις οποίες προέβαλε το Συμβούλιο προς αμφισβήτηση του παραδεκτού των αγωγών που είχαν ασκήσει οι εν λόγω ιδιώτες και εταιρείες και οι οποίες στρέφονται κατά της Ευρωομάδας και βάλλουν κατά του άρθρου 2, παράγραφος 6, στοιχείο β΄, της απόφασης 2013/236 2. Αντιθέτως, απορρίπτει τις προαναφερθείσες αιτήσεις αναιρέσεως των εν λόγω ιδιωτών και εταιρειών.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

Όσον αφορά, κατά πρώτον, τις αιτήσεις αναιρέσεως που άσκησε το Συμβούλιο στις υποθέσεις C-597/18 P και C-598/18 P, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η στοιχειοθέτηση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης βάσει του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ προϋποθέτει ότι μπορεί να προσαφθεί παράνομη συμπεριφορά σε «θεσμικό όργανο της Ένωσης», έννοια η οποία καταλαμβάνει όχι μόνον τα όργανα της Ένωσης που απαριθμούνται στο άρθρο 13, παράγραφος 1, ΣΕΕ, αλλά και όλα τα όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης που ιδρύονται με τις Συνθήκες, ή δυνάμει αυτών, και προορίζονται να συμβάλλουν στην πραγμάτωση των σκοπών της Ένωσης.

Συναφώς, το Δικαστήριο επισημαίνει, πρώτον, ότι η Ευρωομάδα αποτελεί διακυβερνητικό όργανο συντονισμού των οικονομικών πολιτικών των κρατών μελών με νόμισμα το ευρώ (στο εξής: ΚΜΖΕ). Δεύτερον, η Ευρωομάδα δεν μπορεί να εξομοιωθεί με σύνθεση του Συμβουλίου και χαρακτηρίζεται από την άτυπη φύση της. Τρίτον, δεν έχει ιδία αρμοδιότητα ούτε εξουσία να επιβάλλει κυρώσεις για την αθέτηση των πολιτικών συμφωνιών που συνάπτονται στο πλαίσιό της. Το Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το Γενικό Δικαστήριο κακώς έκρινε ότι η Ευρωομάδα είναι οντότητα «της Ένωσης» ιδρυθείσα από τις Συνθήκες, της οποίας οι ενέργειες θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης.

Το Δικαστήριο προσθέτει ότι, στο μέτρο που οι πολιτικές συμφωνίες που συνάπτονται στο πλαίσιο της Ευρωομάδας συγκεκριμενοποιούνται και υλοποιούνται ειδικότερα μέσω πράξεων και ενεργειών των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, ιδίως του Συμβουλίου και της ΕΚΤ, οι πολίτες δεν στερούνται του δικαιώματός τους σε αποτελεσματική δικαστική προστασία, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεδομένου ότι, όπως εξάλλου έπραξαν εν προκειμένω, μπορούν να ασκήσουν αγωγή λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης κατά των εν λόγω θεσμικών οργάνων για τις πράξεις ή τις συμπεριφορές τις οποίες τα όργανα αυτά υιοθετούν κατόπιν τέτοιων πολιτικών συμφωνιών. Το Δικαστήριο υπογραμμίζει, ειδικότερα, ότι εναπόκειται στην Επιτροπή, υπό την ιδιότητά της ως θεματοφύλακα των Συνθηκών, να μεριμνά για το συμβατό των εν λόγω συμφωνιών με το δίκαιο της Ένωσης και ότι ενδεχόμενη αδράνεια της Επιτροπής συναφώς μπορεί να θεμελιώσει εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης.

Όσον αφορά, κατά δεύτερον, στις ανταναιρέσεις του Συμβουλίου στις υποθέσεις C-603/18 P και C-604/18 P, αυτές στρέφονται κατά της εκτίμησης του Γενικού Δικαστηρίου ότι, αφενός, το Συμβούλιο, μέσω του άρθρου 2, παράγραφος 6, στοιχείο β΄, της απόφασης 2013/236, απαίτησε από τις κυπριακές αρχές τη διατήρηση σε ισχύ ή τη συνέχιση της εφαρμογής της μετατροπής των μη εξασφαλισμένων καταθέσεων της Τράπεζας Κύπρου σε μετοχές και, αφετέρου, οι κυπριακές αρχές δεν διέθεταν κανένα περιθώριο εκτίμησης προς τούτο.

Συναφώς, το Δικαστήριο παρατηρεί ότι το άρθρο 2, παράγραφος 6, στοιχείο βʹ, της απόφασης 2013/236 δεν συγκεκριμενοποιεί τους ειδικούς όρους για την εφαρμογή της εν λόγω μετατροπής, οπότε οι κυπριακές αρχές διέθεταν σημαντικό περιθώριο εκτίμησης προς τούτο, ιδίως όσον αφορά τον καθορισμό του αριθμού και της αξίας των μετοχών που έπρεπε να δοθούν στους καταθέτες της Τράπεζας Κύπρου έναντι των μη εξασφαλισμένων καταθέσεων που τηρούσαν στην τράπεζα αυτή. Κατά συνέπεια, φρονεί ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η Κύπρος δεν διέθετε κανένα περιθώριο εκτίμησης δυνάμει της ως άνω διάταξης όσον αφορά τον καθορισμό των ειδικών όρων για την υλοποίηση της επίμαχης μετατροπής.

Όσον αφορά, κατά τρίτον, τις αιτήσεις αναιρέσεως των ενδιαφερόμενων ιδιωτών και εταιρειών στις υποθέσεις C-603/18 P και C-604/18 P, οι εν λόγω αναιρεσείοντες υποστήριξαν ότι οι επίμαχες πράξεις και συμπεριφορές των θεσμικών οργάνων της Ένωσης ενέχουν κατάφωρη προσβολή του δικαιώματός τους ιδιοκτησίας καθώς και παραβίαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της αρχής της ίσης μεταχείρισης, με συνέπεια να πληρούται η πρώτη προϋπόθεση για τη θεμελίωση εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης.

Καταρχάς, το Δικαστήριο υπενθυμίζει συναφώς ότι το δικαίωμα ιδιοκτησίας 3 δεν αποτελεί απόλυτο προνόμιο και ότι επιδέχεται περιορισμούς 4. Εκτιμά, μεταξύ άλλων, ότι, όπως κρίθηκε στην απόφαση Ledra Advertising κ.λπ. κατά Επιτροπής και ΕΚΤ 5, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι τα μέτρα που διαλαμβάνονται στο μνημόνιο κατανόησης της 26ης Απριλίου 2013 συνιστούν υπέρμετρη και ανεπίτρεπτη επέμβαση η οποία θίγει το δικαίωμα ιδιοκτησίας των ενδιαφερόμενων ιδιωτών και εταιρειών.

Κατά την κρίση του Δικαστηρίου, το γεγονός ότι, κατά τα προγενέστερα στάδια της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης, η χορήγηση χρηματοπιστωτικής συνδρομής σε άλλα ΚΜΖΕ δεν είχε εξαρτηθεί από τη λήψη ειδικών μέτρων δεν μπορεί να θεωρηθεί ως διαβεβαίωση ικανή να δημιουργήσει στους μετόχους, τους ομολογιούχους πιστωτές και τους καταθέτες της Λαϊκής και της Τράπεζας Κύπρου δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ότι το ίδιο θα συνέβαινε και στην περίπτωση της χορήγησης χρηματοπιστωτικής συνδρομής στην Κύπρο.

Τέλος, αφού υπενθυμίζει ότι η γενική αρχή της ίσης μεταχείρισης επιβάλλει να μην επιφυλάσσεται σε παρόμοιες καταστάσεις διαφορετική μεταχείριση ούτε σε διαφορετικές καταστάσεις όμοια μεταχείριση, εκτός αν μια τέτοια αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικώς, το Δικαστήριο απορρίπτει την ύπαρξη παραβίασης της αρχής αυτής. Συγκεκριμένα, διαπιστώνει ότι οι ενδιαφερόμενες εταιρείες και ιδιώτες δεν βρίσκονται σε κατάσταση παρόμοια ούτε με την κατάσταση της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, της οποίας η δράση υπαγορεύεται αποκλειστικά από σκοπούς δημοσίου συμφέροντος, ούτε των καταθετών των ελληνικών υποκαταστημάτων της Λαϊκής και της Τράπεζας Κύπρου, ούτε σε κατάσταση παρόμοια με εκείνη των καταθετών των δύο αυτών τραπεζών, των οποίων οι καταθέσεις δεν υπερέβαιναν τα 100.000 ευρώ, των καταθετών και των μετόχων των τραπεζών των άλλων ΚΜΖΕ στα οποία χορηγήθηκε χρηματοπιστωτική συνδρομή πριν από την Κύπρο ή ακόμη των συνεταίρων του συνεταιριστικού τραπεζικού τομέα της Κύπρου.

Εν κατακλείδι, το Δικαστήριο απορρίπτει στο σύνολό τους τις αιτήσεις αναιρέσεως των ενδιαφερόμενων εταιρειών και ιδιωτών (υποθέσεις C-603/18 P και C-604/18 P), αναιρεί τις αναιρεσιβαλλόμενες αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου καθόσον απορρίπτουν τις ενστάσεις απαραδέκτου τις οποίες προέβαλε το Συμβούλιο προς αμφισβήτηση του παραδεκτού των αγωγών που στρέφονται κατά της Ευρωομάδας και βάλλουν κατά του άρθρου 2, παράγραφος 6, στοιχείο β΄, της απόφασης 2013/236 και, αποφαινόμενο οριστικώς επί των ενστάσεων αυτών 6, δέχεται τις εν λόγω αιτήσεις αναιρέσεως.

Κύπροςευρωπαϊκό δικαστήριοΕυρωπαϊκή Ένωση