Αλκυόνη Παπαδάκη: Τα δύσκολα παιδικά χρόνια, η δημοσιογραφία και το νέο βιβλίο της
Άγγελος ΓεραιουδάκηςΗ Αλκυόνη Παπαδάκη είναι µια απλή γυναίκα, µε ενθουσιασµό και πείσµα, που εκπέµπει το άρωµα της ιδεατής µητέρας, που σε αγκαλιάζει, αποκτά µαζί σου αµέσως οικειότητα, είναι τρυφερή και άµεση. Διαβάζοντάς την αισθάνεσαι την ψυχή που κρύβει η πένα της, χαρακτηριστικό που κάνει τους αναγνώστες της να παραµένουν πεισµατικά πιστοί στα µυθιστορήµατά της. Η παιδική της ηλικία δεν ήταν καθόλου απλή και εύκολη. Κόρη δασκάλου µε παράσηµο από τον πόλεµο της Αλβανίας, γεννήθηκε και µεγάλωσε σε ένα µικρό χωριό των Χανίων. Οταν ήταν σε ηλικία τριών ετών, µια µέρα ήρθε ένα φορτηγό και πήρε όλη την οικογένειά της και τους πήγε στη φυλακή, λόγω του θείου της, ο οποίος ήταν αντάρτης στο βουνό. Τελικά τον επικήρυξαν και τον αποκεφάλισαν. Η µητέρα της δεν άντεξε το σοκ και έπαθε νευρικό κλονισµό, ενώ ο παππούς της πέθανε από τη στενοχώρια του. Η σχέση µε τους γονείς της έγινε δύσκολη. Ετσι η µικρή Αλκυόνη µεγάλωσε µε τη γιαγιά της. «Είµαι από αυτούς που µπορεί να πνιγούν σε µια κουταλιά νερό, αλλά όταν τους πετάξεις στον ωκεανό, θα κολυµπήσουν και θα βγουν. Στα δύσκολα νιώθω τη δύναµη µέσα µου. Εχω λίγο από το DNA της γιαγιάς µου, που ήταν γενναία γυναίκα» αναφέρει η Αλκυόνη Παπαδάκη στο «Εθνος της Κυριακής».
Μόλις τέλειωσε το σχολείο, πραγµατοποίησε τη µεγάλη φυγή για την Αθήνα, κρατώντας µονάχα µια βαλίτσα όνειρα. Παρακολούθησε δηµοσιογραφικά µαθήµατα στην Ελληνοαµερικανική Ενωση, ενώ παράλληλα έγραφε το «Κόκκινο σπίτι», το οποίο είναι το πρώτο της βιβλίο. Στη συνέχεια έστειλε µια επιστολή στον Χρήστο Λαµπράκη ζητώντας δουλειά. Ετσι βρέθηκε µαθητευόµενη του Νίκου Κακαουνάκη και έπειτα, µε πρόσκληση του Βουρνά, στην «Αυγή». Εκεί άρχισε να ασχολείται µε το ελεύθερο ρεπορτάζ. «Τη δηµοσιογραφία την αγάπησα περισσότερο από τη λογοτεχνία. Τότε θυµάµαι ότι ήµουν πολύ χαρούµενη που είχα πραγµατοποιήσει το όνειρό µου. Δούλευα ως δηµοσιογράφος µέχρι και τη δικτατορία. Αργότερα µου δόθηκε η ευκαιρία να ξαναγυρίσω πίσω, αλλά είχα ήδη αρχίσει να ασχολούµαι µε τη λογοτεχνία και επίσης είχα δηµιουργήσει οικογένεια. Το µόνο απωθηµένο που έχω στη ζωή µου είναι ότι άφησα νωρίς τη δηµοσιογραφία. Ολα τα υπόλοιπα τα έκανα όπως ήθελα. Ηµουν αρκετά αντιδραστικό και ζωηρό παιδί. Μου άρεσε να πηγαίνω κόντρα στο κατεστηµένο. Γι’ αυτό και ονόµασα το νέο µου βιβλίο “Κόντρα στο κύµα”, το οποίο περιγράφει αρκετά κοµµάτια από την πραγµατική µου ζωή» αποκαλύπτει.
Στον δρόμο
Εµπνευση για εκείνη σηµαίνει να περπατάει στον δρόµο και το µυαλό της να δουλεύει σαν κάµερα. Παρακολουθεί τους ανθρώπους πώς αντιδρούν στα γεγονότα της ζωής και ψάχνει τι υπάρχει από πίσω, στα σκοτεινά µονοπάτια της ψυχής τους. «Οι ήρωες των βιβλίων µου είναι µέσα µου. Είναι άνθρωποι που τους έχω συναντήσει. Δεν είναι τόσο απλό να κάτσεις να γράψεις µια ιστορία. Χρειάζεται αρκετή δουλειά. Είναι µια µάχη και ένα στοίχηµα µε τον εαυτό σου. Δεν είναι λίγες οι φορές που κλαίω ή γελάω µε τους ήρωές µου. Αλλες φορές, πάλι, νιώθω την πίεσή τους και ανοίγω το παράθυρο για να µε φυσήξει λίγος καθαρός αέρας ώστε να µπορέσω να συνεχίσω το γράψιµο» οµολογεί.
Η γραφή της έχει µια αυθεντικότητα, περιγράφοντας ιστορίες της καθηµερινότητας και της αληθινής ζωής µε έναν τρόπο που µόνο εκείνη κατέχει τόσο αριστοτεχνικά. «Δεν κάθισα ποτέ πίσω από κάποια βιτρίνα. Αφησα την ψυχή µου ανοιχτή στον πόνο, στη χαρά, στην απόγνωση, στο λάθος και στην υπέρβαση των άλλων. Η συγγραφή είναι µοναχική, αλλά για να φτάσεις ως εκεί δεν πρέπει να είσαι µοναχικός. Πρέπει να ζήσεις µε τους άλλους και να γνωρίσεις την ψυχή τους. Να µάθεις την αλήθεια τους. Εγώ έµαθα να µη χαιρετάω τους ανθρώπους µε γάντια. Βέβαια, τότε δεν ήταν ο κορονοϊός» λέει χαριτολογώντας.
Από το πρώτο της µυθιστόρηµα µέχρι σήµερα έχουν αλλάξει πολλά. «Αυτό που έχω καταφέρει κυρίως είναι να κερδίσω το δικό µου συγγραφικό ύφος. Αυτό, βέβαια, έγινε µε την εµπειρία. Κάθε µυθιστόρηµα που γράφω είναι πιο µεστό από το προηγούµενο. Οταν ήµουν µικρή, διάβαζα πολύ Καζαντζάκη. Μου έµαθε πόσο βάρος, χρώµα και σηµασία έχουν οι λέξεις. Στη λογοτεχνία σήµερα δεν µου αρέσει η εύκολη γραφή. Η οικονοµία του λόγου είναι σοβαρό πράγµα. Δεν είναι όµορφο να φλυαρείς. Ο Στράτης Μυριβήλης έλεγε ότι κάθε φράση που γράφεις είναι σαν να χτυπάς ένα φίδι στην ουρά και αυτό πρέπει να σηκώσει το κεφάλι του. Αν δεν το κάνει, τότε η φράση δεν αξίζει λογοτεχνικά» υπογραµµίζει.
Σε όλη την πορεία της ζωής της µία λέξη κυριαρχεί: «Μαζί». Ηθελε από µικρό παιδί να είναι µαζί µε τους άλλους. Να γελάνε, να παίζουν και να ονειρεύονται. Να βρίσκεται µακριά από το πατρικό της που έκρυβε τόσο πόνο και δυστυχία. «∆εν υπάρχει πληγή που να µην τη γιατροπορέψει ο χρόνος. Αυτό όµως που δεν µπορεί ποτέ να κάνει είναι να σβήσει τις ουλές. Δίνω µεγάλη σηµασία στην παιδική ηλικία των ανθρώπων, γιατί αυτή είναι που καθορίζει όλη την υπόλοιπη ζωή τους. Εγώ θα ήθελα να σβήσω όλες τις άσχηµες αναµνήσεις που έχω από µικρή. Θυµάµαι να πηγαίνω στον κήπο του σπιτιού µας, να στέκοµαι κάτω από τα δέντρα και να δίνω όρκο πως όταν µεγαλώσω θα έχω ένα σπίτι που όλοι θα είναι χαρούµενοι και θα γελάνε. Εστελνα µηνύµατα µε τα πουλιά στον Θεό για να µεσολαβήσει να έρθει η χαρά µέσα στο σπίτι µου».
Ελπίδα
Η µεγάλη διαφορά της Αλκυόνης Παπαδάκη από τους περισσότερους Ελληνες συγγραφείς είναι ότι όλες οι ιστορίες της κλείνουν µε µια ελπίδα. «Η ζωή συνεχίζεται. Σε όλα τα βιβλία µου. Ο,τι κι αν συµβεί. Υπάρχει πάντα το όνειρο. Ο ήλιος που ανατέλλει καθηµερινά. ∆εν µου αρέσει να βάζω τελεία. Η ζωή δεν είναι πάντα όµορφη, αλλά είναι ενδιαφέρουσα. Στην επόµενη στροφή σε περιµένει ένα άλλο µέρος και το ταξίδι έχει πολλά όµορφα τοπία που σε περιµένουν να τα εξερευνήσεις. Δυστυχώς οι άνθρωποι µένουµε περισσότερο στις άσχηµες στιγµές, γιατί αφήνουµε την ψυχή µας να γονατίσει. Δεν πρέπει, όµως, να χάνουµε το κουράγιο µας. Είµαι αισιόδοξος άνθρωπος. Κάθε µέρα, λέω “καληµέρα” χαµογελαστά. Δεν ξυπνώ µε τη µούρη µέχρι το πάτωµα. Εχω µια εγγονή που της έχω µάθει να κάνει την “οµορφιά της ηµέρας” µε ασήµαντα πράγµατα. Μια µέρα, λοιπόν, µε πήρε τηλέφωνο και µου λέει: “Γιαγιά, έκανα σήµερα την οµορφιά της ηµέρας. Εκλαιγε ένα κοριτσάκι και πήγα και του σκούπισα τα µατάκια”. Και µόνο αυτό να κρατήσει από εµένα, δεν θέλω κάτι άλλο» τονίζει.
Στη ζωή της η Αλκυόνη Παπαδάκη έχει αγαπήσει και έχει αγαπηθεί. Ακόµα και όταν την πρόδωσε η αγάπη, όπως συµβαίνει µε όλους µας, δεν κράτησε κακία. Απλά άλλαξε σελίδα. Πήγε παρακάτω. «Ο έρωτας είναι από τα σηµαντικότερα πράγµατα στη ζωή. Σου δίνει φτερά και βλέπεις τα πάντα από ψηλά. Τώρα καµιά φορά τα φτερά, όπως του Ικαρου, λιώνουν, αλλά αξίζει τον κόπο να κάνεις αυτό το ταξίδι. Να έχεις αυτή την εµπειρία. Και όπως λέω στο νέο µου βιβλίο, όταν ο έρωτας φτάσει στη χόβολη της αγάπης είναι ό,τι καλύτερο µπορούµε να κερδίσουµε από τη ζωή µας».
Προδημοσίευση
«Η καηµένη η κυρία Τασία»
Εντελώς το αντίθετο ήταν η σύζυγός του, η Κλειώ. Η Κλειώ μεγάλωσε σε μια ευκατάστατη οικογένεια κι απόλαυσε όλα τα καλούδια της παιδικής ζωής. Ήταν πρόσχαρη, ρηχή στη σκέψη και στην ψυχή, φλύαρη σε βαθμό κακουργήματος, αλλά πρόθυμη να συμπαρασταθεί σ’ όποιον μπορούσε να βοηθήσει. Δεν ήταν η αγάπη της για τον συνάνθρωπο που την έσπρωχνε πιο πολύ σ’ αυτό. Της άρεσε ν’ ακούει τις ευχαριστίες και τα κομπλιμέντα και να ραντίζεται με το άρωμα της κολακείας.
Πάνω απ’ όλα την ενδιέφερε η εμφάνισή της. Αγόραζε συνεχώς ρούχα, παπούτσια, τσάντες και λοιπά αξεσουάρ, τα κρατούσε για λίγο κι έπειτα τα μοίραζε σε «άπορες κορασίδες», όπως έλεγε. Σύχναζε σε διάφορους κύκλους με άλλες κυρίες για τσάγια, χαρτιά, εκδρομές κ.λπ. Τις περισσότερες ώρες της, βρισκόταν εκτός οικίας. Με το νοικοκυριό δεν είχε καμία σχέση. Ερχόταν κάθε μέρα η κυρία Τασία και φρόντιζε για όλα. «Η καημένη η κυρία Τασία». Το «καημένη» έμπαινε πάντα μπροστά από το «Τασία». Ήταν κάτι σαν προσδιορισμός.
Σ’ εμένα δεν υπήρξε ποτέ η τρυφερή μανούλα. Ό,τι με αφορούσε το έκανε απλά από καθήκον. Αυτό που κυρίως την απασχολούσε ήταν να έχω κι εγώ ρούχα πολλά και γενικά να εμφανίζομαι και να συμπεριφέρομαι ως «κόρη Μαλεφάκη».
Αν ένιωσα λίγη τρυφερότητα και λίγο χάδι σαν παιδί, ήταν μόνο από την «καημένη» την κυρία Τασία.
«Έλα κοντά μου», μου ’λεγε και μ’ άνοιγε την αγκαλιά της. Σαν ουρανός μού φαινότανε αυτή η αγκαλιά. Κι έλαμπα μέσα της σαν αστεράκι.
Συχνά πήγαινα στο σπίτι της –έμενε πολύ κοντά μας– κι έκανα παρέα με τη Μαρίκα, που ήμαστε συνομήλικες. Είχε και δύο αγόρια ακόμα η κυρία Τασία. Όποτε πήγαινα, κουβαλούσα τα παιχνίδια μου και ό,τι λιχουδιές υπήρχαν στα ντουλάπια μας. Κουλουράκια, σοκολάτες, καραμέλες, φιστίκια…
Μου άρεσε πολύ να κάθομαι στο τραπέζι μαζί τους. Μου άρεσε που όλοι μιλούσαν μεταξύ τους, που ο μπαμπάς έλεγε αστεία, που η μαμά και τα παιδιά γελούσαν κι έτριζαν τα τζάμια από τα γέλια και τις χαρές τους. Πού να την έβρισκα εγώ αυτή την ατμόσφαιρα στο δικό μας σπίτι.
Την Κλειώ την ενοχλούσαν πολύ αυτές οι επισκέψεις μου.
«Δεν υπάρχουν άλλα παιδιά να κάνεις παρέα; Τι βρίσκεις τέλος πάντων σ’ αυτό το σπίτι;»
Ποτέ δεν μπόρεσε βέβαια να καταλάβει τι ήταν αυτό που έβρισκα.
«Δεν λέω, να κάνεις παρέα και με τη Μαρίκα. Αλλά να τηρείς και κάποιες αποστάσεις. Δεν θα μάθεις ποτέ να βάζεις τα όριά σου;» (Η αλήθεια είναι πως δεν έμαθα ποτέ.)
Η Κλειώ ψήφιζε κι αυτή ΚΚΕ. Μα σίγουρα θα πίστευε ότι αν υπήρχε περίπτωση να κυβερνήσει κάποτε αυτό το κόμμα, εκείνη, όπως και ο Χρήστος, θα κατείχαν μια θέση ξεχωριστή. Δεν θα έχαναν με τίποτα την πρωτιά τους.
- ΣΥΡΙΖΑ: Η απώλεια της αξιωματικής αντιπολίτευσης, το τάιμινγκ και οι κινήσεις των στρατοπέδων
- ΠΑΣΟΚ: Restart στην Αξιωματική Αντιπολίτευση - Το μεγάλο crash test
- Γιατί ο ΟΑΣΑ προσανατολίζεται σε περισσότερους ιδιώτες στις συγκοινωνίες - Οι γραμμές... ανά παραγγελία
- Στεγαστικό επίδομα για τους σπουδαστές των ΙΕΚ: Οι προθεσμίες για τις αιτήσεις και τα δικαιολογητικά