Όταν τον περασμένο Δεκέμβριο κατέρρεε ο κυβερνητικός συνασπισμός Σοσιαλδημοκρατών (SPD), Πρασίνων και Φιλελεύθερων (FDP) στη Γερμανία, ο κόσμος ήταν διαφορετικός. Σήμερα, οι σχεδόν 60 εκατομμύρια γερμανοί ψηφοφόροι καλούνται να επιλέξουν μία κυβέρνηση η οποία θα έρθει αντιμέτωπη με την κατάρρευση της διατλαντικής συμμαχίας υπό τον Ντόναλντ Τραμπ, τις νέες απειλές για την ευρωπαϊκή ασφάλεια αλλά και την ύφεση στην τρίτη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου.
Αν οι δημοσκοπήσεις αποδειχθούν ακριβείς, αυτής της κυβέρνησης θα ηγηθεί ο επικεφαλής των Χριστιανοδημοκρατών (CDU), Φρίντριχ Μερτς. Ακόμα, όμως και εάν υποθέσουμε ότι πράγματι οι εκλογές της 23ης Φεβρουαρίου θα έχουν ως αποτέλεσμα τον σχηματισμό κυβέρνησης, ο Μερτς, από την πρώτη κιόλας μέρα της θητείας του, θα κληθεί να διαχειριστεί πρωτοφανείς συνθήκες: μία επιθετική Ρωσία, μια εχθρική Αμερική και μια Ευρώπη που απομακρύνεται. Ο ίδιος ο Μερτς παραδέχθηκε πρόσφατα ότι η ουσιαστική εγκατάλειψη των ευρωπαϊκών αμυντικών δεσμεύσεων από τον Τραμπ και η επιθετική υποστήριξη του αντιπροέδρου του Τζέι Ντι Βανς προς την Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) προαναγγέλλουν «τεκτονικές μετατοπίσεις στα πολιτικά και οικονομικά κέντρα εξουσίας του κόσμου».
Ταυτόχρονα, δεύτερη στις δημοσκοπήσεις έρχεται η ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD), που κάποτε θεωρούνταν ένα περιθωριακό κόμμα. Το AfD φαίνεται να έχει πλέον εδραιωθεί στο πολιτικό σύστημα, παρά τα δημοκρατικά αντανακλαστικά που, παραδοσιακά, επεδείκνυαν οι γερμανοί πολίτες μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μεταξύ των λόγων της ανόδου του κόμματος, που έχει σαφείς νεοναζιστικές αναφορές, είναι η οικονομική ανασφάλεια, ειδικά στις ανατολικές περιοχές, η δυσπιστία απέναντι στα παραδοσιακά κόμματα και η διαχείριση του μεταναστευτικού.
Το 2023, το κόμμα της Αριστεράς, Die Linke, διασπάστηκε μετά την αποχώρηση της Σάρα Βάγκενκνεχτ. Η Βάγκενκνεχτ, επικαλούμενη διαφωνίες στη φιλομεταναστευτική και φιλελεύθερη ατζέντα των Die Linke, ίδρυσε το δικό της πολιτικό σχηματισμό, τη Συμμαχία Σάρα Βάγκενκνεχτ (BSW). Ωστόσο, μέσα σε λίγες μόλις εβδομάδες, με μία case study καμπάνια ονόματι Mission Silberlocken, της οποίας ηγήθηκαν τα ιστορικά στελέχη της γερμανικής Αριστεράς Γκρέγκορ Γκύζι, Ντίτμαρ Μπαρτς και Μπόντο Ράμελο, κατάφεραν να ανανεωθούν και να προσελκύσουν νέους ψηφοφόρους, γεφυρώνοντας το χάσμα γενεών στην Αριστερά.
Πώς διαμορφώνεται ο μέσος όρος των τελευταίων 11 δημοσκοπήσεων και η κατανομή εδρών σύμφωνα με αυτές
Σε αχαρτογράφητα νερά
Όλα δείχνουν ότι η Γερμανία μπαίνει σε αχαρτογράφητα νερά. Θα σχηματιστεί κυβέρνηση από τις εκλογές; «Η Γερμανία έχει μια ισχυρή παράδοση σε κυβερνήσεις συνεργασίας, οι οποίες προκύπτουν μετά από διαπραγματεύσεις μηνών με αμοιβαίους συμβιβασμούς. Άρα δεν τίθεται άμεσα ζήτημα αδυναμίας σχηματισμού κυβέρνησης», λέει στο ethnos.gr ο κοινωνιολόγος Κυριάκος Μελίδης, που ζει στο Βερολίνο. Για τον ίδιο, «αυτό που μοιάζει νέο, είναι ότι αυτή η συναινετική πολιτική κουλτούρα φτάνει στα όρια της γιατί δεν ανταποκρίνεται πια στην πολιτική και κοινωνική πόλωση που επικρατεί. Για παράδειγμα, όλες οι πολιτικές δυνάμεις τοποθετούνται επίσημα κατά μιας συνεργασίας με το AfD. Σημαντική μερίδα του χριστιανοδημοκρατικού CDU/CSU διαφωνεί ανοιχτά πια με το σενάριο συνεργασίας με τους Πράσινους, οι οποίοι παρουσιάζονται ως ιδεολογικοί αντίπαλοι, ενώ το νεοφιλελεύθερο FDP δε φαίνεται να καταφέρνει την είσοδο στη βουλή. Το σοσιαλδημοκρατικό SPD από την άλλη τοποθετείται ανοιχτά κατά της συνεργασίας με το αριστερό Die Linke και με το νεοσυντηρητικό BSW της Σάρα Βάγκενκνεχτ. Όλο αυτό οδηγεί εν τελεί στο σενάριο του μεγάλου συνασπισμού μεταξύ CDU/CSU με το SPD ή/και με τους Πράσινους, σενάριο δηλαδή που δεν ικανοποιεί σχεδόν καμία πολιτική δύναμη, πόσο μάλλον τους ψηφοφόρους τους».
Η άνοδος της ακροδεξιάς
Τι έχει συμβεί, όμως, και για πρώτη φορά μετά τον Χίτλερ, η γερμανική ακροδεξιά βλέπει τέτοια άνοδο των ποσοστών της; Τι λάθη έχουν κάνει τα κόμματα του δημοκρατικού τόξου; «Από τη μια οι δημοκρατικές δυνάμεις αδυνατούν να προτείνουν, πόσο μάλλον να επιβάλουν λύσεις στα καθημερινά προβλήματα των πολιτών. Στα μεγάλα αστικά κέντρα η έλλειψη διαθέσιμων ακινήτων και η αύξηση ενοικίων έχει πάρει χαρακτήρα στεγαστικής κρίσης. Η εύρεση ελεύθερου ραντεβού σε γιατρό ή θέσης σε παιδικό σταθμό απαιτεί αναμονή μηνών. Στην εργασία έχουν εδραιωθεί θέσεις μερικής και προσωρινής απασχόλησης που οδηγούν και σε χαμηλότερους μισθούς, την ίδια στιγμή που η γερμανική οικονομία έχει τεράστιες απώλειες κερδών λόγω έλλειψης εργατικού δυναμικού. Όλα αυτά σε συνθήκες ύφεσης, ενεργειακής κρίσης και πληθωρισμού, φαινόμενα αισθητά από όλους. Η κυβέρνηση συνεργασίας SPD, Πρασίνων και FDP δεν κατάφεραν μέσα σε μια τριετία να αντιστρέψουν αυτή την κατάσταση και κυρίως δεν μπόρεσαν να δώσουν κάποια προοπτική βελτίωσης. Σε αυτό το κενό αναπτύχθηκε η Ακροδεξιά με τις παραδοσιακές τεχνικές κοινωνικού αυτοματισμού: φταίνε οι μετανάστες και οι πρόσφυγες για την έλλειψη θέσεων εργασίας, διαθέσιμων σπιτιών ή κοινωνικών παροχών. Φταίει η „επιβολή μιας woke αντζέντας“, ενός αόρατου εχθρού, για την κατάσταση που έχουν περιέλθει τα γερμανικά νοικοκυριά. Σε αυτό το πλαίσιο το AfD διπλασιάζει δημοσκοπικά τα τελευταία εκλογικά ποσοστά του, φτάνοντας στο 20%», εξηγεί.
«Οι ψηφοφόροι στρέφονται προς τις αυθεντικές εκδοχές κάθε πολιτικού χώρου»
Για τη Νεφέλη Βερυκόκκου, γιατρό και κάτοικο Βερολίνου, το μεταναστευτικό που, ενάμιση χρόνο πριν, αποτέλεσε πεδίο αντιπαράθεσης και στη γερμανική Αριστερά, με αποτέλεσμα την αποχώρηση Βάγκενκνεχτ από τους die Linke, μπορεί να αποδειχθεί και αχίλλειος πτέρνα της γερμανίδας υποψήφιας. Η Βάγκενκνεχτ υπερψήφισε, μαζί με το CDU του Μερτς και το AfD την κοινοβουλευτική πρόταση για την αυστηροποίηση της μετανάστευσης. «Η Σάρα Βάγκενκνεχτ προσπάθησε ουσιαστικά να παίξει αυτό το χαρτί», λέει. «Συγκρότησε ένα νεοσυντηρητικό προσωποκεντρικό μόρφωμα, το οποίο υιοθετεί την αντιμεταναστευτική, αντιδικαιωματική και αντιοικολογική ατζέντα της ακροδεξιάς, την οικονομική ατζέντα της δεξιάς και την κοινωνική ατζέντα της Αριστεράς. Απευθύνεται κυρίως στο εκλογικό ακροατήριο της ανατολικής Γερμανίας, όπου κυριάρχησε την τελευταία δεκαετία το AfD». Όμως, για την ίδια, το εγχείρημα άρχισε να ξεφουσκώνει μετά την πρώτη του δημοσκοπική εκτόξευση και στην πορεία προς τις εκλογές, καθώς «οι ψηφοφόροι στρέφονται προς τις αυθεντικές εκδοχές κάθε πολιτικού χώρου».
Την Παρασκευή, η Νεφέλη και ο Κυριάκος βρέθηκαν στην πολυπληθέστατη προεκλογική συγκέντρωση των Die Linke στο Βερολίνο. Οι δύο τους εξηγούν τους λόγους που, μέσα σε μερικές μόλις εβδομάδες, το κόμμα της Αριστεράς, που δε φαινόταν καν να πιάνει το 5% που απαιτείται για την είσοδο στην Bundestag, κατάφερε να υπερδιπλασιάσει τα ποσοστά του και να αυξήσει τα μέλη του κατά χιλιάδες.
Από κουρασμένο κόμμα της ανατολικής Γερμανίας, σε βασικό εκφραστή κοινωνικών κινημάτων και αντιφασιστικού μετώπου
«Σε αυτή τη συγκυρία η αριστερά του Die Linke βρήκε ξανά πολιτικό χώρο και βγήκε από τη μακροχρόνια κρίση εσωστρέφειας, αναπτύσσοντας μια πολύπλευρη, όχι όμως και ρευστή στρατηγική. Αρχικά στράφηκε σε απτά καθημερινά προβλήματα όπως τα ενοίκια, τους μισθούς και το κοινωνικό κράτος, και παραμέρισε άλλα θέματα που προκαλούσαν εσωτερικές εντάσεις. Σε αυτά δεν προέβαλε μόνο προγραμματικούς στόχους, αλλά οργάνωσε και τοπικές πρωτοβουλίες αλληλεγγύης όπως δομές συμβουλευτικής και νομικής υποστήριξης.
Στη συνέχεια ανέπτυξε μια ιδιαίτερη εκλογική στρατηγική που βασίστηκε στους κανόνες του εκλογικού νόμου. Αυτός προβλέπει την είσοδο κομμάτων στη βουλή που ξεπερνούν το 5% ή που εκλέγουν τουλάχιστον 3 βουλευτές απευθείας από τις περιφέρειες. Καθώς το 5% ήταν δημοσκοπικά πολύ μακριά, το βάρος έπεσε σε τρεις υποψηφιότητες ευρείας αποδοχής: των πρώην επικεφαλής του κόμματος Gregor Gysi στο Βερολίνο και του Dietmar Bartsch στο Ροστόκ καθώς και του Bodo Ramelow, πρώην πρωθυπουργού της Θουριγκίας. Η αποστολή επιβίωσης „ασημένια μπούκλα“ όπως ονομάστηκε αυτοσαρκαστικά λόγω της ηλικίας των υποψηφίων, πλαισιώθηκε από μια σύγχρονη και πειραματική καμπάνια στα social media, που έφτασε σε ευρύτερα και νεότερα ακροατήρια.
Η αποφασιστική τομή όμως στον προεκλογικό αγώνα ήταν το ψήφισμα και μετέπειτα πρόταση νόμου του CDU/CSU για αυστηροποίηση της μεταναστευτικής και προσφυγικής πολιτικής. Η δεξιά του Μερτς έσπασε το λεγόμενο „τείχος προστασίας“ σχηματίζοντας συμμαχία με την ακροδεξιά, πυροδοτώντας μαζικές αντιδράσεις και διαδηλώσεις. Το SPD και οι Πράσινοι καταψηφίζουν αλλά δε φαίνεται να πείθουν ως δυνάμεις αναχαίτισης της ακροδεξιάς, όντας μεταξύ άλλων έτοιμοι να συγκυβερνήσουν με τον Merz. Η ομιλία της 36χρονης επικεφαλής της Αριστεράς Heidi Reichinnek αντιθέτως που καλεί τον κόσμο στα οδοφράγματα γίνεται viral σε όλα τα social Media. Πάνω από 90.000 νέα μέλη εγγράφονται στις οργανώσεις του κόμματος και συμμετέχουν σε εξορμήσεις στις γειτονιές, χτυπώντας την πόρτα σε μισό εκατομμύριο νοικοκυριά. Μέσα σε λίγες βδομάδες το die Linke μετατρέπεται από κουρασμένο κόμμα της ανατολικής Γερμανίας σε βασικό εκφραστή κοινωνικών κινημάτων και αντιφασιστικού μετώπου, ενώ σημειώνει την πρώτη θέση μεταξύ των νέων ψηφοφόρων».