Βιβλίο|20.04.2020 18:11

Ο Αντώνης Πάσχος γράφει για το Πάσχα: Τρίτη και φαρµακερή

Άγγελος Γεραιουδάκης

Ενενήντα επτά χρονών η μάνα μου, ανάσταση δεν έχασε. Απ’ αυτήν κόλλησε η μικρή και μας πιλάτευε μήνες πριν: αοφό κι αοφό.

Έφταιγα και του λόγου μου. Κάθε που βγάζαμε να τσουγκρίσουμε αυγά, το ίδιο καλαμπούρι: «άντε, του χρόνου θα σας φέρω ντελίβερι το Άγιο Φως». Η γυναίκα μου με κοίταζε συγκαταβατικά, η πεθερά παρίστανε πως εντυπωσιαζόταν κι η μάνα μου απαντούσε σοβαρά, ότι της φτάνει που την παίρνουμε με την αναπηρική στην εκκλησία – ίσως γιατί φοβόταν μη σοβαρολογώ και την αφήσω στο σπίτι της αδερφής μου, που δεν είναι των τελετών.

Μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη· έλα που φέτος ο κορωνοϊός μάς το ’κλεψε το Άγιο Φως;

Τόσες φορές το ’χα πει, ας έκανα μια προσπάθεια. Τηλεφώνησα στον προγραμματισμό να μάθω ποιες πτήσεις θα το κουβαλούσαν. Να το πάρω απ’ το Τελ Αβίβ δε γινόταν· φέτος δε θα το ’φερνε η εταιρεία μας, αλλά το πρωθυπουργικό αεροσκάφος. Όμως πτήσεις είχα άφθονες να διαλέξω από Αθήνα: Ρόδος, Χανιά, Ηράκλειο, Θεσσαλονίκη· όπου ταξίδευαν τα Airbus εντός Ελλάδος. Μεγάλο Σάββατο είχα ρεπό, πήρα έναν φίλο που πετούσε μια Θεσσαλονίκη, να ανταλλάξουμε. Θα μου φιλούσε το χέρι, άμα δε μας είχε κόψει τα φιλιά ο κορωνοϊός. «Μόνο που θέλω χάρη», μου λέει.

Το ’πιασα το υπονοούμενο.

«Θα σ’ το φέρω», λέω. «Πακέτο στο σπίτι, μετά την πτήση».

Τα συμφωνήσαμε κι άρχισα να κομπάζω. Πρώτα στη γυναίκα μου. «Μη λες μεγάλα λόγια, κράτα το για έκπληξη». «Αμάν, ρε γυναίκα, αυτή η αισιοδοξία σου». Το ’πα στη μικρή. «Αοφοοό», τσίριξε κι έκανε τον γύρο του θριάμβου στο σαλόνι. Να με στραβοκοιτάει η γυναίκα μου. Να χειροκροτεί η πεθερά. Το ’πα στη μάνα μου, απ’ το Facetime του κινητού της αδερφής μου. «Να κάτσεις στ’ αυγά σου». «Έλα ρε μάνα, πιλότος είμαι, εμείς το κουβαλάμε το Άγιο Φως, τα κανόνισα». Αργότερα πήρε η αδερφή μου και μου ’πε ότι φαγώθηκε να τη ρωτάει άμα το εννοώ.

Δυο μέρες πριν, τηλέφωνο ο προγραμματισμός. Αλλαγή.

«Τι Κίνα, ρε παιδιά;»

«Θα πρέπει να πάτε στην Κίνα να φέρετε ιατρικό εξοπλισμό».

«Μα είχα ρεπό και το άλλαξα!»

«Καταλαβαίνετε, κύριε, ότι είστε προσωπικό ασφαλείας;»

Άντε τώρα να βρεις συγκυβερνήτη να πάει στην Κίνα μασκαρεμένος διαστημάνθρωπος. Άλλος γέλασε, άλλος κορόιδεψε. Μόνο έναν ντράπηκα να πάρω, που πετούσε μια Ρόδο, γιατί είχαμε σφαχτεί. Είχα αρρωστήσει πρωτοχρονιάτικα κι ο προγραμματισμός του ’χε φορτώσει την πτήση μου. Λονδίνο. Μ’ είχε βρίσει, ο γάιδαρος.

Δεν το ’πα της γυναίκας μου – η φράση «στα ’λεγα εγώ» είναι συζυγικό καθήκον.

Αποφάσισα να σταθώ στο ύψος των περιστάσεων.

Θα ’λεγα ψέματα. Σιγά τ’ αυγά: θα πάω δήθεν στην εταιρεία με μια γκαζόλαμπα, θα γυρίσω και «δεύτε λάβετε φως».

Το βράδυ η κόρη μου άυπνη. Κλάμα. Αοφό κι αοφό. Και στο όνειρό μου, το σπίτι της μάνας μου τυλιγμένο στις φλόγες απ’ το μαϊμού-Άγιο Φως.

Το πρωί τηλεφώνησα στον γάιδαρο. Μπας και. Του ζήτησα συγνώμη για κείνο το Λονδίνο, κι ας είχα αρρωστήσει βαριά.

«Τριακόσια ευρώ, αδερφέ», μου λέει ο θεομπαίχτης.

Ξεροκατάπια. Είπα κι ευχαριστώ.

Να ’μαι λοιπόν σ’ ένα Airbus με τριάντα επιβάτες για τη Ρόδο. Αργοπορημένοι, γιατί περιμέναμε το Άγιο Φως από το πρωθυπουργικό αεροσκάφος που ’χε καθυστερήσει στο Τελ Αβίβ. Στο σκοτεινό Αιγαίο, τα νησιά σα σμήνη πυγολαμπίδες. Στον ασύρματο ελάχιστοι. Στην πίσω θέση του πιλοτηρίου, ένας συγκυβερνήτης, βαριά είκοσι πέντε χρονών. Η αποστολή του, να κρατάει το σκεύος, που θυμίζει διασταύρωση λάμπας και θυμιατού. Φωτιά στο πιλοτήριο απαγορεύεται κανονικά, όμως το Άγιο Φως είναι άλλη υπόθεση.

Στο iPad του κυβερνήτη η εικόνα της Παναγίας. Τώρα πιάνει τις ιστορίες για τα τριαντατόσα κεριά που ανάβουν μόνα τους, για κάποτε που οι Αρμένιοι δωροδόκησαν έναν σουλτάνο και κλειδώθηκαν στον ναό, μα ένας πατριάρχης σε -όνιος γονάτισε σε μια κολώνα απ’ έξω, κι αντί ν’ ανάψει το φως μέσα, σκίστηκε η κολώνα και ξεφύτρωσε το Άγιο Φως από κει.

Κάποια στιγμή, ο συγκυβερνήτης μου δίνει το σκεύος και πάει τουαλέτα. Μόλις κλείνει η πόρτα, σκάω το παραμύθι στον κυβερνήτη. Μ’ αφήνει να παρακαλάω, βλοσυρός. Φορτώνω στη μάνα μου καρδιές, καρκίνους, εγκεφαλικά...

«Πάψε, ρε αθεόφοβε! Την έφαγες τη γυναίκα».

Μα-μου…

«Μόνο εσύ νομίζεις το σκέφτηκες;» Και φανερώνει μια λάμπα θυέλλης σαν αυτή που κουβαλάω κι εγώ.

Συνωμοτικά χαμόγελα.

Δυτικός άνεμος στη Ρόδο, η προσέγγιση εύκολη. Ο κυβερνήτης αγωνίζεται να προσγειωθεί μαλακά· τέτοια μέρα, όλο και κάποιος θα μας τραβάει βίντεο. Το Airbus όμως είναι πούπουλο κι έχει άλλη γνώμη· πρώτα αιωρείται σα χόβερκραφτ και μετά σκάει σα στάμνα από μπαλκόνι στην Κέρκυρα. Τουλάχιστον φρενάρει γρήγορα.

Στην πίστα, εκτός απ’ τους υπεύθυνους εδάφους, μας περιμένουν δυο ιερείς. Ούτε φαντάροι ούτε επίσημοι. Ώσπου να φέρουν σκάλα, ο κυβερνήτης γυρίζει στον μικρό, πίσω μας. «Φέρ’ το φως, αγόρι μου». Το παίρνει και βγάζει τη λάμπα του, σα να ’ναι η προβλεπόμενη διαδικασία. Αν πρωταγωνιστούσαμε σε κάνα έργο, τώρα που ξεβιδώνει το σκεύος, η φωτιά θα ’σβηνε. Ή θ’ άρπαζε τίποτα, και το αεροπλάνο θα γινόταν παρανάλωμα του Αγίου Πυρός.

Η λάμπα ανάβει με τη μία και το σκεύος δε σβήνει.

«Εσύ στην Αθήνα», μου λέει ο κυβερνήτης και γυρίζει στον άλλον: «κράτα».

Του πασάρει το σκεύος. Του συγκυβερνήτη το σαγόνι κρεμάει. Γουρλωμένα μάτια.

Η σκάλα εφαρμόζει στην πόρτα του αεροσκάφους. Ο κυβερνήτης σηκώνεται, πάει να βγει. Κρατάει τη λάμπα του, όχι το σκεύος.

«Κάπτεν!» ουρλιάζω.

Απ’ έξω μια αεροσυνοδός μας κοιτά μπερδεμένη. Ασπρίζει καθώς αρπάζω το σκεύος απ’ τα χέρια του συγκυβερνήτη και το δίνω του κάπτεν. Δεν ξέρω τι είδαν οι επιβάτες· τώρα περιμένουν τον φωτοδότη κυβερνήτη να βγει – με το σωστό φως. Στη σκάλα παραδίδει το σκεύος σ’ έναν ιερέα, που σταυρώνει την άδεια πίστα και κατεβαίνει. Ο υπεύθυνος εδάφους χειροκροτεί. Εγώ κουρνιάζω με τον άλλον στο πιλοτήριο.

«Δες το απ’ τη θετική πλευρά», λέω. «Θα μας φυλάει στην Αθήνα, που φυσάει».

Κάθεται σε καρφιά. Σφίγγει τη λάμπα του κυβερνήτη, λες και βαστάει το θείο βρέφος.

Μια ώρα μετά, πλησιάζουμε στο Ελευθέριος Βενιζέλος. Ακούω στον ασύρματο το μετεωρολογικό· κακά μαντάτα: νοτιοδυτικός άνεμος, ριπαίος.

Στην τελική ευθεία του διαδρόμου, το αεροπλάνο ανεξέλεγκτο. Πάνω, κάτω, δεξιά, αριστερά, ο αυτόματος πιλότος να μην το προφταίνει. Ο δείκτης της ταχύτητας σούστα. Ο κυβερνήτης σταυροκοπιέται, ο συγκυβερνήτης με τη λάμπα αγκαλιά, έτοιμος να καεί. Βγάζω τον αυτόματο. Κουτάλα το stick, το κουνάω λες κι ανακατεύω σούπα σε τσουκάλι.

Γκρεμίζω το αεροπλάνο σα να ’ναι βαριοπούλα κι ο διάδρομος καρφί. Του πίσω τού ξεφεύγει μια κραυγή.

Παρκάρουμε, ο κόσμος αποβιβάζεται. Αμπαρωμένοι στο πιλοτήριο εμείς. Δε φταίει μόνο η μπαγαποντιά, άντε βγες να χαιρετήσεις με τέτοια προσγείωση. Στο βαν της εταιρείας, ο κυβερνήτης γενναιόδωρος, προσφέρει Άγιο Φως στις αεροσυνοδούς που τρίβουν τη μέση τους. Το θέλει μια, το θέλουν όλες. Μοιράζει κεριά. Εγώ, με τη λάμπα μου.

Πάρε, λέει ο κυβερνήτης και δίνει και του συγκυβερνήτη κερί. Εκείνος διστάζει, μα δέχεται.

Σωστός Προμηθέας, φεύγω από το αεροδρόμιο γκαζωτός. Πρώτη στάση, σπίτι. Ανοίγω πόρτα, αοφοοό, η μικρή, «γρήγορα, το καντήλι», φωνάζω στη γυναίκα μου. Της το ανάβω. «Κάτσε, ρε φονιά, πού πας με τα μολυσμένα ρούχα; Μπάνιο και φόρμες γρήγορα!» Υπάκουος, μπανιαρισμένος και φορμάτος, στέλνω μήνυμα στο 13033 και φεύγω. Δεύτερη στάση, η μάνα μου, μισή ώρα μετά. Ψυχή στο χωριό, λες κι έχει σκάσει βόμβα. Στο φως ενός φαναριού, ο άνεμος στροβιλίζει φύλλα. Η μάνα μου στην εξώπορτα, η αδερφή μου πίσω απ’ την αναπηρική. Φοράω μάσκα και γάντια, βγαίνω απ’ το αμάξι με τη λάμπα. «Σιγά, ρε τζαναμπέτη, θα σβήσει! Μπουφάν δε φοράς, θα κρυώσεις!» Μέσα στο σπίτι, η μάνα μού σιάζει τη φόρμα. Η αδερφή ανάβει καντήλια, κεριά. «Καλό Πάσχα», τους λέω. «Το ’πα, δεν το ’πα;» «Το ’πες», απαντάει η μάνα, σκουπίζει μάτια, σκουπίζει μάγουλα και δίνει μια ροδιά να με πατήσει ή να με φιλήσει.

«Όπα, μάνα· ξεχνιέσαι».

«Συγνώμη, παιδάκι μου, συγκινήθηκα».

Ζουμιά εξ’ αποστάσεως και φεύγω. Με τη λάμπα στο πάτωμα του συνοδηγού, πάω καρφί στον συνάδελφο. Κοιτάζω τις γωνιές σαν τον αστυνόμο Σαΐνη. Παραδίδω τη φλόγα στη γυναίκα του, στην είσοδο της οικοδομής – μάσκα και γάντια κι οι δυο μας, φυσικά.

Στο αμάξι, ξεφυσάω. Αν βιαστώ προλαβαίνω τη μαγειρίτσα πριν κοιμηθεί η μικρή. Οι γειτονιές έρημες. Άδεια μπαλκόνια, άδειοι δρόμοι, ως κι οι κάδοι είναι άδειοι – ένα μικρό θαύμα. Χτυπάει το κινητό.

Τι θέλει ο καραγκιόζης που μου ’φαγε τριακόσια ευρώ;

«Γύρισες από Κίνα;»

«Γύρισα, αδερφέ». Σιγή. «Θέλω χάρη».

Του σφύριξε ο φίλος μου τα κατορθώματά μου και ζήλεψε. Δε μένει μακριά.

«Τριακόσια ευρώ».

Ξεφυσάει.

«Κι άμα με γράψουν, δικό σου το πρόστιμο».

Δέχεται. Επιταχύνω. Στα φανάρια συναντώ λιγοστούς οδηγούς. Μαγκωμένα χαμόγελα, φωλιές λερωμένες.

Στην άκρη του δρόμου, λευκές μηχανές, λευκά κράνη, μαυροντυμένες φιγούρες. Μπλόκο. Ένας αστυνομικός με κοιτάζει. Τον χαιρετάω χαμογελαστός. Σηκώνει το χέρι.

Ξεροκαταπίνω.

Με χαιρετάει.

Ανασαίνω. Γκαντεμιά να με σταματούσαν ένα τετράγωνο πριν το σπίτι του τύπου. Στο επόμενο φανάρι θυμάμαι το ραδιόφωνο. Ψαλμωδίες. Ανοίγω παράθυρο. Και τότε μυρίζω καπνό πετρελαίου. Βαράω το τιμόνι. Τώρα βρήκε το αμάξι να χαλάσει;

Όχι. Έσβησε η λάμπα.

Απέχω είκοσι λεπτά απ’ το σπίτι της αδερφής μου, δέκα απ’ του πρώτου συνάδελφου. Με είδαν στο μπλόκο, κοντεύει δώδεκα. Οι τελευταίες κορδέλες καπνού διαλύονται. Τσεκάρω το πετρέλαιο στη λάμπα· έχει λίγο ακόμα. Την κοιτάζω λες και θα μου βρει λύση. Το φανάρι κόκκινο. Κοιτάζω τον λεβιέ ταχυτήτων. Τον αναπτήρα του αυτοκινήτου. Πράσινο.

Διηγήματά του Αντώνη Πάσχου έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά, ανθολογίες και ιστοσελίδες, στα ελληνικά και στα αγγλικά. Το νέο του μυθιστόρημα με τίτλο «Μετά Βίας» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Bell.

ΠάσχαBell