«Προσκύνημα» στη μεθόριο: Σημείο διαχωρισμού και σύγκλισης
Το All About History εξασφάλισε για τους αναγνώστες του μια πολύ ενδιαφέρουσα συνομιλία με την Κάπκα Κασάμποβα, συγγραφέα του βιβλίου «Σύνορα» - Συνέντευξη στον Χρυσόστομο Μπομπαρίδη🕛 χρόνος ανάγνωσης: 15 λεπτά ┋
Ένας κόσμος με σπουδαίο παρελθόν, που λόγω των ιστορικών εξελίξεων και ανακατατάξεων χάνεται η ιδιαιτερότητά του, αναδύεται μέσα από τις σελίδες του βιβλίου «Σύνορα» της Κάπκα Κασάμποβα. Οι εντυπώσεις ενός πραγματικού ταξιδιού-προσκυνήματος αποτελούν τον τρόπο με τον οποίο ζωντανεύει στα μάτια των αναγνωστών η σημαντικότερη μεθοριακή γραμμή των πολυτάραχων Βαλκανίων.
Πρόκειται για τα σύνορα που χωρίζουν Ελλάδα, Βουλγαρία και Τουρκία. Γεωγραφικά περιλαμβάνουν τη Δυτική και Ανατολική Θράκη και την Ανατολική Ρωμυλία. Η συγγραφέας καταγράφει τηρώντας ένα είδος ημερολογίου τις εντυπώσεις και τις εικόνες που βλέπει στο πρώτο ταξίδι επιστροφής της αρχικά στο μέρος που ταυτίστηκε με τα παιδικά της χρόνια, τη Στράντζα. Η δασώδης περιοχή μέσα από το επιβλητικό τοπίο κρύβει πολλές μικρές και μεγάλες ιστορίες που η συγγραφέας ανακαλεί από τον κόσμο των παιδικών της βιωμάτων ή ανακαλύπτει σ’ αυτό το ταξίδι. Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι ιστορίες που καταγράφει με θέμα τις αναζητήσεις θησαυρών όπως οι οργανωμένες αναζητήσεις από τις αρχές του Βουλγαρικού Κομμουνιστικού Κόμματος.
Τα ίδια αυτά χώματα, γεμάτα ιστορία, αποτελούν τον τόπο όπου διαδραματίζονται άγνωστες ιστορίες ανθρώπων προερχόμενων από χώρες του τότε Σιδηρού Παραπετάσματος που προσπάθησαν από εκεί να διαφύγουν σε Ελλάδα και Τουρκία. Οι δραματικές περιπέτειές τους, συχνά μοιραίες, οι αναγκαστικές εκτοπίσεις Ελλήνων και μουσουλμάνων Βούλγαρων, ξαναζωντανεύουν άμεσα και υπαινικτικά στο οδοιπορικό της Κασάμποβα. Δεν θα ήταν υπερβολικό να ειπωθεί πως το κείμενό της σ’ ένα βαθμό επιβεβαιώνει το μέγεθος της μισαλλοδοξίας και του εθνικιστικού φανατισμού που καθόρισαν τη μορφή της συγκεκριμένης συνοριακής γραμμής.
Από τις εικόνες των εγκαταλελειμμένων σπιτιών των Ελλήνων, τους νομαδικούς πληθυσμούς των Πομάκων και των Ρομά και γενικότερα τους βιαίως εκτοπισθέντες γίνεται σαφής η επίδραση των κεντρικών αποφάσεων. Αλλά αυτό που καταδεικνύει η συγγραφέας είναι η διατήρηση μιας «κοινής» γλώσσας επικοινωνίας που συμπεριλαμβάνει αξίες, συνήθειες, ήθη και έθιμα, ανεπηρέαστης από θρησκευτικές ή εθνικές/εθνοτικές καταβολές.
Η συγγραφέας και ποιήτρια Κάπκα Κασάμποβα γεννήθηκε στη Σόφια της Βουλγαρίας το 1973, μετανάστευσε με την οικογένειά της στη Νέα Ζηλανδία στις αρχές της δεκαετίας του ’90 και από το 2005 ζει μόνιμα στη Σκοτία. Η μητρική της γλώσσα είναι τα βουλγαρικά αλλά γράφει στα αγγλικά. Η πρώτη της ποιητική συλλογή, Όλοι οι δρόμοι οδηγούν στη θάλασσα (1997), βραβεύτηκε στη Νέα Ζηλανδία και το πρώτο της μυθιστόρημα, Αναγνώριση (1999), απέσπασε το βραβείο Συγγραφέων της Κοινοπολιτείας. Τα Σύνορα, μεταξύ άλλων διακρίσεων, τιμήθηκαν το 2018 με το Highland Book Prize, καθώς και με το βραβείο Παγκόσμιας Πολιτισμικής Κατανόησης της Βρετανικής Ακαδημίας.
«Τα νότια Βαλκάνια αποτελούν το όνειρο κάθε κυνηγού θησαυρών και το όνειρο κάθε παραμυθά-αφηγητή»
Ο Θεόκριτος στα «Ειδύλλια» κατά την ελληνιστική εποχή και ο Βιργίλιος στα «Βουκολικά» διαμόρφωσαν ένα ποιητικό είδος όπου ο χώρος δράσης των ηρώων είναι η ιδεατή απεικόνιση μιας ορεινής εποχής της Πελοποννήσου, η Αρκαδία. Σε ποιο βαθμό η Στράντζα αποτελεί τη δική σας Αρκαδία;
Είναι αλήθεια ότι όσοι έρχονται σε επαφή με το βουνό Στράντζα επηρεάζονται από αυτό με κάποιον τρόπο. Η Στράντζα ξεκινά από τη Μαύρη Θάλασσα και εκτείνεται μέχρι τη μεθοριακή γραμμή Τουρκίας-Βουλγαρίας. Είναι το μόνο βαλκανικό βουνό με μεσογειακό κλίμα. Είναι άγνωστο στους περισσότερους ανθρώπους σ’ αυτές τις δύο χώρες και ήταν άγνωστο ακόμη και σε μένα μέχρι που πήγα εκεί για το βιβλίο. Μια ντόπια εθνογράφος, η Μαρίνα, με προειδοποίησε ότι «αυτό το βουνό δεν σε αφήνει να μπεις μέσα του και μετά δεν σε αφήνει να βγεις έξω».
Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, η Στράντζα ανήκε στη στρατιωτικοποιημένη συνοριακή ζώνη και αποτελούσε απαγορευμένη περιοχή για τους πολίτες. Το ίδιο ίσχυε και στην τουρκική πλευρά. Χαρακτηριστικά, κι οι ίδιοι οι κάτοικοι έπρεπε να έχουν ειδικές άδειες από το Υπουργείο Εσωτερικών για να ζήσουν εκεί. Άρα μοιάζει περισσότερο μ’ έναν πράσινο Άδη παρά με μια Αρκαδία. Ουσιαστικά κατέρχεσαι την Στράντζα. Στο κεφάλαιο «Προς το Ποτάμι», όπως και στο τελευταίο κεφάλαιο, μεταφέρω την έντονη αίσθηση πως ο συνοριακός ποταμός Ρέζοβο συνιστά κατά κάποιον τρόπο μια Στύγα ή ίσως και μια Λήθη. Το σύνολο των συνόρων είναι έτσι. Έχουν μια μυθική, αρχετυπική διάσταση. Αλλά ακόμη και χωρίς την τραυματική συνοριακή ιστορία από τον Ψυχρό Πόλεμο και από τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913, η Στράντζα είναι ένα παράξενο μέρος – μια από τις τελευταίες μυστηριώδεις περιοχές της Ευρώπης. Χρειαζόμαστε μέρη που είναι ακόμα μυστηριώδη.
Μερικά από αυτά οφείλονται στην αρχαία και μεσαιωνική κληρονομιά της, η «Παρωρία» του Οσίου Γρηγορίου του Σιναΐτη ήταν προφανώς εδώ (ο άγιος Γρηγόριος της Ορθόδοξης Εκκλησίας και ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του κινήματος των Ησυχαστών). Είναι η πατρίδα των θρακικών τάφων και των τοποθεσιών που συνδέονται με την ορφική και τη διονυσιακή λατρεία, και φυσικά οι αναστενάρηδες (nestinari στα βουλγαρικά) προέρχονταν από εδώ. Ο εκπληκτικός πληθυσμός ζώων, ερπετών, πουλιών και φυτών την καθιστούν μια Αρκαδία βιοποικιλότητας.
Ο πατέρας μου, που κατάγεται από την Ανατολική Μακεδονία, μου έχει διηγηθεί πολλές ιστορίες αναζήτησης κρυμμένων θησαυρών. Στο βιβλίο σας ανάμεσα στ’ άλλα υπάρχουν αντίστοιχου περιεχομένου ιστορίες. Σε ποιο βαθμό το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό επηρέασε ή ενδεχομένως επηρεάζει την μορφολογία και διατηρεί τη μυστηριακή γοητεία που ασκεί η περιοχή;
Ναι, όπως είπε και ο Πέρσης ποιητής Ρούμι, «όπου υπάρχει ένα ερείπιο, υπάρχει μια ευκαιρία για θησαυρό». Τα νότια Βαλκάνια αποτελούν το όνειρο κάθε κυνηγού θησαυρών και το όνειρο κάθε παραμυθά-αφηγητή. Μερικές φορές επίσηςείναι και ο εφιάλτης του.
Αυτή η παραμεθόρια περιοχή συγκεκριμένα ένας θησαυρός γεμάτος από αρχαιολογικά ευρήματα, ανθρώπους, προφορική ιστορία και ερείπια κάθε είδους. Ωστόσο, η απουσία του είναι έντονη από τις επίσημες εθνικές ιστορίες. Οι ντόπιοι είναι ίσως οι μόνοι αληθινοί ιστορικοί των συνόρων ψάχνοντας για το δοχείο με τον χρυσό. Αυτό υπογραμμίζει την απόσταση μεταξύ των πρωτευουσών της εξουσίας (όπου η επίσημη εθνική ιστορία κατασκευάζεται, αποστειρώνεται και γράφεται) και της άγριας ενδοχώρας όπου πραγματικά δημιουργείται η ιστορία.
Υπάρχει επίσης το ζήτημα του υπόκοσμου που εμπορεύεται αντίκες και πώς η πολιτιστική κληρονομιά πωλείται στον υψηλότερο πλειοδότη, αντί να καλλιεργείται. Αλλά αυτό είναι ένα εντελώς διαφορετικό θέμα.
Φύγατε από τη Βουλγαρία τη δεκαετία του 1980, όταν οι τότε βουλγαρικές αρχές εκδίωξαν συστηματικά τους μουσουλμανικής καταγωγής Βούλγαρους. Το βιβλίο συνιστά μια προσωπική προσπάθεια αναζήτησης των ιχνών αυτών των ανθρώπων;
Δεν φύγαμε. Η οικογένειά μας μετανάστευσε από τη Βουλγαρία στην Αγγλία το 1990. Στη συνέχεια μεταναστεύσαμε στη Νέα Ζηλανδία το 1992.Η κυνική απέλαση 350.000 Βουλγάρων τουρκικής καταγωγής το 1989 ήταν η μεγαλύτερη αναγκαστική μετακίνηση ανθρώπων στην Ευρώπη από την εποχή του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου – και συνέβη εν καιρώ ειρήνης, στο συνοριακό σημείο ελέγχου που ονομάζεται Kapitan Andreevo-Kapikule. Ήταν το αποκορύφωμα μιας καταστροφικής δεκαετούς εκστρατείας αφομοίωσης του Κομμουνιστικού Κράτους, που στράφηκε τόσο εναντίον των Πομάκων όσο και των Βουλγάρων τουρκικής καταγωγής. Ήταν αδύνατο να γράψουμε για τα σύνορα χωρίς να αναφερθούμε σ’ αυτό το άγνωστο κεφάλαιο της ιστορίας που επηρέασε τόσες πολλές ζωές. Υπήρχαν και θάνατοι. Ήθελα να το γράψω από την οπτική γωνία των ατόμων που ήταν παιδιά τη δεκαετία του 1980, όπως εγώ. Αυτό πραγματεύεται το κεφάλαιο «Κορίτσι ανάμεσα στις γλώσσες».
Η ενορχηστρωμένη τρομοκρατική εκστρατεία εναντίον των Βουλγάρων τουρκικής καταγωγής από την κυβέρνηση Ζίβκοφ συνδέεται ψυχολογικά με την οργανωμένη γενοκτονία εναντίον των μουσουλμάνων της Γιουγκοσλαβίας στη δεκαετία του 1990. Η αναγκαστική μετανάστευση πέρα από τα αυθαίρετα σύνορα αποτελεί σημαντικό κομμάτι της συλλογικής μας βαλκανικής ιστορίας και πρέπει να καταλάβουμε γιατί συνεχίζουμε να κάνουμε πολέμους σχεδόν κάθε δεύτερη γενιά. Κυρίως γιατί οι βαλκανικές κοινωνίες είναι τόσο ευάλωτες στην προπαγάνδα της διχοτόμησης και του μίσους. Χρειαζόμαστε περισσότερη αυτογνωσία, περισσότερη ειλικρίνεια, περισσότερο θάρρος σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο. Το ταξίδι μου ήταν για να αναζητήσω αυτή τη γνώση. Υπήρχαν πολλά πράγματα που δεν ήξερα. Το συνοριακό ταξίδι ήταν μια αποκάλυψη.
Οι ιδεολογικές διαφορές, οι θρησκευτικές αντιθέσεις, η έξαρση του εθνικισμού επέτειναν τα στοιχεία που χώριζαν τους όμορους πληθυσμούς. Ποιος από τους παραπάνω λόγους συνιστά τον μεγαλύτερο κίνδυνο αλλοίωσης της φυσιογνωμίας της περιοχής σήμερα;
Οι ιστορίες των συνόρων που συνάντησα αποδεικνύουν ότι η κυνική πολιτική του «διαίρει και βασίλευε» βρίσκεται στη ρίζα όλων των δεινών στον κόσμο μας. Στα Βαλκάνια το γνωρίζουμε αυτό πολύ καλά. Ή θα πρέπει να το γνωρίζουμε πλέον. Η καταπίεση ενός τμήματος του πληθυσμού θα πρέπει πάντα να αποτελεί συναγερμό για τους υπόλοιπους, επειδή θα είναι οι επόμενοι. Όταν υποφέρει ο γείτονάς μου, υποφέρω κι εγώ – αν όχι σήμερα, αύριο.
Η μεγαλύτερη απειλή είναι η πολιτική της διχοτόμησης, της άρνησης και του φόβου. Ο φόβος αναγκάζει τους ανθρώπους να κάνουν τρομερά πράγματα στους γείτονές τους και στους εαυτούς τους. Ο φόβος μας διαλύει εσωτερικά, μας κάνει σχιζοφρενείς. Στα Βαλκάνια γνωρίζουμε ότι ο γείτονάς μας κρατά έναν καθρέφτη για να κοιτάξουμε μέσα του. Στην ελληνική πλευρά των συνόρων της Ροδόπης υπάρχουν βουλγαρικά αρχικά χαραγμένα στα δέντρα. Και από τη βουλγαρική πλευρά, ελληνικά αρχικά, και μερικά από αυτά είναι πολύ παλιά. Αυτό το σύνορο είναι γεμάτο από ιστορίες που είναι μαθήματα ιστορίας και, επομένως, μαθήματα για όλη την ανθρωπότητα – οδυνηρά, εμπνευσμένα, ίσως διφορούμενα, αλλά εκπληκτικά μαθήματα.
Μια από τις τελευταίες εικόνες του βιβλίου είναι αυτή ενός εθελοντή φύλακα των ερειπίων ενός βυζαντινού μοναστηριού. Πόσο σημαντική θεωρείτε τη διατήρηση κάθε είδους πολιτιστικής κληρονομιάς ως φορέα διαμόρφωσης μιας ενιαίας ταυτότητας; Θεωρείται πως το βιβλίο σας μπορεί να συμβάλει σ’ αυτή την κατεύθυνση;
Ναι, φυσικά η διατήρηση όλης μας της κληρονομιάς είναι σημαντική, ειδικά η μη υλική μας κληρονομιά όπως οι τέχνες. Τι είμαστε χωρίς πολιτισμό και μνήμη, παρά μόνο σκλαβωμένοι καταναλωτές; Ο Taco, ένας τσιγγάνος μουσουλμάνος, είναι ο αυτοδιοριζόμενος φύλακας του βράχου του βυζαντινούμοναστηριού του Αγίου Νικολάου, αλλά και φύλακας της φυσικής κληρονομιάς – επειδή αυτό το μοναστήρι ήταν λαξευμένο στον βράχο μιας ακτής της Μαύρης Θάλασσας. Ενώ οι διεφθαρμένες και άπληστες κυβερνήσεις είναι απασχολημένες με την καταστροφή της πολιτιστικής και φυσικής κληρονομιάς της ανθρωπότητας, οι ήσυχοι, τοπικοί ήρωες όπως ο Taco είναι αυτοί που αναδεικνύει το βιβλίο μου – άνθρωποι που «καλλιεργούν και φροντίζουν», όπως λέει ένας άλλος χαρακτήρας. Ο κόσμος χρειάζεται άτομα και κοινότητες που καλλιεργούν και φροντίζουν, επειδή οι μεγάλες κυβερνήσεις και οι μεγάλες βιομηχανίες είναι απρόσεκτες και καταστροφικές. Πολλοί από τους ανθρώπους του βιβλίου είναι ανθρώπινες γέφυρες, το αντίθετο των συνόρων. Ελπίζω ότι τα Σύνορα θα αποτελέσουν και αυτά με τη σειρά τους μια γέφυρα.
Στο βιβλίο σας είναι παρούσα η έξαρση των μεταναστευτικών κυμάτων από τη Μέση Ανατολή. Η ύπαρξή τους είναι δυνατόν να αλλάξει την εικόνα της περιοχής;
Στο κεφάλαιο που ορίστηκε στην παραμεθόρια πόλη του Σβίλενγκραντ στη Θράκη, περιγράφω μερικά από τα αποτελέσματα των πρώτων ημερών – την περίοδο 2013-2015. Πρόκειται για καταθλιπτικές, ερημωμένες περιοχές και υπήρχε απλώς περισσότερη ζωή, η περιοχή ήταν πιο ζωντανή χάρη στους πρόσφυγες. Αλλά δεν ήθελαν να είναι εκεί, ένιωθαν σαν φυλακισμένοι. Αυτά είναι τα ίδια μέρη που διέσχισαν εκατοντάδες χιλιάδες εκτοπισμένοι Βούλγαροι, Έλληνες και Τούρκοι πριν από εκατό χρόνια κατά τη διάρκεια της «ανταλλαγής πληθυσμών», και το ίδιο μέρος που οι Βούλγαροι τουρκικής καταγωγής διέσχισαν το 1989, με όλα τα υπάρχοντά τους. Όπως είπε κι ένας άντρας στην τουρκική πλευρά: «Κοιτάζοντας τους πρόσφυγες, καταλαβαίνω πώς ήταν η κατάσταση για τους παππούδες μου πριν από εκατό χρόνια. Και αναρωτιέμαι: πότε θα σταματήσει;»
Ωστόσο, τα συνοριακά βουνά είναι γεμάτα από άδεια σπίτια. Θα μπορούσαν να φιλοξενήσουν περισσότερους ανθρώπους, όπως επισημαίνει ο «τελευταίος βοσκός» στο βιβλίο.
Αυτή η παραμεθόρια περιοχή υπήρξε πολύ ευαίσθητη για έναν αιώνα και η άφιξη ανεπιθύμητων ανθρώπων από την Ανατολή ξύπνησε τα φαντάσματα του φόβου και της αμφιβολίας.
Στο κεφάλαιο «Ξενοδοχείο πάνω από τον κόσμο» περιγράφω ένα ελληνικό χωριό στην περιοχή της Ροδόπης όπου ένα ξενοδοχείο βρίσκεται δίπλα σε στρατόπεδο κράτησης, που ήταν κάποτε στρατόπεδο του συνοριακού στρατού. Οι άντρες εκεί είναι πρόσφυγες και δεν ξέρουν τι τους ξημερώνει αύριο. Επισκέφτηκα ξανά αυτό το ξενοδοχείο πέρυσι, και τίποτα δεν έχει αλλάξει.
Αλλά ένα άλλο πράγμα που μας διδάσκουν τα Σύνορα είναι ότι αύριο θα μπορούσαμε να είμαστε εμείς στη λάθος πλευρά των συνόρων. Καλύτερα, λοιπόν, να είμαστε καλοί σήμερα.
Πόσο πιστεύετε ότι χάνεται ο κόσμος των συνόρων που περιγράφετε από τα κολοσσιαία έργα υποδομής που πραγματοποιούνται εκεί;
Ναι, χάνεται. Οι νέοι φράκτες που χτίστηκαν από τις βουλγαρικές και τις ελληνικές κυβερνήσεις σε συνεργασία με την Τουρκία, τα μεγάλης κλίμακας βιομηχανικά έργα που αντιτίθενται σε κάθε περιβαλλοντική έννοια, η επαναστρατιωτικοποίηση της περιοχής – όλα αυτά πνίγουν ασφυκτικά αυτή την όμορφη περιοχή, πάνω που είχε αρχίσει να αναπνέει ξανά. Στην τουρκική πλευρά υπάρχουν νέα εργοστάσια τσιμέντου και λατομεία χρυσού. Στην ελληνική πλευρά, πολλά λατομεία μαρμάρου. Στη Βουλγαρία ακόμα περισσότερα ξενοδοχεία και αποψιλώνονται πολύτιμα δάση. Είναι μια μορφή τρέλας. Και επειδή η παραμεθόρια περιοχή είναι απομακρυσμένη, συμβαίνουν πολλά πράγματα τα οποία δεν γνωρίζουν οι άνθρωποι εκεί. Μερικά από τα μέρη που επισκέφτηκα δεν είναι πλέον επισκέψιμα, λόγω της χρήσης τους για στρατιωτικές ανάγκες. Η θετική πλευρά είναι ότι υπάρχουν πλέον περισσότεροι διασυνοριακοί δρόμοι που επανασυνδέουν τις απομακρυσμένες γειτονικές χώρες.
Τα σύνορα μας διδάσκουν ότι το συρματόπλεγμα του σήμερα βρίσκεται στον σωρό με τα σκουπίδια της ιστορίας αύριο. Εδώ κατανοείτε ότι ο τελικός προορισμός όλων των τεχνητών συνόρων και όλων των ανθρωπογενών βιομηχανιών είναι η αποσύνθεση και η κατάρρευση. Βλέπετε τα ερείπια (ίσως με μια ευκαιρία για ανεύρεση θησαυρού!)και ότι η Φύση είναι το μόνο πράγμα που αντέχει στον χρόνο.
Η ελληνοβουλγαρική μεθόριος καταλαμβάνει ένα σχετικά μικρό τμήμα στο βιβλίο σας. Μήπως αυτό είναι μια συνειδητή επιλογή με την προοπτική συγγραφής ενός επόμενου βιβλίου;
Χαίρομαι που το ρωτάτε αυτό. Είναι ένα ανεξάντλητο θέμα η μεθόριος Ελλάδας-Βουλγαρίας. Μοιραζόμαστε μια κοινή γεωγραφία και ιστορία και συνδεόμαστε εδώ και πολύ καιρό. Ωστόσο, δεν το συζητάμε και δεν το γιορτάζουμε συχνότερα στον κυρίαρχο πολιτισμό μας – και πάλι εμφανίζεται αυτό το ζήτημα της αυτογνωσίας αλλά και της γνώσης του γείτονα στα απέναντι σύνορα.
Γράφω ένα βιβλίο με το όνομα Ελιξίριο. Είναι μια εξερεύνηση των πλούσιων πολιτισμών του ποταμού Νέστου-Μέστα. Άλλος ένας ψυχο-γεωγραφικός θησαυρός: ένας διασυνοριακός ποταμός με εξαιρετικά ανθρώπινα και φυσικά οικοσυστήματα. Ένα ποτάμι που ξεκινά στο ψηλότερο βουνό των Βαλκανίων και καταλήγει στο Αιγαίο έχει πολλές ιστορίες να αφηγηθεί.
*Συνέντευξη στον Χρυσόστομο Μπομπαρίδη
Από το πρώτο φθινοπωρινό τεύχος του All About History #22.
- Κυκλοφορεί στις 22/9 στα περίπτερα της Αττικής και σε επιλεγμένα βιβλιοπωλεία παντού στην Ελλάδα κι ένα μήνα μετά, στις 22/10 στα περίπτερα της υπόλοιπης Ελλάδας!
- Συνδρομές All About History εδώ...
Επίθεση στο Μαγδεμβούργο: Ο εφιάλτης της τρομοκρατίας επέστρεψε στην Ευρώπη – Οι χώρες ενισχύουν τα μέτρα ασφαλείας υπό τον φόβο «τυφλών» χτυπημάτων
«Στην περιοχή υπάρχουν και άλλα ρήγματα»: Τι λένε οι επιστήμονες για τον σεισμό στο Θέρμο Αιτωλοκαρνανίας
Ρόδος: Ο μεγάλος νικητής του ελληνικού τουρισμού - Εντυπωσιακή αύξηση επισκεπτών το 2024
Το χαριτωμένο υποκοριστικό που έχουν δώσει στον Πρίγκιπα Τζορτζ οι συμμαθητές του
Live όλες οι εξελίξεις λεπτό προς λεπτό, με την υπογραφή του www.ethnos.gr