Κόσμος|06.02.2022 10:45

Λαγγίδης για Ουκρανία στο ethnos.gr: Το γεωπολιτικό παζλ και ο όρος επιβίωσης για τη Ρωσία

Στέλιος Θεοδώρου

Η κρίση στην Ουκρανία συνεχίζει να απασχολεί το διεθνή Τύπο καθώς στα σύνορα συνεχίζουν να συσσωρεύονται δυνάμεις τόσο του Κιέβου όσο και της Μόσχας.

Παρά τις διαβεβαιώσεις της ρωσικής πλευράς πως η εισβολή στην Ουκρανία δεν είναι παρά «δυτικό σενάριο», η πραγματικότητα είναι πως η πιθανότητα εισβολής δεν μπορεί να αποκλειστεί. Το παραπάνω επιβεβαίωσε στο ethnos.gr ο Αφεντούλης Λαγγίδης, Δρ. Διεθνών Σχέσεων, Διευθυντής Ερευνών στο Κέντρο Ανατολικών Σπουδών.

«Ένα σενάριο ρωσικής επέμβασης, σε ουκρανικά εδάφη των οποίων δεν έχει εμμέσως (δια μέσου των αυτονομιστών της Αν. Ουκρανίας) τον έλεγχο, καίτοι διαψεύδεται, όντως δεν μπορεί να αποκλεισθεί. Μεγάλη πιθανότητα προς αυτό το ενδεχόμενο αποδίδεται και σε μια ενέργεια false flag (τύπου προβοκάτσιας) από τη μια ή την άλλη πλευρά, με αποτέλεσμα την εμπλοκή μεγαλύτερων δυνάμεων», εξήγησε ο κ. Λαγγίδης.

Σε σχέση με τη στάση της ελληνικής διπλωματίας ο κ. Λαγγίδης σημείωσε πως σε περίπτωση εμπλοκής του ΝΑΤΟ ως σύνολο στην Ουκρανία, «θα πρέπει να λάβει υπόψιν της, τις επικείμενες αντιδράσεις στην περίπτωση που δεν καλύψει επαρκώς τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από τη συμμετοχή της εντός Συμμαχίας».

Όσον αφορά στη στάση της Τουρκίας ο κ. Λαγγίδης εκτιμά πως ήδη επιχειρεί να εκμεταλευτεί την κρίση. Ειδικότερα, σύμφωνα με τον ίδιο, η Άγκυρα «ήδη αντιμετωπίζει την κρίση αυτή ως ευκαιρία να δείξει στις ΗΠΑ ότι παραμένει ένας σημαντικός γεωπολιτικός παίκτης. Επιπροσθέτως όμως η κρίση αυτή, δεν χρησιμοποιείται από την Άγκυρα, μόνο ως μήνυμα προς τις Η.Π.Α. αλλά ταυτόχρονα και προς την Ρωσία και βέβαια προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, τον μοναδικό διεθνή δρώντα ο οποίος αντιμετωπίζει μια κρίση που επηρεάζει άμεσα τον ίδιο, αλλά ο οποίος αποτελεί μοναδικό ιστορικά μνημείο αναποφασιστικότητας και απουσίας συμμετοχής».

Η σημασία της Ουκρανίας για τη Ρωσία

Ως προς τη σημασία της έκβασης του ουρανικού για τη Ρωσία ο κ. Λαγγίδης εξηγεί πως δεν αντιμετωπίζεται από τη Μόσχα ως ένα ακόμα ζήτημα εξωτερικής πολιτικής, αλλά αντίθετα ως «όρος επιβίωσης της ιδίας της Ρωσικής Ομοσπονδίας».

Αναφέρει συγκεκριμένα: «Για τη Μόσχα η έκβαση του Ουκρανικού, δεν είναι απλά ένα ζήτημα εξωτερικής πολιτικής εκ των πολλών, αλλά πραγματικά εκλαμβάνεται -και ας σημειωθεί, από το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων της χώρας- ως όρος επιβίωσης της ιδίας της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Όχι μόνο γιατί η απώλεια της Ουκρανίας προς όφελος της Δύσης, (μέσω ενσωμάτωσης στο Ν.Α.Τ.Ο.) θα σημάνει για πρώτη φορά, την άμεση εκτεταμένη γεωγραφική γειτνίαση με νατοϊκές χώρες πέραν των Βαλτικών και της Νορβηγίας, αλλά γιατί για την ρωσική πλευρά (φοβική και επιφυλακτική δι-ιστορικά ας τονισθεί) αυτή θα αποτελέσει καταλύτη για περαιτέρω αλλαγές. Με απλά λόγια για τη Ρωσία, θα μπορούσε να ακολουθήσει αρχικά η Λευκορωσία και να ολοκληρωθεί ένα γεωπολιτικό πάζλ που θα θυμίζει περισσότερο μια Αν. Ευρώπη με μια Ρωσία στα προ του Μεγάλου Πέτρου (αρχές 18ου αιώνος) εδαφικά πλαίσια».

Αναλυτικά η συνέντευξη του κ. Αφεντούλη Λαγγίδη:

Η κρίση στην Ουκρανία συνεχίζεται και φαίνεται πως το σενάριο ρωσικής εισβολής παρά τις διαψεύσεις της Μόσχας δεν μπορεί να αποκλειστεί. Τι πιθανότητες συγκεντρώνει μία τέτοια περίπτωση και ποιες θα είναι οι συνέπειες διεθνώς από ένα πόλεμο Ουκρανίας - Ρωσίας;

Ένα σενάριο ρωσικής επέμβασης, σε ουκρανικά εδάφη των οποίων δεν έχει εμμέσως (δια μέσου των αυτονομιστών της Αν. Ουκρανίας) τον έλεγχο, καίτοι διαψεύδεται, όντως δεν μπορεί να αποκλεισθεί. Μεγάλη πιθανότητα προς αυτό το ενδεχόμενο αποδίδεται και σε μια ενέργεια false flag (τύπου προβοκάτσιας) από τη μια ή την άλλη πλευρά, με αποτέλεσμα την εμπλοκή μεγαλύτερων δυνάμεων. Λαμβανομένων υπόψιν των δεδομένων που έχουν γίνει γνωστά, η ουκρανική πλευρά, αντιμετωπίζει επί του εδάφους μια απειλή που προέρχεται από τρεις κατευθύνσεις, ήτοι εξ ανατολών, εκ βορρά μέσω Λευκορωσίας και νότου μέσω Υπερδνειστερίας. Σε περίπτωση γενικευμένης εμπλοκής, η Ουκρανία δεν διαθέτει επαρκείς δυνάμεις για να αντιμετωπίσει ταυτόχρονη εισβολή από τρία μέτωπα. Η εμπλοκή βεβαίως της Λευκορωσίας αλλά και -εμμέσως- της Μολδαβίας στην οποία ονομαστικά ανήκει η Υπερδνειστερία, ενέχει τον κίνδυνο για τη Ρωσία, να εμπλέξει και τη Νατοϊκή Συμμαχία άμεσα πλέον, ως θέτουσα εν κινδύνω την Πολωνία και τη Ρουμανία, κράτη μέλη της Συμμαχίας.

Οι πιθανότητες για πραγμάτωση αυτού του σεναρίου, παρά το γεγονός ότι δεν είναι απίθανες, εντούτοις, λαμβανομένων υπόψη των συνεπειών, τόσο για τη Ρωσία, όσο και για τις χώρες του Βορειοατλαντικού Συμφώνου, δεν είναι επαρκείς για να οδηγήσουν σε σπασμωδικές και αψυχολόγητες αντιδράσεις.

Τούτο όχι γιατί το διακύβευμα δεν είναι υψηλό (γεωπολιτική-γεωστρατηγική σημασία Ουκρανίας και για τις δυο πλευρές), αλλά γιατί, ο δυτικός συνασπισμός -επί του παρόντος-, δεν διαθέτει επαρκείς δυνάμεις για αντιμετώπιση περαιτέρω ρωσικής δυναμικής παρέμβασης αλλά ούτε και την απολύτως απαραίτητη εσωτερική συνοχή.

Από την άλλη πλευρά οι συνέπειες διεθνώς είναι σε μεγάλο βαθμό προβλέψιμες, από το πεδίο της ενεργειακής ασφάλειας και της οικονομικής δραστηριότητας, μέχρι και αυτό της ακραίας πολιτικής -διπλωματικής πόλωσης, που θα σηματοδοτήσει ένα νέο στρατιωτικό ανταγωνισμό, σε μια περίοδο ιδίως όπου στο διεθνές σκηνικό ακόμη επικρατούν συνθήκες οικονομικής κι όχι μόνον ύφεσης.

Η ελληνική διπλωματία τι στάση πρέπει να τηρήσει; Σε μία ενδεχόμενη κλιμάκωση οι ΗΠΑ θα θέσουν σε ετοιμότητα όλες τις στρατηγικές εγκαταστάσεις στην Ελλάδα; Τι θα σήμαινε κάτι τέτοιο;

Θα πρέπει να σημειωθεί, πως οι εγκαταστάσεις -διευκολύνσεις επί ελληνικού εδάφους, είναι πλέον, αναπόσπαστο κομμάτι της εφοδιαστικής αλυσίδας των Η.Π.Α. στα Βαλκάνια και την Αν. Ευρώπη. Τούτο όχι διότι η αμερικανική πλευρά, δεν έχει τη δυνατότητα εξεύρεσης εναλλακτικών, αλλά γιατί, ο χρονικός παράγων, εν μέσω καταστάσεως διεθνούς κρίσης, είναι καθοριστικός για το σύνολο σχεδόν των διαθέσιμων επιλογών. Μια ιστορική ματιά στο σχετικά κοντινό 2003 και την εισβολή στο Ιράκ προσφέρει χρήσιμα συμπεράσματα για τη στάση χωρών μελών της Νατοϊκής Συμμαχίας, που φιλοξενούν στο έδαφος τους αμερικανικές δυνάμεις-εγκαταστάσεις. Το καλούμενο τότε «βόρειο μέτωπο» το οποίο λόγω της τουρκικής στάσης δεν «άνοιξε» ποτέ, δεν επηρέασε μεν την έκβαση των επιχειρήσεων, αλλά ενείχε πολιτικό και όχι μόνο κόστος για την πλευρά η οποία το απέτρεψε.

Με άλλα λόγια, η ελληνική πλευρά, στην περίπτωση που το Ν.Α.Τ.Ο. εμπλακεί ως σύνολο στην Ουκρανία, θα πρέπει να λάβει υπόψιν της, τις επικείμενες αντιδράσεις στην περίπτωση που δεν καλύψει επαρκώς τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από τη συμμετοχή της εντός Συμμαχίας.

Οι φόβοι που προκύπτουν από την έμμεση συμμετοχή της Ελλάδας στην ουκρανική κρίση, στο βαθμό που αναφέρονται σε ανταποδοτικά πλήγματα από τη ρωσική πλευρά είναι άνευ περιεχομένου, πολύ απλά γιατί η Ελλάδα, ΔΕΝ είναι, ο εκ των ων ουκ άνευ, κρίκος της αλυσίδας νατοϊκής εμπλοκής. Σαφώς οι ελληνο-ρωσσικες σχέσεις θα επηρεασθούν αρνητικά, αλλά επειδή οι διεθνείς σχέσεις είναι κατ’ εξοχήν δυναμικό φαινόμενο ισορροπιών, τούτο δεν στοιχειοθετεί μόνιμη κατάσταση διαχρονικά.

Αυτό που είναι όμως απολύτως ρεαλιστικό αλλά και ταυτόχρονα ζητούμενο για την ελληνική διπλωματία, είναι η πίεση για εξασφάλιση του εθνικών ανταλλαγμάτων. Ανταλλαγμάτων τόσο στο στρατιωτικό, όσο και στο διπλωματικό πεδίο.

Το «παράθυρο ευκαιρίας» σε τέτοιες περιπτώσεις ΔΕΝ παραμένει επί μακρόν ανοικτό, κάτι που σημαίνει πως η ελληνική πλευρά πρέπει τάχιστα να κινηθεί προς εξασφάλιση των ανταλλαγμάτων αυτών, ουσιαστικών και όχι συμβολικών και με βάση την απειλή που προκύπτει για την ίδια την χώρα από άλλες κατευθύνσεις.

Σε σχέση με την Τουρκία βλέπουμε πως διατηρεί στενές σχέσεις τόσο με την Ουκρανία όσο και με τη Ρωσία. Θεωρείτε ότι μπορεί να αντιμετωπίσει την κρίση αυτή ως ευκαιρία να δείξει στις ΗΠΑ ότι παραμένει ένας σημαντικός γεωπολιτικός παίκτης;

Αυτό που παραμένει εκτός συζήτησης, είναι το γεγονός πως η Ουκρανία για την τουρκική πλευρά, έχει ήδη από το 1992, ορθώς διαγνωσθεί ως χώρα-κλειδί- για την Γεωπολιτική της Ευρασίας. Λίγους μήνες μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, το Δεκέμβρη του 1991, η τουρκική πλευρά σε αναζήτηση Νέου Ρόλου, εντός Συμμαχίας αλλά και αυτόνομα (σημειώνεται πως τότε η Τουρκία δεν θα μπορούσε πλέον να επικαλείται «κοινά σύνορα» με την Σοβ. Ένωση) συνεκλήθη έκτακτη σύσκεψη στο Υπ. Εξωτερικών στην Άγκυρα, με τη συμμετοχή ανωτάτων διπλωματικών υπαλλήλων με τοποθετήσεις σε καίριες θέσεις σε Πρεσβείες του εξωτερικού. Αυτή η σύσκεψη κατήρτησε ένα κατάλογο χωρών με κρίσιμη για την Τουρκία γεωπολιτική σημασία εν όψει του Μετα-Ψυχροπολέμου (τα κατ’ αναλογίαν για την Τουρκία Pillar States).

Σε αυτό τον κατάλογο, στις πρώτες θέσεις συμπεριλαμβάνονταν, η Γεωργία, η Συρία και η …Ουκρανία. Το τι έχει μεσολαβήσει σε σχέση με την τουρκική συμπεριφορά έναντι αυτών των χωρών είναι χαρακτηριστικό και αποκαλυπτικό.

Απαντώντας στο ερώτημα: Ναι, η Τουρκία ήδη αντιμετωπίζει την κρίση αυτή ως ευκαιρία να δείξει στις ΗΠΑ ότι παραμένει ένας σημαντικός γεωπολιτικός παίκτης. Επιπροσθέτως όμως η κρίση αυτή, δεν χρησιμοποιείται από την Άγκυρα, μόνο ως μήνυμα προς τις Η.Π.Α. αλλά ταυτόχρονα και προς την Ρωσία και βέβαια προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, τον μοναδικό διεθνή δρώντα ο οποίος αντιμετωπίζει μια κρίση που επηρεάζει άμεσα τον ίδιο, αλλά ο οποίος αποτελεί μοναδικό ιστορικά μνημείο αναποφασιστικότητας και απουσίας συμμετοχής.

Το ζητούμενο για την Τουρκία, είναι απλά πως θα διαχειρισθεί την κρίση, ούτως ώστε βραχυπρόθεσμα να μην προκαλέσει άμεση ρήξη στις σχέσεις της με την Ρωσία. Τούτο εφόσον θα συνεχίσει να εκλαμβάνει τη Μόσχα ως εξισορροπιστή στις σχέσεις της με την Ουόσινγκτον. Κάτι που διαφαίνεται πως ΔΕΝ αποτελεί μόνιμη σταθερά για το μέλλον.

Ας πάμε λίγο στο ιστορικό υπόβαθρο της παρούσας κρίσης. Ποιοι είναι οι ιστορικοί και γεωπολιτικοί λόγοι των εξελίξεων στην Ουκρανία;

Δεν θα πρέπει αρχικά να διαλανθάνει της προσοχής μας πως η Ουκρανία αποτελεί μια χώρα με πολιτισμικό υπόβαθρο που γεωγραφικά μεταφράζεται grosso modo σε μια επικράτεια που μοιράζεται μεταξύ Ανατολής κι Δύσης και όπου η γλώσσα -επίπλαστη ως ενός σημείου- δεν επαρκεί να καλύψει τις «συμπάθειες» των πληθυσμών σε μια έκαστη εξ αυτών. Τούτου λεχθέντος, είναι γνωστό πως ναι μεν η προέλευση του ρωσικού κράτους οφείλει πολλά στο «λίκνο του Κιέβου», και πως οι Ρώσοι και οι Ουκρανοί είναι φυλετικά, γλωσσικά , πολιτισμικά αλλά και θρησκευτικά πολύ κοντά, αλλά ιστορικά, υφίστανται πολλά παραδείγματα διαφοροποίησης, με πιο πρόσφατα χρονικά, τη στάση μεγάλου μέρους του ουκρανικού πληθυσμού στα πρώτα χρόνια του Β’Π.Π. καθώς και τις αντικαθεστωτικές -ιδεολογικού και εθνικού ταυτόχρονα δράσεις των ομάδων του Νέστορ Μάχνο ή του Στεπάν Μπαντέρα (δεκαετία 1950 ακόμη).

Η διαφοροποίηση με εθνοτικά-πολιτισμικά-θρησκευτικά κριτήρια, απεικονίζεται εμβληματικά και στην μετά τη κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, διαδοχή φιλορωσικών ή αντιρωσικών πολιτικών σχηματισμών επικεφαλής της χώρας και είναι εμφανής και στην περίπτωση του νυν Προέδρου, Ζιελένσκι ο οποίος ήλθε στην εξουσία και με τις ψήφους «φιλορώσων» (χρησιμοποιώντας μια συμβιβαστική ρητορική) αλλά ο οποίος διαφοροποίησε προφανώς την στάση του. Τα αίτια, για την αλλαγή αυτή στάσης, μέλλει να αποκαλυφθούν στη συνέχεια.

Για τη Μόσχα η Ουκρανία φαίνεται πως είναι εξαιρετικά σημαντική τόσο ώστε να είναι έτοιμη να συγκρουστεί με τη Δύση προκειμένου να μην ενταχθεί στο ΝΑΤΟ. Γιατί συμβαίνει αυτό;

Για τη Μόσχα η έκβαση του Ουκρανικού, δεν είναι απλά ένα ζήτημα εξωτερικής πολιτικής εκ των πολλών, αλλά πραγματικά εκλαμβάνεται -και ας σημειωθεί, από το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων της χώρας- ως όρος επιβίωσης της ιδίας της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Όχι μόνο γιατί η απώλεια της Ουκρανίας προς όφελος της Δύσης, (μέσω ενσωμάτωσης στο Ν.Α.Τ.Ο.) θα σημάνει για πρώτη φορά, την άμεση εκτεταμένη γεωγραφική γειτνίαση με νατοϊκές χώρες πέραν των Βαλτικών και της Νορβηγίας, αλλά γιατί για την ρωσική πλευρά (φοβική και επιφυλακτική δι-ιστορικά ας τονισθεί) αυτή θα αποτελέσει καταλύτη για περαιτέρω αλλαγές. Με απλά λόγια για τη Ρωσία, θα μπορούσε να ακολουθήσει αρχικά η Λευκορωσία και να ολοκληρωθεί ένα γεωπολιτικό πάζλ που θα θυμίζει περισσότερο μια Αν. Ευρώπη με μια Ρωσία στα προ του Μεγάλου Πέτρου (αρχές 18ου αιώνος) εδαφικά πλαίσια.

Το πλέον σημαντικό ερώτημα είναι: αν ακόμη και αν η Ρωσία στην παρούσα κρίση με το Ουκρανικό «μπρα-ντε-φερ» επικρατήσει, κατά πόσον θα δύναται να εξακολουθεί να ανατρέπει παρόμοιους σχεδιασμούς, ιδίως εάν δεν απολαμβάνει και υποστήριξης χωρών όπως η Κίνα.

Επί του παρόντος, η πρακτική της Δύσης, (ιδεολογικά συγγενής προς την πολιτική «Ανάσχεσης-Περίκλεισης-Containment» του Τζώρτζ Κένναν, καταστρωμένη ήδη από το 1947 ) φαίνεται να έχει αποδώσει καρπούς, ιδωμένη με μια ιστορική προοπτική μετά το 1991.

ειδήσεις τώραΟυκρανίαΑφεντούλης ΛαγγίδηςΡωσίαεισβολή