Βιβλίο | 02.09.2020 17:18

Δάνειον Έθνος: Ένα διπλωματικό θρίλερ με απίθανες τραγελαφικές προεκτάσεις

Σεμίνα Διγενή

Είναι απόλαυση πάντα η συζήτηση με τον Ηρακλή Δ. Λογοθέτη, αυτήν την πολυδιάστατη προσωπικότητα του ελληνικού θεάτρου, τον σημαντικό κριτικό, λογοτέχνη και μεταφραστή. Πολύ περισσότερο τώρα, που μιλάμε για το συναρπαστικό διπλωματικό θρίλερ του, το «Δάνειον Έθνος», που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Σμίλη. Ένα κωμικοτραγικό, σχετικά άγνωστο επεισόδιο της Ελληνικής Επανάστασης, που τα έχει όλα: σασπένς, κρυφά χαρτιά, εξωφρενικές απαιτήσεις, εξαπατήσεις, προδοσίες, τους Ιππότες της Μάλτας και την Τράπεζα της Αγγλίας. Στη συνέντευξή του στο ethnos.gr, επισημαίνει για εμάς τους Έλληνες: «Δεν ξέρουμε να πατάμε γκάζι στην άσφαλτο, ξέρουμε όμως, να παίρνουμε κλειστές στροφές σε χωματόδρομους. Και δεν φοβόμαστε πολύ. Έχουμε μάθει να μη φοβόμαστε, επειδή το αύριο ανήκε πάντα στη σφαίρα της ουτοπίας». 

Πληθώρα επανεκδόσεων για την επανάσταση του 1821, τα κεντρικά πρόσωπα της εποχής και τους σημαντικότερους σταθμούς της, αλλά και ένας αξιόλογος αριθμός νέων εκδόσεων αναμένεται να διεκδικήσουν την προσοχή των αναγνωστών κατά την αμέσως προσεχή περίοδο. Το κεντρικό μοτίβο αυτού του βιβλίου, που ήδη ξεχώρισε, αντλεί ο συγγραφέας από τις «Ιστορικές Διατριβές» του Κωνσταντίνου Σάθα, για να περιγράψει την πρώτη απόπειρα σύναψης συμμαχικής συνθήκης της προσωρινής κυβέρνησης των Ελλήνων, με τους Ιππότες της Μάλτας, με σκοπό την εξασφάλιση δανείου από την Τράπεζα της Αγγλίας.

Το θέμα που ανασύρατε από τη λήθη, κ. Λογοθέτη, είναι ιστορικό, αλλά από την εισαγωγή ήδη διακρίνεται ένας στοχαστικός αντίλαλος που υπερβαίνει τον ορίζοντα ενός αμιγώς ιστορικού βιβλίου.

Η μελέτη της προσέγγισης των Ελλήνων με τους Ιππότες, κυρία Διγενή, όπως και οι ακριβείς περιστάσεις υπό το βάρος των οποίων η μεταξύ τους περίεργη συνθήκη έμεινε ανολοκλήρωτη, είναι δουλειά των ιστορικών. Από την πλευρά μου αρκούμαι στην ιστορική αφορμή που μου προσφέρει το ξεχασμένο κείμενο του Σάθα και επιχειρώ την ερμηνευτική του ανάγνωση με στόχο να συσχετίσω τις πτυχές αυτού του επεισοδίου με τις θλιβερές αναπτυχώσεις του. Τις χρόνιες δηλαδή κακοδαιμονίες και τις εν πολλοίς άγνωστες παρενέργειές τους, που ταλανίζουν έκτοτε τον νεοελληνικό μας βίο.

Tο ιστορικό πλαίσιο πάντως στο οποίο τοποθετείται το θέμα του βιβλίου είναι λίγο-πολύ γνωστό. 

Πράγματι. Το φθινόπωρο του 1822, μετά από ενάμιση χρόνο σκληρού  αγώνα, η ελληνική επανάσταση βρίσκεται σε κρίσιμη καμπή. Οι επιτυχίες των Ελλήνων στη θάλασσα, η άλωση της Τριπολιτσάς και η συντριβή του Δράμαλη στα Δερβενάκια,  σκιάζονται από τις ήττες στη Μακεδονία και την προσωρινή καταστολή του κινήματος στην Κρήτη, την καταστροφή της Χίου και την πανωλεθρία στην μάχη του Πέτα. Παράλληλα, ο Αλή Πασάς έχει εξουδετερωθεί και οι δυνάμεις που συνέτριψαν την ανταρσία του στρέφονται τώρα εναντίον των Ελλήνων. Η πλάστιγγα λοιπόν αρχίζει να γέρνει υπέρ των Οθωμανών. Τα σύννεφα είναι βαριά και το διεθνές πολιτικό κλίμα εξαιρετικά δυσοίωνο, αφού, διαψεύδοντας κάθε προσδοκία, η Ρωσία καταδικάζει την επανάσταση συντασσόμενη πλήρως με τη γραμμή της Ιεράς Συμμαχίας. Οι Έλληνες αισθάνονται, για μια ακόμη φορά, προδομένοι και αντιμετωπίζοντας ολομόναχοι την εχθρότητα των μοναρχικών καθεστώτων ψάχνουν μια ρωγμή στο τείχος που τους κυκλώνει ή έστω μια ευκαιρία να προκαλέσουν αυτή τη ρωγμή.

Τη βρίσκουν;

Έτσι πιστεύουν, τουλάχιστον. Διότι, αμέσως μόλις η  ελληνική κυβέρνηση μαθαίνει ότι οι Ευρωπαίοι ηγεμόνες θα συνέλθουν στη Βερόνα, προπέμπει τον Σεπτέμβριο του 1822 διπλωματική αποστολή επιφορτισμένη να αναστρέψει το αρνητικό κλίμα και να προωθήσει τα ελληνικά δίκαια στη σύνοδο. Οι απεσταλμένοι όμως, ο Ανδρέας Μεταξάς και ο Γάλλος φιλέλληνας πλοίαρχος Ζουρνταίν, δεν φτάνουν ποτέ στη Βερόνα, αλλά κατακρατούνται στην Αγκώνα, από τον φόβο, καθώς φαίνεται, μήπως τυχόν και μεταδώσουν στην άσπιλη μοναρχική Ευρώπη τη λοιμική των επαναστατικών ιδεών. Και να σκεφτείτε ότι ο άμοιρος Μεταξάς ήταν υπουργός της Αστυνομίας, όπως αποκαλούνταν τότε ο υπουργός Εσωτερικών ή Δημόσιας Τάξης.

Ένας υπουργός της Αστυνομίας λοιπόν υπό αστυνομικό περιορισμό. Τρομερή ειρωνεία!

Και είναι μόνον ο προάγγελος μιας κωμωδίας παρεξηγήσεων. Γιατί το αστείο ναυάγιο αυτής της αποστολής, αποτελεί και τη θρυαλλίδα των κατοπινών εξίσου κωμικοτραγικών εξελίξεων. Ο μεν Μεταξάς επιστρέφει στην Ελλάδα, ο δε Ζουρνταίν σπεύδει στο Παρίσι ως εντολοδόχος της ελληνικής κυβερνήσεως για να διαπραγματευτεί με τους Ιππότες της Μάλτας το προσχέδιο μίας συμμαχικής συνθήκης. Από το σημείο αυτό, η φορά των πραγμάτων είναι πράγματι καταιγιστική και η όλη υπόθεση προσλαμβάνει χαρακτήρα διπλωματικού θρίλερ με απίθανες τραγελαφικές προεκτάσεις, γιατί ο ένας πνιγμένος πιάνεται από τα μαλλιά του άλλου. 

Και πως, αν επιτρέπεται να το αποκαλύψετε, εξελίσσεται αυτό το θρίλερ;

Οι Ιππότες στέλνουν στην Ελλάδα διαπραγματευτή και αγωνιώντας μήπως γίνει αντιληπτό ότι το ταμείο του Τάγματος είναι άδειο, απαιτούν να καταληφθεί η Ρόδος (!) ή να τους παραχωρηθεί το ταχύτερο δυνατόν η Σύρος…. Οι Έλληνες, κωλυσιεργώντας απέναντι στις εξωφρενικές αξιώσεις των Ιπποτών, τάζουν λαγούς με πετραχήλια, αποκρύπτοντας τη δραματική κατάσταση του στόλου τους. Ταυτόχρονα, ο Μαυροκορδάτος ζητά τη γνώμη τριών επιφανών προσωπικοτήτων της ελληνικής διασποράς σχετικά με τα ανταποδοτικά οφέλη της συμφωνίας, ενώ αντιλαμβανόμενος ότι η Αγγλία με τον Κάνιγγ πραγματοποιεί ήδη μια στροφή στην εξωτερική της πολιτική, στέλνει στο Λονδίνο ελληνική αντιπροσωπεία για να διαπραγματευτεί, εν αγνοία των ιπποτών, απευθείας δάνειο προς την ελληνική κυβέρνηση. Και το πετυχαίνει. Έτσι η μυστηριώδης, όπως την αποκαλεί ο Σάθας, συνθήκη φαίνεται ότι αν και μάλλον υπεγράφη, είναι αμφίβολο αν εκυρώθη και οπωσδήποτε παρέμεινε ανενεργή…

Tο δάνειο όμως ενεργοποιήθηκε.

Βέβαια. Τα μεταξωτά δάνεια όμως κ. Διγενή θέλουν επιδέξια νύχια — και οι Έλληνες εκείνης της εποχής τα κόβανε με το σουγιά και τα λιμάριζαν με τσακμακόπετρα. Το δάνειο που εκταμιεύτηκε τελικά το 1824 συνομολογήθηκε με πραγματική αξία σκανδαλωδώς μικρή έναντι της ονομαστικής και αποτέλεσε την αφετηρία της διηνεκούς ελλαδικής εξαρτήσεως από την τοκογλυφική διεθνή, ενώ ελάχιστα συνέβαλλε στον εξοπλισμό εναντίον των Οθωμανών. Μεγάλο μέρος του παρακρατήθηκε για προκαταβολή τόκων και χρεολυσίων και ένα άλλο διοχετεύτηκε σε μιζαδόρους, υπεξαιρέθηκε από επιτήδειους ή σπαταλήθηκε στη πολυτελή διαβίωση των Ελλήνων διαπραγματευτών στο Λονδίνο. Το υπόλοιπο που φεσωθήκαμε, όταν έφτασε καθυστερημένα εδώ στην κάτω Ελλάδα, έντυσε τους προσκείμενους στην εξουσία με λαμπρές φορεσιές και αγέρωχα τουρκαλβανικά φέσια και χόρτασε την πείνα τους με γουρουνοπούλες. Επιπλέον, το μισερό δάνειο υπέθαλψε κατά τη διανομή του τις αντιπαραθέσεις πολλών ήδη διεφθαρμένων οπλαρχηγών, παρόξυνε τις φατριαστικές διαμάχες και αναρρίπισε τη φωτιά του δευτέρου εμφυλίου πολέμου. Λίγοι οξύνοες μόνο, όπως ο Κοραής, προείδαν ότι η απτή ωφέλεια θα είναι ελάχιστη και οι ζημίες εκ του επαχθούς λαβείν πολλαπλάσιες. Έτσι, πληρώσαμε το τραπέζι και χορτάσαμε με τα ίδια αποφάγια που λιγουρευόμαστε και σήμερα.

Πρόκειται, υποθέτω, για τα δανεικά αποφάγια που ενέπνευσαν και τον ευρηματικό τίτλο του βιβλίου σας. 

Το «Δάνειον Έθνος» χαρακτηρίζεται όντως από μια αμφισημία, δικαιολογημένη ωστόσο από το περιεχόμενό του. Μία πρώτη ανάγνωση, συσχετιζόμενη άμεσα με τη θεματική του βιβλίου, εδράζεται στο γεγονός ότι η ελληνική Πολιτεία από την αρχή της υπάρξεώς της κατέφυγε στον επαχθή δανεισμό, μια πρακτική που ακολουθεί αδιαλείπτως από τότε μέχρι σήμερα με τα γνωστά σε όλους θλιβερά επακόλουθα. Μία δεύτερη ματιά εστιάζει στο ότι η ελληνική ανεξαρτησία φαλκιδεύτηκε εξαρχής. Η αναγνώρισή της επιβλήθηκε από την Αγγλία, τη Γαλλία και τη Ρωσία με τη Ναυμαχία του Ναυαρίνου και τις συνθήκες που ακολούθησαν. Έτσι, η Ελληνική Πολιτεία αποδέχτηκε την επικυριαρχία των προστάτιδων δυνάμεων και έγινε αρένα επιλύσεως των μεταξύ τους διαφορών. Κυρίως, όμως, η ανεξαρτησία μας υπήρξε δανεική γιατί το νεοσύστατο ελληνικό κρατίδιο αντί να στραφεί στη μακρά αυτοδιοικητική παράδοση των κοινοτήτων του, χρεώθηκε μία συγκεντρωτική ευρωπαϊκή αντίληψη για την οργάνωση, τη λειτουργία και τον γεωστρατηγικό του ρόλο. Επιπλέον υιοθέτησε, χωρίς να τα επεξεργαστεί δημιουργικά, τα προτάγματα του ρομαντισμού, αναφορικά με την καταγωγή του ελληνικού έθνους και την ιστορική του προοπτική.

Στις δάνειες αυτές αντιλήψεις και κυρίως στις συνέπειές τους στον πολιτικό και κοινωνικό μας βίο αφιερώνετε, υπό μορφήν εμβόλιμων σχολίων, ένα μεγάλο μέρος του βιβλίου σας. Έχουμε να κάνουμε λοιπόν με ένα διπλό βιβλίο;

Διπλό σίγουρα αλλά ενιαίο. Τα ενδιάμεσα σχόλια υπηρετούν έναν  δραματουργικό σκοπό, αφού ανακόπτοντας την ορμή της αφήγησης επιταχύνουν την αγωνία του αναγνώστη για την εξέλιξη των γεγονότων, και έναν αναστοχαστικό, εφόσον κατά την πορεία τους φανερώνονται αμυχές από παλιά τραύματα και ανοιχτές πληγές από πρόσφατα δεινά. Πολιτικός βίος φθισικός και διακηρύξεις εύρωστες. Δραματικά ελλείμματα στη παιδεία και ακατάσχετος διοικητικός πληθωρισμός. Γενικότερη αφθονία καλών προθέσεων και πενιχρά, λειψανάλατα αποτελέσματα. Αυτή η διάτρητη συνθήκη των Ελλήνων με τους Ιππότες, είναι το εφαλτήριο για να αφουγκραστούμε τους τριγμούς από τον περιπετειώδη απόπλου του ελληνικού έθνους στη θάλασσα της ανεξαρτησίας του. Κρατικά αυθύπαρκτο μετά από πολλούς αιώνες, ταλαντεύεται ακόμα μεταξύ υποτέλειας και αυτοτέλειας.

Και μετά τί; Απλώς γιορτάζουμε τα 200 χρόνια από την Επανάσταση, χωρίς πραγματικά να στοχεύουμε κάπου;

Καλώς γιορτάζουμε. Κάθε λαός, μετά από τόση ταλαιπωρία, χρειάζεται μια ακτίνα εορταστικού φωτός, δεν βγαίνει η ζωή αλλιώς. Ναι, είναι αλήθεια ότι είχαμε όλες τις ευκαιρίες και χάσαμε πάνω από τις μισές. Όμως ο καιρός είναι μπροστά και η θαλασσοπορεία συνεχίζεται. Τα σπασμένα μας είναι πολλά και τα μισαδάκια που απαντάμε στο διάβα μας περισσότερα. Η ελπίζουσα ευθύνη να τα αρτιώσουμε σε σώμα, όλη δική μας. 

Τι είναι αυτό που μπορεί να μας βοηθήσει να τα καταφέρουμε;

Η αντοχή μας. Η γλώσσα μας, που όπως και να μιλιέται, κρατάει από τον Όμηρο μέχρι σήμερα. Η εκπαίδευσή μας, που μπορεί να είναι λειψή σε πολλά, αλλά ταχύρρυθμη στον ανώμαλο δρόμο. Δεν ξέρουμε να πατάμε γκάζι στην άσφαλτο, ξέρουμε όμως, να παίρνουμε κλειστές στροφές σε χωματόδρομους. Και δεν φοβόμαστε πολύ. Έχουμε μάθει να μη φοβόμαστε, επειδή το αύριο ανήκε πάντα στη σφαίρα της ουτοπίας.

ελληνική επανάστασησυνέντευξη