All About History | 14.12.2019 11:31

Νίκαια Βιθυνίας: Η Οικουμενική Σύνοδος που έσωσε τις εικόνες από την καταστροφή

Γεώργιος Σαρρής

Κατά τη διάρκεια του 8ου αιώνα η θάλλουσα Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία βρίσκεται ένα βήμα πριν από το πολιτικό, οικονομικό, στρατιωτικό και πνευματικό απόγειό της. Όλα όμως μπορεί να καταρρεύσουν μέσα σε μια στιγμή, καθώς το αχανές κράτος κλυδωνίζεται εσωτερικά από σοβαρότατες ταραχές. Πολίτες σφάζονται μεταξύ τους στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης και άλλων μεγάλων πόλεων, πολυπληθείς αντίπαλες παρατάξεις συμπλέκονται συχνότατα, ενώ ακόμη και οι ιερείς αρκετές φορές παρεκτρέπονται. Αιτία της νοσηρής αυτής κατάστασης αποτελεί μια σειρά αποφάσεων του αυτοκράτορα της δυναστείας των Ισαύρων Λέοντα Γ΄ (ο οποίος βασίλευσε από το 717 έως το 741) και ακολούθως του γιου του Κωνσταντίνου Ε΄ (από το 741 έως το 775), που θέλησαν να απαγορεύσουν στους πιστούς τη λατρεία των θρησκευτικών εικόνων, αλλά και να υποχρεώσουν τους κληρικούς και τους μοναχούς να υπηρετούν τη στρατιωτική τους θητεία προτού δεχθούν το ιερατικό αξίωμα.

Παρέδωσε τα άμφια στον αυτοκράτορα 

Η κεντρική εξουσία του Βυζαντίου (όπως θα αποκληθεί μεταγενέστερα το αχανές κράτος) είχε διαπιστώσει πως υπάρχουν λατρευτικές υπερβολές αναφορικά με τις εικόνες, τα ιερά σκεύη και τα λείψανα των αγίων. Ουδέποτε επίσης είδαν με συναινετική ματιά τη συνεχώς αυξανόμενη επιρροή της Εκκλησίας, και ιδιαίτερα των μοναχών προς τους πιστούς. Οι αποφάσεις των ηγεμόνων, ωστόσο, ελήφθησαν χωρίς προηγούμενη ενημέρωση και διαφώτιση του πληθυσμού, κάτι που θα μπορούσε να είχε κατευνάσει εν μέρει τις αντιδράσεις. Όταν ο Λέων Γ΄ εξέδωσε το διάταγμα κατά των σεπτών εικόνων, προσκάλεσε τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γερμανό Α΄ να το υπογράψει. Εκείνος όχι απλώς αρνήθηκε, αλλά έδωσε και τα ιερά άμφια στον αυτοκράτορα, λέγοντάς του πως «αυτό που ζητάς από μένα, βασιλιά, είναι αδύνατον να το κάνω χωρίς απόφαση Οικουμενικής Συνόδου». Φεύγοντας, πήγε στο πατρικό σπίτι που διατηρούσε στην περιοχή Πλατάνι και έζησε το υπόλοιπο της ζωής του ως μοναχός.

Τα δύο στρατόπεδα

Ο διάδοχος του στέμματος Κωνσταντίνος Ε΄ όμως έλαβε ακόμη πιο ριζοσπαστικές αποφάσεις. Ο επονομαζόμενος υβριστικά από τους αντιπάλους του και «Κοπρώνυμος», επειδή κατά το βάπτισμά του ρύπανε την κολυμβήθρα, προκάλεσε με τα διατάγματά του ακόμη μεγαλύτερη αναταραχή στους μοναχούς (που είδαν αρκετά μοναστήρια τους να κρατικοποιούνται και εκκλησιαστικά σχολεία να κλείνουν), στους κληρικούς και, κυρίως, στο χριστεπώνυμο πλήθος, που χωρίστηκε σε δύο φανατικά αντιμαχόμενες παρατάξεις: Από τη μια πλευρά βρέθηκαν οι εικονομάχοι (ή εικονοκλάστες), που στήριζαν τις αυτοκρατορικές αποφάσεις, και από την άλλη οι εικονολάτρες (ή εικονόφιλοι ή εικονόδουλοι), που υπερασπίζονταν τη λατρεία των εικόνων.

Η αλήθεια είναι ότι με την πάροδο του χρόνου δεισιδαιμονικές προλήψεις είχαν συνδεθεί με την προσκύνηση των εικόνων, κυρίως από πιστούς των λαϊκότερων στρωμάτων και αφελείς καλόγερους που απέδιδαν ολοένα και μεγαλύτερη σημασία στην προστατευτική δύναμη του ίδιου του αντικειμένου (π.χ., μιας ξύλινης εικόνας) παρά στο εικονιζόμενο θεϊκό πρόσωπο. Σταδιακά τελούσαν παράλογες πράξεις χρησιμοποιώντας τις φορητές εικόνες, που θύμιζαν έντονα ειδωλολατρία. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο αυτοκράτορας Λέων Γ΄, που εξέδωσε τις πρώτες αποφάσεις κατά της εικονολατρίας, καταγόταν από τη βόρεια Συρία και προφανώς είχε επηρεαστεί από τις ανεικονικές αντιλήψεις της ισλαμικής και της ιουδαϊκής θρησκείας, που δεν τολμούν να αποτυπώσουν το πρόσωπο του Θεού. 

Η καταλυτική παρέμβαση του Πατριάρχη

Όσο διαρκούσε ο διχασμός του λαού, το αίμα έρρεε στους δρόμους της αυτοκρατορίας. Αναρίθμητοι αντιρρησίες φυλακίστηκαν ή εξορίστηκαν, ενώ στη Δύση η παπική Εκκλησία τάχθηκε αναφανδόν στο πλευρό των εικονολατρών. Στις 24 Σεπτεμβρίου του 787 θα συγκληθεί στη Νίκαια της Βιθυνίας (στο σημερινό Ιζνίκ της Τουρκίας) η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος της χριστιανικής Εκκλησίας, με πρωτοβουλία της 35χρονης αυτοκράτειρας Ειρήνης της Αθηναίας, η οποία ασκούσε την αντιβασιλεία στο Βυζάντιο ως επίτροπος του ανήλικου γιου της Κωνσταντίνου ΣΤ΄. Οι συζητήσεις που θα λάβουν χώρα με τη συμμετοχή 350 επισκόπων (εκ των οποίων οι δύο ήταν απεσταλμένοι του Βατικανού) υπό την προεδρία του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ταρασίου, που αργότερα θα ανακηρυχθεί άγιος, θα διαρκέσουν είκοσι μέρες και θα ολοκληρωθούν στις 13 Οκτωβρίου 787.

Ο ίδιος ο ανώτατος ιεράρχης πήρε σαφή θέση υπέρ της προσκύνησης των εικόνων, επηρεάζοντας την αυτοκράτειρα Ειρήνη. Ειδικότερα, πρότεινε την αναστήλωση των εικόνων και όρισε πως όποιος τις καταστρέφει ή προσπαθήσει να παρεμποδίσει την προσκύνησή τους θα αφορίζεται με συνοπτικές διαδικασίες. Πράγματι, η εισήγησή του έγινε δεκτή. Η Σύνοδος αποφάσισε να υπάρχουν μέσα στις εκκλησίες εικόνες των αγίων, με τη διαφορά όμως ότι ο λαός δεν πρέπει να τις λατρεύει αλλά απλώς να τις προσκυνά, «τιμής ένεκεν», καθώς εικονίζουν άγια πρόσωπα που έχασαν τη ζωή τους για την πίστη του Χριστού ή έζησαν βίο άξιο μίμησης. Παράλληλα, αποκρούστηκε η κατηγορία ταύτισης της εικονολατρίας με την ειδωλολατρία. Η πρώτη φάση της εικονομαχίας μόλις είχε τελειώσει, αλλά όχι οριστικά. 

Πατριάρχης Ταράσιος (Google Images)

Το οριστικό τέλος

Η τελευταία πράξη της πολιτικοθρησκευτικής εσωτερικής διαμάχης του Βυζαντίου θα διαδραματιστεί στη νέα Σύνοδο που θα συγκαλέσει το έτος 843 μια άλλη γυναίκα, η Θεοδώρα, που εκτελούσε χρέη αντιβασιλείας, καθώς ο γιος της Μιχαήλ Γ΄ (ο επονομαζόμενος Μέθυσος) είχε ανέλθει μεν στον θρόνο, αλλά ήταν μόλις… τεσσάρων ετών. Σε αυτή τη Σύνοδο αποφασίστηκε και έγινε δεκτό απ’ όλους ότι «κατά την προσκύνηση των εικόνων η λατρεία των πιστών απευθύνεται προς τα εικονιζόμενα ιερά πρόσωπα και όχι προς την ίδια την εικόνα και τα υλικά από τα οποία αυτή είναι φτιαγμένη». Η συμφιλίωση των χριστιανών και η αναστήλωση των εικόνων στους ιερούς ναούς εορτάζεται μέχρι και σήμερα από την ορθόδοξη Εκκλησία με πανηγυρικό τρόπο την πρώτη Κυριακή των νηστειών του Πάσχα, γνωστή και ως Κυριακή της Ορθοδοξίας. 

Το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό All About History  (Σεπτέμβριος 2019) 

Εκκλησίαβυζαντινή αυτοκρατορίαΟρθοδοξίαεικόνες