Κόσμος|27.01.2020 15:55

Άουσβιτς: Οι επιζώντες του Ολοκαυτώματος προειδοποιούν για νέο αντισημητισμό

Newsroom

Εβδομήντα πέντε χρόνια μετά την απελευθέρωση του Άουσβιτς, οι επιζώντες του Ολοκαυτώματος, που είναι όλο και λιγότεροι, φθάνουν σήμερα σ' αυτόν τον τόπο για να τιμήσουν τα περισσότερα από 1,1 εκατομμύριο θύματα, κυρίως εβραίους, και να απευθύνουν μια προειδοποίηση στον κόσμο κατά της επανεμφάνισης του αντισημιτισμού.

Προερχόμενοι από ολόκληρο τον κόσμο, περισσότεροι από 200 επιζώντες έφθασαν σ' αυτόν τον τόπο του ναζιστικού στρατοπέδου του Άουσβιτς, που βρίσκεται στη νότια Πολωνία, για να μοιραστούν τις μαρτυρίες τους, οι οποίες ακούγονται σαν μια σοβαρή προειδοποίηση έπειτα από ένα πρόσφατο κύμα αντισημιτικών επιθέσεων και στις δύο ακτές του Ατλαντικού, μερικές από τις οποίες ήταν θανάσιμες.

Οι επιζώντες, ντυμένοι με σκούφους και εσάρπες με μπλε και άσπρες ρίγες που συμβολίζουν τις στολές που φορούσαν οι κρατούμενοι στο στρατόπεδο, διέσχισαν την διαβόητη σιδερένια πύλη με την επιγραφή «Arbeit macht frei» (στα γερμανικά, «Η εργασία απελευθερώνει»). Συνοδευόμενοι από τον πολωνό πρόεδρο Αντρέι Ντούντα, κατέθεσαν στεφάνια λουλουδιών κοντά στον «τοίχο του θανάτου», όπου οι ναζί σκότωσαν χιλιάδες κρατουμένους.

«Θέλουμε η επόμενη γενιά να γνωρίζει αυτό που ζήσαμε και θέλουμε αυτό να μην συμβεί ποτέ ξανά», δήλωσε πριν από την τελετή χθες, Κυριακή, το πρωί ο 93χρονος Ντέιβιντ Μαρκς, επιζών του Άουσβιτς, με τη φωνή σπασμένη από τη συγκίνηση.

Τριάντα πέντε μέλη της στενότερης και ευρύτερης οικογένειάς του εβραίων της Ρουμανίας σκοτώθηκαν στο Άουσβιτς, το μεγαλύτερο από τα στρατόπεδα του θανάτου που δημιουργήθηκαν από τη ναζιστική Γερμανία και το οποίο έγινε το σύμβολο των έξι εκατομμυρίων εβραίων της Ευρώπης που σκοτώθηκαν στο Ολοκαύτωμα.

Από τα μέσα του 1942, οι ναζί εκτόπιζαν συστηματικά τους εβραίους απ' όλη την Ευρώπη και τους έστελναν σε έξι μεγάλα στρατόπεδα εξόντωσης --Άουσβιτς-Μπιρκενάου, Μπέλζεκ, Κέλμνο, Μαϊντάνεκ, Σόμπιμπορ και Τρεμπλίνκα.

«Όχι πολιτική»

Οι οργανωτές επιμένουν στο γεγονός ότι η σημερινή τελετή μνήμης οφείλει να επικεντρωθεί μάλλον σ' αυτό που έχουν να πουν οι επιζώντες, παρά στους πολιτικούς καβγάδες που στιγμάτισαν τις προετοιμασίες της επετείου.

«Πρόκειται για επιζώντες, δεν πρόκειται για πολιτική», δήλωσε ο Ρόναλντ Λόντερ, επικεφαλής του Παγκόσμιου Εβραϊκού Συμβουλίου, στον τόπο του πρώην στρατοπέδρου που σήμερα έχει μετατραπεί σε μνημείο και μουσείο τα οποία διαχειρίζεται η Πολωνία. «Παρατηρούμε την άνοδο του αντισημιτισμού ενώ δεν θέλουμε το παρελθόν τους (το παρελθόν των επιζώντων) να είναι το μέλλον των παιδιών τους ούτε το μέλλον των εγγονιών τους».

Εστεμμένοι και αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων από σχεδόν 60 χώρες θα παρακολουθήσουν την τελετή, από την οποία όμως θα απουσιάσουν ηγέτες των μεγάλων δυνάμεων οι οποίοι μετέβησαν την Πέμπτη στην Ιερουσαλήμ για μια τελ32ετή που έγινε εκεί.

Ο πολωνός πρόεδρος Αντρέι Ντούντα αρνήθηκε να πάει στην Ιερουσαλήμ αφού του αρνήθηκαν τη δυνατότητα να εκφωνήσει εκεί ομιλία, ενώ ο ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν διαδραμάτισε εκεί ρόλο πρώτης γραμμής.

Ο Πούτιν προκάλεσε τον Δεκέμβριο αγανάκτηση στην Πολωνία και τη Δύση αφού υποστήριξε αδίκως ότι η χώρα αυτή ήταν σε συνεννόηση με τον ναζί δικτάτορα Αδόλφο Χίτλερ και είχε συμβάλει στο ξέσπασμα του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου. 

Οι Σύμμαχοι γνώριζαν ήδη από το 1942

Μολονότι ο κόσμος πληροφορήθηκε όλη την έκταση της φρίκης μόνο μετά την είσοδο του Κόκκινου Στρατού στο στρατόπεδο, στις 27 Ιανουαρίου 1945, οι Σύμμαχοι διέθεταν πολύ νωρίτερα λεπτομερείς πληροφορίες για τη γενοκτονία των εβραίων.

Τον Δεκέμβριο 1942, η εξόριστη στο Λονδίνο πολωνική κυβέρνηση είχε διαβιβάσει στους Συμμάχους ένα έγγραφο με τίτλο «Η μαζική εξόντωση εβραίων στην κατεχόμενη από τη Γερμανία Πολωνία».

Το έγγραφο αυτό, που έγινε δεκτό με δυσπιστία, περιλάμβανε λεπτομερείς αναφορές για το Ολοκαύτωμα, μάρτυρες του οποίου είχαν υπάρξει τα μέλη της πολωνικής αντίστασης.

Καθώς θεωρήθηκαν υπερβολικές ή πως εντάσσονταν στην πολωνική πολεμική προπαγάνδα, «πολλές από τις αναφορές αυτές απλώς δεν έγιναν πιστευτές» από τους Συνμμάχους, εξηγεί ο καθηγητής Νόρμαν Ντέιβις, βρετανός ιστορικός της Οξφόρδης.

Παρά τα «ισχυρά αιτήματα» της πολωνικής και της εβραϊκής αντίστασης προς τους Συμμάχους για να βομβαρδίσουν τις σιδηροδρομικές γραμμές που οδηγούσαν στο Άουσβιτς και σε άλλα στρατόπεδα του θανάτου, «η στάση των στρατιωτικών ήταν να επικεντρώνονται σε στρατιωτικούς στόχους και όχι σε ζητήματα που αφορούσαν τους αμάχους», αναφέρει ο Ντέιβις. «Ένας από τους στόχους που βομβάρδισε ο βρετανικός στρατός ήταν ένα εργοστάσιο συνθετικού καυσίμου κοντά στο Άουσβιτς» το 1943-44.

Αν και τα βρετανικά πολεμικά αεροπλάνα πέταξαν πάνω από το στρατόπεδο του θανάτου, δεν δόθηκε καμιά διαταγή να βομβαρδισθεί. «Αυτό υπήρξε ένα από τα μεγαλύτερα εκγλήματα που διαπράχθηκαν από αυτούς που παρέμειναν αδιάφοροι, επειδή (οι Σύμμαχοι) θα μπορούσαν να είχαν κάνει κάτι, αλλά εσκεμμένα δεν το έκαναν», τονίζει ο 93χρονος Ντέιβιντ Λένγκα, ένας από τους επιζώντες.

Το Άουσβιτς-Μπιρκενάου ήταν το πιο φονικό απ' όλα τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης και θανάτου και το μοναδικό που διατηρήθηκε. Οι ναζί δημιούργησαν και διαχειρίσθηκαν το Άουσβιτς-Μπιρκενάου από το 1940 έως το 1945. Εντασσόταν σε ένα εκτεταμένο δίκτυο στρατοπέδων σε όλη την Ευρώπη, το οποίο δημιουργήθηκε στο πλαίσιο της «Τελικής λύσης» του Αδόλφου Χίτλερ για τη γενοκτονία περίπου 10 εκατομμυρίων εβραίων της Ευρώπης. 

ΝαζίαντισημιτισμόςΟλοκαύτωμαΆουσβιτς