Κόσμος|22.09.2019 22:42

Παιχνίδια εξουσίας στον Περσικό Κόλπο μετά την επίθεση στην Aramco

Γιώργος Σκαφιδάς

Κρίνοντας από τις διακυµάνσεις στην τιµή του πετρελαίου, θα υπέθετε κανείς ότι η υφήλιος βρέθηκε προ ηµερών στα πρόθυρα πολεµικής σύρραξης. Ο µαύρος χρυσός είδε την τιµή του να εκτοξεύεται κατά 19% µε 20% ενδοσυνεδριακά την περασµένη ∆ευτέρα. Η τελευταία φορά που είχε συµβεί κάτι ανάλογο ήταν στις αρχές της δεκαετίας του 1990, πριν από τον Πόλεµο του Κόλπου, όταν το Ιράκ εισέβαλε στο Κουβέιτ.

Σχεδόν δύο δεκαετίες µετά, κανείς δεν φαίνεται στην πραγµατικότητα να επιθυµεί έναν νέο πόλεµο στη Μέση Ανατολή, πλην όµως πολλοί είναι εκείνοι που παίζουν µε τη φωτιά. Τα «παιχνίδια», βέβαια, ειδικά όταν εκείνα πληθαίνουν, όπως γίνεται στον Περσικό Κόλπο από τον περασµένο Μάιο και µετά (µε τις δολιοφθορές κατά πετρελαιοφόρων, τις επιθέσεις κατά ενεργειακών εγκαταστάσεων και τις κατασχέσεις τάνκερ), υπάρχει κίνδυνος να οδηγήσουν και σε «ατυχήµατα» ή ανεξέλεγκτες καταστάσεις, έχοντας, εν τω µεταξύ, διαµορφώσει ένα περιβάλλον... πρόσφορο σε εκρήξεις.

Οι επιθέσεις που σηµειώθηκαν στις 14 Σεπτεµβρίου κατά πετρελαϊκών εγκαταστάσεων της κρατικής Saudi Aramco στην ανατολική Σαουδική Αραβία κατάφεραν ένα βαρύ πλήγµα σε µια από τις κεντρικές «αρτηρίες» της παγκόσµιας πετρελαϊκής βιοµηχανίας. Κλονισµένο από ένα χτύπηµα που η αεράµυνά του (η αποτελούµενη από αµερικανικούς Patriot) δεν κατάφερε να αποτρέψει, το σουνιτικό βασίλειο, που κάθεται πάνω στα δεύτερα µεγαλύτερα διαπιστωµένα αποθέµατα µαύρου χρυσού παγκοσµίως (πρώτη είναι η Βενεζουέλα), αναγκάστηκε να µειώσει την ηµερήσια πετρελαϊκή παραγωγή του κατά περίπου 50% (ή σχεδόν 6 εκατ. βαρέλια), µε το εν λόγω 50% όµως να αντιστοιχεί και στο 5% της παγκόσµιας παραγωγής. Το πλήγμα ήταν βαρύ, αν και στην πορεία οι Σαουδάραβες θα κάλυπταν τις απώλειες στις εξαγωγές με εφεδρικά αποθέματα.

Αλλοι υποστηρίζουν ότι οι επιθέσεις της 14ης Σεπτεµβρίου πραγµατοποιήθηκαν µε drones προερχόµενα από την Υεµένη. Υπάρχει, ωστόσο, και η υποψία ότι πραγµατοποιήθηκαν µε πυραύλους Κρουζ από το Ιράν ή το Ιράκ. Οι υποστηριζόµενοι από το Ιράν αντάρτες Χούθι, που πολεµούν ενάντια στις δυνάµεις της Σαουδικής Αραβίας στην Υεµένη, έσπευσαν πρώτοι να αναλάβουν την ευθύνη. Κανείς, ωστόσο, δεν τους πίστεψε... πέρα από την Τεχεράνη. Σαουδική Αραβία και Ηνωµένες Πολιτείες έσπευσαν, αντιθέτως, να αποδώσουν ευθύνες στο Ιράν, όχι όµως µε την κατηγορηµατικότητα που θα περίµενε κανείς.

Οι Ηνωµένες Πολιτείες ξεκίνησαν µε το δάχτυλο στη σκανδάλη («locked and loaded» δήλωνε ο Τραµπ στις 15 Σεπτεµβρίου), για να ρίξουν εν συνεχεία τους τόνους («δεν θέλω έναν πόλεµο µε το Ιράν» έλεγε ο Τραµπ στις 16 Σεπτεµβρίου), προτού τους ανεβάσουν ξανά (αφήνοντας να διαρρεύσει στις 18 Σεπτεµβρίου ότι «ετοιµάζουν σχέδια επίθεσης κατά του Ιράν»), µε τον Τραµπ τελικώς να προαναγγείλει (επίσης στις 18 Σεπτεμβρίου) την επιβολή νέων, «πολύ σηµαντικών» κατά τα λεγόµενά του, κυρώσεων σε βάρος της Τεχεράνης, και την ηγεσία του αμερικανικού Πενταγώνου να ανακοινώνει (στις 20 Σεπτεμβρίου) την επικείμενη αποστολή επιπλέον αμερικανικών στρατευμάτων (όχι χιλιάδων αλλά εκατοντάδων ανδρών) στην περιοχή του Κόλπου, στρατευμάτων που αποστολή τους θα είναι η ενίσχυση της αεράμυνας σε Σαουδική Αραβία και Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.

Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Μάικ Ποµπέο, είχε ταξιδέψει εν τω μεταξύ εσπευσµένα σε Σαουδική Αραβία και Ηνωµένα Αραβικά Εµιράτα για επαφές κορυφής, επαφές τις οποίες πολλοί έσπευσαν να ερµηνεύσουν ως… προετοιµασίες πολέµου. Κατά την επιστροφή του, ωστόσο, από τη Μέση Ανατολή, ο επικεφαλής του Στέιτ Ντιπάρτµεντ εµφανίστηκε να υποστηρίζει τον στόχο µιας «ειρηνικής επίλυσης» µέσα από την «αποτροπή» των συγκρούσεων και την επιστροφή στον «δρόµο της διπλωµατίας». «∆εν θέλουµε να εµπλακούµε σε µια στρατιωτική αντιπαράθεση» δήλωνε από την πλευρά του στο CNN ο υπουργός Εξωτερικών του Ιράν, Μοχάµεντ Τζαβάντ Ζαρίφ, ξεκαθαρίζοντας ωστόσο ότι εάν η Τεχεράνη δεχτεί επίθεση, θα απαντήσει.

Αλλά και οι Σαουδάραβες από τη µεριά τους, παρά τα όσα έχουν δηλώσει κατά καιρούς, εµφανίζονταν επί της ουσίας να θέλουν να αποφύγουν µια νέα σύρραξη. Ως «µεγέθη» το Ιράν και η Σαουδική Αραβία είναι πολύ µεγάλα για να εµπλακούν σε έναν «κανονικό» µεταξύ τους πόλεµο. Κάτι τέτοιο θα αποσταθεροποιούσε πλήρως όχι µόνο τη Μέση Ανατολή, αλλά ολόκληρη την υφήλιο. Πολέµους για το πετρέλαιο έχουµε ξαναδεί βέβαια (έως και τις αρχές του 21ου αιώνα και την αµερικανική εισβολή στο Ιράκ), όπως άλλωστε έχουµε ξαναδεί και «πολεµικού» τύπου αντιπαραθέσεις µε φόντο δεξαµενόπλοια (τους καλούµενους «tanker wars» της δεκαετίας του ’80). Σε σύγκριση µε το παρελθόν, ωστόσο, κάποια πράγµατα έχουν αλλάξει. Οι Αµερικανοί, για παράδειγµα, πλέον δεν «ενδιαφέρονται» όπως παλαιότερα για τα πετρελαϊκά αποθέµατα των άλλων, αλλά περισσότερο για την απρόσκοπτη ροή των ενεργειακών εξαγωγών ανά την υφήλιο (εξ ου και η ζέση µε την οποία εκείνοι προωθούν τη σύσταση µιας υπό αµερικανική διοίκηση πολυεθνικής ναυτικής δύναµης για την ασφάλεια της ναυσιπλοΐας στον Κόλπο).

«Δεν τους χρειαζόμαστε»

Οι ΗΠΑ ήταν το 2018 η µεγαλύτερη πετρελαιοπαραγωγός χώρα στον κόσµο και µία από τις κορυφαίες τέσσερις εξαγωγούς. Ενδεικτικό και το tweet που δηµοσίευσε ο Τραµπ στις 16 Σεπτεµβρίου: «Είµαστε ο νούµερο ένα παραγωγός ενέργειας στον κόσµο. ∆εν χρειαζόµαστε το µεσανατολικό πετρέλαιο και φυσικό αέριο». Ο Τραµπ είναι σαφές ότι δεν θέλει να εµπλακεί σε έναν νέο πόλεµο στο εξωτερικό, καθώς οι ΗΠΑ εισέρχονται σε προεκλογική περίοδο. Αυτό που θα ήθελε στην πραγµατικότητα είναι να καταλήξει σε µια νέα, δική του συµφωνία για το πυρηνικό πρόγραµµα της Τεχεράνης, την οποία θα µπορεί να πουλήσει διεθνώς ως µεγάλη «προσωπική» επιτυχία, ενταφιάζοντας έτσι και την κληρονοµιά του Οµπάµα (που είχε υπογράψει στην προηγούµενη διεθνή συµφωνία του 2015, από την οποία ο Τραµπ αποσύρθηκε µονοµερώς το 2018).

Για να το καταφέρει, βέβαια, θα πρέπει να συµφωνήσει και το Ιράν, το οποίο όµως θέτει ως προϋπόθεση για να κάτσει στο τραπέζι των διαπραγµατεύσεων µε τις ΗΠΑ την προηγούµενη άρση όλων των σε βάρος του αµερικανικών κυρώσεων. Η ιρανική ηγεσία (ο πρόεδρος Χασάν Ροχανί και ο ΥΠΕΞ Ζαρίφ) θα βρίσκεται πάντως τις επόµενες ηµέρες στη Νέα Υόρκη, για να πάρει µέρος στην ετήσια Σύνοδο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, µια Σύνοδο στο περιθώριο της οποίας θα µπορούσαν να συµβούν πολλά και ενδιαφέροντα.

Σαουδική ΑραβίαΗΠΑSaudi AramcoΝτόναλντ Τραμπ