Βιβλίο|05.11.2018 17:29

Οι συναντήσεις με τον Μισέλ στην Αθήνα

Γιώργος - Ίκαρος Μπαμπασάκης

Κάποτε σε εποχές, λιγότερο αναγκεμένες κι ας ήσαν ίσως πιο φτωχές σε υλικοτεχνική υποδοµή, οι ποιητές δέσποζαν στους δρόµους, χρίζονταν από τους νεότερους «ιππότες των δρόµων», γίνονταν οι ήρωες και οι οδοδείκτες µιας περιπέτειας που αποφασίσαµε ήδη από τη µεταπολιτευτική εφηβεία µας να ακολουθήσουµε µε πείσµα, πίστη και προσήλωση. Η θρυλική για µας τριάδα ήταν οι Γκόρπας, Καρούζος, Κατσαρός. Και ο Θωµάς, και ο Νίκος, και ο Μισέλ ήταν εκείνοι οι αιρετικοί, οι ανένταχτοι, οι απροσάρµοστοι, οι misfits, που έµελλε να γίνουν τα λυτρωτικά ολέθρια πρότυπά µας. Τους συναντούσαµε ξανά και ξανά στην κοσµοβριθή έρηµο που είναι η µεγαλούπολη, τους συνοδεύαµε σε περιπλανήσεις που έφταναν ενίοτε να διαρκούν είκοσι εξαντλητικές, αλλά τόσο, µα τόσο γόνιµες ώρες.

Η θητεία µας σε αυτούς τους τρεις ατίθασους ποιητές συνέβαλε στο να περάσουµε οριστικά στην αντίπερα όχθη, στην όχθη της λοξής µατιάς και του λυρικού βίου της πόλης. Συναντούσαµε τον Μισέλ, όπως µε τη δέουσα σεβαστική τρυφερότητα τον αποκαλούσαµε, στο πατάρι του εκδοτικού οίκου των Αδελφών Ζαχαρόπουλου, στην κλασική στοά στην οδό Σταδίου, εκεί όπου κάποτε ιερουργούσε και το µπαρ «Galaxy». Επίσης, στον τότε στενόµακρο θαλπερό χώρο των εκδόσεων «Νεφέλη», όπου ο Κατσαρός έµελλε να εκδώσει τη συλλογή «Μείον Ωά». Αργότερα, ανταµώναµε, πολύ συχνά, στο ευρύχωρο, αριστοκρατικών προδιαγραφών καφενείο «Everyday», γωνία Αµερικής και Σταδίου, όπου συχνάζαµε ως υπασπιστές του Νίκου Καρούζου. Πολλές φορές τον πετυχαίναµε έξω από θερινούς κινηµατογράφους που έπαιζαν γουέστερν και καράτε.

Ο Μισέλ λάτρευε τα γουέστερν και τα καράτε, µάλιστα η φυσιογνωµία, το γερακίσιο βλέµµα, και το παράστηµά του µας θύµιζαν τον θρυλικό Λι Βαν Κλιφ, πρωταγωνιστή σε πληθώρα καουµπόικων ταινιών. Ο ίδιος ο Κατσαρός έχει γράψει τον αναπάντεχο στίχο «Το δέκα είναι καράτε». Μας γοήτευε πάντα να ακούµε ιστορίες για τον Μισέλ από άλλους ποιητές, ιδίως από τον Κώστα Μαυρουδή, ο οποίος έχει καταγράψει λογοτεχνικά την πασίγνωστη, στους κύκλους µας, στιχοµυθία του Κατσαρού µε παρέα Ιαπώνων, µια στιχοµυθία στα γιαπωνέζικα, και την ποιητικότατη απόκρισή του στην απορία ενός νεαρού αυτήκοου µάρτυρα για το πότε έµαθε ιαπωνικά: «Ο ποιητής είναι σαν το ρόδι, κυλάει, σπάει, ξεχύνονται γλώσσες πολλές από µέσα του». Εξάλλου, η ανοιχτότητα, το άνοιγµα στο αίνιγµα, η παραβίαση κλειστών θυρών, ιδίως όταν «η χρεία τες κουρταλεί», είναι το επάγγελµα, το επιτήδευµα, το λειτούργηµα του ποιητή.

Γράφει ο Κατσαρός: «Αν έ χετε κλειστές τις πόρτες/ού τε οράµατα/ ούτε µαρµαρυγέ ς/εξακοντί ζονται». Κάποτε σε εποχές, λιγότερο αναγκεμένες, κι ας ήσαν πάµφτωχες σε υλικά αγαθά, οι ποιητές θεωρούνταν άρχοντες των δρόµων, τους έβλεπες, όπως τον Μιχάλη Κατσαρό, να οργώνουν µε αργούς ρυθµούς το κέντρο της πόλης, να βαδίζουν µε µιαν αγέρωχη αµεριµνησία απέναντι στις µιζέριες της καθηµερινότητας, να βαδίζουν µε µιαν ατίθαση µέριµνα για το όραµα µιας κοινωνίας απαλλαγµένης ακριβώς από τις µιζέριες της καθηµερινότητας, βαδίζοντας µε τη φαντασία τους να εστιάζει στο πώς η ζωή θα απλωθεί στις επικράτειες µιας παλλόµενης ελευθερίας. «Εγώ θα γίνω µηχανικός» επιµένει ο ποιητής Μιχάλης Κατσαρός. «Ο σιδερόδροµος δε φτάνει στην πατρίδα µου/ Ερχοµαι από  την πά νω πολιτεία  µε τα πρά σινα σπίτια/Τα χαρού µενα πρόσωπα./Ερχοµαι µε τ’ ασβέστια στα ρού χα µου/Μυρί ζω φρέσκο µάρµαρο/Γίνοµαι χτίστης».

Συναντούσαµε τον Μισέλ, όπως µε τη δέουσα σεβαστική τρυφερότητα τον αποκαλούσαµε, σχεδόν πάντα όρθιο, θαυµάζαµε τις µεγάλες νεανικές δρασκελιές του, εντυπωσιαζόµασταν από το στητό κορµί του, από την επιµονή του να ατενίζει, όχι να κοιτάζει, όχι, να ατενίζει τα πάντα γύρω του, και να µην ενδίδει στην πικρία, ούτε καν στη µελαγχολία, αυτός ο ποιητής που τόσο αδικήθηκε, τόσο λοιδορήθηκε, τόσο παραµερίστηκε, τόσο αποµονώθηκε. Αλλά και τόσο αγαπήθηκε. Ιδίως από µια πιτσιρικαρία επηρµένη, ναι, επηρµένη, γιατί έριξε τη ζαριά της ποίησης, πόνταρε στην έσω ελευθερία που θέλει και ποθεί να γίνει γενικευµένη ελευθερία, να επεκταθεί από το ελεύθερο εγώ στο ακόµα πιο ελεύθερο εµείς, και, το δίχως άλλο, να τιµήσει εκείνους που, µε κίνδυνο της ζωής του, µε µατωµένο τίµηµα, τίµησαν µια τέτοιαν ελευθερία.

Συναντούσαµε τον Μισέλ πάντα στη φωτεινή γωνιά της ανταρσίας, στα στέκια όπου στήνουν την αυλή τους το Αρνητικό, «η κακή πλευρά της Ιστορίας», και οι αντάρτες της καθηµερινής ζωής. Μαθαίναµε πώς ελίχθηκε στις ναρκοθετηµένες ζώνες της καθηµερινότητας και της Ιστορίας, πώς δεν ενέδωσε ποτέ στη σύµβαση και στον συµβιβασµό, πώς βρήκε τρόπους να οργανώσει ένα δικό του, αυτοσχέδιο σύµπαν, να συγκροτήσει έναν δικό του ποιητικό κόσµο. Μαθαίναµε ότι, όπως σηµειώνει ο γιος του, ο Στάθης Κατσαρός, «εκδίδει ένα από  τα πρώ τα αθλητικά  περιοδικά , που κλείνει έπειτα από  τρεις εβδοµάδες, λόγω έλλειψης... αγοραστικού  κοινού.

Συµµετέ χει στο γύ ρισµα κινηµατογραφική ς ταινία ς, που µέ νει στα κουτιά  ανεµφά νιστη και βγά ζει µεροκάµατο παίζοντας ρό λους κοµπά ρσου σε ελληνικέ ς ταινί ες. Μπορεί  να τον δει κανεί ς να κά -νει κά ποια περά σµατα σε ταινί ες της Βλαχοπού λου. Επίσης, γράφει στίχους για τραγούδια […] ∆εν αρκείται όµως στο γράψιµο. Με την ί δια µανί α ζωγραφίζ ει ή  κά νει χά πενινγκ. Για παρά δειγµα, οργανώ νει στο δά σος του Υµηττού έ κθεση γλυπτικής... για σκύλους. Και µια άλλη φορά πείθει τον Βαγιά νο, του Πρακτορείου Πνευµατικής Συνεργασίας, να του παραχωρήσει την γκαλερί  και ο βαρήκοος εστέ τ δέχεται: Ναι, Μιχάλη µου, µία αίθουσα για πολλά  έργα. Ο Κατσαρός διαφωνεί: Οχι! Ολες τις αίθουσες για ένα έργο».

Κάποτε σε εποχές, λιγότερο αναγκεμένες σε εποχές πλούσιες σε χρόνο, σε εποχές που τα δευτερόλεπτα δεν ήσαν «κορσέδες», όπως τα χαρακτήρισε ο Νίκος Καρούζος, αλλά νύξεις αιωνιότητας και νεφέλες, δεν σεβόµασταν παρά µονάχα εκείνους που ήξεραν να αφήνουν στην άκρη τον Ηomo sapiens, τον νουνεχή, και να περνάνε στον Ηomo ludens, τον παίζοντα, παιγνιακό, παιγνιώδη άνθρωπο. Μας ενθουσίαζε ο Μιχάλης Κατσαρός για το απροκάλυπτο θάρρος του να αποφαίνεται υπερρεαλιστικά, χλευάζοντας (πάντα αριστοκρατικά, ποτέ χυδαία) µια κοινωνία που, έχοντας χάσει τα αβγά και τα πασχάλια, πάσχιζε να µας κάνει διακόνους µιας στρεβλής ψευτολογικής που περνιόταν για σύνεση, για νουνέχεια. Ο Μισέλ επέµενε να κοροϊδεύει και να χλευάζει όντας «υπεράνω». Τον συναντώ στον εκδοτικό οίκο «Νεφέλη», µου λέει καλησπέρα και πάραυτα µε αποσβολώνει µε τη φράση: «Ο Ναπολέων δεν ήτο λέων, διότι εάν ήτο λέων, δεν θα ήτο Ναπολέων». Λίγα εικοσιτετράωρα µετά, στο πατάρι των Αδελφών Ζαχαρόπουλου, συνοµιλούµε ώρες ολόκληρες µε τον Μισέλ. Η συνοµιλία δηµοσιεύθηκε στο περιοδικό «Οµως», που εξέδιδα παρέα µε τον Αντώνη Π., ανάµεσα στα 1983 και 1984. 

Παρών και ο Θάνος Στ., ο οποίος επί χρόνια είχε υιοθετήσει ως σύνθηµα τη φράση που µας κέρασε αναπάντεχα ο Μισέλ: «Πρέπει να πίνεις µπίρα για να έχεις χόµπι»! Συναντούσαµε τον Μισέλ, όπως µε τη δέουσα σεβαστική τρυφερότητα τον αποκαλούσαµε, στις κόγχες της Αθήνας, του κέντρου της πρωτεύουσας, µαθαίναµε µαζί του την ποιητική γραµµατική της πόλης, µαθαίναµε από τον ποιητή Μιχάλη Κατσαρό ότι η ζωή είναι µια τεθλασµένη τζαζ, ένα διαρκές σλάλοµ ανάµεσα στα «σαµαράκια» των δρόµων που θέλουµε να κάνουµε δικούς µας.

Ο γιος του, ο Στάθης Κατσαρός, συνοψίζει υπέροχα το σύστηµα ζωής του ποιητή. «Σύστηµα» άλλωστε τιτλοφορούσε το περιοδικό του ο Μισέλ, αυτός ο ενάντιος σε όλα τα συστήµατα. «Για την ακρίβεια όλη του η ζωή  είναι πια ένα χάπενιγκ 

Κατά  τη διάρ κεια του πρώ του πολέµου του Ιράκ, απευθύνει προσωπικό  φαξ στον Σαντάµ. Παίρνει µάλιστα απάντηση και από  την πρεσβεία. Στέλνει στο Βρετανικό  Μουσείο ένα χαρτονόµισµα αξίας µίας λίρας στερλίνας, υπογεγραµµένο από  τον ίδιο, και τους προτείνει να το αγοράσουν έναντι κάποιων χιλιάδων λιρών. Υπάρχει στο αρχείο του ποιητή  η επίσηµη αντιπροσφορά  του Μουσείου: Λυπούµεθα, µπορούµε να το αγοράσουµε µόνο όσο αξίζει, δηλαδή  µια λίρα στερλίνας. Ισως το πιο σουρεαλιστικό  που του συνέβη ήταν που κάποια στιγµή  ο παλιός του φίλος Μίκης Θεοδωράκης βρέθηκε στην κυβέρνηση και ο Μιχάλης Κατσαρός διορίστηκε διευθυντής υπουργείου. Κάθισε στο γραφείο του τρεις µέρες. Μετά  δήλωσε στον υπουργοποιηµένο µουσουργό : Μίκη µου, βαριέµαι, δεν έχω να κάνω τί ποτε εδώ, θα φύγω». Μέγας Μισέλ, παίκτης/ρέκτης και ισόβιος φιλόσοφος της εναντίωσης στη στενότητα και τη στενοµυαλιά!

ποιήματαΜιχάλης Κατσαρόςποιητής