Ο Θεοδόσης Μίχος ενίοτε ζορίζεται από τη μάχη με το τέρας της ματαιότητας αλλά «απαθανατίζει» την εκάστοτε φάση του γράφοντας ιστορίες
Αφροδίτη ΓκόγκογλουΜία μπάρα από αυτές που γεννιούνται και γράφονται ιστορίες, σαν κι αυτές που αφηγείται ο Θεοδόσης Μίχος στο τρίτο του βιβλίο, «Ένα για τον Δρόμο», γίνεται εξώφυλλο στο τελευταίο του πόνημα.
Πτυχές της ζωής του από το παρελθόν και το παρόν, η μουσική που αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του, λόγια μεγάλων γραφιάδων και φυσικά τα βιώματα - δικά του αλλά και των γύρω του, στα οποία έτυχε να γίνει κοινωνός-, τον θέτουν αντιμέτωπο με τα μεγάλα ερωτήματα. Μετά το «Κράτα το Σόου» και τις σχεδόν αληθινές ιστορίες του, και την «Αλκμήνη και οι Άλλοι», παίρνει τις νότες του χάους και τις τοποθετεί πάνω στην παρτιτούρα της πραγματικότητας. Ο Θεοδόσης Μίχος μίλησε στο ethnos.gr για το τελευταίο βιβλίο του, «Ένα για τον Δρόμο», που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο.
«Γράφω ιστορίες μυθοπλασίας για να διαχειριστώ τα ζητήματα που με απασχολούν»
Ας υποθέσουμε ότι δεν είμαι ούτε λίγο ψυλλιασμένη, και πέφτει το «Ένα για τον Δρόμο» τυχαία στα χέρια μου. Τι να περιμένω ότι θα διαβάσω;
Θα διαβάσεις 18 διηγήματα που γράφτηκαν επί τούτου για τη συγκεκριμένη συλλογή (δεν πρόκειται δηλαδή για ανθολόγηση προϋπάρχοντος υλικού) πληρώντας τις προδιαγραφές μιας συγκεκριμένης ιδέας: Εξαρχής ήθελα η δράση αυτών των ιστοριών να σχετίζεται, ακόμη και μέσω δύο μόλις λέξεων σε μία μόνο πρόταση, με ένα μπαρ· μια «οινοπνευματική κιβωτό», όπως νομίζω ότι είπε κάποτε για να περιγράψει το πιο αγαπημένο του μπαρ ο Περικλής Κοροβέσης, ένα τόπο όπου «όλα χαλαρώνουν και χάνονται μέσα σε μια γλυκιά απόφαση του να μεγαλώσουν οι διάρκειες», όπως είμαι σίγουρος ότι έγραψε κάποτε ο Χρήστος Βακαλόπουλος αναφερόμενος στην αγαπημένη του εποχή που πια δεν τελειώνει με τίποτα στην Ελλάδα και ζήτω που καήκαμε, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας.
Σε συνέντευξή σου σημείωσες ότι, το κάθε βιβλίο είναι και μία «φωτογραφία» του συγγραφέα τη στιγμή που το γράφει. Σε ποια στιγμή «απαθανατίζεσαι» εσύ στο «Ένα για τον Δρόμο»;
Δε βάζω και το χέρι μου στη φωτιά, αλλά νομίζω ότι όντως ισχύει αυτό δεδομένου ότι δεν είμαστε AI - άνθρωποι είμαστε και συνήθως νιώθουμε.
Αν το καλοσκεφτείς είναι συγκεκριμένα τα θεμελιώδη ζητήματα που μας απασχολούν σε όλη μας τη ζωή. Αλλάζουν οι συνθήκες, η ένταση και ο τρόπος διαχείρισης τους όσο μεγαλώνουμε. Μια ζωή ευτυχισμένοι και υγιείς δε θέλουμε να είμαστε εμείς και οι οικείοι μας;
Πρόσφατα διάβασα μια προ τετρακονταετίας συνέντευξη του Τζέιμς Μπόλντουιν στο Paris Review, όπου μεταξύ άλλων είπε: «Νομίζω ότι ένας άνθρωπος γύρω στην ηλικία των 40 αντιλαμβάνεται ότι κάποια στιγμή θα πεθάνει. Το βλέπεις να έρχεται. Δεν αντιλαμβάνεσαι ότι κάποια στιγμή θα πεθάνεις όταν είσαι 30, ακόμη λιγότερο στα 25. Μένεις άναυδος από την ίδια σου τη θνητότητα, από το ότι είναι μάλλον απίθανο να ζήσεις άλλα 40 χρόνια».
Ας πούμε ότι κάπου εκεί «απαθανατίστηκα» γράφοντας το «Ένα για τον δρόμο», όντας σε προσωπικό επίπεδο πιο ευτυχισμένος από ποτέ και σε επαγγελματικό ακριβώς όπου και όπως θέλω να είμαι.
Με δεδομένο ότι μιλάμε για το τρίτο βιβλίο σου, έχεις συνηθίσει τη διαδικασία της συγγραφής ή παραμένει μία πρόκληση; – Εννοώ πρακτικά, είναι εύκολο να οργανωθείς, να σκεφτείς, να κάτσεις να γράψεις, να κάνεις edit κλπ., ή υπάρχουν πτυχές της διαδικασίας που σε ζορίζουν;
Τα πρακτικά, όπως λες, ζητήματα, όσον αφορά την οργάνωση του χρόνου μου τουλάχιστον, είναι σχετικά διαχειρίσιμα. Η διαρκής μάχη με το τέρας της ματαιότητας (όχι για το γράψιμο, γενικά) είναι που με ζορίζει μερικές φορές αλλά εντάξει, ας μην το βαρύνω τώρα και ακουστώ γκρινιάρης και γκαντεμιάσω το βιβλίο, άλλωστε θα έχω χρόνο να τα σκεφτώ ξανά όλα αυτά όσο θα γράφω το επόμενο.
Και στο «Κράτα το Σόου», και στο «Η Αλκμήνη και οι άλλοι» αλλά και στο «Ένα για τον Δρόμο», γράφεις ιστορίες που περίπου -άμεσα ή έμμεσα στην περίπτωση της «Αλκμήνης»- σχετίζονται με πράγματα που έχεις βιώσει. Νομίζω ότι, ο διαχωρισμός (αυτο)βιογραφικών στοιχείων και μυθοπλασίας στα βιβλία σου είναι ενίοτε λίγο «θολός». Αυτό συμβαίνει επειδή σε αφορά να εκτεθείς (εσύ και οι άνθρωποί σου) στον βαθμό που νιώθεις άνετα, ή είναι κάτι που μπορεί να κάνει τις ιστορίες (σου) πιο ενδιαφέρουσες;
Για μένα είναι αυτονόητο ότι θα γράψω -είτε ένα διήγημα, όπως στο πρώτο και το τρίτο μου βιβλίο, είτε ολόκληρο μυθιστόρημα, όπως στην περίπτωση του δεύτερου- ορμώμενος, έστω και σε απειροελάχιστο βαθμό, από βιώματα δικά μου ή ακόμη και τρίτων στα οποία έτυχε να γίνω κοινωνός. Μπορεί να είναι μια εμπειρία ωρών ή μια λέξη που ειπώθηκε μια φορά και τέλος.
Θα έλεγα λοιπόν ότι δε με ενδιαφέρει να το κάνω αλλιώς. Δεν ξέρω κιόλας πώς αλλιώς να το κάνω. Δεν ξέρω καν αν γενικά μπορεί να γίνει αλλιώς. Γράφω λοιπόν ιστορίες μυθοπλασίας -διότι περί αυτού πρόκειται τελικά, στο υπογράφω- για να διαχειριστώ τα ζητήματα που με απασχολούν -η «φωτογραφία» που λέγαμε νωρίτερα- στη ζωή μου. Κοινώς γράφω όχι για να εκθέσω άλλους αλλά ξέροντας ότι αναπόφευκτα θα εκτεθώ εγώ.
Η λογοτεχνία την εποχή μετά την πανδημία και τις αλλεπάλληλες κρίσεις των τελευταίων χρόνων, έχει αλλάξει; Με ποιους τρόπους;
Θα σε γελάσω.
Από εκεί και πέρα, χαίρομαι γιατί βγαίνουν διαρκώς πολλά και καλά βιβλία, ελληνικά και μεταφρασμένα, και τα τελευταία χρόνια ανοίγουν μικρά, ανεξάρτητα βιβλιοπωλεία. Λυπάμαι όμως γιατί τα στοιχεία για τη φιλαναγνωσία στην Ελλάδα παραμένουν αποκαρδιωτικά. Δηλαδή πώς γίνεται να βρίσκεις χρόνο για να πας στο γυμναστήριο και όχι για να διαβάσεις ένα βιβλίο;
Info: Η παρουσίαση της συλλογής διηγημάτων, «Ένα για τον Δρόμο» του Θεοδόση Μίχου, θα γίνει τη Δευτέρα, 13 Μαΐου, στις 19.30 μ.μ. στο βιβλιοκαφέ ZATOPEK (Π. Τσαλδάρη 209, Καλλιθέα). Για το βιβλίο θα μιλήσουν ο δημοσιογράφος και συγγραφέας, Διονύσης Μαρίνος, και η διευθύντρια Πολιτισμού του Ιδρύματος Ωνάση, Αφροδίτη Παναγιωτάκου. Ο Θεοδόσης Μίχος θα απαντήσει σε ερωτήσεις του κοινού και θα υπογράψει αντίτυπα του βιβλίου του.