Ανδρέας Μήτσου «Φοβάμαι την ομοιόμορφη σκέψη»
Γιώργος ΒαϊλάκηςΕίναι ένας από τους πλέον σηµαντικούς και πολυβραβευµένους Ελληνες συγγραφείς της εποχής µας. Έργα του έχουν ανθολογηθεί και µεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες. Η συνέντευξη έγινε µε αφορµή την πρόσφατη έκδοση της συλλογής µε διηγήµατα µε τίτλο «Ο Ορφέας και ο Ανδρέας» – ένα είδος στο οποίο έχει διαπρέψει ουκ ολίγες φορές.
Κύριε Μήτσου, εστιάζετε συχνά σε ξεχωριστές περιπτώσεις ανθρώπων, ανατρεπτικών, ικανών για όλα, απρόβλεπτων, οι οποίοι µοιάζουν αληθινοί, κάνοντας τον αναγνώστη να κατανοεί και να αποδέχεται το καθόλου αυτονόητο. Ποια είναι, τελικά, η σηµασία της µυθοπλασίας ως τέχνης; Εσείς τι επιδιώκετε κατά βάθος ως συγγραφέας;
Δεν επιδιώκω άλλο τι, πέρα από το να δώσω µορφή και σώµα σε όσα αναµοχλεύονται εντός µου και αναταράσσονται, µήπως και κατορθώσω να εννοήσω τι συντελείται, τι επωάζεται, τι µου συµβαίνει. Για ποιον λόγο ερήµην µου βυσσοδοµώ. Μόνο έτσι θα επιτύχω την αναγκαία συµφιλίωση και ειρήνη µε τον εαυτό µου. Θα εξηµερώσω, έστω και προσωρινά, τη χαιρέκακη στιγµή. Όταν ο άνθρωπος φτάσει στα όριά του -για να απαντήσω στο πρώτο σκέλος της ερώτησης- από µια απροσδόκητη µάλλον εµπλοκή του, την οποία δεν δύναται πλέον να διαχειριστεί, τότε καθίσταται ανατρεπτικός, υιοθετεί συµπεριφορές απρόβλεπτες, τέτοιες που και ο ίδιος δεν θα µπορούσε ποτέ να φανταστεί ότι θα ήταν ικανός να ακολουθήσει. Αυτές οι συµπεριφορές, οι οποίες πιθανώς υπερβαίνουν την τυπική λογική, πείθουν τον αναγνώστη µόνον όταν επιτευχθεί η ταύτιση µαζί του, οπότε και γίνονται αποδεκτές ως γνήσιες και αληθινές.
Η µυθοπλασία, εποµένως, αναλαµβάνει να πείσει τον αναγνώστη ότι η ιστορία που περιγράφεται είναι µια άλλη εκδοχή της προσωπικής περιπέτειάς του, δηλαδή της δικής του ιστορίας. Γιατί όλοι έχουµε θαµµένα πράγµατα µέσα µας, που νοµίζουµε ότι έχουν ξεχαστεί πλέον, ότι σβήστηκαν αµετάκλητα, ότι ξεµπλέξαµε µε αυτά. Ο συγγραφέας, όµως, έρχεται και τα ξεθάβει, προτείνοντας µια νέα διαχείριση και τακτοποίησή τους. Και όταν εκείνος τα διευθετεί, σε αυτή µόνο την περίπτωση ο αναγνώστης τον αποδέχεται, συµπορεύεται µαζί του και χρωστά, µάλιστα, χάρη στον συγγραφέα, που έβαλε τα πράγµατα σε µια νέα τάξη µε την αναδιήγηση, την ανακατασκευή τους. Όλα τότε τα απίθανα και τα παράδοξα γίνονται πιστευτά και η κατανόηση για τους ήρωές µας έρχεται αβίαστα και αυτονόητα.
Στην ιστορία σας «Ο Ορφέας και ο Ανδρέας» τίθεται µέσα από µια αλληγορία το θέµα της ανάγκης για επικοινωνία. Σήµερα υπάρχει εµφανές έλλειµµα επικοινωνίας. Πού οφείλεται αυτή η κατάσταση; Υπάρχει ανάγκη για µια νέα γλώσσα;
Σε όλες τις εποχές, πιστεύω, υπήρχε το ίδιο έλλειµµα επικοινωνίας. Κάθε άνθρωπος είναι ένας ξεχωριστός κόσµος. Όταν ευτυχήσεις να συναντήσεις την αυθεντική φύση σου, τον «πρώτο σου εαυτό», και όταν αξιωθείς «να δεις» τον άλλο, τότε είναι που ανακύπτει η ανάγκη της γλωσσικής επικοινωνίας µαζί του. Κάθε επικοινωνία εγκαθιδρύει µια µοναδική, µια πρωτοφανέρωτη γλώσσα. Είναι οι µικροί προσωπικοί κώδικες που αναδύονται από την ουσιαστική επαφή. Τέκνα της ανάγκης για συνεύρεση και συνύπαρξη.
Όσοι διαµαρτύρονται για τη «γλωσσική ένδεια» τον εαυτό τους εχθρεύονται και λοιδορούν επειδή απώλεσε, αχρήστευσε τις πολύτιµες λέξεις του. Και δεν µπορεί πια να βρει νέες. Γι’ αυτό ισχυρίζονται ότι η γλώσσα των άλλων πεθαίνει, ενώ είναι η δική τους σίγασε! Για τη δική τους γλωσσική ένδεια οδύρονται. Αποζητούν, συνεπώς, προς σωτηρία µας τις φθαρµένες, παλιές, δικές τους λέξεις, τις οποίες, ωστόσο, οι ίδιοι άδειασαν, πρόδωσαν και απώλεσαν ανεπιστρεπτί. Η αγάπη, ο έρωτας, κάθε κατάσταση είναι που γεννά τις καινούργιες λέξεις. Αυτά «στήνουν» το γλωσσικό περιβάλλον.
Η καινούργια γλώσσα αναδύεται µέσα από τη δυναµική των σχέσεων και δεν είναι ποτέ φτωχή. Σφύζει από την ενέργεια των φορέων της, και αυτήν την ενέργεια αποτυπώνει. Εποµένως, µόλις βρούµε «τον άνθρωπό µας», σκάει και η καινούργια γλώσσα όπως το µπουµπούκι. Όλα τα άλλα δεν είναι παρά συντηρητικές φοβίες.
Αλήθεια, πώς ξεκίνησε για εσάς η λογοτεχνική περιπέτεια; Υπάρχει κάποιο σηµείο καµπής στη ζωή σας που σας καθόρισε ως συγγραφέα;
Τι µε καθόρισε ακριβώς και πότε δεν το έχω εντοπίσει ακόµη. Και ούτε θέλω να το συνειδητοποιήσω. Το αποφεύγω. Από την παιδική ηλικία µου, πάντως, «αγγέλους έβλεπα και αγγελάκια», όπως λέει το παλιό ρεµπέτικο για εκείνον τον µεθυσµένο στη Φρεαττύδα. Ετσι, κούτσα-κούτσα, τρικλίζει, φοβάµαι, κάθε ύπαρξη που βρίσκεται σε απορία και δεν θέλει να αποδεχτεί και να ενδώσει σε µια χυδαία πραγµατικότητα.
Τι θέλετε να πείτε ως αφηγητής πίσω από τα τεκταινόµενα των ιστοριών σας; Ποια είναι, άραγε, η βαθύτερη πρόθεση, η ιδέα που µπορεί να αναζητηθεί πίσω απ’ όλα τα γραπτά σας;
Θα έλεγα πως µιλώντας αποζητώ να φτάσω σε µια µεστή παρηγορητική σιωπή. «Και η πιο βαθιά µοναξιά βρίσκεται στην ακατάπαυστη οµιλία» επικαλούµαι τον Κίρκεγκορ. Δεν θέλω να πω, βέβαια, τίποτε άλλο πέρα από όσα λέω. Τι αποκρύπτω και πόσα αποκαλύπτω σε κάθε αφήγησή µου επαφίεται πάντα στον αναγνώστη να το εντοπίσει. Γιατί η λογοτεχνία «δεν λέει, είναι». Και ό,τι τη χαρακτηρίζει: ο υπαινιγµός, το άρρητο, η σιωπή. Αυτή συνιστά το ύφος του συγγραφέα. Αυτή είναι η κρυµµένη «ιδέα», η αλήθεια του. Ωστόσο «είµαστε η ερµηνεία µας». ∆ιακρίνει κανείς ό,τι είναι σε θέση να δει, σε µια ορισµένη στιγµή. Κόκκινα τα γυαλιά σου, κόκκινος και ο κόσµος.
Έπειτα από τόσα χρόνια, πώς αντιλαµβάνεστε την έµπνευση; Τι ιδιαίτερο έχει εκείνη η µαγική στιγµή που αποφασίζετε ότι µπορείτε να αρχίσετε τη σύνθεση µιας ιστορίας;
Ξύνοντας αστόχαστα τη µνήµη, σκάβοντας εντός σου, ξεπηδά ένα φιδάκι κατακόκκινο. Και σε δαγκώνει. Αυτό το «φιδάκι» εγώ το λέω έµπνευση. Αλλά επιβάλλεται µετά να φτύσεις το δηλητήριο του φιδιού για να µη σε σκοτώσει. Αρχίζεις τότε οιστρήλατος να µιλάς. Σαν να επιχειρείς µια βιαστική επιχωµάτωση όσων ξεσκέπασες. Ενα µπάζωµα µε τις λέξεις. Η έµπνευση αναδύεται, εποµένως, στον καθένα όταν σκαλίσει, ανίδεος των πράξεών του, µια τυραννική µνήµη την οποία θα πρέπει µετά να καλύψει ξανά µε λέξεις, να τη σκεπάσει. Μαγική ή αιµοβόρα η στιγµή; Δύσκολο να το ορίσεις. Και ούτε για καλό το λες, την έµπνευση.
Υπάρχει κάτι που αισθάνεστε ότι διακινδυνεύετε γράφοντας; Ενέχει κινδύνους για έναν συγγραφέα η ενασχόλησή του µε τη λογοτεχνία;
Είναι σαν να ακροβατείς πάνω από έναν γκρεµό. Και από κάτω, στην άβυσσο, χάσκει πάντα το γελοίο. Αυτός είναι ο κίνδυνος: γράφοντας να πέσεις εκεί. Γιατί είναι πράξη υπερφίαλη να επιχειρεί να βγάλει κανείς «από τη µύγα ξίγκι». Διαπράττει ύβρι. Ποιος τον έβαλε; Ένας αθώος δεν έχει λόγο να σκαλίζει τα περασµένα.
Ποια είναι η πιο χρήσιµη συµβουλή που έχετε πάρει ως συγγραφέας;
Το µικρό εσύ να κοιτάς. Τα µεγάλα άσ’ τα για τους άλλους.
Έχετε κάποιο όφελος ως συγγραφέας σε σχέση µε το πώς βλέπετε τα πράγµατα;
Νοµίζω ότι όσο περνά ο καιρός τόσο βυθίζοµαι στην οµίχλη, στα ίδια, παλιά µου σκοτάδια. Οµως, ό,τι έχει αξία είναι η παράλογη, αυθάδης ιδέα και εµµονή µου, ότι δηλαδή µόλις τελειώσω αυτήν την αφήγηση, θα βγω -ετούτη τη φορά- από τον λαβύρινθο. Μου φαίνεται ότι, ενόσω γράφω, κρατώ στα χέρια µου τον µίτο της Αριάδνης. Αυτός, δηλαδή, ο χρόνος της συγγραφής είναι πολύτιµος και πολλά υποσχόµενος για όσο -τουλάχιστον- διαρκεί.
Πώς βλέπετε τα πράγµατα στις µέρες µας; Ποια είναι η αγωνία σας για την ελληνική κοινωνία; Ποιο θα λέγατε ότι είναι το µεγαλύτερο πρόβληµά της;
Κρυώνουµε. Σαν να µας λείπει ένα παλτό. Χρειαζόµαστε µια νέα ελπίδα να µας ζεστάνει το κορµάκι. Πρέπει να µπορέσουµε να εξορύξουµε ξανά τη φοβερή κραυγή. Να προγκήξουµε, να εξορκίσουµε το κακό. Το µεγαλύτερο πρόβληµα για µένα είναι η παραίτηση. Το ότι έχουµε απαυδήσει.
Τι σας φοβίζει περισσότερο στην εποχή µας; Υπάρχουν περιθώρια για µια εµπράγµατη αισιοδοξία;
Φόβο έχει όποιος αγαπά. Μην τυχόν και χάσει εκείνο που αγαπά. Όποιος δεν φοβάται τίποτε δεν ελπίζει σε τίποτε. Ίσως επειδή δεν αγαπά, στην ουσία, κανέναν. Αλλά η αγάπη είναι από µόνη της πηγή αισιοδοξίας. Φοβάµαι την οµοιόµορφη σκέψη. Τόσο την οµαδοποίηση όσο και τον «εαυτουλισµό». Οµως, πιστεύω στην έµφυτη δύναµη αντίστασης, στην προσωπική έκφραση. Από την παλιά, µαοϊκή µου ώσµωση κρατώ το σύνθηµα: «Αφήστε εκατό λουλούδια να ανθίσουν». Όσοι οι νέοι στην ψυχή τόσα και τα περιθώρια αισιοδοξίας.
Τι συµβουλεύετε τους νέους για τις προκλήσεις που αντιµετωπίζουν;
Να αποζητούν τη σπουδαία στιγµή της υπέρτατης χαράς. Γιατί η ζωή είναι µικρή, η στιγµή τεράστια.
Η λογοτεχνία έχει τη δύναµη να αλλάξει τη ζωή µας; Ένας λογοτέχνης εξακολουθεί να ασκεί επίδραση στον κόσµο;
Η τέχνη εµποτίζει, εµβολιάζει, µολύνει καλύτερα, µε ανατρεπτική ενέργεια – αλλιώς δεν είναι τέχνη. Ο λογοτέχνης ασκεί επίδραση σε εκείνον που µπορεί ακόµα να αντικρίζει τον κόσµο ως θαύµα. Οσοι διαβάζουν απλώς και µόνο για να επιβεβαιώσουν τις προϋπάρχουσες ιδέες και βεβαιότητές τους δεν διαβάζουν λογοτεχνία. Κολακεύουν µόνο τον ναρκισσισµό τους. Η λογοτεχνία αναδεικνύει για τον καθένα καινούργιες αλήθειες, νέες, συναρπαστικές πραγµατικότητες. Αποκαλύπτει κόσµους αθέατους. Και αυτό συνιστά καίρια επίδραση.
- Επίθεση στο Μαγδεμβούργο: Ο εφιάλτης της τρομοκρατίας επέστρεψε στην Ευρώπη – Οι χώρες ενισχύουν τα μέτρα ασφαλείας υπό τον φόβο «τυφλών» χτυπημάτων
- «Στην περιοχή υπάρχουν και άλλα ρήγματα»: Τι λένε οι επιστήμονες για τον σεισμό στο Θέρμο Αιτωλοκαρνανίας
- Ρόδος: Ο μεγάλος νικητής του ελληνικού τουρισμού - Εντυπωσιακή αύξηση επισκεπτών το 2024
- Το χαριτωμένο υποκοριστικό που έχουν δώσει στον Πρίγκιπα Τζορτζ οι συμμαθητές του