Η καλύτερη χειρότερη μέρα της ζωής σου: Προδημοσίευση από το νέο βιβλίο του Αυγούστου Κορτώ
Άγγελος ΓεραιουδάκηςΤην ερχόμενη Πέμπτη (17/9) κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη, η νέα ιστορία του Αυγούστου Κορτώ με τίτλο «Η καλύτερη χειρότερη μέρα της ζωής σου: Κουβέντες για το φως μες στο σκοτάδι της κατάθλιψης». Ο συγγραφέας στο οπισθόφυλλο του βιβλίου σημειώνει ότι «δε γνωριζόμαστε, αλλά σε ξέρω. Έχουμε περάσει μέρες και μήνες μαζί, ο καθένας κλεισμένος στο σπίτι του.
Έγραψα το βιβλίο αυτό για σένα και για μένα. Για να σου θυμίσω και να θυμηθώ την κοινή δοκιμασία μας, τον κοινό μας αγώνα. Γιατί η κατάθλιψη είναι συνηθισμένη και μοναδική, ύπουλη και διάφανη, τρωτή όπως κι εμείς οι ίδιοι. Ήταν ένας τρόπος να σου πω: Θα περάσει. Να σε διαβεβαιώσω – και συγχρόνως να καθησυχάσω τον εαυτό μου: η αρρώστια μας θεραπεύεται. Η χειρότερή μας μέρα είναι ακριβώς αυτό, και τίποτα περισσότερο: μια μέρα που παρέρχεται και μας φέρνει πιο κοντά στην ίαση. Ό,τι κι αν μας ψιθυρίζει η κατάθλιψη, πάντα υπάρχει ελπίδα. Είμαστε φτιαγμένοι για καλύτερες μέρες».
Ακολουθεί ένα απόσπασμα από το βιβλίο:
Πρόλογος
«Πώς πάμε; Πόσα βγάλαμε;»
«Είκοσι δύο. Και μη μιλάς, γιατί κουνιέται ο σωλήνας και δε βλέπω».
«Άντε! Άλλα είκοσι».
«Μη μου κουνιέσαι – και δεν τα προλαβαίνουμε όλα. Κάποια διαλύθηκαν».
«Θα ζήσω, τι λέτε;»
«Εσύ θα ζήσεις, εμείς να δούμε».
«Τι μέρα είναι;»
«Η τυχερή σου. Μην κουνιέσαι τώρα».
Η γιατρός στα επείγοντα κάνει τη δουλειά της –πλύση στομάχου: μια δουλειά που έχει κάνει εκατοντάδες φορές– και προσπαθεί, συγχρόνως, να με κρατήσει ξύπνιο, γιατί αρκετά απ’ τα χάπια έχουν ήδη απορροφηθεί, κι η πορεία της καρδιακής κι εγκεφαλικής λειτουργίας μου είναι ακόμη αβέβαιη – οπότε είναι καλό να παραμείνω σε εγρήγορση, να διατηρήσω τις αισθήσεις μου. Ανασηκώνοντας ελαφρώς το κεφάλι – «Βρε, δεν είπαμε μην κουνιέσαι;»–, βλέπω, με την άκρη του ματιού, τον Τάσο και την Τζίνα να στέκονται στην είσοδο του θαλάμου, πασχίζοντας να χαμογελάσουν για να μου δώσουν θάρρος – και να αναθαρρήσουν κι οι ίδιοι, μπρος στη δοκιμασία που τους έλαχε.
Χαράματα Παρασκευής, 23 Απριλίου, 2018. Ξημερώνει η χειρότερη μέρα της ζωής μου. Η χειρότερη μέρα της ζωής του Τασούλη μου και του πατέρα μου, και μια απ’ τις ζοφερότερες μέρες της ζωής των φίλων μου, των ανθρώπων που με αγαπούν, και που, εδώ κι οχτώ μήνες, στον απόηχο ενός μανιακού επεισοδίου, με βλέπουν να παλεύω με την κλινική κατάθλιψη, και να χάνω κατά κράτος.
Μία ώρα νωρίτερα, πεπεισμένος ότι η κόλαση της κατάθλιψης –την οποία έχω βρεθεί να διασχίζω για τέταρτη φορά σε διάστημα είκοσι χρόνων– είναι το πεπρωμένο μου, ένα παντοτινό σκοτάδι, αποφασίζω να βουτήξω στο λυτρωτικό (όπως μου φαίνεται τις παγερές, απόκοσμες εκείνες στιγμές) σκοτάδι του θανάτου: καταπίνω σαράντα δύο δισκία του αντιψυχωσικού που παίρνω –ως διπολικός σε καταθλιπτική συνδρομή– και πλαγιάζω δίπλα στον Τάσο. Πέντε λεπτά αργότερα, κυριεύομαι απ’ τον πανικό της επιβίωσης και προσπαθώ να τα βγάλω (με διάφορους κωμικούς τρόπους, μεταξύ αυτών με μια ξύλινη κουτάλα βουτηγμένη σε υγρό για πιάτα, που αντί για τον επιθυμητό εμετό μ’ αφήνει με το στόμα γεμάτο σαπουνάδες με άρωμα πράσινο μήλο), και στο δεκάλεπτο ειδοποιώ ασθενοφόρο.
Το ένστικτο της ζωής –άγριο σαν κλοτσιά, σαν χέρι που σε αρπάζει απ’ τον βυθό και σε τραβάει στην επιφάνεια με το ζόρι– έχει διατρανώσει την παρουσία του σε πείσμα της επιθυμίας του θανάτου, αλλά το επόμενο τριήμερο, καθώς νοσηλεύομαι προκειμένου να συνέλθω απ’ την απόπειρα, συνειδητοποιώ πόσο εύθραυστη είναι η ζωή που παραλίγο να πετάξω, κι απ’ την οποία τώρα κρέμομαι με λύσσα. Το πρώτο διήμερο, η γλώσσα μου σκαλώνει στις πιο απλές λέξεις, αδυνατώ να ολοκληρώσω έστω και μία πρόταση, κι αναρωτιέμαι, έντρομος, αν η βλάβη είναι προσωρινή ή ανήκεστη – Φέρτε μου πίσω την κατάθλιψη, το σπίτι μου, γυρίστε το ρολόι μια μέρα πίσω, θα το παλέψω! Για καλή μου τύχη, το σύμπτωμα υφίεται, κι επιπλέον βρίσκεται κλίνη για τη νοσηλεία μου στο Αιγινήτειο. Έχω συναινέσει, κι έχω συνυπογράψει, μαζί με τον Τάσο, όλα τα αναγκαία έγγραφα.
Όμως ο άρρωστος, ακόμα κι όταν ξέρει πως η νοσηλεία θα τον βοηθήσει –ότι μπορεί και να του σώσει τη ζωή–, πολλές φορές κλοτσάει στην προοπτική του εγκλεισμού, κι όταν μιλάμε για ψυχικά νοσήματα και ψυχιατρικά νοσοκομεία, ο φόβος, η άρνηση, είναι ακόμα εντονότερα, καθώς τα βαραίνει το μακραίωνο στίγμα: τρελοκομείο, τρελάδικο. Μπουντρούμια κι αλυσίδες και ζουρλομανδύες. Ακρότητες κι αθλιότητες που ανήκουν, ευτυχώς, στο παρελθόν (έστω και στο πιο κοντινό απ’ ό,τι θα νόμιζε κανείς), μα που εξακολουθούν να δηλητηριάζουν τον ταραγμένο ψυχισμό του αρρώστου. Με άλλα λόγια: ξέρω ότι πρέπει να νοσηλευτώ, αλλά δεν το θέλω.
«Μην το βλέπεις σαν τιμωρία» μου λέει ο Τάσος, την προηγούμενη της εισαγωγής μου. «Δες το σαν ευκαιρία να γίνεις καλά, να βρεθεί η σωστή αγωγή, η κατάλληλη θεραπεία, και να μη χρειαστεί να το ξαναπεράσεις όλο αυτό. Ξέρω ότι φοβάσαι», κι εδώ με αγκαλιάζει γιατί με έχουν πάρει τα κλάματα, «αλλά θα είμαι εκεί κάθε μέρα, κάθε μέρα, κι όχι μόνο εγώ. Η αυριανή μέρα, που τόσο σε τρομάζει, μπορεί να είναι η καλύτερη της ζωής σου. Η καινούρια αρχή. Μη μου στενοχωριέσαι, μαζί θα το πολεμήσουμε, κι όλα θα πάνε καλά».
Υπήρξα τυχερός: στο Αιγινήτειο έλαβα πολύτιμη βοήθεια, κι άρχισα να μαζεύω τα κομμάτια μου. Επιπλέον, είχα την αφοσίωση του συντρόφου μου κι όλων των ανθρώπων της καρδιάς μου, που μου έδωσαν το χέρι στα πρώτα δειλά βήματα της θεραπείας. Αυτό που μου φαινόταν άπιαστο όνειρο –η ευχή που λέει και ξαναλέει μέσα του κάθε καταθλιπτικός: Να γίνω καλά!– συνέβη. Την ώρα που γράφω αυτές τις αράδες, δυο χρόνια απ’ τη βραδιά που αποπειράθηκα να αυτοκτονήσω, ζω κάτι που τότε αδυνατούσα να πιστέψω ως νοητή πραγματικότητα: ένα θαύμα – που, ωστόσο, είναι καθ’ όλα εφικτό.
Απ’ τη μέρα που γεννήθηκα, ζω μες στον κόρφο, και κάτω απ’ τη σκιά, της ψυχικής αρρώστιας, έχω σαν δεύτερο σφυγμό τις υφέσεις και τις εξάρσεις της, μυρίζομαι την απελπισία της και μαθαίνω τα τεχνάσματά της. Η μητέρα μου ήταν διπολική, όπως κι εγώ, η γιαγιά μου σχιζοφρενής, οι θείοι και οι θείες μου έρμαια κάθε τόσο της κατάθλιψης. Μολαταύτα, η κατάθλιψη –για την οποία πλέον τόσα γνωρίζουμε, κι η οποία με τόσους τρόπους καταπολεμάται– μου φαίνεται συχνά (ιδίως όταν με επισκέπτεται, και με ρίχνει χάμω) αινιγματική. Ας δούμε, λόγου χάρη, το παράδοξο της περατότητας. Αφ’ ης στιγμής είχα περάσει τρεις φορές το βάσανο της μείζονος κατάθλιψης, κι είχα αναρρώσει και τις τρεις, για ποιον λόγο, όταν νόσησα για τέταρτη φορά, ήμουν τόσο απεγνωσμένα βέβαιος ότι αυτή η επίσκεψή της θα ήταν η φαρμακερή; Κι αν, ο μη γένοιτο, νοσήσω πάλι, θα μπορώ να στρέψω το βλέμμα με νηφαλιότητα στο παρελθόν, και να διδαχθώ απ’ την πείρα μου, ή θα αναμασάω πάλι την πικρή καραμέλα των καταθλιπτικών (Δε θα περάσει ποτέ – Δε θα γίνω ποτέ καλά);
Κανείς δεν το ξέρει – ούτε οι γιατροί μου, ούτε οι άνθρωποι που με αγαπούν, ούτε κι εγώ, φυσικά. Η ψυχική νόσος, όπως κι η ίδια η ψυχή, δεν είναι μετρήσιμη, δεν μπορεί να αναλυθεί και να εξιχνιαστεί εργαστηριακά. Οι ανώτερες εγκεφαλικές μας λειτουργίες –στις οποίες, για όσους δεν ασπάζονται τον ανιμισμό, εντάσσεται κι ο ανθρώπινος ψυχισμός– είναι ένα σύνολο εκλυόμενης και μεταδιδόμενης ενέργειας τόσο περίτεχνο, τόσο θαυμαστό κι εν πολλοίς ακατανόητο, που δεν το πιάνεις από πουθενά. Όσο μπορείς να αρπάξεις τα αστέρια απ’ το στερέωμα, να μετρήσεις και να ονοματίσεις έναν έναν τους κόκκους της άμμου, άλλο τόσο μπορείς να ερμηνεύσεις τη βιοχημεία της συγκίνησης που σου προξενεί μια συγκεκριμένη μουσική φράση, να τιθασεύσεις το μυθικό πλάσμα του αισθήματος, ή να γιατρέψεις με μια κίνηση, απ’ τη μια στιγμή ή απ’ τη μια μέρα στην άλλη –όπως γιατρεύεται ένα σωματικό άλγος ή μια λοίμωξη–, το πολυκέφαλο, πολυπλόκαμο τέρας της ψυχικής αρρώστιας.
Το βιβλίο αυτό –κουβέντες για την κοινή μας εμπειρία της κατάθλιψης, για τον παράλληλο δρόμο μας στο σκοτάδι και την αναζήτηση της αχτίδας που θα μας οδηγήσει στην ίαση– γράφεται αφενός ως αναμέτρηση με το παρελθόν μου ως καταθλιπτικού, κι αφετέρου με την ελπίδα να βοηθήσω έστω και λίγο τα εν ασθενεία αδέρφια μου να σηκώσουν το βάρος που κουβαλούν, τώρα που νιώθω τους δικούς μου ώμους πιο αλαφρωμένους. Η κατάθλιψη, και το καβούκι της, είναι μια συνθήκη τρομερά μοναχική, κι η αίσθηση πως δεν είσαι μόνος –ότι κάποιος ξέρει πως έχεις κουλουριαστεί στο κρεβάτι με τα στόρια κλειστά και τον ύπνο φευγάτο, ότι μπορεί σχεδόν να ακούσει την ανάσα σου καθώς αναρωτιέσαι αν έχει νόημα να συνεχίσεις να ανασαίνεις– είναι πολύτιμη. Ζω χάρη στους ανθρώπους που με έπεισαν να ζήσω.
Κι αν το χρωστώ σε εκείνους να συνεχίσω, άλλο τόσο, φίλε και φίλη που κράτησες κάποτε στα χέρια σου τις ιστορίες μου –και που τόσα, σκοτεινά και φωτεινά, μας ενώνουν–, το χρωστώ και σ’ εσένα.
Χρόνος
Ο χρόνος είναι ο καλύτερος γιατρός. Όποιος έχει πενθήσει ξέρει πως η λαϊκή ρήση αληθεύει – χωρίς ωστόσο να είναι αλάθητη.
Δυο μέρες μετά τον χαμό του δικού σου ανθρώπου –του γονιού, του φίλου, του αδελφού, του συντρόφου– βρίσκεις τη δύναμη να αναμετρηθείς με τις ανελέητες πρακτικές ανάγκες, να παρηγορήσεις, να στηρίξεις, να συνεχίσεις τη ζωή σου, γιατί απ’ την επιβίωσή σου κρέμεται ό,τι απομένει απ’ τον νεκρό, που πια ζει μόνο μέσα σου.
Και δέκα χρόνια μετά, όταν από καιρό θεωρείς πως είσαι ασφαλής απ’ την οδύνη, ένα τυχαίο ερέθισμα –μια φράση σε ένα βιβλίο που θα της άρεσε, ένα τραγούδι που θα ’λεγε θαυμάσια, με τη βελούδινη φωνή του– σε κάνει ξάφνου κομμάτια, και φέρνει στην επιφάνεια τον σπαραγμό ατόφιο.
Όμοια με τη μαύρη τρύπα, που καταπίνει τα πάντα και κάμπτει τον ίδιο τον χωροχρόνο, ο ψυχικός πόνος αλλοιώνει την αίσθηση του χρόνου. Κι ο καταθλιπτικός, που ζει σε συνθήκες αδιάκοπου ψυχικού άλγους, σταδιακά αποξενώνεται απ’ την έννοια της ημέρας και της νύχτας, της εβδομάδας και του μήνα, της εποχής, της ώρας, της στιγμής. Βρίσκεται με το ένα πόδι έξω απ’ τον χρόνο.
Όσο οι άλλοι άνθρωποι (οι ζηλευτοί, οι υγιείς – διότι στον νου του, όλοι οι άνθρωποι του κόσμου είναι υγιείς εκτός απ’ τον ίδιο) βουτάνε στο ποτάμι του χρόνου, κι απολαμβάνουν τη ροή του, εκείνος στέκει στην όχθη κι ίσα που βρέχει το μικρό του δαχτυλάκι. Πόσο ακόμα; μονολογεί, κραυγάζοντας με σφαλισμένα χείλη. Αν κάποιος μπορούσε να του εγγυηθεί τη διάρκεια της αρρώστιας του, να του πει, Σε δυο μήνες θα αρχίσεις να συνέρχεσαι, και πάλι απαρηγόρητος θα ’μενε. Δυο μήνες; Τι πάει να πει δυο μήνες; Πες δυο αιώνες, καλύτερα.
Το ζητούμενο, λοιπόν, ένα απ’ τα πρώτα βήματα στον δρόμο για την ίαση, είναι να επανέλθει στον κοινώς νοούμενο χρόνο. Το ποτάμι, όταν καταφέρει να ρίξει την πρώτη βουτιά, θα ’χει αλλάξει – έτσι μας λέει ο Θλιμμένος Φιλόσοφος, που σπάνια πέφτει έξω. Όμως, στο μεταξύ, θα ’χει αλλάξει κι ο ίδιος: θα είναι καλά, κι η ζωή του θα ’χει αρχίσει να κυλά πάλι, με γεμάτα λεπτά, με ώρες γαλήνης, με μέρες και νύχτες δίχως πόνο.
Ελεύθερος χρόνος: απ’ τις απαρχές της οργανωμένης κοινωνίας, ο χρόνος που σου ανήκει αποκλειστικά, τον οποίο μπορείς να επενδύσεις όπως εσύ επιθυμείς, στην ανάπαυση ή την αναψυχή, αποτελεί πανανθρώπινη επιδίωξη. Χωρίς δικό σου χρόνο, παύεις να έχεις δική σου ζωή, εαυτό – είσαι δούλος, εργαλείο, res.
Ακόμα κι όταν οι ελεύθερες ώρες που έχεις στη διάθεσή σου δε γεμίζουν με τα μεγαλόπνοα σχέδια, με τις φιλοδοξίες και τις φαντασιώσεις που σε τρέφουν τις ώρες της δουλειάς, μπορείς πάντα να μεταθέσεις τους στόχους στο μέλλον. Έχω χρόνο μπροστά μου. Η ζωή είναι μικρή, καταπώς λένε – μα κι απέραντη.
Το άτομο που πάσχει από κατάθλιψη αφενός δεν πιστεύει στο μέλλον, κι αφετέρου έχει συχνά όλο τον χρόνο ελεύθερο: πολλές φορές, εφόσον οι συνθήκες το επιτρέπουν, σταματά να εργάζεται, δεν έχει όρεξη να βγει, να ξοδέψει –πολλώ δε μάλλον να απολαύσει– ώρες σε παρέες και συναναστροφές. Ακόμα κι οι «παθητικές» ασχολίες (τρόπος του λέγειν: για μένα, το διάβασμα είναι διαδικασία περιπετειώδης) μπορεί να το αφήνουν αδιάφορο. Μες στη σύγχυση και την αδυναμία τους, οι οικείοι του προτρέπουν συχνά: Βρες κάτι να κάνεις, μην είσαι όλη μέρα στον καναπέ, με σβηστή την τηλεόραση. Να περνάει η ώρα σου. Οι προθέσεις τους είναι καλές, κι εξυπακούεται πως η οποιαδήποτε δραστηριότητα μπορεί να αποβεί ευεργετική για τον άρρωστο – μόνο που οι συμβουλάτορες αγνοούν κάτι σημαντικό: ο «ελεύθερος» χρόνος του είναι κομμάτι της φυλακής του. Στην καρδιά του, η μέρα έχει εξακόσιες ώρες και πέντε εκατομμύρια δευτερόλεπτα, έτσι που νιώθει να γερνάει πριν την ώρα του, παρά το γεγονός ότι βρίσκεται σε πλήρη, ασφυκτική αδράνεια.
Φυσικά, το ίδιο ισχύει και για οποιονδήποτε νοσεί σοβαρά, για κάθε κλινήρη που μετρά τις μέρες του σαν βαρυποινίτης: ο χρόνος ανήκει όλος στην αρρώστια.
Πρέπει, λοιπόν, να της τον κλέψεις. Έχεις την αίσθηση ότι η κατάθλιψη είναι πλέον όλη σου η ζωή, αλλά καμία ασθένεια δεν ορίζει απόλυτα τον ασθενή: όπως μάχεται το σώμα του –αργά, βουβά, επίμονα–, έτσι μάχεται κι η ψυχή του.
Κι επειδή η ζωή μας είναι, μοιραία, γεμάτη χρονοβόρους καταναγκασμούς, ας αναγνωρίσουμε στον εαυτό μας το δικαίωμα της φαινομενικής απραξίας – ο καταθλιπτικός, όσο κι αν δεν το πιστεύει, δεν είναι αδρανής: μέσα του μαίνεται μια ασταμάτητη πάλη. Πρέπει απλώς να υπομείνει τον χρόνο μέχρι τη νίκη.
- Το σχέδιο της Τουρκίας για τη νέα κατάσταση στη Συρία: Η Άγκυρα αναλαμβάνει τον ρόλο του προστάτη - Τα μηνύματα στις ΗΠΑ
- Γεράσιμος Χουλιάρας για σεισμό στην Τριχωνίδα: Η λίμνη έχει γίνει από πολλά ρήγματα - Έχει δώσει και 6 Ρίχτερ
- Πόσο θα αλλάξει το dating τα επόμενα χρόνια η τεχνητή νοημοσύνη – Οι καινοτομίες που έρχονται
- «Τρίμπαλο» και τρίποντο για τον ΠΑΟΚ που παρέμεινε σε απόσταση αναπνοής απ' την κορυφή