Βιβλίο|14.04.2021 16:13

Κάποια κορίτσια, κάποια καπέλα και ο Χίτλερ: Η αληθινή ιστορία της Τρούντι Κάντερ (Προδημοσίευση)

Άγγελος Γεραιουδάκης

Την ερχόμενη Παρασκευή (16/4) κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος, η ιστορία της Τρούντι Κάντερ με τίτλο «Κάποια κορίτσια, κάποια καπέλα και ο Χίτλερ». Το 1938, η όμορφη και χαρισματική Τρούντι Κάντερ σχεδιάζει καπέλα για τις πιο καλοντυμένες κυρίες της Βιέννης. Συχνάζει στα περίφημα κοσμικά καφέ και κάποια στιγμή ερωτεύεται παθιασμένα τον Βάλτερ Έρλιχ, έναν γοητευτικό επιχειρηματία. Ωστόσο, καθώς τα τανκς του Χίτλερ προελαύνουν στην Αυστρία, ο κόσμος αυτού του νεαρού ζευγαριού Εβραίων καταρρέει.

Με πρόζα που πετάει σπίθες, το «Κάποια κορίτσια, κάποια καπέλα και ο Χίτλερ» αφηγείται την αληθινή ιστορία της απίστευτης διαφυγής της Τρούντι και του Βάλτερ από τη Βιέννη στην Πράγα και από εκεί στο βομβαρδιζόμενο Λονδίνο, εν μέσω της φρίκης που κατάπινε ολόκληρη την Ευρώπη. Το κουράγιο, η ευρηματικότητα και η επιμονή της, που κράτησαν την ίδια και τον αγαπημένο της ζωντανούς, καθιστούν τούτο το βιβλίο ένα ανεξίτηλο ιστορικό αγάπης και επιβίωσης.

Αξίζει να σημειωθεί ότι το βιβλίο βρήκε τυχαία μια Αγγλίδα επιμελήτρια εκδόσεων, χαζεύοντας σε ένα παλαιοβιβλιοπωλείο στο Λονδίνο, και τώρα οι αναγνώστες σε όλο τον κόσμο έχουν μια δεύτερη ευκαιρία να ανακαλύψουν την ιστορία της Τρούντι Κάντερ.

Ακολουθεί ένα απόσπασμα από το βιβλίο:

Το κουδούνι χτύπησε δύο φορές, τη μία αμέσως μετά την άλλη. Ήταν η Μίτσι.

Φαινόταν όμορφη. Υπήρχε περισσότερη λάμψη, μεγαλύτερο βάθος στα μάτια της. Τα ξανθά της μαλλιά ήταν πιο ανοιχτόχρωμα· κρατούσε το κεφάλι της πιο στητό, κάτι που έκανε τον λαιμό της να μοιάζει μακρύτερος. Πάνω της είχε ζωγραφισμένη την επιτυχία.

«Έλα μέσα, Μίτσι. Πέρασε»

Τα μάτια της πήγαν κι ήρθαν σαν βέλη, αριστερά δεξιά, αριστερά δεξιά, καταγράφοντας ό,τι υπήρχε στο καθιστικό μου.

Καθόμαστε δίπλα στο παράθυρο, πίνουμε καφέ. Ήλιος, γαλανός ουρανός. Ειρήνη. Έχει περάσει μια ζωή από τότε.

«Τι θα κάνεις στο Λονδίνο;» ρωτάω. «Έχεις καθόλου διασυνδέσεις;»

«Ναι, αρκετές. Πελάτες μου. Κατασκευαστές καπέλων και χονδρέμπορους. Ήδη έχω έρθει σε επαφή –φαίνονται πρόθυμοι να βοηθήσουν. Εσύ κι ο Βάλτερ τι θα κάνετε;»

Της είπα για τη δουλειά στο Ρότερνταμ που μου είχαν προτείνει. Για την πιθανότητα να πάω στις Ηνωμένες Πολιτείες. Της είπα ότι ο Βάλτερ ήταν πικραμένος και απογοητευμένος. Και ότι ήμουν στενοχωρημένη και ανησυχούσα που δεν είχα βρει ακόμα κάποια λύση γι’ αυτόν. Ξάφνου μου ήρθε μια ιδέα. Ζήτησα από τη Μίτσι να βοηθήσει.

Μου έσωσε τη ζωή, τη ζωή του Βάλτερ και των οικογενειών μας.

Μου έστειλε τρεις επιστολές από τους Εγγλέζους κατασκευαστές καπέλων που γνώριζε. Έλεγαν ότι τους ενδιέφερε πολύ να δουν τη συλλογή μου από δείγματα καπέλων. Ήθελαν πολύ να αγοράσουν. Οπλισμένη με τις επιστολές αυτές, επισκέφθηκα το Handelskammer, το Εμπορικό Επιμελητήριο.

Τους είπα ότι χρειαζόμουν άδεια ώστε να ταξιδέψω στο εξωτερικό για επαγγελματικούς λόγους. Νόμισαν ότι αστειευόμουν.

«Φροϊλάιν, δεν το ξέρετε ότι δεν βρισκόμαστε πια στην Αυστρία; Τώρα είμαστε στη Γερμανία, και στη Γερμανία έχει επιβληθεί εμπορικός αποκλεισμός. Δεν μπορούμε να πουλήσουμε τίποτα στο εξωτερικό».

«Εγώ μπορώ», είπα χαμηλόφωνα. «Μπορώ να σας δείξω αυτές εδώ;» ρώτησα και τους έδειξα τις επιστολές που μου είχε στείλει η Μίτσι. Τις μετέφρασα. Κούνησαν τα κεφάλια τους, ανασήκωσαν τους ώμους και έδωσαν σε έναν υπάλληλο εντολή να με πάει να δω τον διευθυντή του τμήματος.

Το γραφείο του δεν έδειχνε να ταιριάζει με το κατά τα άλλα σύγχρονο στιλ του Επιμελητηρίου. Ήταν παλιομοδίτικο, βαρύ, απλό. Ο άντρας πίσω από το γραφείο ήταν τεράστιος. Μεγάλης ηλικίας. Με κοίταξε πάνω από τα στρογγυλά γυαλιά του με τον μεταλλικό σκελετό, έδειξε προς μια καρέκλα, μου είπε να καθίσω και ζήτησε από τον υπάλληλο να περιμένει έξω. Συνέχισε να διαβάζει τα χαρτιά που διάβαζε προτού μπω στο δωμάτιο. Ο μόνος ήχος εκεί μέσα ήταν οι χτύποι ενός πελώριου ξύλινου ρολογιού που κρεμόταν στον τοίχο.

Σήκωσε το κεφάλι και με κοίταξε. «Τι μπορώ να κάνω για σας, νεαρά μου;» Είχε την προφορά της ανώτερης τάξης της Αυστρίας.

Του είπα ότι χρειαζόμουν άδεια από το Επιμελητήριο για να κάνω ένα επαγγελματικό ταξίδι στην Αγγλία. Ήμουν απολύτως ενήμερη για τον εμπορικό αποκλεισμό, ωστόσο αισθανόμουν βέβαιη ότι θα ήμουν σε θέση να πραγματοποιήσω επαγγελματικές συναλλαγές. Εξήγησα ότι οι περισσότερες πελάτισσές μου είχαν φύγει από την Αυστρία και έπρεπε να αναπληρώσω τις χαμένες πωλήσεις. Για λίγο έμεινε τελείως ασάλευτος. Τα χοντρά του δάχτυλα χάιδεψαν το κεφάλι του, ανακατεύοντας τα κοκκινόγκριζα μαλλιά του, που είχαν αρχίσει να αραιώνουν. Τα θολά ψαρίσια μάτια του, γέρικα και σοφά, κοιτούσαν ευθεία μπροστά. Πέντε λεπτά, δέκα λεπτά. Γιατί χρειάζεται τόση ώρα; Όλο κι όλο είναι ένα ναι ή ένα όχι. Οι χτύποι του ρολογιού φάνηκαν να δυναμώνουν. Τότε ο άντρας σήκωσε το βαρύ σώμα του από την καρέκλα, που έτριξε, έδεσε τα χέρια πίσω από την πλάτη, προχώρησε ως το παράθυρο και κοίταξε έξω. Αιωνιότητα.

«Τι σας κάνει να είστε τόσο σίγουρη ότι θα μπορέσετε να πουλήσετε;» Στράφηκε προς το μέρος μου. «Έχετε κάνει εξαγωγές και άλλοτε;»

«Πολύ λίγο», είπα. «Τώρα όμως ξέρω ότι μπορώ».

«Ποιος ο λόγος να το πιστεύετε αυτό; Επιτρέψτε μου να σας πω ότι υπάρχουν εταιρείες που, πριν από τον αποκλεισμό, είχαν συναλλαγές αξίας χιλιάδων λιρών με την Αγγλία και τώρα δεν μπορούν να πετύχουν τίποτα. Τι σας κάνει να πιστεύετε ότι διαφέρετε στο ελάχιστο;»

«Αυτές εδώ, κύριε», είπα και άφησα τις επιστολές μου πάνω στο γραφείο του.

Ήμουν τυχερή. Ο άντρας ήξερε αγγλικά και ήταν πολύ περήφανος που μπορούσε να τις διαβάσει.

«Λοιπόν, νεαρά μου», είπε, και το στόμα του συσπάστηκε σε ένα μειδίαμα. «Για να δούμε πόσα καπέλα κάναμε εξαγωγή πριν από το Anschluss».

Σήκωσε το τηλέφωνο και ζήτησε να του βρουν τους σχετικούς αριθμούς. Θεέ μου, ας είναι μεγάλοι! Δάγκωσα τα νύχια μου. Το παρατήρησε. Η σύσπαση στη γωνία του στόματός του εμφανίστηκε ξανά. Ξαφνικά το παλιό ρολόι επιστράτευσε τις δυνάμεις του, πήρε μια βαθιά ανάσα, έτριξε, κροτάλισε και ανακοίνωσε τα τρία τέταρτα της ώρας με βροντερούς χτύπους. Χτύπησε το τηλέφωνο.

«Ναι», είπε ο άντρας. «Αυτό είναι το νούμερο για την περσινή χρονιά; Σ’ ευχαριστώ. Ναι, δεν θα χρειαστώ τίποτε άλλο».

Κοίταξε πάλι τις επιστολές μου. 

«Φράου Μίλερ. Φράου; Μια αβρή, έκπληκτη ματιά προς το μέρος μου. «Φράου Μίλερ, τα νούμερα για τις εξαγωγές καπέλων της περσινής χρονιάς είναι εξαιρετικά. Ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι μπορώ να σας δώσω άδεια από το Επιμελητήριο για να πάτε στην Αγγλία. Δεν αρκεί. Θέλω να ξέρετε ότι, αν όντως σας επιτρέψω να πάτε, θα είναι ενάντια στις οδηγίες που έχω λάβει, οπότε αναλαμβάνω ένα τεράστιο ρίσκο. Πείτε μου, πού ακριβώς θέλετε να πάτε;»

«Θέλω να πάω με τη συλλογή μου στο Λονδίνο, όπου ελπίζω να πετύχω καλές παραγγελίες. Επιστρέφοντας, θα ήθελα να σταματήσω για λίγες μέρες στο Παρίσι ώστε να παρακολουθήσω καινούριες επιδείξεις καπέλων. Και αποκεί στην Ολλανδία, όπου ευελπιστώ να εξασφαλίσω κι άλλες παραγγελίες».

«Το σχέδιό σας ακούγεται μεγαλεπήβολο».

«Όχι, κύριε· το έχω ξανακάνει στο παρελθόν». 

«Καλώς», είπε εκείνος. «Μέσα στις επόμενες λίγες μέρες θα λάβετε την άδειά μας και επιστολές προς τα προξενεία των χωρών που αναφέρατε. Σας έχω εμπιστοσύνη. Βλέπετε, πολλοί άνθρωποι θα εκμεταλλεύονταν τούτη την ευκαιρία και δεν θα επέστρεφαν ποτέ».

Ποια είναι η Τρούντι Κάντερ

Η Τρούντι Κάντερ γεννήθηκε στην Αυστρία και πέθανε το 1992 στο Λονδίνο. Κατά το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου διέφυγε με τον σύζυγό της στην Αγγλία, όπου, σύμφωνα με τα πρακτικά της Επιτροπής Εβραίων Προσφύγων, άλλαξαν ονόματα. Το μόνο που έχει απομείνει από την ίδια είναι αυτό το βιβλίο που ξεδιπλώνει τη ζωή ενός εστέτ ζευγαριού, αλλά και μιας ικανότατης και πανέξυπνης γυναίκας που κατάφερε να σώσει τη ζωή της ίδιας, του αγαπημένου της και των γονιών της.

ΠροδημοσίευσηΚλειδάριθμοςΑδόλφος Χίτλερ