Η άνοδος του κακού Χίτλερ
NewsroomΔιαβάζοντας τον Χίτλερ να αφηγείται την ιστορία στην αυτοβιογραφία του Ο Αγών μου (Mein Kampf) που κυκλοφόρησε το 1924, θα έλεγε κανείς ότι η πορεία ολόκληρης της ζωής του –ήδη από τη γέννησή του– θα τον οδηγούσε να γίνει τελικά δικτάτορας της Γερμανίας από το 1933 μέχρι το 1945. Όι δυνάμεις του πεπρωμένου τα είχαν σχεδιάσει όλα προσεκτικά – ήταν ένας άνθρωπος που η μοίρα ήθελε να γίνει ηγέτης του γερμανικού έθνους.
Στην πραγματικότητα, όμως, η ιστορία σπανίως είναι τόσο εύστοχη, και η ασυνήθιστη ανέλιξη του Χίτλερ για να κυβερνήσει το ολοκληρωτικό ναζιστικό κράτος στη δεκαετία του ’30 και στη συνέχεια να οδηγήσει τον γερμανικό λαό σε πόλεμο και σχεδόν στην απόλυτη καταστροφή είναι πολύ πιο σύνθετη. Απεναντίας, είναι μια ιστορία που ξεπήδησε μέσα από την τραγωδία του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και το συνακόλουθο κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό χάος. Ή ιστορία ενός έθνους που παρασύρθηκε σε ακρότητες επιδιώκοντας ένα νέο ξεκίνημα, και της ικανότητας ενός συντετριμμένου ανθρώπου και του κύκλου των υποστηρικτών του να πουλήσουν τον μύθο της εθνικής αναγέννησης σε ένα έθνος μυαλωμένο, καλλιεργημένο, αλλά εξίσου καταρρακωμένο από τον πόλεμο.
Τα χρόνια από το 1924, όταν ο Χίτλερ αποφυλακίστηκε έχοντας εκτίσει μια σύντομη ποινή φυλάκισης, μέχρι το 1934 και το διαβόητο αιματοκύλισμα της Νύχτας των Μεγάλων Μαχαιριών χαρακτηρίζουν την καθοριστική περίοδο της ανόδου του Χίτλερ στην εξουσία. Στις 20 Δεκεμβρίου 1924 ο Χίτλερ αποφυλακίστηκε από τη φυλακή Λάντσμπεργκ στη βορειοδυτική Βαυαρία, έχοντας εκτίσει μόλις εννέα μήνες από μια πενταετή κάθειρξη για προδοσία εξαιτίας του ρόλου που είχε διαδραματίσει στο Πραξικόπημα της Μπιραρίας στις 8-9 Νοεμβρίου 1923.
Ήταν μια απόπειρα του σχετικά νέου Ναζιστικού Κόμματος (είχε ιδρυθεί μόλις το 1919) και μιας χούφτας δεξιών συνοδοιπόρων του να ανατρέψουν τη μισητή κυβέρνησης της Βαϊμάρης. Ή δίκη με πρόεδρο έναν φιλοναζιστή δικαστή είχε απλώς εξασφαλίσει στον Χίτλερ μια φιλόδοξη πλατφόρμα για να διακηρύξει τις απόψεις του, ιδίως από τη στιγμή που οι εφημερίδες της χώρας κάλυπταν με μεγάλο ζήλο τη δίκη.
Ό ίδιος όχι μόνον παραδέχτηκε την ενοχή του στο πραξικόπημα αλλά στην ουσία φάνηκε να το απολαμβάνει. «Έχω αποφασίσει να καταστρέψω τον μαρξισμό», διακήρυξε με αυτοπεποίθηση από το εδώλιο και αυτοδιορίστηκε ως ο «ισχυρός άνδρας» που πολλοί δεξιοί πίστευαν ότι χρειαζόταν η Γερμανία προκειμένου να αφήσει πίσω της το χάος και τη δυστυχία των χρόνων του πολέμου. Μετά το πραξικόπημα δεν θεωρούσε πλέον τον εαυτό του ως τον «προφήτη» που έμελλε να προετοιμάσει τον δρόμο για την έλευση του επερχόμενου ηγέτη. Απεναντίας, εκείνος ο ίδιος ήταν ο Φύρερ (ηγέτης).
«Με το Mein Kampf φαινόταν ότι ο Χίτλερ είχε θίξει αρκετές κοινές αντιλήψεις»
Ο Χίτλερ, μαζί με τον Ρούντολφ Ες (που το 1933 θα γινόταν υπαρχηγός του), εξέτισε την ποινή του με σχετική άνεση. Μπορούσε να δέχεται επισκέπτες, ενώ συχνά τον επισκέπτονταν πολιτικοί συνεργάτες του, οι οποίοι αργότερα θα εξελίσσονταν σε εξέχουσες προσωπικότητες του Τρίτου Ράιχ, όπως ο Ερνστ Ρεμ, ο Βίλελμ Φρικ και ο Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ.
Έτσι σχηματίστηκε μια ομάδα με κοινές απόψεις, ενώ ο Χίτλερ συνέχισε να διευρύνει και να παγιώνει τις ιδέες του, κατοχυρώνοντας τη θέση του ως ηγέτης του κόμματος – κι όλα αυτά το διάστημα που βρισκόταν πίσω από τους τοίχους της φυλακής. Κυρίως όμως, ο Χίτλερ εκμεταλλεύτηκε αυτόν τον χρόνο για να συγκροτήσει το πολιτικό μανιφέστο του. Στην ουσία περιέγραψε τη φυλακή ως ένα «πανεπιστήμιο με έξοδα του κράτους».
Ό τίτλος του βιβλίου ήταν Mein Kampf (Ο Αγών μου) και περιλάμβανε λεπτομερώς ένα σύνολο ιδεών οι οποίες, ως προς την ουσία τους, ελάχιστα διαφοροποιήθηκαν στη διάρκεια της ζωής του και σχημάτισαν τον βασικό πυρήνα της εθνικοσοσιαλιστικής (ναζιστικής) ιδεολογίας. Στο Mein Kampf, ο Χίτλερ αναθεώρησε ακόμα και την προσωπική του ιστορία προκειμένου να ενισχύσει την ιδέα ότι είχε κληθεί από τη μοίρα για να καθοδηγήσει τη Γερμανία.
Ό ίδιος και πολλοί από τους υποστηρικτές του άρχισαν να πιστεύουν ότι βρισκόταν σε μια «…σχεδόν μεσσιανική [αποστολή]… για να γίνει ο “Μεγάλος Ήγέτης” που περίμενε το έθνος, ο οποίος θα διέγραφε την “εγκληματική προδοσία του 1918”, θα αποκαθιστούσε το σθένος και την ισχύ της Γερμανίας, και θα δημιουργούσε ένα αναγεννημένο “Γερμανικό Κράτος του γερμανικού έθνους”». Ό «Μύθος του Φύρερ» άρχισε με την αυτοβιογραφία του και για μερικούς Γερμανούς θα διαρκούσε μέχρι το οδυνηρό τέλος της ναζιστικής περιόδου, το 1945. Σύμφωνα με τα λόγια ενός ευνοϊκά διακείμενου συγγραφέα το 1924, «Αυτό που κοιμάται στην ψυχή του γερμανικού λαού έχει λάβει τη μορφή ολοζώντανων χαρακτηριστικών… Αυτό έχει εμφανιστεί στον Αδόλφο Χίτλερ: η ενσάρκωση των πόθων του έθνους».
Ο Αγών μου
Ό κόσμος που περιέγραφε το Mein Kampf χαρακτηριζόταν από διαρκή αγώνα. Όλόκληρη η ανθρώπινη ύπαρξη μπορούσε να υποβαθμιστεί σε μια μάχη μεταξύ ισχυρών και αδυνάμων. «Όσοι θέλουν να ζήσουν ας πολεμήσουν, κι όσοι δεν θέλουν να πολεμήσουν σε αυτόν τον κόσμο του διαρκούς αγώνα δεν αξίζει να ζουν». Το επιχείρημα του Χίτλερ ήταν ο Κοινωνικός Δαρβινισμός, μια ερμηνεία της εξελικτικής θεωρίας του Δαρβίνου για την ανθρωπότητα, η οποία συνοψιζόταν καλύτερα στη φράση «η επιβίωση του πιο ισχυρού». Το κύριο μέσον για τον καθορισμό του ισχυρού και του αδύναμου ήταν η φυλετική καθαρότητα.
Όπως έγραψε ο Χίτλερ στο Mein Kampf, «Το φυλετικό ζήτημα παρέχει τη λύση όχι μόνο στην παγκόσμια ιστορία αλλά σε όλο τον ανθρώπινο πολιτισμό». Οι Άριοι ήταν η ύψιστη έκφραση της ανθρωπότητας και το γερμανικό ιδεώδες τούς ήθελε ψηλούς, γεροδεμένους και υγιείς, με ξανθά μαλλιά και γαλανά μάτια. Ή σωματική ρώμη των Αρίων αντανακλούσε επίσης τον πλούσιο και δημιουργικό πολιτισμό τους. Για τον Χίτλερ, οι Άριοι ήταν «οι θεμελιωτές του πολιτισμού». Οι Εβραίοι ήταν ακριβώς το αντίθετο. Σύμφωνα με τους Ναζί, ο Ιουδαϊσμός ήταν μια σωματικά, διανοητικά και πνευματικά νοσηρή φυλή και όχι μια θρησκεία.
Ο Χίτλερ υποστήριζε ότι ο Ιουδαϊσμός δεν συνδεόταν με κανέναν αυθεντικό πολιτισμό. Αν και ο πολιτισμός ήταν δημιούργημα των Αρίων, οι Εβραίοι είχαν εμφανιστεί ως εισβολείς, τον είχαν μιμηθεί, τον είχαν διαφθείρει και, τελικά, τον είχαν καταστρέψει. Όι Ναζί υποστήριζαν ότι αυτό ακριβώς είχε συμβεί τα τελευταία χρόνια στη Γερμανία. Στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οι Εβραίοι υπονόμευσαν τον παραδοσιακό γερμανικό πολιτισμό στο εσωτερικό της χώρας, εισάγοντας καταστρεπτικές μοντέρνες ιδέες, όπως ο μπολσεβικισμός και ο φεμινισμός.
Ως αποτέλεσμα, το μέτωπο στο εσωτερικό κατέρρευσε και ο πόλεμος χάθηκε. Εξ ου και η διαβόητη ακροδεξιά θεωρία του Dolchstosslegende, της «πισώπλατης μαχαιριάς». Συνεπώς, οι Εβραίοι ήταν οι εχθροί της Γερμανίας και έπρεπε να αποκλειστούν από την κοινωνία. Υπήρξαν ποικίλες προτάσεις ως προς την έκταση αυτού του «αποκλεισμού». Επομένως, οι γερμανικοί λαοί ολόκληρης της Ευρώπης έπρεπε να ενωθούν σε ένα ευρύτερο γερμανικό κράτος, αλλά για να συμβεί αυτό έπρεπε να εξασφαλιστεί περισσότερος Lebensraum (ζωτικός χώρος). Συν όλα τ’ άλλα, χρειαζόταν αναθεώρηση της Συνθήκης των Βερσαλλιών. Ο Χίτλερ είχε θέσει πλέον τους μακροπρόθεσμους στόχους του. Ως προς το Mein Kampf και τις επιδιώξεις του Χίτλερ, οι απόψεις ήταν αντικρουόμενες.
Ο οικονομολόγος Γιόχαν Ζαν είπε: «Διαβάζοντας το Mein Kampf ήταν σαν να πίστευες ακριβώς στις επιταγές της Βίβλου. Μπορεί να ήταν επιταγές, αλλά κανείς δεν πίστευε ότι θα εκπληρώνονταν εκατό τοις εκατό». Σύμφωνα με τον διπλωμάτη Μάνφρεντ φον Σρέντερ, «Κανείς δεν το πήρε στα σοβαρά». Ωστόσο, ο Γιόχαν Ζαν υποστήριξε ότι η εβραϊκή επιρροή στη Γερμανία είχε «παρατραβήξει», ενώ ο Χέρμπερτ Ρίχτερ, ο οποίος δήλωσε ότι το Mein Kampf ήταν «πολύ παλαβό» ακόμα και για να το διαβάσει κανείς ολόκληρο, είχε επίσης την αίσθηση ότι τα γερμανικά εδάφη που είχαν απολεσθεί στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο έπρεπε να επιστραφούν. Με το Mein Kampf, φαινόταν ότι ο Χίτλερ είχε θίξει αρκετές κοινές αντιλήψεις – μόνο που εκείνος τις είχε οδηγήσει στα άκρα.
Αρχικά το βιβλίο πούλησε ελάχιστα, αλλά το 1939 μόνο η Βίβλος το ξεπερνούσε σε πωλήσεις στη Γερμανία, ενώ μέχρι το 1945 είχαν αγοραστεί περισσότερα από δέκα εκατομμύρια αντίτυπα. Το Πραξικόπημα της Μπυραρίας και η περίοδος φυλάκισης του Χίτλερ δίδαξαν επίσης το Ναζιστικό Κόμμα ότι ο μόνος δρόμος για την εξουσία περνούσε μέσα από την κάλπη. Ή ένοπλη επανάσταση δεν αποτελούσε λύση. Απεναντίας, οι Ναζί θα υπονόμευαν το σύστημα εκ των έσω ως κομμάτι του γερμανικού δημοκρατικού συστήματος, πριν κατακτήσουν την εξουσία και καταλύσουν τη δημοκρατία. Όπως άλλωστε είχε δηλώσει ο Χίτλερ, «Αν χρειαστεί περισσότερος χρόνος για να τους εξοντώσουμε εκλογικά από το να τους σκοτώσουμε, τα αποτελέσματα θα είναι τουλάχιστον εγγυημένα από το ίδιο τους το Σύνταγμα».
Οι αφοσιωμένοι οπαδοί του Χίτλερ
Στη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο Χίτλερ άρχισε να περιβάλλεται από ανθρώπους οι οποίοι έμελλε να παίξουν καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη του ναζιστικού κινήματος αλλά και στους κόλπους της ναζιστικής κυβέρνησης. Ό Γιόζεφ Γκέμπελς, ο οποίος θα έμενε αφοσιωμένος στον Χίτλερ μέχρι τις αυτοκτονικές ημέρες της Αποκάλυψης μέσα στο καταφύγιο του Φύρερ το 1945, ήταν ένας διανοούμενος ριζοσπάστης με διδακτορικό στη γερμανική λογοτεχνία.
Έπειτα από κάποιες πρώτες ανησυχίες σχετικά με την ιδεολογία των Ναζί, ο Γκέμπελς γίνεται κλασικό παράδειγμα εκείνων που πίστευαν ότι, αφού το είπε ο Χίτλερ, τότε πρέπει να είναι σωστό. Έτσι έγινε κατά κάποιον τρόπο κάτι σαν θρησκευτικό σύμβολο, το οποίο λάτρευαν οι οπαδοί του. Ή συναισθηματική αφοσίωση μετρούσε πάνω από τον ορθολογισμό και τη λογική, και η τάση αυτή χαρακτήρισε το σύνολο της διακυβέρνησης του Χίτλερ. Το 1927 ο Χίτλερ είχε δηλώσει: «Βάζουμε την πίστη υπεράνω του νου. Καθένας πρέπει να πιστεύει σε έναν σκοπό. Μόνο η πίστη δημιουργεί ένα κράτος.
Τι είναι αυτό που παρακινεί τον λαό να πολεμά για θρησκευτικές ιδέες; Όχι η νόησή του, αλλά η τυφλή πίστη του». Αυτό σίγουρα ήταν ένα χαρακτηριστικό που διέθετε ο Γκέμπελς, ο οποίος, αφού διάβασε το Mein Kampf, διακήρυξε: «Τον αγαπώ… ένα τόσο λαμπρό μυαλό μπορεί να γίνει ο ηγέτης μου. Υποκλίνομαι στον μέγιστο, στην πολιτική ιδιοφυΐα… Αδόλφε Χίτλερ, σε αγαπώ επειδή είσαι μέγας και ταυτόχρονα απλός. Αυτό που αποκαλείται ιδιοφυΐα».
Παρόμοιες διαθέσεις τυφλής αφοσίωσης εξέφρασε και ο Ρούντολφ Ες, ο οποίος είχε προσχωρήσει στο Ναζιστικό Κόμμα το 1920, αφού πρώτα είχε θητεύσει για κάμποσο διάστημα στο γερμανικό δεξιό κίνημα, αλλά και ο Χέρμαν Γκέρινγκ, ένας άσος της αεροπορίας κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο οποίος προσχώρησε στο Ναζιστικό Κόμμα το 1922. Αργότερα έγινε ένας από τους σημαντικότερους ανθρώπους στο Τρίτο Ράιχ, αρχικά ως επικεφαλής των SA (Ταγμάτων Εφόδου) και κατόπιν ως ιδρυτής της Γκεστάπο (της ναζιστικής μυστικής αστυνομίας) και επικεφαλής της Λουφτβάφε (της πολεμικής αεροπορίας).
Ό Ερνστ Ρεμ όμως αντιπροσώπευε ένα διαφορετικό είδος Ναζί. Όπως οι Ες και Γκέρινγκ, υπήρξε από νωρίς υποστηρικτής του κινήματος. Προσχώρησε στο Ναζιστικό Κόμμα το 1919 και διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στο Πραξικόπημα της Μπυραρίας. Κατείχε σημαντική θέση στην ηγεσία και την εδραίωση των SA, αλλά έβλεπε την πορεία του Ναζιστικού Κόμματος ως επανάσταση και όχι απλώς ως ένα πραξικόπημα, ενώ ο Χίτλερ είχε ήδη αποφασίσει να κατακτήσει την εξουσία μέσω του κυρίαρχου πολιτικού ρεύματος.
Για αυτόν τον σκοπό, ο Ρεμ είχε δηλώσει: «…εφόσον είμαι ένας ανώριμος και αχρείος άνθρωπος, προτιμώ τον πόλεμο και την αναταραχή από την ενάρετη αστική τάξη. Σέβομαι τη βαρβαρότητα, οι άνθρωποι χρειάζονται τον απόλυτο φόβο». Παρόλο που τις πρώτες μέρες του ναζιστικού κινήματος ήταν ένας από τους στενότερους φίλους του Χίτλερ, δεν τον θεωρούσε ως έναν θεόσταλτο ηγέτη, στον οποίο έπρεπε να υποταχθεί.
Επεδίωκε τους δικούς του αντικειμενικούς σκοπούς μέσα στο κόμμα και αυτή η ανυπακοή ήταν που τελικά οδήγησε στην εξόντωσή του το 1934. Ό Γκρέγκορ Στράσερ επίσης προσπάθησε να χαράξει τη δική του διαδρομή μέσα στο κίνημα μαζί με τον Ότο, τον αδελφό του, υπογραμμίζοντας πάνω απ’ όλα το σοσιαλιστικό στοιχείο του Εθνικοσοσιαλισμού, αλλά κι εκείνος απέτυχε παταγωδώς.
Η οικονομική κρίση
Ενώ αρκετοί Γερμανοί που αισθάνονταν βαθιά δυσαρέσκεια εξαιτίας της ήττας στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και του συνακόλουθου οικονομικού και οικονομικού χάους είχαν αρχίσει να δίνουν τουλάχιστον κάποια σημασία στο Ναζιστικό Κόμμα, στα μέσα της δεκαετίας του ’20 οι συνθήκες είχαν βελτιωθεί και οι περισσότεροι απομακρύνθηκαν από τις ακραίες πολιτικές τάσεις. Στα τέλη της δεκαετίας όμως, η αστάθεια και η αναταραχή που χρειαζόταν το Ναζιστικό Κόμμα για να παρουσιαστεί ως βιώσιμη εναλλακτική κυβέρνηση είχαν επιστρέψει.
Το 1928, οι τιμές των τροφίμων στην παγκόσμια αγορά άρχισαν να υποχωρούν και οι Γερμανοί αγρότες υπέφεραν. Όταν η Γερμανία ανέκαμψε από τον καταστροφικό υπερπληθωρισμό του 1923, βασίστηκε σε δάνεια από τις Ήνωμένες Πολιτείες προκειμένου να καταβάλει στη Γαλλία και τη Βρετανία τις πολεμικές αποζημιώσεις που της είχαν επιβληθεί σύμφωνα με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών. Ή παγκόσμια οικονομική ύφεση είχε ξεσπάσει και απειλούσε την ήδη εύθραυστη οικονομία της Γερμανίας. Όταν οι χρηματοοικονομικές αγορές τις Όυόλ Στριτ κατέρρευσαν το 1929 προαναγγέλλοντας την αρχή της Μεγάλης Όικονομικής Ύφεσης, οι Ή.Π.Α. διέκοψαν τη δανειοδότηση και η γερμανική οικονομία, όπως τόσες άλλες σε ολόκληρο τον κόσμο, άρχισε να καταρρέει.
Τα κυρίαρχα κόμματα στη Γερμανία έμοιαζαν να προσφέρουν μικρή ελπίδα ή εποικοδομητική αρωγή για να βοηθήσουν τον λαό, καθώς οι μεγαλύτερες τράπεζες κατέρρευσαν και η ανεργία εκτοξεύτηκε στα ύψη ανεξέλεγκτη. Στο τέλος του 1929, περίπου 1,5 εκατομμύριο Γερμανοί είχαν μείνει άνεργοι και σε διάστημα ενός χρόνου ο αριθμός αυτός υπερδιπλασιάστηκε. Στις αρχές του 1933, οι άνεργοι στη Γερμανία άγγιζαν τον συγκλονιστικό αριθμό των 6 εκατομμυρίων. Ή κυβέρνηση αντέδρασε περικόπτοντας τα έξοδα, τους μισθούς και τα επιδόματα ανεργίας – μια καταστροφική κίνηση. Πέρα από τις συνέπειες απέναντι στην εργατική τάξη, η οικονομική δυσπραγία εξαπλώθηκε και στη μεσαία τάξη. Ό κόσμος έψαχνε απεγνωσμένα απαντήσεις, βοήθεια και ελπίδα. Τα ακραία κόμματα έδειχναν να παρέχουν απαντήσεις για ακραίες εποχές και οι κομουνιστές και οι Ναζί συγκρούονταν μεταξύ τους στους δρόμους για την επικράτηση.
Ό Χίτλερ βρισκόταν στο στοιχείο του. Τα μέλη του Ναζιστικού Κόμματος είχαν αυξηθεί από 120.000 το 1929 σε περισσότερα από ένα εκατομμύριο το 1920. Στις συχνές εκλογικές αναμετρήσεις εξαιτίας της συνεχιζόμενης αστάθειας, οι ψήφοι των Ναζί αυξήθηκαν από 2,5 τοις εκατό το 1928 σε πάνω από 18 τοις εκατό το 1930, ενώ το 1932 το Ναζιστικό Κόμμα απέσπασε σχεδόν το 40 τοις εκατό των ψήφων. Το μήνυμα του Χίτλερ ήταν ενότητα για τους «γνήσιους» Γερμανούς. Έκανε έκκληση για επιστροφή στη συντροφικότητα των χρόνων του πολέμου. Σύμφωνα με τις αναμνήσεις της Τζούτα Ρούντιγκερ, μελλοντικής επικεφαλής της Ένωσης Γερμανίδων Κορασίδων: «Μου είπαν τι είχε πει εκείνος ο στρατιώτης (ο Χίτλερ) που είχε πολεμήσει στην πρώτη γραμμή… το μόνο που έχει σημασία είναι η συντροφικότητα, η προθυμία να βοηθάμε και να συμπαραστεκόμαστε ο ένας στον άλλο».
Ψηφίστε Χίτλερ
Το 1932 ο Χίτλερ διεκδίκησε τη γερμανική προεδρία από τον υπερήλικα στρατηγό του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου Πάουλ φον Χίντενμπουργκ. Μέσα στο χάος της αναποτελεσματικής κυβέρνησης, των εναλλασσόμενων καγκελάριων, της οικονομικής δυσπραγίας και της κοινωνικής αναταραχής, ο Χίτλερ πραγματοποίησε δυο εντυπωσιακές προεκλογικές εκστρατείες για την προεδρία, κυρίως χάρη στο έργο του επικεφαλής της προπαγάνδας Γιόζεφ Γκέμπελς. Ό Χίτλερ έγινε ο πρώτος πολιτικός που ταξίδεψε αεροπορικώς σε όλη τη χώρα. Ήταν σαν να κατέβαινε από τα ουράνια, ταξιδεύοντας ακόμα και σε πέντε πόλεις την ημέρα για να μιλήσει. Ή εκστρατεία με τίτλο «Ό Χίτλερ πάνω από τη Γερμανία» γνώρισε τεράστια επιτυχία.
Οι προεκλογικές αφίσες ήταν εντυπωσιακές και αποτελεσματικές. «Χίτλερ – η τελευταία μας ελπίδα», έλεγε η μία. «Εργάτες – το Μέτωπο, η Γροθιά – ψηφίστε Χίτλερ, τον Στρατιώτη του Μετώπου!», έλεγε η άλλη, δείχνοντας δυο μεγαλόσωμους εργάτες να αντικρίζουν βλοσυρά τον θεατή. «Γερμανέ εργάτη, σκέψου τα παιδιά σου – ψήφισε Χίτλερ», καλούσε μια άλλη που έδειχνε μια γυναικεία μορφή να σφιχταγκαλιάζει τα παιδιά της. Μια άλλη βροντοφώναζε: «Ό μαρξισμός είναι ο φύλακας άγγελος του καπιταλισμού, ψηφίστε Εθνικοσοσιαλιστές», απεικονίζοντας τον καπιταλισμό σαν έναν καλοντυμένο υπέρβαρο Εβραίο που κρατούσε μια τσάντα γεμάτη χρήματα. Αυτές οι απλές αφίσες μιλούσαν στον καθένα –σε άνδρες, σε γυναίκες, σε όλο τον λαό– και είχαν ως στόχο έναν κοινό εχθρό: τους Εβραίους.
Ωστόσο, η γερμανική πολιτική ελίτ δεν είχε πειστεί ότι εκείνος ο δεκανέας από την εργατική τάξη, όπως τον θεωρούσαν, ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος για τη δουλειά. Καθώς οι πιέσεις από το κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό χάος της χώρας συνεχίζονταν, έπρεπε να ληφθούν κάποια μέτρα. Πίστευαν ότι θα μπορούσαν να ελέγξουν τον Χίτλερ και τις υπερβολές των Ναζί αν τους συμπεριλάμβαναν στην κυβέρνηση αντί να τους κρατούν εκτός σαν ταραχοποιούς κι έτσι ο Χίντενμπουργκ συναίνεσε στον διορισμό του Χίτλερ στη θέση του καγκελάριου, με αντικαγκελάριο τον συντηρητικό Φραντς φον Πάπεν. Γρήγορα όμως συνειδητοποίησαν το λάθος τους.
Πριν περάσει ένας μήνας από τον διορισμό του Χίτλερ στις 30 Ιανουαρίου 1933, το κτήριο του Ράιχσταγκ στο Βερολίνο πυρπολήθηκε. Αν και κατηγορήθηκε ένας Όλλανδός κομουνιστής, ο Μαρίνους βαν ντερ Λούμπε, υπήρξαν φήμες για ανάμειξη των Ναζί. Σύμφωνα με τον Χίτλερ, αυτό ήταν το τελευταίο σημάδι για την κήρυξη καθεστώτος έκτακτης ανάγκης. Ο Εξουσιοδοτικός Νόμος που ψηφίστηκε στις 24 Μαρτίου 1933 επέτρεπε την επιβολή νόμων χωρίς να χρειάζονται επικύρωση από το Ράιχσταγκ.
Ο Χίτλερ διακήρυξε ότι το Ναζιστικό Κόμμα ήταν το μόνο νόμιμο κόμμα στη Γερμανία. Όλα τα άλλα κόμματα και οι συνδικαλιστικές ενώσεις διαλύθηκαν. Τα γερμανικά κρατίδια έχασαν την αυτονομία τους και στις κυβερνήσεις τους διορίστηκαν Ναζί αξιωματούχοι. Όι Εβραίοι χαρακτηρίστηκαν ως «μη Άριοι» και ως εκ τούτου απαγορεύτηκε να διδάσκουν, να διορίζονται στο δημόσιο, να υπηρετούν στον στρατό ή να διατηρούν επιχειρήσεις. Στις 21 Μαρτίου 1933 άνοιξε το πρώτο στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Νταχάου, κοντά στο Μόναχο.
Ο Χίτλερ έγινε πλέον ο δικτάτορας της Γερμανίας και η χώρα ένα ολοκληρωτικό αστυνομικό κράτος. Αφού έθεσε υπό έλεγχο τους εξωτερικούς εχθρούς του, ο Χίτλερ στράφηκε προς τους εσωτερικούς. Αποφάσισε να αντιμετωπίσει τον Ερνστ Ρεμ, ο οποίος αποσκοπούσε σε μεγαλύτερο μερίδιο εξουσίας και προκαλούσε αναταραχές. Δεν σκόπευε να υποταχθεί στον Φύρερ και πίστευε ότι τα Τάγματα Εφόδου έπρεπε να ενσωματωθούν στον γερμανικό στρατό, με τον ίδιο επικεφαλής. Ο Χίμλερ και ο Γκέρινγκ μαγείρεψαν ψευδή στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία ο Ρεμ σχεδίαζε πραξικόπημα. Ο Χίντεμπουργκ ζήτησε από τον Χίτλερ να αντιδράσει. Στις 30 Ιουνίου 1934, ο Ρεμ και η ηγεσία των SA εκτελέστηκαν μαζί με όσους ο Χίτλερ πίστευε ότι τον είχαν προδώσει κατά την άνοδό του στην εξουσία. Από τη λίστα αυτή δεν γλίτωσε ούτε ο Γκρέγκορ Στράσερ. Το αιματοβαμμένο Τρίτο Ράιχ του Χίτλερ είχε αρχίσει.
Των Emily Turner-Graham και Michael Haskew
Τo παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Αll About History» (10/2018), που κυκλοφορεί μία φορά τον μήνα με το «Εθνος της Κυριακής»
- Παγκόσμια ανησυχία για τις απειλές Πούτιν μετά το χτύπημα με τον πύραυλο Oreshnik στην Ουκρανία: Τα χαρακτηριστικά του νέου όπλου της Ρωσίας
- Νέα αποκάλυψη για την υπόθεση της Αμαλιάδας: Είχε παντρευτεί εικονικά Ινδό η Ειρήνη Μουρτζούκου
- Πόλεμος της κυβέρνησης Μπάιντεν με τις εταιρείες τεχνολογίας: Ζητεί να διαχωριστεί η Google από το Chrome και το Android
- Βρετανία: Πόσο κόστισε η στέψη του βασιλιά Καρόλου – Το ιλιγγιώδες ποσό