Βιβλίο|23.03.2024 16:15

Εκδόσεις των Συναδέλφων: Στη γειτονιά που η «ανάπτυξη» επελαύνει, μία εκδοτική κολεκτίβα πιστεύει ότι το βιβλίο πρέπει να είναι κοινωνικό αγαθό

Αφροδίτη Γκόγκογλου

Ο ήχος από τα ροδάκια των βαλιτσών που σέρνουν τουρίστες και επισκέπτες στο οδόστρωμα και τα -κατά βάση- κατεστραμμένα πεζοδρόμια των Εξαρχείων είναι, μετά την πανδημία, ένας από τους χαρακτηριστικότερους ήχους της γειτονιάς. Οι κάτοχοι των αποσκευών μπαίνουν ή βγαίνουν από boutique hostels και τα airbnb στην ευρύτερη περιοχή, όπου ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια βιολογικά καφεκοπτεία, urban φαγάδικα, ψαγμένα παγωτατζίδικα, μαγαζιά με second hand ρούχα, hip καλτσάδικα και ψαγμένα ανθοπωλεία – κάβες. Τα ενοίκια, στην καλή περίπτωση είναι όσο ο βασικός μισθός (κι όμως, τα σπασμένα πεζοδρόμια παραμένουν άφταιχτα και οι κάδοι των σκουπιδιών ξεχειλίζουν) ενώ, στην περιοχή που κάποτε τα δελτία ειδήσεων αποκαλούσαν «άβατο» -πόσο αστεία λέξη- λίγα σημεία παραμένουν ίδια.

Περίπου στη μέση της οδού Καλλιδρομίου -συγκεκριμένα στο 30- βρίσκεται εδώ και περίπου μία δεκαετία ένα βιβλιοπωλείο που φαίνεται ανεπηρέαστο από την επέλαση της «ανάπτυξης» στην περιοχή. Και αειθαλές, με την έννοια του ότι, αν πράγματι ο χρόνος είναι μία αέναη ευθεία γραμμή, θα μπορούσε να «στέκει» σε οποιοδήποτε σημείο το τοποθετούσαμε πάνω της. Ωστόσο, η φιλόξενη γωνιά της Καλλιδρομίου δεν είναι απλώς ένα βιβλιοπωλείο, αλλά οι Εκδόσεις των Συναδέλφων, ένα ολόκληρο, αυτοδιαχειριζόμενο εγχείρημα, μία κολεκτίβα που, κάθε χρόνο, κυκλοφορεί 12 – 15 τίτλους, από και για ανθρώπους που αγαπούν τα βιβλία και τη γνώση. 

Επειδή

  • η γνώση είναι δύναμη στον αγώνα για μια καλύτερη ζωή, στον αγώνα για μια άλλη κοινωνία?
  • ως εργαζόμενοι έχουμε ανησυχίες, προβληματισμούς, ιδέες, οράματα?
  • ως εργαζόμενοι στο χώρο του βιβλίου ζούμε τόσο κοντά στον κρυμμένο θησαυρό των τυπωμένων σελίδων?
  • έχουμε άποψη για το τι εκδίδεται, πώς εκδίδεται, πώς διακινείται, τι διαβάζεται?
  • το βιβλίο δεν μπορεί να είναι εμπόρευμα, πρέπει να είναι κοινωνικό αγαθό?
  • ο αναγνώστης δεν μπορεί να είναι καταναλωτής, πρέπει να είναι εραστής του βιβλίου?
  • η  κοινωνία χωρίς αφεντικά για την οποία παλεύουμε θα είναι ταυτόχρονα μια  κοινωνία χωρίς διευθυντές, θα είναι μια κοινωνία όπου ο χώρος του  βιβλίου, όπως και όλοι οι τομείς της παραγωγής, θα αυτοδιευθύνεται από  τους ίδιους τους εργαζομένους…

γι’ αυτό… «Οι ΕΚΔΟΣΕΙΣ των ΣΥΝΑΔΕΛΦΩΝ».

Αυτό είναι το μήνυμα που τυπώνεται στην προμετωπίδα κάθε βιβλίου της κολεκτίβας που, όπως θα μας πει μία από τα μέλη της, η Κατερίνα Χαραλαμπάκη, «ξεκίνησε δειλά – δειλά από μία μικρή ομάδα εργαζομένων από το Σωματείο Βιβλίου – Χάρτου, το 2009. Κάπως εκεί δηλώθηκε το “Εκδόσεις των Συναδέλφων”. Σύντομα άρχισε να εξελίσσεται με βάση την ανάγκη να είναι ένας ξέχωρος εκδοτικός οίκος, ότι δεν πρόκειται για κάτι που κάνουμε στον ελεύθερό μας χρόνο, να είναι δουλειά. Στον ένα χρόνο πάνω άνοιξε και το βιβλιοπωλείο – στην αρχή στην Ερεσσού και μετά από δύο χρόνια, όταν άρχισε πια να αξάνεται και ο όγκος των βιβλίων, ήρθε εδώ».

«Πάμε και βλέπουμε»

Μιλάμε, λοιπόν, για μία ομάδα εργαζομένων που, εκείνα τα χρόνια - όταν πολλοί μείναμε χωρίς δουλειά ή απλήρωτοι- κάνουν το μεγάλο βήμα, και μάλιστα συλλογικά. Σε αυτό το ζοφερό για τον κόσμο της εργασίας τοπίο, πώς παίρνεται η απόφαση με αυτούς τους όρους; Η ίδια δεν υπήρξε από τα ιδρυτικά μέλη των Εκδόσεων των Συναδέλφων ωστόσο, όπως μάς εξηγεί, εκείνη την εποχή υπήρχε ένα γενικότερο πλαίσιο. «Εκεί, γύρω στο 2010 – 2011, σίγουρα έχεις παρατηρήσει ότι κάπως αρχίζει σιγά - σιγά και αυξάνεται αυτό που λέμε κολεκτίβες στην Ελλάδα. Ίσως όχι με την παλιά έννοια που θυμόμασταν από τη δεκαετία του 1980, αλλά τα συνεργατικά κάπως αρχίζουν να ξανασυζητιούνται σαν δυνατότητα επιβίωσης. Το γενικότερο κλίμα, πιστεύω, ήταν αυτό που ώθησε σε αυτή τη συνθήκη. Σίγουρα, υπήρχε κάποια ανάγκη, δηλαδή η πλειοψηφία των ανθρώπων που ήταν από την αρχή εδώ πέρα, εργάζονταν πάρα πολλά χρόνια σε αυτό που λέμε χώρο του βιβλίου – εξού και κάποια άτομα ήταν και στο σωματείο. Σε ένα πλαίσιο όπου έκαναν τη δουλειά χρόνια, που ο καθένας την ήξερε από το μετερίζι του -άλλος ήταν ο γραφίστας του τάδε εκδοτικού, άλλος ο βιβλιοπώλης του δείνα. Νομίζω ότι έτσι ξεκίνησαν και οι περισσότερες κολεκτίβες. Ξέρουμε να κάνουμε μία δουλειά, βλέπουμε ότι το πράγμα δεν μπορεί να συνεχιστεί έτσι – να είναι μόνιμα υπάλληλοι και εργαζόμενοι, σε μία εποχή που, όντως, ήταν αρκετά έντονα τα πράγματα- ας το προσπαθήσουμε», λέει και προσθέτει πως, «τότε αναζωπυρώθηκε πολύ και το κομμάτι του νόμου, έδωσε μία -ας το πούμε- ευκαιρία το ότι μπήκαν, λίγο πιο ορατά απ’ όσο μέχρι εκείνο το σημείο, ο αστικός συνεταιρισμός και οι ΚοινΣΕπ σαν πλαίσιο επιχειρήσεων, Αυτό νομίζω ότι διασφάλισε το ότι και νομικά, τυπικά, μπορούσαν να το κάνουν. Δεν χρειαζόταν να ανοίκουν μία ΑΕ και απλά να την ονομάσουν κολεκτίβα. Η λογική πίσω από το βήμα ήταν ότι, “θα χρησιμοποιήσουμε έναν νομικό όρο που βολεύει γιατί έχει διοικητικά, έχει συνελεύσεις, μάς επιτρέπει αυτό που έχουμε οραματιστεί και, από εκεί και πέρα, πάμε και βλέπουμε”».

 

Σε εκείνα τα πολύ πρώτα βήματα του εγχειρήματος, η ομάδα των εργαζομένων ήτανε δύο – τρία άτομα, στη συνέχεια μπήκαν άλλοι δύο, συνολικά το εγχείρημα ξεκίνησαν πέντε ή έξι εργαζόμενοι στον χώρο του βιβλίου. Σήμερα, μαζί με την Κατερίνα, είναι πέντε. Όπως εξηγεί η ίδια, «μπήκα πέρυσι τον Νοέμβρη. Με τον χώρο του βιβλίου δεν είχα καμία σχέση. Ήμουν, ας πούμε, πελάτισσα των παιδιών. Να το πω κι έτσι, αλλά αδικώ λίγο τη φάση, γιατί παλαιότερα ήμουν σε ένα άλλο συνεργατικό, όπου υπήρξα ιδρυτικό μέλος. Έχω γνώμη για τα συνεργατικά γενικά, γιατί κάπως έζησα το πρώτο φάσμα τους, γύρω στο 2015 – 16. Από τότε γνώρισα τα παιδιά, γιατί είχαμε τη Δικτύωση Συνεργατικών Εγχειρημάτων Αθήνας – μία μεγάλη συνέλευση κάποιων συνεργατικών με το πρόταγμα ότι, «μπορούμε χωρίς αφεντικά». Ο στόχος της συνέλευσης ήταν η αλληλοβοήθεια μεταξύ των συνεργατικών, να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε όλα μαζί. Και, κατ’ επέκταση, να φτιαχτούν διάφορα πράγματα: υπο- ομάδες που θα βοηθάνε τα άλλα  συνεργατικά, είτε από απλή συνέλευση πολιτικοποίησης, ας πούμε, είτε σε πρακτικά ζητήματα. Επομένως τα ήξερα τα παιδιά, κατά μία έννοια είχαμε συνεργαστεί σε αυτό το πλαίσιο και, όταν έφυγα πια από το συνεργατικό, κάποιο διάστημα μετά μού κάνανε την πρόταση από εδώ».

Μπορούμε χωρίς αφεντικά;

Το είπε, και δεν μπορώ παρά να ρωτήσω, μπορούμε χωρίς αφεντικά; Βγαίνει το εγχείρημα; «Αυτό είναι συνεχές ερώτημα», θα μού πει. «Είναι ένα μεγάλο ερώτημα, νομίζω από τότε. Στο λέω πολύ όπως το σκέφτομαι, μπορούμε. Απλώς είναι δύσκολο. Δεν είναι τόσο απλό. Αυτό που εγώ έχω παρατηρήσει στα χρόνια, και ταξικά δεν ταιριάζει, αλλά έχουμε μάθει από την κουλτούρα του υπαλλήλου. Επομένως τη φέρνουμε μαζί μας, και μέσα σε ένα συνεργατικό. Φέρνουμε και την ιεραρχία και το “μη μου την πούνε για αυτό το λάθος / μη γίνει αυτό και μετά έχει αυτό το αντίκτυπο”. Αυτό είναι κουλτούρα υπαλληλική, δεν είναι σέβομαι τον “συν- υπάλληλο” – και θα το πω έτσι γιατί, στην ουσία, συνάδελφοι είμαστε εδώ μέσα, όντως. Και είμαστε υπάλληλοι ενός μεγαλύτερου “αφεντικού” που είναι ο συνεταιρισμός. Μπορεί ο ίδιος ο συνεταιρισμός να μην μας φωνάζει το πρωί στη δουλειά ή να μη μας ζητάει να χτυπήσουμε κάρτα, αλλά είναι εδώ και μάς ζητάει, για να μάς ζήσει και αυτός να ζήσει μέσα από εμάς. Για να γυρίσω στο ερώτημα θα πω ότι ναι, μπορούμε χωρίς αφεντικά. Απλά είναι πάρα πολύ δύσκολο – και πρακτικά ακόμα. Τα συνεργατικά είναι επιχειρήσεις που πρέπει να ζήσουν, έχουν τους φόρους τους κανονικά, τις πιστωτικές στις τράπεζες, έχουν αυτή τη διαχείριση, από την οποία είναι δύσκολο να ξεφύγεις και να πεις ότι εδώ κάνουμε κάτι άλλο. Κάνουμε αυτό που κάνουμε, αλλά με όσο καλύτερους όρους μπορούμε. Αν αυτό λέγεται αφεντικό, ναι, είναι ένας καλύτερος όρος χωρίς αφεντικό», προσθέτει.

Τις αποφάσεις για το τι θα κάνουν και πώς θα προχωρήσουν, όπως μου εξηγεί, τις παίρνει η συνέλευση μέσα από την οποία δουλεύουν. Και κάπως έτσι αποφασίζονται και οι τίτλοι των βιβλίων που θα αναλάβουν να εκδώσουν κάθε χρόνο. «Σε μεγάλο βαθμό, μάς στέλνουν και προτάσεις διάφοροι άνθρωποι – είτε φίλοι που διάβασαν κάτι και λένε “ρίξτε μια ματιά σε αυτό”, είτε μεταφραστές που συνεργαζόμαστε και μας λένε ότι αυτό είναι καλό -  ίσως και με μία προοπτική συνεργασίας κάποιοι. Όλα περνάνε από τη συνέλευση. Έχουμε μία πρόταση, τη συζητάμε, αν όχι όλοι μπορεί κάποιοι να αναλάβουν να τη διαβάσουν. Μας ενδιαφέρει; Το συζητάμε, βλέπουμε τι χρειάζεται και πρακτικά, π.χ. οι Wu Ming (σ.σ. συγγραφική κολεκτίβα από την Ιταλία με έντονη ριζοσπαστική πολιτική και κοινωνική δράση) εγώ θεωρώ ότι ήταν και μία επένδυση εδώ μέσα. Πέραν του ότι είναι πολύ μεγάλο όνομα, θεωρώ ότι είναι εξαιρετικοί συγγραφείς, αυτό που έχουν κάνει είναι εξωπραγματικό, ήταν ένα δύσκολο (εγχείρημα) έπρεπε να κάτσουμε να υπολογίσουμε, τι δικαιώματα έχουν, τι χρειάζεται για τις επιμέλειες και τις μεταφράσεις, με τι συμφωνία μπορούμε να το κάνουμε αυτό; Δυστυχώς, ο χώρος του βιβλίου δεν είναι τόσο ονειρικός όσο κάποιοι το φαντάζονται, έχει δηλαδή και ένα πολύ πρακτικό κομμάτι και “κακό”, να δεις δικαιώματα, με τι συμφωνία, να μιλήσεις να συνεννοηθείς – όχι προφανώς με παζάρι, αλλά έχει ένα άχαρο κομμάτι, δεν είναι “διάβασα αυτό το βιβλίο, τι ωραίο, κάτσε να το εκδώσω”».

 

Τι διαβάζει ο κόσμος;

Και, ο κόσμος που ανοίγει την πόρτα των Εκδόσεων των Συναδέλφων, τι διαβάζει; «Υπάρχει ποικιλία στην ανθρωπογεωγραφία. Υπάρχει σταθερά ο κόσμος ο πιστός των εκδόσεων, με την έννοια ότι είναι κάποιοι και συνδρομητές – και να’ ναι καλά, γιατί είναι πάρα πολλοί, και με τα χρόνια περισσότεροι- που είναι πολύ ενήμεροι, εμένα με εντυπωσιάζει αυτό, για τα βιβλία μας. Δηλαδή, ξέρουν και παλιά βιβλία και εκδόσεις, διαβάζουν πάνω – κάτω ό,τι βγάζουμε. Από το άλλο το κοινό που, είτε θα είναι περαστικό και έρχεται, βλέπω τον τελευταίο καιρό, επειδή βγήκαν και κάποια καλά βιβλία, μία στροφή στα ιστορικά. Π.χ. οι «Δωσίλογοι» του Χαραλαμπίδη που βγήκαν από την Αλεξάνδρια, υπήρχε μία συζήτηση για τα 50 χρόνια για το Πολυτεχνείο, κινήθηκε πολύ. Και θεωρώ ότι είναι μία συζήτηση που έχει ξεκινήσει και στον δημόσιο λόγο, για την ιστορία ξανά, με όλα αυτά που γίνονται. Τα τελευταία χρόνια σίγουρα τα φεμινιστικά βιβλία, ξαναβγήκε η Φεντερίτσι μπροστά, έβγαλε και καινούργια κείμενα. Γενικά, ό,τι βγαίνει με έναν προβληματισμό για τα φεμινιστικά, είτε είναι καλό είτε κακό, το παίρνουνε. Υπάρχει μία απορία, ένα ενδιαφέρον για το τι γίνεται, και είναι λογικό γιατί τώρα ξεκίνησε ξανά η συζήτηση για τα κύματα, για την ορατότητα. Είναι οι πιστοί του νουάρ επίσης. Τώρα, επειδή κι εμείς έχουμε πολύ κινηματικό κομμάτι μές στο βιβλιοπωλείο, αν και λογοτεχνία είναι οι περισσότεροι τίτλοι μας εδώ μέσα, επειδη έχουμε κάποια βιβλία κινηματικά και πιο παλιά, και από Δαίμονα που δεν τα βρίσκουν εύκολα, βλέπω και πολύ νεαρό κόσμο, κυρίως, και μού κάνει κι εντύπωση, Είναι σταθεροί κάποιοι φοιτητές που έρχονται και παίρνουν βιβλία για τα κινήματα. Τώρα έχει ξεκινήσει η συζήτηση για τα κινήματα και την τεχνολογία που βλέπω, και στα περιοδικά που βγαίνουνε».

Αναπόφευκτα, επιστρέφω στον ήχο από τα ροδάκια των αποσκευών που ακούγεται απέξω, το πλήθος κόσμου που κατακλύζει την περιοχή, τα νέα καταστήματα, και την εικόνα της γειτονιάς, που έχει αλλάξει άρδην τα τελευταία χρόνια. Είναι εμφανής η αλλαγή και για τις Εκδόσεις των Συναδέλφων; Η μεταμόρφωση της περιοχής, έχει αλλάξει το κοινό του βιβλιοπωλείου; «Σε ένα βαθμό δε γίνεται να μην επηρεαστεί. Οι πελάτες μας, με έναν τρόπο είναι σταθεροί και, καλώς ή κακώς, μπορεί, λόγω και του gentrification να έρχεται και περισσότερος κόσμος, που μπορεί να είναι σε ένα μπαρ παραδίπλα. Πάντα είχαν τα Εξάρχεια αυτή την κινητικότητα. Μπορεί, επομένως, να έρθει ένας α κόσμος παραπάνω, διαφορετικός, που δεν είναι “της γειτονιάς”. Ναι, παρατηρούμε όλο τον χρόνο πλέον τουρίστες που, σε σχέση με παλιά, είναι μία έντονη διαφορά. Πιο πολύ έχει επηρεάσει στην ψυχολογία. Δηλαδή, βλέπω σταθερό κόσμο εδώ μέσα, έρχονται πάντα και οι εξτρά άνθρωποι που μπορεί να μην ξέρουν το βιβλιοπωλείο και απλά να μπήκαν έτσι, επειδή κάποιος τους το σύστησε ή βρήκαν στο site μας ένα βιβλίο, αλλά βλέπω μία πεσμένη ψυχολογία. Κι επειδή φιλοξενούμε και μπροσούρες που μάς φέρνουν, το βλέπεις ότι, ο κόσμος έχει επηρεαστεί για τις δυνατότητες, για το τι μπορεί να κάνει πια για τη γειτονιά του. Αυτό το παρατηρώ έντονα. Τώρα, καθαρά στο πελατειακό, δεν έχω δει κάποια συγκλονιστική διαφορά. Θα μπορούσε να φανταστεί κάποιος ότι, στη φάση που έχουν ανοίξει 20 διαφορετικά μαγαζιά τριγύρω μας θα έρχεται και περισσότερος κόσμος που δεν τον ξέραμε. Εγώ αυτή τη δαφορά δεν την έχω δει συγκλονιστικά. Αυτό ότι έχουμε ξαφνικά τουρίστες όλη τη χρονιά -που εμείς δεν έχουμε και αγγλικά βιβλία, έχουμε το Exarcheia Free Zone Calling που έχει μεταφραστεί στα αγγλικά και μία συλλογή με ποιήματα για την Αθήνα. Και φέρνουμε και κάποια ξενόγλωσσα από άλλους εκδότες. Παρόλα αυτά έρχονται, μπαίνουνε πιο πολύ για το εσάνς, να το πω έτσι. Ή για να πάρουν κανένα μπλουζάκι δώρο, να πάρουν κάποια από τα ξενόγλωσσα όντως, γιατί αυτά βρήκανε. Αυτό μου κάνει εντύπωσε γιατί θυμάμαι ότι, όντως, για τουρισμό παλιά μιλάγαμε τρεις με τέσσερις μήνες τον χρόνο. Και η αστυνομία είναι πολύ έντονη, το βλέπεις. Εμείς είμαστε και στον ίδιο δρόμο. Δεν επηρεάζει να τούς βλέπεις κάθε λίγο και λιγάκι πάνω – κάτω, εκεί που, πέρα από το ΠΑΣΟΚ και το ΑΤ, δεν έβλεπες στα Εξάρχεια τόσο πολύ αστυνομία;».

εκδόσειςΕξάρχειαβιβλιοπωλείαειδήσεις τώραεργαζόμενοισωματείοσυνεταιρισμόςεκδότης