Κόσμος|23.10.2021 18:28

Κορονοϊός: Αντικείμενα ανθρώπων που «έφυγαν» στα αζήτητα - Bέρες και σημειώματα περιμένουν

Νίκος Τζιανίδης

Στην άμπωτη του κορονοϊού, την ώρα της φυρονεριάς της πανδημίας, ξεπετάγονται στην άμμο του χρόνου κομμάτια ζωής που χάθηκε, απομεινάρια ανθρώπων που «έφυγαν» για να μην γυρίσουν ποτέ…

Στην πόλη της Πιατσέντσα, στην βορειοδυτική Ιταλία, εκεί στην παλιά Πλακεντία, μέσα σε 500 σακούλες στριμώχτηκαν προσωπικά αντικείμενα ανθρώπων – κομμάτια ζωής, που πέθαναν από τη αρρώστια των ημερών μας. Μέσα σε 500 σακούλες, που μια - μια, πολλές από αυτές, έφτασαν στους συγγενείς των νεκρών. Και κάπου εξήντα έμειναν σε ένα σκοτεινό υπόγειο να περιμένουν… Να περιμένουν και άνθρωπος να μην τις πλησιάζει.

Πόσα πράγματα δεν χάθηκαν στην έρημο ενός σπιτιού, ή στον συνωστισμό μιας οικογένειας, στη θάλασσα σε κάποιες ανέμελες διακοπές κι άλλα που ξεχάστηκαν από τους ανθρώπους που κάποτε τα αγάπησαν και δεν τα αναζήτησαν ποτέ πια.

Δυο βέρες αξίζουν πολύ περισσότερο από το βάρος του χρυσού τους, ένα νυχτικό έχει να πει πιο πολλά κι από τα βράδια που τύλιξε το κορμί του ιδιοκτήτη του, ένα κομμάτι χαρτί που γράφει: «Γειά σου Μαμόν», δεν είναι απλά ένα κομμάτι χαρτί, είναι ο τελευταίος αποχαιρετισμός!

Δεν ήταν απλά μια υποχρέωση

Το έργο της επιστροφής των προσωπικών αντικειμένων, που είχαν ξεμείνει στα νοσοκομεία της Πιατσένσα, δεν ήταν απλά μια υποχρέωση· ήταν η Θεία Κοινωνία, η όστια των τελευταίων στιγμών του καθένα που «έφυγε» σε εκείνους που έμειναν πίσω. 

copyright: AP PHOTOS

Ήταν κάτι σαν διήγηση ενός παραμυθιού με κακό τέλος, παρά μια επιστροφή άψυχων πραγμάτων.
Περισσότερες από 500 οικογένειες, που υποχρεώθηκαν να αφήσουν το ζεστό χέρι των αγαπημένων τους και ποτέ να μην το ξαναχαϊδέψουν, κατάφεραν να ανασυνθέσουν στο νου τους με αυτά τα αντικείμενα, το τελευταίο ταξίδι των δικών τους ανθρώπων, που το έκαναν μόνοι και τρομαγμένοι…
Κάποια κομμάτια όμως έμειναν εκεί. Στα αζήτητα. Με τις ιστορίες τους άφατες και θλιμμένες να τις τυλίγει ένα ψυχρό πλαστικό. Στην πόλη της Πιατσένσα, από το τέλος του περασμένου χειμώνα, μέχρι το καλοκαίρι είχαν καταγραφεί κοντά στους 1000 θανάτους από κορονοϊό. 

Μπροστά σε ένα περίπλοκο παζλ

«Ξαφνικά το νοσοκομείο γέμισε σακούλες με προσωπικά αντικείμενα νοσηλευόμενων ασθενών και θυμάτων του ιού. Μόνο όταν σήμανε το τέλος του συναγερμού, αρχίσαμε να φροντίζουμε για τη διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων», λέει τώρα η Γκαμπριέλα Ντι Τζιρόλαμο, προϊσταμένη σε νοσοκομείο της ιταλικής πόλης, συντονίστρια της διαδικασίας αναγνώρισης και επιστροφής των προσωπικών αντικειμένων των νεκρών.

Η επιστροφή των άψυχων πραγμάτων, ανθρώπων που είχαν καταλήξει, ήταν ένα δύσκολο παζλ που κλήθηκαν να συνθέσουν και δικηγόροι, για να διασφαλιστεί η ομαλή μετάβασή τους, στους νόμιμους αποδέκτες. 

«Ήταν μια μακρά και χρονοβόρα διαδικασία» επισημαίνει η Ντι Τζιρόλαμο: «Κάναμε μια ηθική επιλογή, ίσως πιο δύσκολο να την διαχειριστείς: δεν πετάξαμε τίποτα, γιατί συνειδητοποιήσαμε ότι ίσως να ήταν σημαντικό για τα μέλη της οικογένειας να πάρουν πίσω ακόμα και μια φανέλα, που φόρεσε το τελευταίο της βράδυ η μητέρα ή τα παπούτσια του πατέρα που πέρασε το κατώφλι του νοσοκομείου και δεν τα φόρεσε ποτέ ξανά». 

Περίπου 500 σακούλες μεγάλου μεγέθους  έμειναν στους θαλάμους και τακτοποιήθηκαν σε αποθήκη.  Πεντακόσιες σακούλες που είχαν μέσα άλλες ρούχα, άλλες φωτογραφίες, κινητά τηλέφωνα, οδοντοστοιχίες, πορτοφόλια, τσαντάκια μακιγιάζ. «Όλα - συνεχίζει η  Γκαμπριέλα Ντι Τζιρόλαμο - αντικείμενα ευτελούς αξίας, αλλά ανεκτίμητης συναισθηματικής σπουδαιότητας. Το 70% επιστράφηκε στους συγγενείς των νεκρών. Όμως εξήντα σακούλες παραμένουν μόνες…».

Τα αντικείμενα αυτά έχουν μείνει στις εγκαταστάσεις του νοσοκομείου, χωρίς κανείς να μπορεί να εντοπίσει τους ανθρώπους που δικαιούνται να τα κατέχουν. Σακούλες που δεν ζητήθηκαν ποτέ, έχουν πάνω τους κολλημένη μια επιγραφή: «Ανώνυμου άνδρα» ή «Ανώνυμης γυναίκας»…

«Συνεχίζουμε να τα κρατάμε. Ελπίζουμε πως μια μέρα θα εμφανιστεί κάποιος και θα περιγράψει ένα αντικείμενο, που θα έχουμε εντοπίσει», προσθέτει η συντονίστρια της επιχείρησης «Επιστροφή Αναμνήσεων»…

Ανάμεσα στα άψυχα αντικείμενα για πολλούς, υπάρχουν κάποια που σε άλλους θα «μιλήσουν» και θα ιστορήσουν τις τελευταίες ώρες του δικού τους ανθρώπους: Δυο βέρες, ένα μενταγιόν, ένα σημείωμα – το τελευταίο σημείωμα…

Σε μια τσάντα φυλάσσονται δυο πανομοιότυπες βέρες. Δυο βέρες με την ίδια ημερομηνία χαραγμένη και δυο ονόματα: στη μια «Τζιοβάνι και Πασκουαλίνα», στην άλλη «Πασκουαλίνα και Τζιοβάνι»… Βρέθηκαν στον ίδιο θάλαμο. 

Οι υπεύθυνοι προσπάθησαν να εντοπίσουν τις ταυτότητες των δύο ανθρώπων, αλλά δεν έλαβαν καμιά απάντηση από συγγενή. Στο νοσοκομείο διερωτώνται, πώς και κάποιος δεν αναζήτησε τα σύμβολα της ένωσης δυο ανθρώπων που αγαπήθηκαν κι έζησαν μαζί και ίσως και να έκαναν παιδιά.
Στις πιο δύσκολες και σκληρές μέρες της πανδημίας οι ασθενείς δεν δέχονταν επισκέψεις και τα νοσοκομεία ασφυκτιούσαν.

«Γειά σου Μαμόν, μην ανησυχείς»

Οι αγκαλιές έμεναν αδειανές και τα μάτια θόλωναν καθώς χάνονταν οι δικοί τους άνθρωποι στο βάθος του διαδρόμου, που θα μπορούσες να τον πεις σήμερα και Αχέροντα

«Βρήκαμε μια φωτογραφία που απεικονίζονται τρεις άνθρωποι και πίσω της γράφει: «Γειά σου Μαμόν, μην ανησυχείς, θα τα πούμε σύντομα. Ένα μεγάλο φιλί…».

«Δεν έχουμε μάθει αν ο κάτοχός της, γύρισε σπίτι του, αλλά θα ήταν σημαντικό να μπορέσουμε να εντοπίσουμε έστω έναν συγγενή και να επιστρέψουμε τη φωτογραφία. Είναι ένα κομμάτι μιας πολύ σημαντικής στιγμής ενός ανθρώπου», λέει νομική σύμβουλος που έχει εμπλακεί στην σύνθεση του παζλ. «Ένα αντίο στο παιδί, ή στο γονιό, ποιος ξέρει…».

Σε μιαν άλλη σακούλα, μια μικρή κοσμηματοθήκη με ένα μενταγιόν μέσα κι ένα κολιέ. Δεν φεύγεις για το νοσοκομείο, ασθενής, παίρνοντας τα κοσμήματά σου. Κάποιος, ίσως τα πήγε για να δώσει μια πολύτιμη λάμψη αισιοδοξίας στον δικό του άνθρωπο. Κι έμεινε εκεί, να σκονίζεται από το χρόνο και τη γαλήνια αδιαφορία όσων δεν τους ακουμπάει πλέον ο χρόνος… Λίγες είναι οι περιπτώσεις ανθρώπων που επιβίωσαν από το «ολοκαύτωμα» του κορονοϊού και επέστρεψαν να πάρουν τα προσωπικά τους αντικείμενα. Στο νοσοκομείο της Πιατσέντσα  θυμούνται έναν άνδρα κοντά στα πενήντα, που γύρισε και αναζήτησε τα πράγματά του. Διηγήθηκε το ταξίδι του στους νοσηλευτές: Όταν έκλεισε τα μάτια ήταν  στην Πιατσέντσα, όταν τα άνοιξε και πάλι βρισκόταν διασωληνωμένος στη Ραβέννα, στην Εντατική.

Μια ώρα δύσκολη η επιστροφή

Η διαδικασία της επιστροφής από τον «πόλεμο» με την Covid-19 ήταν επώδυνη για πολλούς.  

Ένας νέος κοντά στα 28, υιοθετημένος από μια μη ευρωπαϊκή χώρα, γύρισε στο νοσοκομείο για να πάρει τα προσωπικά αντικείμενα των θετών γονιών του· και οι δυο είχαν νοσηλευτεί με διαφορά λίγων ημερών με κορονοϊό. Τους έχασε και τους δυο κι είχε μείνει ολομόναχος

Όμως η πιο συγκλονιστική στιγμή, που δεν ξεχνούν όσοι την έζησαν στο νοσοκομείο, ήταν όταν ένας μεσήλικας κύριος γύρισε να πάρει τα πράγματα της μητέρας του, που είχε πεθάνει. Εκείνο που αναζητούσε με αγωνία ήταν το νυχτικό της. 

«Δεν κράτησα το χέρι της όταν ξεψυχούσε, θέλω να κρατάω την τελευταία ζωντανή μυρωδιά της», είπε όταν το βρήκε· γονάτισε δακρυσμένος και το ασπάστηκε με δέος σαν να προσευχόταν απεγνωσμένα μόνος…

Κάποιος άλλος γύρισε, βρήκε την τσάντα με τα απομεινάρια των τελευταίων στιγμών του δικού του ανθρώπου, τα άφησε σε μια γωνιά ασυναίσθητα και έφυγε με τη ματιά αδειανή και το πρόσωπο παγωμένο. 

Βράδιαζε και στο βάθος του φθινοπωρινού δρόμου λιγόστευε όλο και πιο πολύ το φως, σα να τέλειωνε για πάντα ο κόσμος του…

Βαρύ το φορτίο της περισυλλογής

Η διαδικασία της περισυλλογής των προσωπικών αντικειμένων στα νοσοκομεία όχι μόνο της Πιατσέντσα, αλλά και ολόκληρης της Ιταλίας που λύγισε από το άχθος της πανδημίας, συνεχίζεται.

Οι τσάντες με τα κτερίσματα εκείνων που έφυγαν και δεν τους συνόδευσαν, γεμίζουν αποθήκες και ξεχειλίζουν τα συναισθήματα όσων της ταξινομούν.

copyright: AP PHOTOS

Ένα ρολόι που σταμάτησε στις 6. Να ‘ταν η ώρα που έφυγε ο πατέρας; Ένα δαχτυλίδι φθηνό, κινέζικο, που στόλιζε ένα χέρι, τώρα περιμένει να διηγηθεί τη λάμψη που έσβησε… Όλα, φτωχοί λαθρεπιβάτες πάνω στις φτερούγες πουλιών την ώρα που έπεφταν χτυπημένα. 

Και η πανδημία σιγά σιγά πισωπατάει στα σκοτεινά δρομάκια της Ιστορίας. Και κάποιες σακούλες μένουν πίσω για να διηγηθούν τις τελευταίες ανάσες των ανθρώπων που τις γέμισαν, πριν αδειάσει η ζωή τους στο ποτάμι του κορονοϊού.

Άνθρωποι, που έζησαν, ίσως, τόσο μοναχικά και μυστικά που όταν πέθαναν κανείς δεν γύρισε να τους αναζητήσει· κι ο θάνατος δεν βρήκε τίποτα να τους πάρει…

Κι όπως το ΄χει συνήθειο του, κάθε βράδυ βγήκε ανυποψίαστο το φεγγάρι…

νοσοκομείαασθενείςΚορονοϊόςθάνατοι