Οδοιπορικό στην Κινσάσα, στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό
Τρεις εβδομάδες είχαν κιόλας περάσει. Ο Πάτρικ -ο ντόπιος οδηγός- είχε κάνει ό,τι μπορεί για να με δικτυώσει, να πάρω συνεντεύξεις από ανθρώπους σε θέσεις-κλειδιά, «να είναι το δείγμα μου αντιπροσωπευτικό».
Στο δρόμο πατούσα πολτοποιημένα σκουπίδια από τις τροπικές βροχές. Σκουπίδια στις όχθες των παραποτάμων του δεύτερου μεγαλύτερου ποταμού της Αφρικής, του ποταμού του Κονγκό. Σκουπίδια στο ψαροχώρι του Κινκόλε, όπου τα παιδιά τσακώνονταν για το ποιο θα φάει τα υπολείμματα μιας ουράς ψαριού. Σκουπίδια στις υπαίθριες πολύχρωμες αγορές, σκουπίδια στο στενό δρόμο που περνούσε έξω από το κατάλυμά μου. Ποτέ δεν είχα ξαναδεί στη ζωή μου τόσα σκουπίδια, σε διάφορα στάδια «αποσύνθεσης». Ποτέ δεν είχα ξαναδεί τόσα λιμνάζοντα νερά, τόση λάσπη αναμεμειγμένη με πλαστικό. Σε κανένα άλλο μέρος του πλανήτη που έχω επισκεφτεί και σε καμιά άλλη χρονική στιγμή. Βαριά κουβέντα.
Στην πορεία μάθαμε από έναν ντόπιο πάστορα ότι από τη δεκαετία του ’90 δεν υπάρχει μηχανισμός συλλογής κι επεξεργασίας σκουπιδιών σε δημοτικό ή κρατικό επίπεδο. Όταν μια οικογένεια θέλει να ξεφορτωθεί τα σκουπίδια της ή τα καίει στην αυλή ή πληρώνει κάποιον αχθοφόρο να τα πάει σε αυτοσχέδιες χωματερές. Πολλές μεριές της πόλης μυρίζουν καυσαέριο από ταλαιπωρημένους καταλύτες και καμμένο σκουπίδι. Όπως παλιότερα πετούσαμε τις φλούδες και τις ίνες από τα ζαχαροκάλαμα στους χωμάτινους δρόμους, τώρα πετιέται το πλαστικό στην άσφαλτο.
Περιοχή Socimat-Ngaliema, Κινσάσα. Φωτογραφία του μεταφραστή μου Theophile Gady (ερευνητής στην ανθρωπολογία της υγείας)
Μετά το γεύμα, ο Πάτρικ έδειχνε σκεπτικός και λυπημένος μέσα στην καθαρή φορεσιά του. Δεν ήταν λυπημένος για τα σκουπίδια, αφού τα έχει συνηθίσει, δεν τα βλέπει καν. Πως να μην συνηθίσεις κάτι που βλέπεις σε όλη σου τη ζωή; Με αυτά ξυπνάς, με αυτά κοιμάσαι. Έχουν στήσει καρτέρι έξω από την πόρτα σου πριν τα πάρεις μυρουδιά. Τον ρώτησα λοιπόν γιατί σκοτείνιασε. Μου είπε πως θα ήθελε να διδάσκονται κι αυτοί -όπως «εμείς» στην Ελλάδα- μια ιστορία για την οποία να είναι περήφανοι, να μαθαίνουν τη δική τους ιστορία. Του άρεσε πάντα να ακούει για τους ελληνικούς μύθους, τα κατορθώματα και τα παθήματα των Αιγυπτίων. Αλλά θα ήθελε να ξέρει ποιοι είναι οι πρόγονοί του.
«Δηλαδή τι διδάσκεστε στο σχολείο;»
«Δηλαδή τι διδάσκεστε στο σχολείο;» τον ρωτάω. «Τη Γαλλική Επανάσταση, την εποχή του Ναπολέοντα κλπ» με αφοπλίζει. Και ανάμεσα στην αρχαία ελληνική ιστορία και τη νεότερη γαλλική, τι; Χάσκει ένα κενό. Είναι προτεστάντης, οπότε έχει διαβάσει και τη Βίβλο. Αλλά πως ήταν τα πράγματα στο προαποικιακό βασίλειο του Κονγκό, πως ζούσε ο λαός των Bakongo; Δεν ξέρει.
«Ή ακόμα και την πρόσφατη εθνική ιστορία μας, πόσοι την γνωρίζουν; Πως είναι δυνατόν να γνωρίζουν οι φίλοι σου στην Ελλάδα τον Patrice Lumumba κι οι δικοί μου όχι;» διαμαρτύρεται ο Πάτρικ. «Ως προς την προ-αποικιακή περίοδο υπάρχει μια δυσκολία λόγω έλλειψης επαρκών γραπτών πηγών» ψέλλίζω. «Και οι φίλοι μου είναι μάλλον η εξαίρεση παρά ο κανόνας στην ελληνική κοινωνία». Τι να πρωτομπαλώσω εκεί. «Έχεις δίκιο, Πάτρικ. Θα έπρεπε τόσα χρόνια από την ανεξαρτησία του Κονγκό (1960) να έχουν μπει τα θεμέλια για τη διδασκαλία της δικής σας ιστορίας, όλων των εθνοτικών ομάδων που συνθέτουν σήμερα τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό».
Αλλά για να γίνει αυτό, χρειάζεται καταρχάς να υπάρχει διαθέσιμο σύγγραμμα. Το να διδάσκεις ελληνική μυθολογία είναι εύκολο, αντιγράφεις τα εγχειρίδια άλλων χωρών. Το δύσκολο είναι να συστήσεις προγράμματα σπουδών από την αρχή. Να εισάγεις μαθήματα που να πραγματεύονται το ερώτημα «ποιος είσαι», ποια είναι η ταυτότητα της κοινωνίας που ζεις. Αυτή τη συλλογική μνήμη πραγματεύονται και τα μαθήματα Δημόσιας Ιστορίας που διδάσκονται στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και στο Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο.
Στα δύο βιβλιοπωλεία στο κέντρο της πρωτεύουσας Κινσάσα (πολύβουη πόλη 18 εκατομμυρίων) βρίσκεις λίγα γαλλόφωνα μυθιστορήματα και ούτε καν αναλυτικούς τουριστικούς οδηγούς για τη χώρα. Στην ερώτηση «ποιος είναι ο γνωστότερος συγγραφέας / διανοοούμενος του Κονγκό» η απάντηση είναι «ένας Γάλλος που είχε ζήσει για λίγο εδώ». Ποια είναι η βάση πάνω στην οποία θα διαμορφωθεί η κοινή ταυτότητα, σε ποιους «εθνικούς ποιητές» και φιλοσοφικές / φιλολογικές / ιστοριογραφικές σχολές του παρελθόντος θα βασιστεί η σύγχρονη διδασκαλία, η τέχνη, ακόμα και το όποιας κατεύθυνσης πολιτικό όραμα;
Οι ρίζες του Πάτρικ φαίνεται να έχουν χαθεί στο χρόνο. Έναν χρόνο ορισμένο από την κληρονομιά του βάναυσου Βέλγου βασιλιά Λεοπόλδου στο γύρισμα του προηγούμενου αιώνα (τέλη 19ου - αρχές 20ου), τον «εκσυγχρονισμό» της μεταπολεμικής αποικιακής περιόδου, τη δικτατορία του Μομπούτου μετά την ανεξαρτησία αλλά και τις διεφθαρμένες πολιτικές ελίτ του παρόντος, μετά το κύμα «εκδημοκρατισμού» που συνέπεσε με την επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού στην αφρικανική ήπειρο. Αντίθετα, η κληρονομιά του εμβληματικού παναφρικανιστή, πρώτου πρωθυπουργού της χώρας, Πατρίς Λουμούμπα που δολοφονήθηκε το 1961, έχει χαθεί κι αυτή... Ή μάλλον έχει εργαλειοποιηθεί και καταπατηθεί επανηλειμμένα από όλες τις ακόλουθες κυβερνήσεις. Τα ίδια τα παιδιά του ήταν εξόριστα για χρόνια μετά την ανεξαρτησία.
Έκθεση στο Mausolee de Patrice Lumumba (μαυσωλείο του Πατρίς Λουμούμπα). Περιοχή Limete, Κινσάσα.
Η βαθιά ανάγκη του φίλου μας Πάτρικ να αναζητήσει τις ρίζες του μας δείχνει πως τα σύμβολα και οι αναπαραστάσεις είναι ενίοτε εξίσου σημαντικά με τα υλικά προβλήματα που μπορεί κανείς να αντιμετωπίζει σε μια πόλη με ιδιαίτερα περιορισμένες υποδομές, δυσκολία στην υδροδότηση, διακοπές ρεύματος, κίνηση επιπέδου ινδικών μεγαλουπόλεων και κατεστραμμένες σιδηρογραμμικές γραμμές. Κι επειδή στον πραγματικό κόσμο δεν υπάρχουν απόλυτα μεγέθη και όλα είναι θέμα σύγκρισης, εδώ (ασυνείδητα ή συνειδητά) συγκρίνω με άλλες πόλεις της Ανατολικής και Νότιας Αφρικής, που εξασφαλίζουν σχετικά καλύτερες συνθήκες διαβίωσης.
Γιατί είναι όμως τόσο σημαντική η διερεύνηση της τοπικής, εθνικής και διεθνικής ιστορίας; Επειδή χωρίς αυτήν, οι άνθρωποι έχουμε την τάση να κανονικοποιούμε και να φυσικοποιούμε την τρέχουσα κατάσταση ως τη μόνη βιωμένη και την μόνη δυνατή κατάσταση. Επειδή χωρίς ιστορία, αδυνατούμε να εξηγήσουμε τους λόγους για τους οποίους βρισκόμαστε στο σημείο μηδέν, πχ της εκκωφαντικής απουσίας κρατικής μέριμνας μετά τη δεκαετία του ’90.
Εδώ οι υλικές και μετα-υλιστικές αξίες δεν είναι ανταγωνιστικές αλλά αντιθέτως άρρηκτα συνδεδεμένες, σε βαθμό μεγαλύτερο από αυτό που φανταζόμαστε. Τα σκουπίδια στους δρόμους και στα ποτάμια, τα παθογόνα στο νερό για το πλύσιμο των ρούχων αλλά και τα χημικά χρώματα στα πανάκριβα εισαγόμενα προϊόντα -που είναι σταθερά χειρότερης ποιότητας από αυτά που καταναλώνουμε σε δυτικές χώρες, ακόμα κι όταν μιλάμε για τα ίδια brands- εμπίπτουν στην μεταϋλιστική αξία της προστασίας του περιβάλλοντος ή συνιστούν την απόλυτη υλική συνθήκη για την επιβίωση των ανθρώπων;
Όταν εισάγονται βίαια καπιταλιστικοί θεσμοί (εκχρηματισμός της οικονομίας, μισθωτή εργασία, μαζική κατανάλωση) σε κοινωνίες και κοινότητες με πολύ διαφορετική κουλτούρα από τη δυτική και ταυτόχρονα το κράτος είναι απόν ή αποτελεί και εμπόδιο για την προστασία του πληθυσμού από άποψη υγειονομικής περίθαλψης κι εκπαίδευσης, ποιο θα είναι το αποτέλεσμα; Και υπενθυμίζω ότι μιλάω για τη συγκεκριμένη περίπτωση της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό, όχι εν γένει για την αφρικανική συνθήκη.
Τότε το μόνο καταφύγιο των ανθρώπων είναι η άναρχη αγορά και οι «άτυποι» κοινωνικοί θεσμοί, τα «άτυπα» δίκτυα προστασίας. Ένα παράδειγμα θα ήταν η μαφία. Αλλά ένα άλλο, πιο ελπιδοφόρο, είναι το σύστημα Tontine. Η οικονομία και η εργασία σε πολλές αφρικανικές χώρες είναι στο μεγαλύτερο ποσοστό της «άτυπη» / «ανεπίσημη», με την έννοια ότι οι προσλήψεις και οι συναλλαγές δεν επικυρώνονται από κάποιο συμβόλαιο, δεν πληρώνονται φόροι εισοδήματος και δεν παρέχεται κοινωνική προστασία κι ασφάλιση. Συγκεκριμένα στο Κονγκό και σε “mega cities” (μεγαλουπόλεις) σαν την Κινσάσα αυτά τα ποσοστά φτάνουν το 80-90%. Με άλλα λόγια, αυτή είναι η πραγματική οικονομία και τα επίσημα στατιστικά για την εργασία και την ανεργία δεν μας λένε και πολλά.
Υπαίθρια αγορά της Lemba, Κινσάσα
Για να μπορέσουν να έχουν ρευστότητα πολλοί άτυποι μικρο-επιχειρηματίες ή και πλανόδιοι πωλητές του δρόμου, σχηματίζουν ομάδες των 10-50 ανθρώπων, όπου το κάθε μέλος είναι υποχρεωμένο να καταβάλλει ένα ποσοστό από το ημερίσιο / εβδομαδιαίο κέρδος του ώστε ένα μέλος της ομάδας να έχει κάθε φορά πρόσβαση σε ένα μικρό κεφάλαιο, με το οποίο μπορεί να αγοράσει εμπόρευμα. Αυτές οι ομάδες συνήθως βοηθούν τα μέλη και σε περίπτωση χρεωκοπίας ή σοβαρού προβλήματος υγείας. Η υγεία και η εκπαίδευση στη ΛΔΚ είναι κατά βάση ιδιωτική, καταβάλλονται δίδακτρα ή κάποια έστω μικρή συμμετοχή για να πάνε τα παιδιά σχολείο, που συχνά δουλεύουν από μικρή ηλικία, ή να νοσηλευτούν οι γονείς τους... Όπως καταλαβαίνει κανείς, οι ηλικιωμένοι δεν επιβιώνουν εύκολα σε ένα τέτοιο σύστημα και το προσδόκιμο ζωής είναι χαμηλό.
«Διανοητική επανάσταση»
Ο ηλικιωμένος πατέρας του Πάτρικ προσμένει μια «διανοητική επανάσταση» και «αλλαγή νοοτροπίας», όπως μας εκμυστηρεύτηκε σε μια από τις συνεντεύξεις. Η εξάλειψη της διαφθοράς, που είναι εξαιρετικά εκτεταμένη -με όποια πολιτισμικά κριτήρια και να αξιολογηθεί και με όποιους δείκτες και να μετρηθεί- ίσως να είναι στα χέρια των ίδιων ανθρώπων που αγωνίζονται καθημερινά να επιβιώσουν, όπως μπορούν. Από τα πάνω πάντως δεν φαίνεται να μπορεί να έρθει η αλλαγή. Όσο παράδοξο και να ακούγεται για έναν άθρησκο άνθρωπο σαν την γράφουσα, σε αυτό το κοινωνικό πλαίσιο είναι πιο πιθανό να βγει μια αλήθεια από το στόμα ενός «εθελοντή» πάστορα ή πνευματικού (χωρίς απαραίτητα κάποια πιστοποίηση) παρά από αυτό ενός επίσημου κρατικού λειτουργού.
Quartier GB, Κινσάσα - Φωτογραφία του Theophile Gady
Οι πολλοί παλεύουν μόνοι τους εδώ. Κι αυτό σε συνδυασμό με την ταχύτατη αστικοποίηση και επορευματοποίηση των αγαθών έχει οδηγήσει στο μετασχηματισμό της κοινωνίας σε μια απέραντη μικρο-αγορά, ένα παζάρι που δεν έχει τέλος και αγγίζει συχνά τα όρια της επαιτείας. Ο ισχυρισμός ότι αυτή είναι η κουλτούρα εκεί, ακόμα κι αν έχει μία βάση για την τρέχουσα περίοδο, δεν ισχύει για το παρελθόν ούτε το αποικιακό ούτε το προαποικιακό.
Επίσης, μια εξωραϊσμένη αναπαράσταση της εκάστοτε τοπικής κουλτούρας ή η ιδέα ότι δεν υπάρχει λόγος οι “outsiders” να ερμηνεύουμε καταστάσεις σύμφωνα με το δικό μας αξιακό πλαίσιο από τη μία προσπαθούν να αποφύγουν τις απρόσκλητες εξωτερικές παρεμβάσεις (δυτικών δυνάμεων και διεθνών οργανισμών όπως η Παγκόσμια Τράπεζα και το ΔΝΤ) αλλά από την άλλη ενέχουν μια μεγάλη παγίδα. Οδηγούν με σχεδόν μαθηματική ακρίβεια σε μια κυρίαρχη αντίληψη σχετικοποίησης των κοινωνικών προβλημάτων και σε μια απολιτικοποιημένη στάση αδράνειας «νίπτω τας χείρας μου». Παραβλέπεται έτσι η συμβολή των αποικιακών και μεταποικιακών καθεστώτων στη διαμόρφωση της παρούσας κατάστασης και αντιμετωπίζεται η εκάστοτε κοινωνία με ουσιοκρατικούς όρους, όχι ως ιστορικό παράγωγο σε δυναμική πορεία, με το ενδεχόμενο αλλαγής ανοιχτό.
Οι «άνθρωποι χωρίς ιστορία» είναι πιο πιθανό να ζήσουν και να πεθάνουν σε ένα σύστημα που αυτο-αναπαράγεται με ευκολία, χωρίς σοβαρά αναχώματα. Οι νέοι άνθρωποι χωρίς μνήμη είναι πιο πιθανό να εμπλακούν σε πολυετείς και θανατηρούς πολέμους. Αυτό δείχνουν σε έναν βαθμό οι συγκρούσεις με τους αντάρτες M23 (March 23), που εισβάλλανε στα ανατολικά του Κονγκό και κατέλαβαν την σημαντική -από άποψη αγροτικής παραγωγής- πόλη Γκόμα την περασμένη εβδομάδα. Αυτό δείχνουν και τα ξεσπάσματα οργής σε διάφορες περιοχές της πρωτεύουσας, όπου ο κόσμος ζητούσε τις προηγούμενες μέρες από τον Πρόεδρο Τσισεκέντι να κηρύξει πόλεμο στη Ρουάντα, να υπερασπιστεί τα εθνικά εδάφη.
National Museum of Kenya (Εθνικό Μουσείο της Κένυας), Ναϊρόμπι
Οι προθέσεις είναι ξεκάθαρες, χωρίς ιδεολογικό μανδύα: οι αντάρτες, υποστηριζόμενοι από τη Ρουάντα, επιδιώκουν εδώ και χρόνια να ελέγξουν τον ορυκτό πλούτο της περιοχής. Αυτή ήταν ανέκαθεν η «κατάρα των φυσικών πόρων» (resource curse), η κατάρα του πλούσιου υπέδαφους που όλοι -εξωτερικοί και εσωτερικοί παράγοντες- θέλουν διαχρονικά να εκμεταλλευτούν προς ίδιο συμφέρον.
«Άνθρωποι και σκουπίδια»
Οι νέοι άνθρωποι δεν έζησαν ή δεν θυμούνται τις συνέπειες του «Μεγάλου Αφρικανικού Πολέμου» (1998-2003) που είχε εκατομμύρια θύματα. Με το αίτημα για ένα νέο πόλεμο ίσως εκτονώνουν τον θυμό τους για τις κοινωνικές αδικίες και αναπληρώνουν την χαμένη ταυτότητα, τις χαμένες ρίζες. Σε κάθε περίπτωση, η συνθήκη «άνθρωποι και σκουπίδια» δεν είναι μια αναπόδραστη φυσική συνθήκη, όπως δεν ήταν οι «άνθρωποι και ποντίκια» του Τζον Στάινμπεκ. Η βία του πολέμου, η φτώχεια, οι ακραίες ανισότητες και η καταστροφή του περιβάλλοντος είναι πανανθρώπινα προβλήματα. Και τα προτάγματα της ειρήνης, της κοινωνικής δικαιοσύνης και της ισότητας είναι (ακόμα) καθολικά, χωρίς να αναιρούν τις επιμέρους ταυτότητες και ετερότητες.
Όταν κοιτάς την Κινσάσα από ψηλά τη νύχτα, βλέπεις μια λαμπερή μακέτα. Βλέπεις από μακρυά κάποιο νέο στάδιο που κατασκευάζουν Κινέζοι επενδυτές ή κάποιο νέο πολυτελές εμπορικό να ξεπροβάλλει. Πόσο διαφορετικές φαίνονται οι πόλεις από ψηλά. Τα βάσανα και τα όνειρα των ανθρώπων γίνονται όλα αστερόσκονη. Οι πόλεις όμως είναι και οι δρόμοι που περπατάμε και οδηγούμε, ο αέρας που αναπνέουμε και το νερό που πίνουμε. Ξεκινάνε χαμηλά οι πόλεις των ανθρώπων και χαμηλά αλλάζουν, όχι από τα ρετιρέ.
Θέα από την ταράτσα του Chacha Bar στην Κινσάσα.
*Η Κλεονίκη Αλεξοπούλου είναι οικονομική και κοινωνική ιστορικός, ειδικευμένη στην ιστορία της αποικιοκρατίας και του μεταποικιακού κόσμου. Το τρέχον ακαδημαϊκό έτος είναι Fung Global Fellow στο Ινστιτούτο Διεθνών και Περιφερειακών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Πρίνστον στις ΗΠΑ.