Βιβλίο|17.05.2023 07:45

Τόπος εγκλήματος, οικογένεια: Μία κανονική γερμανική οικογένεια

Newsroom

Το βιβλίο «ΤΟΠΟΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ, ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ: Μία κανονική γερμανική οικογένεια» των εκδόσεων Θύραθεν σε μετάφραση από τα γερμανικά της Κατερίνας Καούκη, είναι το δεύτερο βιβλίο του Τίτους Μίλεχ μετά το «Ο ΤΟΠΟΣ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ: Γερμανία, η ανοίκεια πατρίδα» που κυκλοφόρησε το 2013 από τις ίδιες εκδόσεις.

Ο συγγραφέας Τίτους Μίλεχ είναι γερμανικής καταγωγής και γαλλικής υπηκοότητας. Ψυχίατρος- Ψυχαναλυτής που ζει πλέον στη Θεσσαλονίκη.  Με τα δύο βιβλία του επιδιώκει να συνεισφέρει στην επεξεργασία του- βασανιστικού για τον ίδιο- ερωτήματος «πώς έγινε δυνατό να συμβεί το απόλυτο έγκλημα και γιατί ειδικά στη Γερμανία», που αφορά φυσικά την άνοδο κι επικράτηση του Ναζισμού και τα τερατώδη του εγκλήματα με αποκορύφωμα το Ολοκαύτωμα.

Γεννημένος το 1947 στο Τύμπινγκεν από οικογένεια γερμανών προσφύγων της Ανατολικής  Πρωσίας, εγκατέλειψε τη Γερμανία για να εγκατασταθεί ως νεαρός γιατρός στη Γαλλία (έναν από τους πατροπαράδοτους εχθρούς των συμπατριωτών του, όπως ο ίδιος λέει).

Αποξενωμένος από μια ανοίκεια γι’ αυτόν πατρίδα που οι συγγενείς του υπεραγαπούσαν κι έχοντας απαρνηθεί τη μητρική του γλώσσα, επέστρεψε το 2001 και 2002 στη Γερμανία σε ένα ταξίδι αναζήτησης των τόπων των εγκλημάτων της. Οι σχετικές καταγραφές του και η αυτοανάλυσή του έγιναν το υλικό του πρώτου του βιβλίου.

Στο δεύτερο αυτό βιβλίο του, στρέφει τη ματιά του στους προγόνους του και στα μέλη της ευρύτερης οικογένειάς του. Όπως λέει ο ίδιος: «Για να αποφευχθούν επαναλήψεις καταστροφών ή να προληφθούν νέες, είναι ανάγκη να διερευνήσουμε και  αναγνωρίσουμε τα γενεσιουργά τους αίτια. Τα ιστορικά και κοινωνικά αίτια έχουν εκτενώς αναλυθεί.  Αυτό που εμένα κατά προτεραιότητα με απασχολεί, είναι οι προσωπικές, οικογενειακές και πολιτισμικές προϋποθέσεις, κυρίως όσες παραμένουν τόσο συχνά ασυνείδητες».

Έχοντας συγκεντρώσει οικογενειακά ημερολόγια, σημειωματάρια κι επιστολές, παρουσιάζει αποσπάσματά τους, επιλέγοντας αυτά που θεωρεί ότι έχουν και ιστορικό ενδιαφέρον και μπορούν έτσι να συνεισφέρουν στη μελέτη του θέματος που τον ενδιαφέρει. Κι αυτό δεν είναι άλλο, παρά το πώς μπόρεσε το “απόλυτο έγκλημα” να διαπραχθεί στη Γερμανία και στο χώρο της γερμανικής γλώσσας. Με την ψυχαναλυτική ματιά του προσπαθεί να διακρίνει «εκείνα τα αδύναμα σημεία, την αχίλλειο πτέρνα, που επέτρεψε την παθολογική εκτροπή και οδήγησε στην τρέλα του ναζισμού», αυτό που ο ίδιος αποκαλεί γερμανική τρέλα. Χρησιμοποιεί επίσης την ίδια τη γερμανική γλώσσα για να αναδείξει με ψυχογλωσσολογική προσέγγιση ασυνείδητα νοήματα, αυτά που η γλώσσα λέει για τους χρήστες της κι οι ίδιοι δεν τα συνειδητοποιούν.

Ποιες πράξεις ή όπως τονίζει, ποια εγκληματική απραξία, ποιες στάσεις, πεποιθήσεις, στερεότυπα, ποιες βαθύτερες ψυχικές ανάγκες, ποια ψυχική ευαλωτότητα ή ευπάθεια όπως ο ίδιος ως Ψυχαναλυτής μπορεί να διακρίνει, στήριξαν, έστω και παθητικά, την άνοδο κι επικράτηση του Ναζισμού κι όσα αυτός επέφερε στη Γερμανία και στον κόσμο ολόκληρο. Πόσο όμως ουδέτερη μπορεί να είναι η παθητικότητα και η απραξία;  «Δεν μπορεί!», θα απαντήσει στο τέλος. Και δεν μπορεί, γιατί οι ασυνείδητες ψυχικές εντάσεις, ανάγκες ή τα ψυχικά ελλείμματα,  μπορούν ασυνείδητα να εξουσιοδοτούν τους  άλλους να δράσουν στη θέση μας. Άρα ο αμέτοχος και αθώος, γίνεται συνυπεύθυνος.

Λέει ο συγγραφέας στην Εισαγωγή του: «Καθώς οι γραπτές μαρτυρίες ατόμων της οικογένειάς μου είναι προσωπικές καταγραφές ή εκμυστηρεύσεις που λίγο ως πολύ καλύπτουν ολόκληρο σχεδόν τον 20ο αιώνα, ανοίγουν στην πράξη ένα παράθυρο που αποκαλύπτει την εσωτερική ζωή μιας κοινής, με άλλα λόγια, τόσο συνηθισμένης και κανονικής, όσο όμως και προβληματικής, με αρνητικά  χαρακτηριστικά γερμανικής οικογένειας στη διάρκεια της ταραγμένης αυτής εποχής. Τι απαντήσεις μπορεί να δώσει αυτή η αποκαλυπτική ματιά στο κεντρικό ερώτημα «πώς έγινε δυνατόν να διαπραχτεί το απόλυτο έγκλημα, γιατί ειδικά από Γερμανούς και τι επακολούθησε;» και συνεχίζει: «Σκοπός δεν είναι σήμερα να τους ξεμπροστιάσουμε και καταδικάσουμε? σκοπός είναι να ανακαλύψουμε εκείνα τα αδύναμα σημεία, την αχίλλειο πτέρνα, που επέτρεψε την παθολογική εκτροπή κι οδήγησε στην τρέλα του ναζισμού.»

Τα δύο πρώτα μέρη του βιβλίου αποτελούν οι πηγές, τις οποίες παραθέτει σχεδόν ασχολίαστες.

Στο τρίτο μέρος, Σχολιασμός και Συμπεράσματα, ο συγγραφέας επιχειρεί μία εμπειρική ανάλυση του υλικού του. Οι πρόγονοι κι η οικογένειά του ανήκαν στα ανώτερα μορφωτικά στρώματα, δεν υπήρξαν μέλη του Εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος, όμως όπως οι περισσότεροι, συμμετείχαν στην ευφορία που συνόδευε το όνειρο για μια μεγάλη Γερμανία.

Η βαθιά  νοσταλγία για ιδανικά, η υπερβάλλουσα, άνευ όρων, άκριτη φιλοπατρία, ο διδακτισμός , ο  έντονος, διάχυτος  αντιεβραϊσμός, είναι κάποια από τα χαρακτηριστικά που επανειλημμένα συναντώνται στα μέλη της οικογένειας.

Όταν ο συγγραφέας παραδέχεται ότι δεν είναι διόλου σίγουρος, αν και ο ίδιος, σε εκείνες τις συνθήκες, δεν θα έπραττε σαν τους δικούς του, μας θέτει μπρος στο ανησυχαστικό ερώτημα για την προσωπική ευθύνη  στις συλλογικές εκτροπές και εγκλήματα. Απέναντι σε αυτή τη διερώτηση αξίζει να τονίσουμε το πολύ σημαντικό, πάντα επίκαιρο συμπέρασμά του ότι  «οι πολυάριθμοι άπραγοι, οι αδρανείς, είναι οι αποφασιστικής σημασίας δράστες». Πράγμα για το οποίο, όπως ο Μίλεχ επισημαίνει, μιλά η ίδια η γερμανική γλώσσα, η οποία χρησιμοποιεί την ίδια λέξη “Untat” για να δηλώσει τη “μη πράξη”, την απραξία αλλά και το κακούργημα, το έγκλημα.

βιβλίοειδήσεις τώρα