Κόσμος|21.03.2022 21:16

Πόλεμος στην Ουκρανία: Η συγκλονιστική μαρτυρία του φωτογράφου που παρέμεινε στην πολιορκημένη Μαριούπολη

Αφροδίτη Γκόγκογλου
Σετ φωτογραφιών, σύρετε προς τα αριστερά
Associated Press
Associated Press
Associated Press
Associated Press
Associated Press
Associated Press
Associated Press
Associated Press
Associated Press
Associated Press
Associated Press
Associated Press
Associated Press
Associated Press
Associated Press

Με την τελική επίθεση των ρωσικών στρατιωτικών δυνάμεων να βρίσκεται προ των πυλών, μετά και την εκπνοή του τελεσιγράφου της ρωσικής κυβέρνησης στην Ουκρανία, για την παράδοση της Μαριούπολης, η μαρτυρία ενός φωτογράφου - κινηματογραφιστή του Associated Press από τις δραματικές στιγμές που ζει η πόλη έρχεται στο φως. Ο Mstyslav Chernov είναι συνεργάτης του διεθνούς πρακτορείου. Αυτή είναι η περιγραφή του για την πολιορκία της Μαριούπολης, όπως την κατέγραψε με τον φωτογράφο Evgeniy Maloletka και την εξιστόρησε στην ανταποκρίτρια Lori Hinnant.

Αν πέσεις στα χέρια τους, θα σε κάνουν να δηλώσεις ότι όλα όσα τράβηξες είναι ψέματα

Οι Ρώσοι μάς κυνηγούσαν. Είχαν μία λίστα με ονόματα, στην οποία συμπεριλαμβάνονταν και τα δικά μας και ξέραμε ότι πλησίαζαν.

Για περισσότερο από δύο εβδομάδες ήμασταν οι μόνοι δημοσιογράφοι  διεθνών μέσων που είχαμε απομείνει στην πόλη, με σκοπό να καταγράψουμε την πολιορκία της από τα ρωσικά στρατεύματα. Βρισκόμασταν μέσα στο νοσοκομείο για ρεπορτάζ, όταν αρχίσαμε να αντιλαμβανόμαστε την παρουσία ενόπλων στους διαδρόμους. Οι χειρουργοί, για να μάς προστατέψουν, μάς έδωσαν να φοράμε λευκές ποδιές ως «καμουφλάζ». Τα ξημερώματα, περίπου δώδεκα στρατιώτες εισέβαλαν: «Πού είναι οι δημοσιογράφοι;», ρώτησαν. Κοίταξα τα περιβραχιόνιά τους, ήταν χρώματος μπλε -ουκρανικά- και προσπάθησαν να υπολογίσω τις πιθανότητες να ήταν μεταμφιεσμένοι ρώσοι. Προχώρησα μπροστά ώστε να ταυτοποιηθώ. «Είμαστε εδώ για να σάς απομακρύνουμε», μού είπαν.

Οι τοίχοι στο νοσοκομείο έτρεμαν από τα πυρά πυροβολικού και πολυβόλων που έπεφταν έξω. Μού φάνηκε ασφαλέστερη επιλογή να μείνω μέσα. Όμως, οι ουκρανοί στρατιώτες είχαν διαταγή να μάς πάρουν μαζί τους.

Εγκαταλείποντας τους γιατρούς που μάς είχαν προσφέρει καταφύγιο, τις έγκυες που είχαν βομβαρδιστεί και τους ανθρώπους που κοιμόντουσαν στους διαδρόμους επειδή δεν είχαν πού αλλού να πάνε βγήκαμε τρέχοντας στον δρόμο. Ένιωσα απαίσια που τούς άφηνα πίσω. Τρέξαμε για εννέα λεπτά, ίσως δέκα – μού φάνηκαν μία αιωνιότητα, ανάμεσα στους βομβαρδισμένους δρόμους και τις πολυκατοικίες. Πέσαμε στο έδαφος, όταν οι οβίδες άρχισαν να πέφτουν σε κοντινή απόσταση.  Μετρούσαμε τον χρόνο από τη μία οβίδα στην επόμενη με τα σώματά μας σφιγμένα, κρατώντας την αναπνοή μας. Το ένα ωστικό κύμα μετά το άλλο τράνταζε το στήθος μου και τα χέρια μου ήταν παγωμένα.

Φτάσαμε σε μια είσοδο, όπου τεθωρακισμένα αυτοκίνητα μας οδήγησαν σε ένα σκοτεινό υπόγειο. Τότε μόνο μάθαμε από έναν γνωστό μας αστυνομικό γιατί οι ουκρανοί είχαν διακινδυνεύσει τη ζωή των στρατιωτών για να μας βγάλουν από το νοσοκομείο. «Αν πέσεις στα χέρια τους, θα σέ κάνουν να δηλώσεις on camera ότι όλα όσα τράβηξες είναι ψέματα. Όλες οι προσπάθειές σας και όλα όσα ζήσατε στη Μαριούπολη θα είναι μάταια».

Ήταν ο ίδιος αξιωματικός που κάποτε μάς είχε παρακαλέσει να δείξουμε στον κόσμο την ετοιμοθάνατη πόλη του, και τώρα μάς εκλιπαρούσε να φύγουμε. Μάς έσπρωξε προς τα χιλιάδες χτυπημένα αυτοκίνητα που ετοιμάζονταν να φύγουν από την πόλη. Ήταν 15 Μαρτίου. Δεν είχαμε ιδέα αν θα καταφέρναμε να βγούμε ζωντανοί.

Όπως όλοι οι έφηβοι που μεγαλώνουν στην Ουκρανία, και συγκεκριμένα μόλις 20 μίλια από τα ρωσικά σύνορα, στο Χάρκοβο, έμαθα να χειρίζομαι όπλα ως μέρος της ύλης του σχολείου. Μού είχε φανεί άσκοπο. Η Ουκρανία, σκεφτόμουν τότε, είναι περιτριγυρισμένη από φίλους. Έκτοτε κάλυψα τους πολέμους του Ιράκ, του Αφγανιστάν και της αμφισβητούμενη περιοχή του Ναγκόρνο Καραμπάχ, προσπαθώντας να δείξω από πρώτο χέρι στον κόσμο την καταστροφή. Όμως, όταν οι αμερικανοί, τους οποίους ακολούθησαν οι ευρωπαίοι, εκκένωσαν τα επιτελεία των πρεσβειών τους από την πόλη του Κιέβου τον περασμένο χειμώνα, καθώς και όταν μελετούσα χάρτες με τη συγκέντρωση ρωσικών στρατευμάτων ακριβώς απέναντι από τη γενέτειρά μου, το μόνο που μπορούσαν να σκεφτώ ήταν «τη φτωχή μου τη χώρα».

Τις πρώτες ημέρες του πολέμου, οι Ρώσοι βομβάρδισαν την αχανή πλατεία Ελευθερίας, στο Χάρκοβο, όπου σύχναζα μέχρι τα 20 μου. Ήξερα ότι, για τις ρωσικές δυνάμεις, το λιμάνι της Μαριούπολης στα ανατολικά, θα αποτελούσε στρατηγικό έπαθλο λόγω της θέσης της στην Αζοφική Θάλασσα. Το βράδυ της 23ης Φεβρουαρίου, μαζί με τον επί χρόνια συνάδελφό μου Evgeniy Maloletka και έναν Ουκρανό φωτογράφο του Associated Press κατευθυνθήκαμε, με το λευκό Volkswagen βαν του τελευταίου, προς τα εκεί. Αρχίσαμε να αγχωνόμαστε στον δρόμο για το γεγονός ότι δεν είχαμε εφεδρικά λάστιχα και βρήκαμε στο διαδίκτυο έναν άνθρωπο, που βρισκόταν εκεί κοντά και ήταν πρόθυμος να μάς τα πουλήσει μέσα στη νύχτα. Στον ίδιο αλλά και σε έναν ταμία του 24ωρου παντοπωλείου όπου συναντηθήκαμε, εξηγήσαμε ότι ετοιμαζόμασταν για πόλεμο. Μάς κοίταξαν σαν να ήμασταν τρελοί. Φτάσαμε στη Μαριούπολη στις 3.30 π.μ. Ο πόλεμος ξεκίνησε μια ώρα αργότερα.

Εκείνες τις πρώτες μέρες, όσο ακόμα θα μπορούσαν, εγκατέλειψαν την πόλη περίπου το ένα τέταρτο των 430.000 μόνιμων κατοίκων της. Λίγοι, ωστόσο, πίστευαν ότι θα ακολουθούσε πόλεμος και, όταν οι περισσότεροι συνειδητοποίησαν το λάθος τους, ήταν πολύ αργά. Οι ρώσοι έκοβαν το ηλεκτρικό ρεύμα, το νερό, τις προμήθειες τροφίμων και τελικά, το πιο κρίσιμο, τους πύργους κινητής τηλεφωνίας, ραδιοφώνου και τηλεόρασης, μία βόμβα τη φορά. Οι λίγοι δημοσιογράφοι, εκτός από εμάς, που βρίσκονταν στην πόλη, έφυγαν πριν χαθούν και οι τελευταίες συνδέσεις και ο αποκλεισμός τους γίνει ολικός. Η απουσία πληροφοριών που συνεπάγεται ο ολικός αποκλεισμός, επιτυγχάνει δύο στόχους.

Ο πρώτος είναι το χάος. Οι άνθρωποι , μην ξέροντας τι συμβαίνει, πανικοβάλλονται. Στην αρχή δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί η Μαριούπολη κατέρρευσε τόσο γρήγορα. Τώρα ξέρω ότι αυτό ήταν αποτέλεσμα της έλλειψης επικοινωνίας.

Ο δεύτερος στόχος είναι η ατιμωρησία. Χωρίς να βγαίνουν πληροφορίες από μια πόλη, χωρίς εικόνες κατεδαφισμένων κτιρίων και παιδιών που πεθαίνουν, οι ρωσικές δυνάμεις μπορούσαν να κάνουν ό,τι ήθελαν. Αν δεν ήμασταν εμείς, δεν θα υπήρχε τίποτα. Γι’ αυτό το λόγο πήραμε το ρίσκο να μείνουμε, ώστε να είμαστε σε θέση να δείξουμε στον κόσμο όσα είδαμε και αυτός είναι ο λόγος που θυμώσαμε τη Ρωσία αρκετά ώστε να μάς κυνηγήσει. Ποτέ άλλοτε δεν ένιωσα ότι ήταν τόσο σημαντικό το να σπάσω τη σιωπή.

Οι θάνατοι ήρθαν γρήγορα. Στις 27 Φεβρουαρίου, παρακολουθήσαμε έναν γιατρό να προσπαθεί να σώσει ένα κοριτσάκι που είχε χτυπηθεί από θραύσματα. Δεν τα κατάφερε. Ακολούθησε ο θάνατος ενός δεύτερου παιδιού, μετά ενός τρίτου. Τα ασθενοφόρα σταμάτησαν να παραλαμβάνουν τραυματίες γιατί οι πολίτες, χωρίς σήμα,  δεν μπορούσαν να τα καλέσουν, ούτε μπορούσαν να κινηθούν στους βομβαρδισμένους δρόμους. Οι γιατροί του νοσοκομείου μάς παρακάλεσαν να κινηματογραφήσουμε τις οικογένειες που έφερναν τους δικούς τους νεκρούς και τραυματίες και, για το σκοπό, μάς άφησαν να χρησιμοποιούμε τις φθίνουσας ισχύος γεννήτριές τους για τις κάμερες και τον εξοπλισμό μας. Μάς είπαν ότι κανείς δεν ήξερε τι συμβαίνει στην πόλη.

Από τους βομβαρδισμούς επλήγη το νοσοκομείο και τα σπίτια γύρω από αυτό. Έσπασαν τα τζάμια του βαν μας, στο πλάι του οποίου άνοιξε μία τρύπα και έσκασαν τα λάστιχα. Κάποιες φορές τρέχαμε έξω για να κινηματογραφήσουμε ένα φλεγόμενο σπίτι και μετά τρέχαμε πίσω μέσα στις εκρήξεις. Στην πόλη υπήρχε ένα ακόμα σημείο όπου μπορούσαμε να έχουμε μία σταθερή σύνδεση – ο εξωτερικός χώρος ενός λεηλατημένου παντοπωλείου στη λεωφόρο Budivel'nykiv. Πηγαίναμε εκεί μία φορά την ημέρα και σκύβαμε κάτω από τις σκάλες για να ανεβάσουμε φωτογραφίες και βίντεο στον κόσμο. Οι σκάλες δεν θα μας προστάτευαν και πολύ, αλλά ένιωθα πιο ασφαλής από το να βρισκόμαστε σε ανοιχτό χώρο. Το σήμα εξαφανίστηκε στις 3 Μαρτίου.Επιχειρήσαμε να στείλουμε το υλικό μας από τα παράθυρα του 7ου ορόφου του νοσοκομείου. Από εκεί είδαμε τα τελευταία κομμάτια της μεσοαστικής Μαριούπολης να γίνονται συντρίμμια.

Μέσα από τις ρίψεις πυροβολικού και πολυβόλων κατευθυνθήκαμε προς το σούπερ μάρκετ Port City το οποίο λεηλατούνταν. Δεκάδες άνθρωποι έτρεχαν και έσπρωχναν καροτσάκια με ηλεκτρονικά είδη, τρόφιμα, ρούχα. Την ώρα που ήμασταν εκεί, στην οροφή του καταστήματος  εξερράγη μία οβίδα, πετώντας με έξω στο έδαφος.  Τεντώθηκα, περιμένοντας και δεύτερο χτύπημα, την ίδια στιγμή που καταράστηκα τον εαυτό μου εκατό φορές επειδή η φωτογραφική μου μηχανή δεν ήταν ενεργοποιημένη για να το καταγράψει. Και μία άλλη οβίδα χτύπησε την πολυκατοικία δίπλα μου κάνοντας  τρομερό θόρυβο. Ταμπουρώθηκα σε μία γωνία για να προστατευθώ. Από δίπλα μου πέρασε ένας έφηβος κυλώντας μια καρέκλα γραφείου φορτωμένη με ηλεκτρονικές συσκευές. Τα κουτιά τού έπεφταν από τα πλάγια. «Οι φίλοι μου ήταν στο σημείο, η οβίδα χτύπησε 10 μέτρα από εμάς. Δεν έχω ιδέα τι απέγιναν», μού είπε.

Τρέχοντας επιστρέψαμε στο νοσοκομείο, Μέσα σε 20 λεπτά άρχισαν να καταφθάνουν τραυματίες – μερικοί από αυτούς μέσα σε καροτσάκια με ψώνια. Για αρκετές ημέρες, η μόνη σύνδεση που είχαμε με τον έξω κόσμο ήταν μέσω ενός δορυφορικού τηλεφώνου. Και το μόνο σημείο που αυτό το τηλέφωνο λειτουργούσε ήταν στην ύπαιθρο, ακριβώς δίπλα σε έναν κρατήρα οβίδας. Καθόμουν στο έδαφος προσπαθώντας να συρρικνωθώ και να πιάσω τη σύνδεση. Όλοι μάς ζητούσαν να τούς πούμε πότε θα τελειώσει ο πόλεμος. Δεν είχα απάντηση.

Κανείς δεν ερχόταν

Κάθε μέρα κυκλοφορούσε η φήμη ότι ο ουκρανικός στρατός θα ερχόταν και θα έσπαγε την πολιορκία. Όμως κανείς δεν ερχόταν. Είχα γίνει μάρτυρας θανάτων στο νοσοκομείο, νεκρών στους δρόμους, δεκάδων πτωμάτων σπρωγμένων σε έναν ομαδικό τάφο. Είχα δει τόσο πολύ θάνατο εκείνες τις μέρες που κινηματογραφούσα σχεδόν χωρίς να τον καταλαβαίνω.

Στις 9 Μαρτίου δίδυμες αεροπορικές επιδρομές έσκισαν το πλαστικό που είχαμε κολλήσει στα σπασμένα παράθυρα του βαν μας. Ένα κλάσμα δευτερολέπτου προτού ο πόνος διαπεράσει το εσωτερικό του αυτιού μου, το δέρμα και  το πρόσωπό μου, είδα την πύρινη σφαίρα να πέφτει πάνω μας. Είδαμε καπνό να βγαίνει από ένα μαιευτήριο. Όταν φτάσαμε, οι εργαζόμενοι των εξωτερικών ιατρείων εξακολουθούσαν να βγάζουν αιμόφυρτες εγκύους από τα συντρίμμια. Οι μπαταρίες μας είχαν σχεδόν τελειώσει και δεν είχαμε σύνδεση για να στείλουμε τις εικόνες. Η απαγόρευση κυκλοφορίας θα ξεκινούσε σε μερικά λεπτά. Ένας αστυνομικός μάς άκουσε να συζητάμε για το πώς θα διαδώσουμε τα νέα για τη βομβιστική επίθεση στο νοσοκομείο. «Αυτό θα αλλάξει την πορεία του πολέμου», είπε και μάς πήγε σε ένα σημείο με παροχή ενέργειας και σύνδεση στο διαδίκτυο. Είχαμε ήδη καταγράψει αμέτρητους νεκρούς -ενήλικες και παιδιά. Δεν καταλάβαινα για ποιο λόγο πίστευε ότι αυτοί οι επιπλέον θάνατοι θα άλλαζαν κάτι.

Έκανα λάθος.

Μες στο σκοτάδι, στείλαμε το υλικό χωρισμένο σε τρία μέρη, από τρία διαφορετικά κινητά τηλέφωνα, ώστε να επιταχύνουμε τη διαδικασίας. Πέρασαν ώρες, όταν τελειώσαμε, η απαγόρευση κυκλοφορίας είχε λήξει. Οι βομβαρδισμοί συνεχίζονταν, αλλά οι αξιωματικοί που είχαν αναλάβει να μας συνοδεύουν μέσα στην πόλη περίμεναν υπομονετικά. Σε εκείνο το σημείο, η σύνδεσή μας με τον κόσμο εκτός Μαριούπολης διακόπηκε και πάλι.

Επιστρέψαμε σε ένα άδειο υπόγειο ξενοδοχείου με ένα ενυδρείο γεμάτο δεκάδες νεκρά χρυσόψαρα. Δεν ξέραμε τίποτα για τη ρωσική εκστρατεία παραπληροφόρησης και απαξίωσης του έργου μας, μέσα στην απομόνωσή μας. Η ρωσική πρεσβεία στο Λονδίνο δημοσίευσε δύο tweets που αποκαλούσαν τις φωτογραφίες του AP ψεύτικες και ισχυρίζονταν ότι η μια έγκυος ήταν ηθοποιός. Αντίγραφα των φωτογραφιών έδειξε ο ρώσος πρέσβης στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, επαναλαμβάνοντας την προπαγάνδα σχετικά με την επίθεση στο μαιευτήριο. Εντωμεταξύ, στη Μαριούπολη ερχόντουσαν συνέχεια σε μας πολίτες, ζητώντας μας νέα που είχαμε για τον πόλεμο. Ήρθαν αμέτρητοι άνθρωποι σε μένα, και με παρακαλούσαν να τους βιντεοσκοπήσω ώστε οι οικογένειές τους, εκτός της πόλης, να ξέρουν ότι είναι ζωντανοί. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, στη Μαριούπολη δεν λειτουργούσε κανένα  ραδιοφωνικό ή τηλεοπτικό σήμα. Ο μόνος ραδιοφωνικός σταθμός που μπορούσε κανείς να ακούσει μετέδιδε διαστρεβλωμένα ρωσικά ψέματα – ότι οι ουκρανοί στη Μαριούπολη κρατούσαν ομήρους, πυροβολούσαν κτίρια, ανέπτυσσαν χημικά όπλα. Ήταν τόσο έντονη η προπαγάνδα που κάποιοι άνθρωποι με τους οποίους μιλούσαμε την πίστεψαν, παρότι είχαν δει την αλήθεια με τα ίδια τους τα μάτια. Το μήνυμα επαναλαμβανόταν συνεχώς, σε σοβιετικό στυλ: Η Μαριούπολη είναι περικυκλωμένη. Παραδώστε τα όπλα σας.

Στις 11 Μαρτίου, κατά τη διάρκεια ενός σύντομου τηλεφωνήματος με τον αρχισυντάκτη μας, ρωτηθήκαμε αν θα μπορούσαμε να βρούμε τις γυναίκες που επέζησαν από την επίθεση στο μαιευτήριο, ώστε να αποδείξουμε την ύπαρξή τους. Σε εκείνο το σημείο συνειδητοποίησα ότι, για να προκαλέσουν την αντίδραση της ρωσικής τηλεόρασης, τα πλάνα μας πρέπει να ήταν αρκετά δυνατά. Επιστρέψαμε και τις εντοπίσαμε στην πρώτη γραμμή του μετώπου, άλλες με μωρά στην αγκαλιά, σε άλλες ετοιμόγεννες. Μάθαμε και ότι μία από τις έγκυες είχε χάσει το μωρό της και, στη συνέχεια, την ίδια της τη ζωή. Ανεβήκαμε στον 7ο όροφο του νοσοκομείου ώστε να στείλουμε το βίντεο, από την -πολύ κακή- σύνδεση στο διαδίκτυο. Από εκεί, έβλεπα το ένα τανκ μετά το άλλο να κατευθύνεται προς το νοσοκομείο έχοντας πάνω, το καθένα, το γράμμα «Ζ»  - το ρωσικό έμβλημα του πολέμου. Ήμασταν περικυκλωμένοι: δεκάδες γιατροί, εκατοντάδες ασθενείς και εμείς.

Οι ουκρανοί στρατιώτες που προστάτευαν το νοσοκομείο είχαν εξαφανιστεί. Ένας ρώσος ελεύθερος σκοπευτής, που είχε ήδη πυροβολήσει μπροστά στα μάτια μας έναν γιατρό που τόλμησε να βγει έξω,  καραδοκούσε πάνω στο μονοπάτι προς το βαν μας, στο οποίο βρίσκονταν τα τρόφιμα, το νερό και ο εξοπλισμός μας. Μείναμε εκεί για ώρες, η νύχτα έπεσε όσο εμείς ακούγαμε τις εκρήξεις έξω. Σε αυτό το σημείο ήρθαν οι στρατιώτες να μάς πάρουν φωνάζοντας στα ουκρανικά.

Είχα την αίσθηση ότι μάς άλλαζαν θέσεις

Δεν έμοιαζε με διάσωση. Είχα την αίσθηση ότι μάς άλλαζαν θέσεις, από τον ένα κίνδυνο στον άλλο. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, δεν υπήρχε κανένα σημείο στη Μαριούπολη που ήταν ασφαλές. Ο θάνατος θα μπορούσε να βρει τον οποιοδήποτε ανά πάσα στιγμή. Έφυγα νιώθοντας απίστευτα ευγνώμων προς τους στρατιώτες αλλά και μουδιασμένος ταυτόχρονα. Ντρεπόμουν που έφευγα.

Μάς έβαλαν σε ένα Hyundai, μαζί με μία τριμελή οικογένεια και βρεθήκαμε σε ένα μποτιλιάρισμα μήκους 5 χιλιομέτρων έξω από την πόλη. Εκείνη την ημέρα, περίπου 30.000 άνθρωποι κατάφεραν να φύγουν από τη Μαριούπολη – ήταν τόσοι πολλοί που οι ρώσοι στρατιώτες δεν είχαν χρόνο να εξετάσουν προσεκτικά τα αυτοκίνητα με τα παράθυρα καλυμμένα με κομμάτια πλαστικού.

Οι άνθρωποι ήταν νευρικοί. Τσακώνονταν, φώναζαν ο ένας στον άλλο. Η συχνότητα που γίνονταν οι αεροπορικές επιδρομές πάνω από τα κεφάλια μας, ήταν ανά ένα λεπτό. Το έδαφος έτρεμε. Περάσαμε 15 σημεία ρωσικού ελέγχου. Σε κάθε ένα από αυτά, η μητέρα της οικογένειας, που καθόταν στην μπροστινή θέση του αυτοκινήτου προσευχόταν μανιωδώς, αρκετά δυνατά ώστε να την ακούμε.

Περνώντας από τα σημεία -το τρίτο, το δέκατο, το 15ο -  που ήταν όλα επανδρωμένα με στρατιώτες με βαριά όπλα, οι ελπίδες μου ότι η Μαριούπολη θα επιβίωνε άρχισαν να εξανεμίζονται. Αντιλήφθηκα ότι, ο ουκρανικός στρατός, μόνο για να φτάσει στην πόλη, θα έπρεπε να διασχίσει πολύ μεγάλες αποστάσεις. Και αυτό δεν επρόκειτο να συμβεί. Την ώρα που ο ήλιος έδυε, φτάσαμε σε μια γέφυρα που είχαν καταστρέψει οι ουκρανικές δυνάμεις ώστε να σταματήσουν την προέλαση των ρώσων. Μια αυτοκινητοπομπή του Ερυθρού Σταυρού με περίπου 20 αυτοκίνητα είχε ήδη κολλήσει εκεί. Όλοι μαζί απομακρυνθήκαμε από τον δρόμο, στρίβοντας σε χωράφια και παράδρομους.

Στο 15ο σημείο ελέγχου, οι φρουροί μιλούσαν ρωσικά με την τραχιά προφορά του Καυκάσου. Διέταξαν όλη τη φάλαγγα να σβήσει τους προβολείς για να κρύψει τα όπλα και τον εξοπλισμό που ήταν σταθμευμένα στην άκρη του δρόμου. Με το ζόρι διέκρινα το λευκό Ζ που ήταν ζωγραφισμένο στα οχήματα. Στο 16ο σημείο ελέγχου, ακούσαμε φωνές. Ουκρανικές φωνές. Ένιωσα να με γεμίζει μία ανακούφιση. Από το μπροστινό κάθισμα του αυτοκινήτου, η μητέρα ξέσπασε σε κλάματα. Είχαμε φύγει. Ήμασταν οι τελευταίοι δημοσιογράφοι στη Μαριούπολη. Πλέον δεν υπάρχει κανένας.

Σαν να μπορούμε να τούς βοηθήσουμε 

Τα μηνύματα ανθρώπων που επιθυμούν να μάθουν την τύχη των αγαπημένων τους προσώπων, που φωτογραφίσαμε και κινηματογραφήσαμε εξακολουθούν να μάς κατακλύζουν καθημερινά. Τα γράμματά τους είναι απελπισμένα και οικεία, σαν να μην είμαστε ξένοι, σαν να μπορούμε να τούς βοηθήσουμε.

Στα τέλη της περασμένης εβδομάδας, όταν μια ρωσική αεροπορική επιδρομή έπληξε το δημοτικό θέατρο όπου είχαν καταφύγει εκατοντάδες άνθρωποι, μπορούσα να προσδιορίσω με ακρίβεια πού θα έπρεπε να πάμε για να μάθουμε για τους επιζώντες αλλά και να ακούσουμε από πρώτο χέρι πώς ήταν να είσαι παγιδευμένος για ατελείωτες ώρες κάτω από σωρούς ερειπίων. Γνωρίσω το κτίριο και τα συντρίμμια γύρω του, που κάποτε ήταν σπίτια. Γνωρίζω ανθρώπους που βρέθηκαν παγιδευμένοι κάτω από αυτά. Και την Κυριακή, οι ουκρανικές αρχές δήλωσαν ότι, στη Μαριούπολη, η Ρωσία βομβάρδισε μια σχολή τέχνης με περίπου 400 άτομα.

Αλλά πλέον, δεν μπορούμε να πάμε εκεί.

πολιορκίαΜαριούποληειδήσεις τώραΡωσίαπόλεμοςΟυκρανία