Κόσμος|07.09.2021 13:36

Εκλογές Γερμανία: Ο Σολτς το μεγάλο φαβορί για την Καγκελαρία - Ποιος είναι ο πολιτικός που ετοιμάζεται να φορέσει το «κοστούμι της Μέρκελ»

Πασχάλης Γαγάνης

Λιγότερο από τρεις εβδομάδες απομένουν για τις γερμανικές εκλογές της 26ης Σεπτεμβρίου και όλα δείχνουν πως η ανοδική τάση που εμφανίζουν οι Σοσιαλδημοκράτες (SPD) τις τελευταίες εβδομάδες δεν μπορεί να ανακοπεί και πως ο Όλαφ Σολτς θα κληθεί να σχηματίσει κυβέρνηση ώστε να διαδεχθεί την Άνγκελα Μέρκελ στην Καγκελαρία. Ωστόσο, με δεδομένο ότι κανένα κόμμα δεν πρόκειται να αποκτήσει αυτοδυναμία και με το ενδεχόμενο διάλυσης του «μεγάλου συνασπισμού» Σοσιαλδημοκρατών και Χριστιανοδημοκρατών έπειτα από 8 χρόνια να θεωρείται εξαιρετικά πιθανό, ο τελικός κυβερνητικός συνασπισμός εξελίσσεται σε «σταυρόλεξο» για δυνατούς λύτες. Την ίδια στιγμή όμως, αυτό που μοιάζει σχεδόν βέβαιο είναι ότι οι Χριστιανοδημοκράτες (CDU), θα χάσουν την Καγκελαρία για πρώτη φορά από το 2005.

Πρόκειται για μία μεγάλη ανατροπή, ειδικά εάν αναλογιστεί κανείς ότι μέχρι και τα μέσα Ιουλίου οι Χριστιανοδημοκράτες, σημείωναν στις δημοσκοπήσεις ποσοστά της τάξεως του 29%, ενώ λίγο νωρίτερα, μέχρι και τα μέσα Φεβρουαρίου, κατέγραφαν 35%. Οι ειδικοί σημείωναν μέχρι προσφάτως ότι το CDU μαζί με τους Πράσινους και το Ελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα (FDP) θα σχημάτιζαν μια σταθερή κυβέρνηση, ωστόσο αυτή τη στιγμή ο Άρμιν Λάσετ συγκεντρώνει ελάχιστες πιθανότητες να αναλάβει την Καγκελαρία. 

Ο επικεφαλής του CDU Αρμιν Λάσετ (AP)

Όλα άρχισαν να αλλάζουν ριζικά μετά τις καταστροφικές πλημμύρες που έπληξαν τη δυτική Γερμανία τον περασμένο Ιούλιο και ιδιαίτερα τα κρατίδια Ρηνανία- Παλατινάτο και βόρεια Ρηνανία Βεσταφαλία. Οι καταρρακτώδεις βροχές που σημειώθηκαν άφησαν πίσω τους 196 νεκρούς και τεραστίων διαστάσεων καταστροφές σε περιουσίες και περιβάλλον. Τότε, και ενώ η Γερμανία μετρούσε τις πληγές της, ο τηλεοπτικός φακός είχε «συλλάβει» τον Λάσετ να ξεκαρδίζεται ενώ ο Ομοσπονδιακός Πρόεδρος λίγα μέτρα μπροστά του μιλούσε για τα θύματα των πλημμυρών στην πόλη Έρφστατ.

Ήταν ένα βαρύ πλήγμα για τον επίδοξο Καγκελάριο, ο οποίος εξ' αρχής δεν έμοιαζε ως η προσωπικότητα που θα μπορούσε να «μπει στα παπούτσια» της Μέρκελ. Μάλιστα δεν είναι τυχαίο πως η στήριξη της Μέρκελ στο πρόσωπό του ήταν μάλλον χλιαρή, ενώ δεν είναι μυστικό πως υπήρχαν φωνές στο στρατόπεδο των Χριστιανοδημοκρατών, που θεωρούσαν τον εταίρο του συνασπισμού και πρωθυπουργό της Βαυαρίας Μάρκους Ζέντερ, καταλληλότερο υποψήφιο. Εξάλλου, σχεδόν από τη στιγμή που ο Λάσετ εξελέγη επικεφαλής της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης τον Ιανουάριο του 2021 διαδεχόμενος την Κάρενμπάουερ, το CDU χάνει συνεχώς έδαφος στις δημοσκοπήσεις.

Μετά το συγκεκριμένο περιστατικό, και παρότι ο Λάσετ ζήτησε «συγγνώμη» τα ποσοστά του CDU παρουσιάζουν θεαματική κατάρρευση, με τους ειδικούς να σημειώνουν ότι το κόμμα έχασε περίπου το ένα τρίτο των ψηφοφόρων που στήριζαν τα τελευταία 16 χρόνια εξαιτίας της παρουσίας της Άνγκελα Μέρκελ.

Ο Άρμιν Λάσετ με την Άνγκελα Μέρκελ (AP)

Το SPD στην κορυφή μετά από χρόνια

Την ίδια ώρα το SPD εμφανίζεται στην κορυφή των δημοσκοπήσεων για πρώτη φορά από μετά από χρόνια, με τη διαφορά στη δημοτικότητα των δύο υποψηφίων Καγκελαρίων να είναι χαώδης. Σχεδόν το 70% των Γερμανών πολιτών θεωρεί τον Σολτς καταλληλότερο , ενώ τον Λάσετ μόλις το 25%.

Οι Σοσιαλδημοκράτες, οι οποίοι βρίσκονται μία ανάσα από τον ηγηθούν της ισχυρότερης οικονομίας της Ε.Ε, για καιρό θεωρούνταν ένα πολιτικά «τελειωμένο» κόμμα (από το 2018 μέχρι προσφάτως κυμαινόταν γύρω στο 15%), όμως αυτή τη στιγμή βρίσκονται στην κορυφή των δημοσκοπήσεων. Εκτός από τα σοβαρά λάθη των πολιτικών τους αντιπάλων σημαντικό ρόλο στη διαφαινόμενη επικράτησή τους έχει παίξει ο άνθρωπος που βρίσκεται στην κορυφή του ψηφοδελτίου τους, ο Όλαφ Σολτς.  

Γράφημα με τα τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων από τις εκλογές του 2017 μέχρι τις εκλογές του 2021 (wiki)

Όλαφ Σολτς: Ο αντικαγκελάριος της Γερμανία διάδοχος της Μέρκελ

Ο Όλαφ Σόλτς, εν ενεργεία υπουργός Οικονομικών και αντικαγκελάριος της Γερμανίας,  είδε τα ποσοστά του κόμματός του να εκτοξεύονται τις τελευταίες εβδομάδες και μοιάζει ως το ακλόνητο φαβορί για την Καγκελαρία. Θεωρείται ένας πολιτικός που έχει αντιμετωπίσει πολλές κρίσεις στη σταδιοδρομία του και διακρίνεται από νηφαλιότητα και ψυχραιμία. Σύμφωνα με γερμανικά μέσα, η διαχείριση της πανδημίας του κορονοϊού από το πόστο του υπουργού Οικονομικών του έδωσαν πολλούς πόντους στην γερμανική κοινή γνώμη. 

Όπως αναφέρει η Deutsche Welle, ο Σολτς, είναι υπεύθυνος για την εκταμίευση δισεκατομμυρίων ευρώ σε κεφάλαια έκτακτης ανάγκης για να βοηθήσει την οικονομία και τους πολίτες της χώρας ώστε να βγουν από την κρίση της πανδημίας. Σχεδόν την ίδια ώρα που οι κάμερες έδειχνα τον Λάσετ να γελά ενώ μπροστά του εκτυλίσσονταν εικόνες ανθρώπινου πόνου και περιβαλλοντικής καταστροφής, ο Σολτς υποσχόταν βοήθεια δισεκατομμυρίων ευρώ στους πληγέντες. Οι Γερμανοί ψηφοφόροι κατέγραψαν αυτή τη διαφορά. 

Ο επικεφαλής του SPD Όλαφ Σολτς (AP)

Σε κάθε περίπτωση ο Σολτς δεν θεωρείται «αριστερός» υποψήφιος με πύρινο επιθετικό λόγο που γεννά συναισθήματα αλλά μάλλον ένας συντηρητικός σοσιαλδημοκράτης που όμως εκπέμπει αυτοπεποίθηση και σιγουριά. Αξίζει να σημειωθεί άλλωστε ότι το SPD επέλεξε για υποψήφιο Καγκελάριο έναν άνθρωπο που για χρόνια δεν θεωρούσε κατάλληλο για την αρχηγία του κόμματος. Πρόκειται όμως για έναν πολιτικό, ο οποίος στα μάτια των περισσότερων Γερμανών θεωρείται ο κατάλληλος να διαδεχθεί την Άνγκελα Μέρκελ.

Η περίπτωση του Σολτς και της ανάδειξης του SPD σε φαβορί των εκλογών σίγουρα αποτελεί περίπτωση για μελέτη. Δεν είναι συχνό το φαινόμενο άλλωστε ο πιο αδύναμος εταίρος μιας συγκυβέρνησης (βάσει ποσοστών) να είναι τελικά ο κερδισμένος στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση. Στην περίπτωση της Γερμανίας ωστόσο συνέβη, και αυτό που μένει να φανεί πλέον είναι ο πολιτικός συνδυασμός που θα σχηματίσει τη νέα κυβέρνηση.

Ο Όλαφ Σολτς (AP)

Τα σενάρια για κυβερνητικό συνδυασμό

Έρευνα την οποία διεξήγαγε το Ινστιτούτο ερευνών INSA για λογαριασμό της «Bild», έδειξε ότι το ποσοστό του SPD ανέρχεται πλέον στο 26% ενώ το ποσοστό των CDU/CSU ανέρχεται πλέον στο 20,5% (άνοδος 1% από την περασμένη εβδομάδα, σταμάτησε την πτωτική του τάση). 

Το Φιλελεύθερο κόμμα (FDP) και οι Πράσινοι (Die Gruenen) έχασαν μία μονάδα και τα ποσοστά τους διαμορφώνονται τώρα σε 12,5% και 15,5% αντίστοιχα, ενώ η Aριστερά (Die Linke) χάνει μισή μονάδα και λαμβάνει 6,5%. Τέλος η ακροδεξιά παράταξη «Εναλλακτική για την Γερμανία» (AfD) παραμένει σταθερή στο 11%

Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω δημοσκοπικά δεδομένα, έχουν ξεκινήσει ήδη οι συσχετισμοί και οι υπολογισμοί για το ποια κόμματα θα σχηματίσουν τη νέα κυβέρνηση. Ο Όλαφ Σολτς έχει ξεκαθαρίσει ότι επιθυμεί μία κυβέρνηση μαζί με τους Πράσινους, ωστόσο οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι για να σχηματιστεί κυβέρνηση, θα πρέπει να μπει στον κυβερνητικό σχηματισμό ακόμα ένα κόμμα, είτε οι Φιλελεύθεροι (FDP), είτε η Αριστερά (Die Linke). Σε αυτή την περίπτωση για πρώτη φορά μετά το 1950 θα σχηματιστεί τριμερής κυβερνητικός σχηματισμός στη χώρα. Ο επικεφαλής του SPD έχει ξεκαθαρίσει ότι δεν πρόκειται να συνεργαστεί με τους ακροδεξιούς του AfD, ενώ το ίδιο έχει κάνει και ο Λάσετ αλλά και τα υπόλοιπα κόμματα

Από την άλλη πλευρά δεν θα πρέπει να αποκλειστεί το ενδεχόμενο το SPD να μην καταφέρει να βρει τον τρίτο πόλο της κυβέρνησης και οι Χριστιανοδημοκράτες να κληθούν ξανά να σχηματίσουν κυβέρνηση. Ακολουθούν τα επικρατέστερα σενάρια με τους σχηματισμούς που παίρνουν τα ονόματά τους από τα χρώματα των κομμάτων, που είναι τα εξής:

CDU/CSU = μαύρο, SPD = κόκκινο, Πράσινοι = πράσινο, FDP = κίτρινο, Die Linke = σκούρο κόκκινο

Φανάρι κυκλοφορίας - Traffic light (SPD, Πράσινοι, FDP)

Πολλοί αναλυτές θεωρούν ότι αυτός θα είναι ο κυβερνητικός ανασχηματισμός εάν πράγματι οι Σοσιαλδημοκράτες κερδίσουν την εκλογική μάχη και κληθούν να σχηματίσουν κυβέρνηση. Πιθανότατα αυτός είναι ο συνδυασμός που θα είχε την μεγαλύτερη υποστήριξη αλλά και τις περισσότερες έδρες στο Κοινοβούλιο. Οι Σοσιαλδημοκράτες θα έχουν την καγκελαρία, ο επικεφαλής των Φιλελεύθερων Κρίστιαν Λίντνερ, πιθανότατα θα αναλάβει το υπουργείο Οικονομικών και η Αναλένα Μπέρμποκ των Πρασίνων πιθανότατα θα είναι η διάδοχος του Χάικο Μάας στο υπουργείο Εξωτερικών

Ωστόσο, αυτός ο συνδυασμός δεν μπορεί να θεωρηθεί -τουλάχιστον αυτή τη στιγμή- σταθερός. Ενώ οι Σοσιαλδημοκράτες και οι Πράσινοι έχουν ατζέντα που εφάπτεται σε πολλά ζητήματα (αύξηση κατώτατου μισθού στα 12 ευρώ την ώρα από τα 9,60, αύξηση φορολογίας στους πλούσιους, μετάβαση σε εναλλακτικές πηγές ενέργειας, κλπ), οι Φιλελεύθεροι διαφωνούν σε πολλά από αυτά τα ζητήματα και ζητούν αύξηση των φόρων στους πολίτες ώστε να καλυφθεί το δημοσιονομικό έλλειμμα.

AP

R2G (SPD, Πράσινοι, Αριστερά)

Πρόκειται για τον πιο αριστερό συνδυασμό που μπορεί να σχηματίσει κυβέρνηση. Μπορεί οι θέσεις των κομμάτων σε ορισμένα ζητήματα (κυρίως στα πεδίο των φόρων, του κατώτατου μισθού, της μεταναστευτικής πολιτικής και της κοινωνικής πρόνοιας να μη είναι τόσο μακριά), ωστόσο οι περισσότεροι Γερμανοί πολίτες διαφωνούν κάθετα με μία τέτοια κυβέρνηση.

Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν πως οι περισσότεροι Γερμανοί αντιτίθενται στην παρουσία της Αριστεράς στην κυβέρνηση καθώς τη θωρούν συνέχεια του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ανατολικής Γερμανίας, ενώ σχεδόν το 55% ζητεί από SPD και Πράσινους να δεσμευτούν προεκλογικά ότι δεν θα συνεργαστούν με την Αριστερά. Προσφάτως, μάλιστα ο Λάσετ επιτέθηκε στον Σολτς επειδή δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να συνεργαστεί με την Αριστερά, όμως ο επικεφαλής του SPD απέρριψε τις κατηγορίες και αποστασιοποιήθηκε από το Die Linke, το οποίο χαρακτήρισε ακατάλληλο για να κυβερνήσει όσο αρνείται να δεσμευτεί στη στρατιωτική συμμαχία του ΝΑΤΟ, τη διατλαντική σύμπραξη με τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη δημοσιονομική σταθερότητα.

Τζαμάικα (CDU, Πράσινοι, FDP)

Εάν τελικά οι Χριστιανοδημοκράτες κληθούν να σχηματίσουν κυβέρνηση αυτός είναι μάλλον ο επικρατέστερος συνδυασμός. Εκτός από την καγκελαρία, πιθανότατα το CDU θα έχει έλεγχο στο υπουργείο Οικονομίας και Ενέργειας, οι Πράσινοι θα αποκτήσουν ενισχυμένο χαρτοφυλάκιο για το περιβάλλον και το υπουργείο Εξωτερικών ενώ το FDP θα αναλάβει το υπουργείο Οικονομικών

Στα αρνητικά του εν λόγω σχηματισμού περιλαμβάνεται το ότι οι Πράσινοι έχουν εκφράσει τελείως διαφορετικές θέσεις από τα άλλα δύο κόμματα για την οικονομία και την φορολογία αλλά και την Ε.Ε, γεγονός που θα προκαλούσε πιθανότατα εσωτερικές διαμάχες εντός του συνασπισμού.

Νέα συνεργασία CDU - SPD (είτε με Πράσινους είτε με Φιλελεύθερους) 

Τα υπόλοιπα σενάρια περιλαμβάνουν την επανάληψη της εν ενεργεία κυβερνητικής συνεργασίας των Χριστιανοδημοκρατών με τους Σοσιαλδημοκράτες, αλλά με ανεστραμένους ρόλους. Κυβέρνηση μπορεί να σχηματίσουν είτε μόνο τα δύο κόμματα, εάν τελικά φτάσουν τις απαραίτητες έδρες στο Bundestag (355) είτε διαφορετικά μαζί με ένα τρίτο κόμμα (Πράσινοι ή Φιλελεύθεροι). Ωστόσο, μετά από 8 χρόνια «συνασπισμού», και οι δύο εταίροι επιθυμούν να τερματίσουν τη συνεργασία τους.

Σε περίπτωση όμως που κάποιος από τους προηγούμενους συνασπισμούς δεν ευδοκιμήσει μία παράταση του «μεγάλου συνασπισμού» δεν θα πρέπει να αποκλειστεί. Αυτή τη φορά όμως το SPD αναμένεται να ελέγχει την Καγκελαρία και το CDU να είναι ο μικρότερος κυβερνητικός εταίρος.

Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάιερ, Πρόεδρος της Γερμανίας (AP)

Το 2018 τη λύση είχε δώσει ο Πρόεδρος Σταϊνμάιερ

Συνολικά 171 ημέρες χρειάστηκαν για να σχηματιστεί κυβέρνηση το 2018 στη Γερμανία μετά τις εκλογές του 2017. Μετά από τέσσερις εβδομάδες διερευνητικών συνομιλιών για τον σχηματισμό συνασπισμού Τζαμάικα (CDU, FDP, Πράσινοι), ο πρόεδρος του κόμματος του FDP, Κρίστιαν Λίντνερ, είχε δηλώσει πως οι διαπραγματεύσεις απέτυχαν στις 19 Νοεμβρίου 2017.

Τότε τη λύση είχε δώσει ο Ομοσπονδιακός Πρόεδρος Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάιερ, ο οποίος προέρχεται από το SPD και βρίσκεται στο ίδιο πόστο μέχρι σήμερα. Ο Σταϊνμάιερ βάσει συντάγματος σε περιπτώσης δυσκολίας σχηματισμού κυβέρνησης ανέλαβε τον πρωταρχικό ρόλο στην ανεύρεση πολιτικής λύσης. Άμεσα είχε ανακοινώσει συνομιλίες με τους ηγέτες των κομμάτων και υπενθύμισε στα εκλεγμένα μέλη της Bundestag ότι ήταν υποχρεωμένοι να σχηματίσουν κυβέρνηση για το κοινό καλό. Τελικά το SPD είχε προχωρήσει και δέχτηκε να γίνει το δεύτερο κόμμα στη συγκυβέρνηση με το CDU για μία δεύτερη τετραετία.

Επομένως, παρότι αυτή τη στιγμή, CDU και SPD ξεκαθαρίζουν πως δεν θα υπάρξει νέα παράταση του «μεγάλου συνασπισμού», εάν η Γερμανία βρεθεί ξανά μπροστά σε ένα πολιτικό αδιέξοδο τίποτα δεν μπορεί να αποκλειστεί.

SPDΑρμιν ΛάσετΌλαφ ΣολτςεκλογέςκαγκελάριοςΆνγκελα ΜέρκελΓερμανίαCDU