Κόσμος|21.07.2019 11:10

Προς βαθιά ρήξη οι σχέσεις ΗΠΑ και Τουρκίας - Πιέσεις τώρα για κυρώσεις

Μιχάλης Ιγνατίου

Η ακύρωση της συµµετοχής της Τουρκίας στο πρόγραµµα παραγωγής των µαχητικών αεροπλάνων F-35 επιτεύχθηκε µετά την υλοποίηση ενός καλά οργανωµένου σχεδίου της οργάνωσης HALC, που ξεκίνησε µε τη δηµοσίευση µιας διαφήµισης στην εφηµερίδα «New York Times» και η οποία συνέδεε την αγορά του ρωσικού συστήµατος S-400 µε την κλοπή της αµερικανικής στρατιωτικής τεχνολογίας.

Αυτό ήταν το µεγάλο µυστικό. Η σύνδεση των δύο «ξύπνησε» την αµερικανική γραφειοκρατία και προκάλεσε έναν πρωτόγνωρο συναγερµό στο Κογκρέσο, όπου στο τέλος βουλευτές και γερουσιαστές και των δύο κοµµάτων ανταγωνίζονταν ποιος θα καταθέσει πρώτος τροπολογία εναντίον της Τουρκίας και του Ταγίπ Ερντογάν. 

Τα επιχειρήµατα της οργάνωσης των οµογενών αποδείχθηκε ότι βασίζονταν σε ορθά στοιχεία. Η βασική δικαιολογία που χρησιµοποίησε η Αµερική προς την Τουρκία για να µην επιτρέψει την εγκατάσταση των S-400 στο τουρκικό έδαφος -που στο τέλος δεν κατάφερε να την αποτρέψει- ήταν ότι οι S-400 µπορούν να κλέψουν τα απόρρητα µυστικά των F-35, εάν βρεθούν στους ίδιους χώρους.

Αναλυτές πιστεύουν ότι η Αµερική και η Τουρκία οδηγήθηκαν ήδη σε βαθύτατη ρήξη. Και αυτό ακόµα και αν δεν επιβληθούν οι κυρώσεις από τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραµπ, ο οποίος νιώθει την πίεση των συνεργατών του και του Κογκρέσου. Το «βαθύ κράτος», όπως έχει χαρακτηρίσει ο Ταγίπ Ερντογάν την οµάδα του συµβούλου Εθνικής Ασφαλείας του Λευκού Οίκου, Τζον Μπόλτον, µέχρι στιγµής επιβάλλει τις απόψεις του και δείχνει να επηρεάζει σηµαντικά τον πρόεδρο Τραµπ. Στο ίδιο µήκος κύµατος βρίσκονται και οι επικεφαλής του Στέιτ Ντιπάρτµεντ και του Πενταγώνου, Μάικ Ποµπέο και Μαρκ Εσπερ, οι οποίοι:

  • του άλλαξαν την απόφαση για την απόσυρση των Αµερικανών στρατιωτών από τη Συρία – η αλήθεια είναι ότι χρειάστηκε η βοήθεια και του πρωθυπουργού του Ισραήλ... 
  • τον έπεισαν να δεχθεί το αίτηµα του Πενταγώνου για ακύρωση όλων των συµφωνιών µε την Τουρκία που αφορούσαν τα F-35.

Φαίνεται δε ότι πείθεται και για την ανάγκη επιβολής κυρώσεων. Την Πέµπτη οι δηµοσιογράφοι έγιναν µάρτυρες µιας πρωτόγνωρης κατάστασης. Ενώ αρχικά ο πρόεδρος Τραµπ ανακοίνωσε δηµόσια ότι δεν θα επιβάλει ΤΩΡΑ τις κυρώσεις, που προβλέπονται από τον νόµο για την αντιµετώπιση των εχθρών της (CAATSA), στη συνέχεια έφτασε ηλεκτρονικό µήνυµα που ανέτρεπε την προεδρική δήλωση.

Η οµάδα των συνεργατών του Αµερικανού πλανητάρχη -εκτός του γαµπρού του που ανέπτυξε φιλική σχέση µε τον γαµπρό του προέδρου της Τουρκίας- δείχνει αποφασιστικότητα για να τιµωρηθεί η Τουρκία, και φαίνεται να έχουν ληφθεί αποφάσεις που θα αλλάξουν την αµερικανική στρατηγική σε όλη την περιοχή. Πρόκειται για µια πληροφορία που διακινείται ευρύτατα τις τελευταίες ηµέρες. Ολα τα παραπάνω θα εξαρτηθούν:

  • από το µέγεθος των κυρώσεων, αλλά και
  • από µια προσπάθεια που βρίσκεται στα σπάργανα -και προέρχεται βασικά από το Κογκρέσο- για την εκκίνηση διαδικασιών «παγώµατος» της συµµετοχής της Τουρκίας και στο ΝΑΤΟ.

Σε πρώτη φάση, µετά την παραλαβή των S-400, ξεκίνησε η µη αποστολή απόρρητων πληροφοριών στις τουρκικές ένοπλες δυνάµεις. Βουλευτές και γερουσιαστές συµφωνούν µε τη νέα γενιά Αµερικανών διπλωµατών, που βλέπουν κατάρρευση των σχέσεων της Τουρκίας µε τη ∆ύση.

Είναι εύκολο να εντοπίσει κανείς τον θυµό και την οργή του αµερικανικού πολιτικού συστήµατος εναντίον του Ταγίπ Ερντογάν και των υπουργών Εξωτερικών, Αµυνας και Οικονοµικών, οι οποίοι στην περίπτωση επιλογής του «πακέτου 1» των κυρώσεων θα επηρεαστούν, καθώς συµµετείχαν στις διαπραγµατεύσεις για την αγορά των S-400.

Για το πολιτικό σύστηµα, η απόκτηση του ρωσικού συστήµατος από την Αγκυρα θα µπορούσε να σηµαίνει ήδη:

  • την απώλεια της Τουρκίας για τη ∆ύση και µια άνευ προηγουµένου νίκη της Ρωσίας και του Βλαντιµίρ Πούτιν εναντίον της Αµερικής και του Ντόναλντ Τραµπ, και
  • τη διαπίστωση ότι ένα κράτος-µέλος του ΝΑΤΟ διαφωνεί µε τη ραχοκοκαλιά της δυτικής εξωτερικής και αµυντικής πολιτικής ότι η Μόσχα αποτελεί τον µεγαλύτερο εχθρό της ∆ύσης. Αυτή η διαπίστωση τροµάζει την Ουάσιγκτον, καθώς θα µπορούσε να προκαλέσει ρήγµα στην Ατλαντική Συµµαχία

Αυτοί οι λόγοι βασικά εξωθούν τον Τζον Μπόλτον και τους υπουργούς Ποµπέο και Εσπερ να πιέζουν για την πραγµατική τιµωρία της Τουρκίας. Ενας αναλυτής µού έλεγε ότι το εκτός κυβέρνησης πολιτικό σύστηµα (δεξαµενές σκέψεις και ινστιτούτα) ήδη αντιµετωπίζει τον Ταγίπ Ερντογάν ως έναν ηγέτη που εξυπηρετεί τον βασικό εχθρό της Αµερικής, τη Ρωσία. Αυτό και µόνο το συµπέρασµα αρκεί για τη συγγραφή αρνητικών εκθέσεων και της προετοιµασίας µιας ρήξης, που θα περάσει µεν από χίλια κύµατα, αλλά δεν θα επηρεάσει δραµατικά τους στρατηγικούς σχεδιασµούς της Αµερικής στην ευρύτερη περιοχή.

Οι γραφειοκράτες που εκπονούν την αµερικανική πολιτική έχουν πάντα στο µυαλό τους ότι µια Τουρκία χωρίς τον Ερντογάν θα είναι πολύ διαφορετική από τη σηµερινή, αν και βλέπουν τάσεις στο κόµµα των κεµαλιστών προς το ακραίο Ισλάµ, ως δεξαµενή για νέους ψηφοφόρους. Επίσης ο αντιαµερικανισµός είναι υψηλός και στα υπόλοιπα τουρκικά κόµµατα. Βέβαια, η αποχώρηση του σηµερινού προέδρου δεν είναι ορατή ούτε στο µακρινό µέλλον. Και στην εποχή µας τα πραξικοπήµατα δεν είναι «λύση».

Η αµερικανική κυβέρνηση πρέπει να αναζητήσει συµµάχους που δεν θα δηµιουργούν προβλήµατα, των οποίων θα σέβεται την ανεξαρτησία και θα τους υποστηρίζει σε διπλωµατικό και οικονοµικό επίπεδο, όπως κάνουν η Ρωσία και η Κίνα µε τους δικούς τους.

Μέχρι τώρα οι Αµερικανοί φέρονταν άσχηµα στους πραγµατικούς φίλους τους και επιβράβευαν συµµάχους όπως η Τουρκία, η οποία από το 2003 µέχρι σήµερα δεν προσφέρει στην Ουάσιγκτον και τις Βρυξέλλες ούτε καν τις διευκολύνσεις που απαιτεί η σχέση της µε το ΝΑΤΟ.

Οι µετατοπίσεις σε γεωπολιτικό επίπεδο είναι πλέον ένα γεγονός, όπως πιστεύουν αναλυτές και διπλωµάτες στην Ουάσιγκτον. Η επίσπευση των διαδικασιών θα εξαρτηθεί από την τελική απόφαση του προέδρου Τραµπ για τις κυρώσεις και το πόσο ισχυρές θα είναι...

κυρώσειςΗΠΑΤουρκία