Ο Βαγγέλης Γιαννίσης γράφει για το Πάσχα: Πίσω από τις πόρτες
Άγγελος ΓεραιουδάκηςΟι τοίχοι που χωρίζουν το διαµέρισµά µου από τα γειτονικά, όπως συµβαίνει µε τις περισσότερες παλιές αθηναϊκές πολυκατοικίες, είναι λεπτοί σαν ρυζόχαρτο. ∆εν γνωρίζω γιατί συµβαίνει αυτό, αν ήταν λόγω της φτήνιας των υλικών που χρησιµοποιούσαν οι εργολάβοι τις δεκαετίες από το ’60 µέχρι το ’80 ή εξαιτίας κάποιου βίτσιου των πολιτικών µηχανικών, που είχαν γεννηθεί σε σπίτια στα οποία ολόκληρες οικογένειες πέντε και δέκα ατόµων -γονείς, παιδιά, παππούδες- συµβίωναν δίχως καµία απολύτως αίσθηση της ιδιωτικότητας σε ένα δωµάτιο και γι’ αυτό ήθελαν να καταδικάσουν και τις επόµενες γενιές στην ίδια µοίρα που είχαν και εκείνοι ως παιδιά.
Παρόλο που δεν έχω καθηµερινή επαφή µε τους γείτονές µου -άντε, να πούµε ένα καληµέρα αν βρεθούµε στις σκάλες- τους γνωρίζω καλά. Το ίδιο και αυτοί εµένα, φαντάζοµαι. Εχω µάθει τι ώρα ξυπνούν, πότε θα πάνε στη δουλειά, ποιος θα φύγει πρώτος, ποιος θα επιστρέψει τελευταίος. Ξέρω πόση ώρα τους παίρνει να κάνουν µπάνιο, ακόµη και πόση ώρα ο σύζυγος κλείνεται στην τουαλέτα για να κάνει την ανάγκη του ξεφυλλίζοντας περιοδικά. Η κουζίνα µου επικοινωνεί µε το µπάνιο τους µέσω του φωταγωγού και το γύρισµα των σελίδων ακούγεται το ίδιο καθαρά, λες και του κρατάω εγώ ο ίδιος το περιοδικό ενώ προσπαθεί να ξαλαφρώσει.
Τον καιρό που όλα ήταν φυσιολογικά, οι ζωές µας διασταυρώνονταν αυτές τις λίγες ώρες που οι γείτονές µου και εγώ ήµασταν σπίτι• το πρωί και τα απογεύµατα, όταν γυρίζαµε από τη δουλειά. Ωστόσο, τώρα πια τα πράγµατα έχουν αλλάξει για όλους µας. Το σπίτι από καταφύγιο έχει γίνει πολυτελές κελί φυλακής, από το οποίο ο κόσµος προσπαθεί να αποδράσει µε κάθε ευκαιρία και δικαιολογία. Και είναι πραγµατικά αστείο, αν το καλοσκεφτεί κανείς. Το σπίτι και η εύρεση ενός συντρόφου είναι δύο από τους βασικούς πυλώνες οποιασδήποτε κοινωνίας. Ταυτόχρονα, είναι τα δύο πράγµατα από τα οποία όλοι προσπαθούν να ξεφύγουν.
«Χρήστο, έλα να µε βοηθήσεις».
Στήνω αυτί.
Οι φωνές ακούγονται από το σαλόνι. Περνούν µε ελάχιστη παραµόρφωση µέσα από τους δέκα πόντους από τούβλα, τσιµεντοκονίαµα και σοβά. Βήµατα. Ενα ντουλάπι που κλείνει.
«Χρήστο;»...
Ρίχνω µια µατιά στο ρολόι µου• περασµένες έντεκα. Τον πρώτο καιρό ξυπνούσαν µαζί, ποτέ µετά τις εννέα και µισή. Το ρυθµικό χτύπηµα του κρεβατιού τους πάνω στη µεσοτοιχία των διαµερισµάτων µας και οι εναρµονισµένες φωνές τους, τις οποίες δεν έκαναν τον κόπο να συγκρατήσουν, σηµατοδοτούσαν την αρχή άλλης µίας µέρας. Ωστόσο, αυτή η επιστροφή στον µήνα του µέλιτος της σχέσης τους ήταν πρόσκαιρη. Σύντοµα εκείνη άρχισε να σηκώνεται νωρίτερα, µόνη. Η καφετιέρα γουργούριζε, ενώ εγώ ακολουθούσα τα βήµατά της καθώς έσερνε τις σαγιονάρες της στην κουζίνα ετοιµάζοντας το µοναχικό της πρωινό. Τα πρωινά που έβγαζε ήλιο, έβλεπα τα πόδια της πάνω στο κάγκελο του µπαλκονιού, ίσα να ξεχωρίζουν πίσω από το διαχωριστικό. Στην αρχή, την παρακολουθούσα από τον καναπέ του σαλονιού, έπειτα άρχισα δειλά δειλά να βγαίνω και εγώ έξω, στο µπαλκόνι µου. Οι σελίδες των βιβλίων µας άλλαζαν µαζί, απόλυτα συγχρονισµένες, άξιες για µετάλλιο σε κάποιο Ολυµπιακό αγώνισµα το οποίο δεν είχε εφευρεθεί ακόµα. Και µετά, ξυπνούσε εκείνος.
Το καταλάβαινα προτού ακούσω τη φωνή του, τα βήµατά του ή οτιδήποτε άλλο πρόδιδε την παρουσία του. Ενιωθα το φως να λιγοστεύει, παρόλο που ο ήλιος βρισκόταν κοντά στο ζενίθ του. Τα πάντα σιωπούσαν αφύσικα. Είχα την αίσθηση πως δεν βρισκόµουν πια στο µπαλκόνι ή στο σαλόνι του διαµερίσµατός µου, αλλά κλεισµένος µέσα σε µια διάφανη φούσκα που ταξίδευε στο ∆ιάστηµα και έβλεπα από µακριά την καταστροφή της Γης να πλησιάζει, δίχως όµως να µπορώ να κάνω κάτι γι’ αυτό.
Επειτα, θα ακολουθούσαν τα βήµατα των γυµνών του ποδιών. Ενα ντουλάπι άνοιγε, ένα ποτήρι χτυπούσε δυνατά πάνω στον πάγκο της κουζίνας. Νερό και ο µηχανικός βόµβος της φραπεδιέρας. Σπάνια της µιλούσε µέχρι να φτιάξει τον καφέ του και όταν ξεστόµιζε την πρώτη του λέξη, η διάθεσή µου είχε χαλάσει.
Μια φορά τον πέτυχα στο µπαλκόνι. Εκείνη είχε φύγει για το σούπερ µάρκετ έπειτα από έναν καβγά και εκείνος, µε ελεύθερο το πεδίο, είχε βγει στο µπαλκόνι για να τηλεφωνήσει στο µωράκι του. Τον φαντάστηκα να της µιλάει µε ένα γλοιώδες χαµόγελο στα χείλη του, γερµένος πάνω στο κάγκελο του µπαλκονιού, κοιτάζοντας προς την κατεύθυνση του σούπερ µάρκετ. Επί δέκα λεπτά τον άκουγα να της λέει µε κάθε λεπτοµέρεια τι σκοπεύει να της κάνει µόλις τελειώσει η καραντίνα, προτού την αποχαιρετήσει µε ένα γρήγορο και χαµηλόφωνο πρέπει να κλείσω, µωράκι, θα τα πούµε άλλη ώρα. Η µπαλκονόπορτά του έκλεισε και βρήκα την ευκαιρία να βγω, τάχα µου για να µαζέψω τα ρούχα που κρέµονταν στην απλώστρα. Ισα που πρόλαβα να τη δω, να περπατάει µε το κεφάλι σκυφτό, κουβαλώντας δύο γεµάτες σακούλες µε ψώνια. Προς στιγµήν αναρωτήθηκα εάν θα ήταν σκόπιµο να βγω στο χολ και να της πω κάτι. Αλλά για ποιον λόγο; ∆εν είναι δουλειά µου.
«Τι θέλεις, µωρέ, πρωινιάτικα;»...
∆εν ξέρω αν δεν συνειδητοποιούν πως οι φωνές τους φτάνουν καθαρά στο διαµέρισµά µου ή αν απλά δεν τους νοιάζει, αν είναι εγκλωβισµένοι στον µικρόκοσµό τους. Ο τόνος της υψώνεται και ο δικός του αµέσως, δίχως να χάσει στιγµή, ξεπερνάει τον δικό της, λες και παίζουν ένα παιχνίδι πόκερ, στο οποίο οι δύο παίκτες κάνουν συνεχώς raise, προσπαθώντας να τροµάξουν ο ένας τον άλλον µε το ύψος των πονταρισµάτων τους. Οι φωνές ήδη πριν από την καραντίνα ήταν συχνό φαινόµενο και τώρα έχουν εξελιχθεί σε καθηµερινό. Πολλές φορές είχα µπει στον πειρασµό να τους χτυπήσω δυνατά τον τοίχο, να τους δείξω πως είµαι και εγώ εδώ, πως δεν είναι µόνοι τους στον όροφο, ή να τους ρίξω ένα σηµείωµα κάτω από την πόρτα και να τους ζητήσω αλά ΟΗΕ, µε όµορφα και στρογγυλεµένα λόγια, να ηρεµήσουν λίγο, γιατί τα νεύρα όλων µας είναι επικίνδυνα τεντωµένα. Μάλιστα, δύο φορές είχα αρχίσει να γράφω αυτή την επιστολή, ωστόσο στα µισά το µετάνιωσα και την τσαλάκωσα, την πέταξα στο καλάθι µε τα σκουπίδια, φωνάζοντας -συγκρατηµένα, για να µη µε ακούσουν- «Κόµπι για τρεις!». Παρότι δεν το είχα αποτολµήσει, έπλεκα στο µυαλό µου σενάρια, για το τι θα συνέβαινε εάν το έκανα. Αραγε, θα µου χτυπούσε ο αγροίκος την πόρτα, έτοιµος να ζητήσει εξηγήσεις; Με τις φλέβες στον λαιµό να πάλλονται, έτοιµες να εκραγούν; Και µετά; Θα µας παρέσερναν η στιγµή και τα πιο βασικά µας ένστικτα και θα µετατρεπόµασταν από πολιτισµένοι µικροαστοί σε δύο Νεάντερταλ που πλακώνονται mano a mano, προσπαθώντας ο ένας να υποτάξει τον άλλο; Προσπαθώντας να αποδείξουµε και οι δύο ποιος είναι ο Αλφα αυτής της πολυκατοικίας. Ναι, φαντάστηκα -σχεδόν ένιωσα- τη γροθιά µου να βρίσκει το σαγόνι του. Ενιωσα τις αιχµηρές τρίχες του να µου γρατζουνάνε τις κλειδώσεις. Ισως να µάτωνε. Ισως να σωριαζόταν µε δύναµη στο πάτωµα και εγώ από πάνω του να τον γρονθοκοπούσα ψύχραιµα, δίχως να φωνάζω. Οι σταγόνες του αίµατος θα έκαναν µια υπέροχη αντίθεση µε το µωσαϊκό, ίσως να το συµπλήρωναν κιόλας. Θύµα δολοφονικής µανίας σε καραντίνα, µια σύνθεση µοντέρνας τέχνης, για την οποία σίγουρα το ΜoΜΑ θα τα έσταζε χοντρά. Τύφλα να έχουν τα ψηφιδωτά πατώµατα που βρέθηκαν στην Ποµπηία.
«Με πονάς».
Τους αφήνω µόνους και επιστρέφω στο σαλόνι. Εδώ, οι φωνές από το υπνοδωµάτιο δεν ακούγονται τόσο έντονα. Οι γδούποι, ωστόσο, µε ακολουθούν. Βγαίνω στο µπαλκόνι, παρέα µε ένα βιβλίο, και απολαµβάνω τον ήλιο. ∆εν µπορώ, ωστόσο, να συγκεντρωθώ. Η σκέψη µου βρίσκεται στο µετά. Θα επιστρέψουµε στις ζωές µας και κάποια στιγµή θα επέλθει η ισορροπία, δίχως όµως να ξέρουµε σε ποιο σηµείο θα καθίσει η µπίλια, αν δηλαδή η ισορροπία αυτή θα είναι καλύτερη ή χειρότερη από την προηγούµενη κατάσταση.
Η δίπλα µπαλκονόπορτα ανοίγει και ακούω τα ξυπόλυτα βήµατά του να σέρνονται στις πλάκες του µπαλκονιού. Ο άνεµος κουβαλάει την µπόχα του τσιγάρου του µέχρι τα ρουθούνια µου. Σκύβει πάνω στο κάγκελο, καθώς βγάζει τον καπνό από τα ρουθούνια του και κοιτάζει πρώτα κάτω, έπειτα εµένα. Δίχως να πει κάτι, κάνει µεταβολή και το διαµέρισµα τον καταπίνει. Χαµηλώνω το βλέµµα και συνεχίζω να ψευτοδιαβάζω το βιβλίο µου.
Οι φωνές θα σιγήσουν, ωστόσο το µυαλό µου θα αργήσει να συνειδητοποιήσει την αλλαγή και µονάχα όταν οι αστυνοµικοί χτυπήσουν τη διπλανή πόρτα, τρεις µέρες αργότερα, θα καταφέρω να συνδέσω τις τελείες. Την καφετιέρα που σταµάτησε να γουργουρίζει τα πρωινά. Τους καβγάδες που κόπηκαν µαχαίρι. Τις κραυγές εκείνη την ηµέρα, τις οποίες απέφυγα καταφεύγοντας στο µπαλκόνι µου. Από το ίδιο µπαλκόνι είδα εκείνον να επιβιβάζεται στο πίσω κάθισµα του περιπολικού και εκείνη στη νεκροφόρα.
Από τις ειδήσεις έµαθα πως η µητέρα της κοπέλας ανησύχησε όταν δεν µίλησε στην κόρη της για τρεις ηµέρες σερί και κάλεσε την Αστυνοµία. Οι άλλοι µας γείτονες στον όροφο δήλωσαν πως το ζευγάρι αντιµετώπιζε προβλήµατα -ένας ωραίος και γενικόλογος όρος-, ωστόσο κανείς δεν πίστευε πως τα πράγµατα θα έφταναν ως εδώ. Ποιος πιστεύει πως ο γείτονάς του θα γίνει δολοφόνος; Ποιος θέλει να το πιστέψει; Το διπλανό διαµέρισµα έχει πια αδειάσει και παρ’ όλα αυτά η εκκωφαντική σιωπή του είναι πιο ενοχλητική από κάθε άλλο θόρυβο.
Ολα τα βιβλία του Βαγγέλη Γιαννίση κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Διόπτρα, µε πρόσφατο το αστυνοµικό µυθιστόρηµα «Αµαρόκ».
- Συγκλονιστικά στοιχεία της ΕΛΑΣ για την ενδοοικογενειακή βία - Περισσότερες από 15.000 γυναίκες θύματα σε 10 μήνες
- Ο ΣΥΡΙΖΑ εκλέγει νέο πρόεδρο: Ανοιχτές οι κάλπες - Όλες οι εξελίξεις στο ethnos.gr
- Τα δύο σενάρια για την Προεδρία της Δημοκρατίας: Τι θα γίνει με εκλογικό νόμο και ανασχηματισμό
- Ο Μασκ θέλει να δει τον... Φειδία πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης