Κόσμος|02.09.2024 18:46

Η Γερμανία των άκρων: Ο θρίαμβος του AfD καταδεικνύει με τον πλέον εμφατικό τρόπο το χάσμα μεταξύ Ανατολικών και Δυτικών

Αφροδίτη Γκόγκογλου

Τον Νοέμβριο του 1989, μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, ο πρώην καγκελάριος της Δυτικής Γερμανίας, Βίλι Μπραντ, προέβλεψε ότι, η επανένωση με τους Ανατολικούς θα επέτρεπε επιτέλους «να αναπτυχθεί αυτό που μάς ανήκει από κοινού».

Τριάντα πέντε χρόνια αργότερα, η πρόβλεψη οργανικής επούλωσης του πρώην Γερμανού καγκελαρίου, ίσως ακούγεται υπερβολικά αισιόδοξη, πόσο μάλλον μετά τα αποτελέσματα των ομοσπονδιακών εκλογών σε Θουριγγία και Σαξονία, το βράδυ της Κυριακής (01/09) που δίνουν την εικόνα μίας Γερμανίας στην οποία, ανατολικά και δυτικά κρατίδια, αν μη τι άλλο, απομακρύνονται ολοένα και περισσότερο. 

Στη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης, η ακροδεξιά, αντιμεταναστευτική Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) ιππεύει το κύμα του λαϊκισμού και επωφελείται αφού, πρόσφατες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι εάν αύριο διεξάγονταν ομοσπονδιακές εκλογές, το AfD θα μπορούσε να γίνει η δεύτερη ισχυρότερη ομάδα στην Μπούντεσταγκ.

Μόνο στα ανατολικά κρατίδια, το AfD θα μπορούσε να διεκδικήσει εντολή σχηματισμού της επόμενης κυβέρνησης, όπως κάνει ήδη στη Θουριγγία, ο ηγέτης του ακροδεξιού κόμματος, Bjorn Hocke ο οποίος, για πρώτη φορά στην ιστορία, αναδείχθηκε πρώτος σε εκλογές κρατιδίου, με τουλάχιστον 30% των ψήφων.

Στα δυτικά κρατίδια, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι, η ακροδεξιά, δε θα καταφέρει να αμφισβητήσει τα καθιερωμένα κόμματα κεντροδεξιάς και ακροαριστεράς – με εξαίρεση τη Σαξονία, όπου οι προβλέψεις θέλουν το AfD να βρίσκεται στήθος με στήθος με τη συντηρητική Χριστιανοδημοκρατική Ένωση (CDU),  το οποίο διατηρεί μικρό προβάδισμα. Αργότερα μέσα στον Σεπτέμβρη, το AfD αναμένεται να αναδειχθεί πρώτο και στο Βρανδεμβούργο, το κρατίδιο που περιβάλλει την πρωτεύουσα της χώρας, το Βερολίνο. Όσο τα υπόλοιπα πολιτικά κόμματα καταφέρνουν και αποτελούν ανάχωμα ενάντια στην ακροδεξιά και εξακολουθούν να την εμποδίζουν από το να αποκτήσει καθαρή πλειοψηφία, οι φιλοδοξίες του AfD για ανάληψη της εξουσίας μπορούν να παραμείνουν απλώς όνειρα ή και φρούδες ελπίδες. Το ότι, όμως, το AfD καθίσταται κυρίαρχη περιφερειακή δύναμη στον πολιτικό χάρτη της Γερμανίας του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος εγείρει σοβαρά και κρίσιμα ερωτήματα σχετικά με την πολιτική ταυτότητα της χώρας, αλλά και με τους τρόπους που έχουν οι δημοκρατικές δυνάμεις να περιορίσουν την άνοδο των αντιδραστικών δυνάμεων στο μέλλον.

Εισόδημα, απασχόληση και βιοτικό επίπεδο πολιτών μεγαλώνουν το χάσμα

Από την πτώση του Τείχους, στον δημόσιο πολιτικό διάλογο της Γερμανίας υπήρχε η κοινή παραδοχή ότι, οι πολιτικές προοπτικές ανατολικών και δυτικών κρατιδίων, θα ευθυγραμμίζονταν μετά και την οικονομική μεταξύ τους ευθυγράμμιση. Όταν δηλαδή, οι οικονομίες των φτωχότερων (ανατολικών) έφταναν σε αντίστοιχο επίπεδο με αυτές των πλουσιότερων (δυτικών). Με βάση αυτό το σκεπτικό, η άνοδος του AfD ενδεχομένως να ερμηνεύεται ως ψήφος διαμαρτυρίας των πιο ευάλωτων οικονομικά πολιτών, ενάντια στις ολοένα και μεγαλύτερες ανισότητες στο εισόδημα, την απασχόληση και το βιοτικό επίπεδο των πολιτών του ομοσπονδιακού κράτους.

Ακόμα και λαμβάνοντας υπόψη κανείς τα οικονομικά και δημογραφικά στοιχεία, μπορεί ως ένα βαθμό μόνο να ερμηνεύσει τα αποτελέσματα των περιφερειακών εκλογών της Κυριακής. Ο πληθυσμός των ανατολικών κρατιδίων είναι αισθητά μεγαλύτερος από αυτόν των δυτικών, ωστόσο δε μιλάμε για περιοχές οι οποίες δημογραφικά «αιμορραγούν»- όπως συνέβαινε κατά τα τελευταία χρόνια της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας (ΛΔΓ) και τις δύο δεκαετίες που ακολούθησαν. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, δε, από το 2017 και μετά, κάθε χρόνο, περισσότεροι Γερμανοί μεταναστεύουν από τα δυτικά προς τα ανατολικά. Η ανεργία είναι πράγματι υψηλότερη ανατολικά, αλλά μόλις κατά ένα κλάσμα. Η πραγματική αντίθεση, όπως τονίζει ο αρθρογράφος Ευρωπαϊκού Πολιτισμού του Guardian, Philip Oltermann, βρίσκεται μεταξύ Βορρά και Νότου της χώρας.

Όπως εξηγεί ο ίδιος, τα τελευταία δύο χρόνια η οικονομία των ανατολικών κρατιδίων αναπτύσσεται με αισθητά ταχύτερους ρυθμούς από αυτή των δυτικών καθώς, στα ανατολικά εδάφη, έχουν εγκαταστήσει τα εργοστάσιά τους παγκόσμιοι «παίκτες» όπως η Tesla και η Intel. Όσον αφορά το «ακανθώδες» θέμα της μετανάστευσης, στα ανατολικά κρατίδια των οποίων οι πολίτες κλήθηκαν στις κάλπες χθες, τα ποσοστά είναι από τα χαμηλότερα σε ολόκληρη τη Γερμανία. Στις αρχές του τρέχοντος έτους, η κυβέρνηση του Όλαφ Σολτς δημοσίευσε έρευνα, σύμφωνα με την οποία, το 19% των ανατολικογερμανών δηλώνει ότι αισθάνεται «εγκαταλελειμμένο». Το ποσοστό αυτό είναι διπλάσιο, συγκριτικά με το αντίστοιχο δυτικό (8%). Θα μπορούσε, όμως, να υποδηλώνει και ότι, το 80% του πληθυσμού των πέντε ανατολικών κρατιδίων μπορεί να αισθάνεται ότι δε χάνει και τίποτα. Τα νούμερα, όμως, μιλούν από μόνα τους: οι χθεσινές εκλογές στη Θουριγγία έδειξαν ότι, οι ίδιοι αυτοί πολίτες, στην πλειοψηφία τους, δε διστάζουν να δώσουν την ψήφο τους σε ένα κόμμα αμιγώς ακροδεξιό.

«Οssification»

Ο -ανατολικής καταγωγής- κοινωνιολόγος, Steffen Mau, έχει επινοήσει τον όρο «ossification», θέλοντας να περιγράψει αυτήν ακριβώς την τάση. Ο όρος προέρχεται από τη γερμανική αργκό η οποία χαρακτηρίζει τους πολίτες της πρώην Ανατολικής Γερμανίας «ossi», αλλά και τη βιολογική διαδικασία κατά την οποία, οι ιστοί σκληραίνουν και μετατρέπονται σε οστά, Στο πρόσφατο βιβλίο του, «Ungleich Vereint» (Άνιση Σύνδεση), ο Mau υπογραμμίζει πως, η ανατολική Γερμανία ψηφίζει διαφορετικά από τη Δυτική, ακριβώς επειδή, πλέον, διεκδικεί ανοιχτά το δικαίωμα στη δική της, ξεχωριστή πολιτική ταυτότητα.

Η -γεννημένη στη ΛΔΓ- ιστορικός Christina Morina στο βιβλίο της, «Tausend Aufbruche» (Χίλιες εκκινήσεις), το οποίο φέτος βραβεύτηκε ως κορυφαίο βιβλίο μη μυθοπλασίας, ισχυρίζεται ότι, το AfD κερδίζει στα ανατολικά επειδή έχει καταφέρει να αξιοποιεί την ιδιαίτερη αντίληψη του τι σημαίνει δημοκρατία – η οποία, στα ανατολικά, διαμορφώθηκε μετά από 40 χρόνια υπαρκτού σοσιαλισμού και, ακόμα και ως έννοια, παραμένει διαφορετική από ότι στη Δύση. Μπορεί αυτό, για μία χώρα όπως η ΓΛΔ, με μονοκομματική πολιτική ζωή, χωρίς ελεύθερες εκλογές ή διάκριση των εξουσιών να ακούγεται παράδοξο. Ιστορικά, ωστόσο, το καθεστώς της ΛΔΓ διεκδίκησε -για τους δικούς του σκοπούς- την έννοια της δημοκρατίας, και μάλιστα εμφατικά. Η Morina εξηγεί στον Guardian πως, «η Ανατολική Γερμανία διεκδικούσε να είναι η χώρα που έδωσε δημοκρατική απάντηση στον εθνικοσοσιαλισμό. Η αφήγηση των κομμουνιστών, όμως, σχετικά με το πώς λειτουργεί η δημοκρατία, είχε τις ρίζες της στον λαϊκισμό αλλά και στην διεκδίκηση ενός κράτους “πιο αληθινού και πιο αντιπροσωπευτικού” των πραγματικών δημοκρατιών της Δύσης όπου, όπως έλεγαν, απλώς οργανωνόταν η ιεραρχία των τάξεων και εκπροσωπούνταν τα συμφέροντα του καπιταλισμού». Η ίδια υποστηρίζει ότι, η ιστορική αυτή εμπειρία, μπορεί να εξηγεί, σε ένα βαθμό, τους λόγους για τους οποίους το AfD κατάφερε να κινητοποιήσει τόσους πολλούς πολίτες που, μέχρι πρότινος, επέλεγαν να απέχουν από την εκλογική διαδικασία, στα ανατολικά.

Σε αντίθεση με τα άλλα κόμματα, το AfD, στο πλαίσιο της προεκλογικής εκστρατείας του, δεν πραγματοποίησε μόνο πολιτικές συγκεντρώσεις, αλλά και spaziergange - «βόλτες» στα κέντρα των πόλεων,κ οι οποίες επί τούτου θύμιζαν τις ειρηνικές διαδηλώσεις που συνόδευσαν την αποσύνθεση της σοσιαλιστικής Ανατολικής Γερμανίας. Το AfD είναι το μοναδικό πολιτικό κόμμα στη Γερμανία που ζητά εκλογή προέδρου της Δημοκρατίας απευθείας από τους πολίτες και όχι μέσω ομοσπονδιακού συνεδρίου. Το ακροδεξιό κόμμα, επιπλέον, έχει ταχθεί υπέρ της «άμεσης» δημοκρατίας ελβετικού τύπου, με τακτικά δημοψηφίσματα για φλέγοντα θέματα. «Στις εκστρατείες του προεκλογικά, το AfD αξιοποίησε πολύ αποτελεσματικά μία εμπειρία, την οποία μοιράζονται ευρέως οι Ανατολικογερμανοί. Ότι, η φωνή των πολιτών, δεν εισακούγεται μέσω της συμμετοχής τους σε πολιτικά κόμματα, φορείς, συλλογικότητες ή συνδικάτα, αλλά μέσω της κινητοποίησης των μαζών για διαμαρτυρίες στους δρόμους», εξηγεί η Morina.

Υπάρχει κάθε λόγος να επιφυλάσσεται κανείς απέναντι στους ισχυρισμούς του AfD ότι απλώς εκπροσωπεί μία διαφορετική, δημοκρατική παράδοση. Η ιστορία πίσω από την ενδυνάμωση του ακροδεξιού σχηματισμού, άλλωστε, καταδεικνύει μία βαθιά ρατσιστική πεποίθηση της γερμανικής κοινωνίας, ότι, οι Ανατολικοί, υπήρξαν περισσότερο «αγνοί» σε σχέση με τους Δυτικούς Γερμανούς, αφού αντιστάθηκαν στην πολυπολιτισμικότητα και σε άλλες, προοδευτικές ιδέες που εισήχθησαν στον δυτικογερμανικό δημόσιο λόγο, μετά τις φοιτητικές εξεγέρσεις που ακολούθησαν τον Μάη του 1968.

Τόσο ο Mau όσο και η Morina, ωστόσο, συμφωνούν σε ένα πράγμα: ότι, η προσπάθεια «ανάκτησης» ψηφοφόρων από την ακροδεξιά, μπορεί να έχει αποτελέσματα μόνο με την άμεση εμπλοκή τους σε αντισυμβατικές και δημιουργικές διαδικασίες, όπως οι τοπικές συνελεύσεις πολιτών. Αυτή η λεπτή ισορροπία μεταξύ Ανατολικών και Δυτικών, προκειμένου να αντιστραφεί και το χάσμα Ανατολής - Δύσης να αρχίσει να μικραίνει, θα πρέπει οι δημοκρατικές πολιτικές δυνάμεις να αρχίσουν να σκέφτονται έξω από το κουτί.

Γερμανίαεκλογές ΓερμανίαακροδεξιοίακροδεξιάAfDΘουριγγίατείχος του Βερολίνουειδήσεις τώρα