Πολυχρόνης Κουτσάκης στο ethnos.gr: «Το σχολείο δε μαθαίνει στα παιδιά να αγαπάνε τη λογοτεχνία, χρειάζεται μια δραστική αλλαγή»
Άγγελος ΓεραιουδάκηςΓεννημένος στα Χανιά, ο Πολυχρόνης Κουτσάκης έχει ξεχωρίσει για την ιδιαίτερη του πένα στη σύγχρονη λογοτεχνία και θεατρική σκηνή. Για εκείνον, το γράψιμο αποτελεί μια σκληρή αλλά ζωογόνο διαδικασία, προσφέροντάς του ανείπωτη χαρά. Πιστεύει ακράδαντα ότι το χιούμορ είναι ο ύψιστος τρόπος για να επικοινωνούν οι άνθρωποι και η μεγαλύτερη τέχνη μετά τη μουσική. Μέσα από αυτό, οι πιο δύσκολες αλήθειες γίνονται διαχειρίσιμες και η ζωή πιο υποφερτή.
Υποστηρικτής της εσωτερικής επανάστασης, ο συγγραφέας θεωρεί ότι όποιος επιδιώκει να γίνεται καθημερινά καλύτερος είναι θωρακισμένος απέναντι στον καταιγισμό πληροφοριών, την ανοησία και τη βαρβαρότητα της σύγχρονης εποχής.
Η λογοτεχνική του δουλειά έχει αναγνωριστεί ευρέως, κερδίζοντας το Κρατικό Βραβείο Εφηβικού - Νεανικού Βιβλίου 2016 για το μυθιστόρημά του «Μια ανάσα μόνο», καθώς και δύο Κρατικά Βραβεία Θεατρικού Έργου το 2005 και το 2007 από το υπουργείο Πολιτισμού. Τα θεατρικά του έργα έχουν παιχτεί και βραβευτεί σε ΗΠΑ, Αγγλία και Ελλάδα και έχουν εκδοθεί στον Καναδά.
Αφορμή για την κουβέντα μας στάθηκε το νέο του μυθιστόρημα «Κάτι σαν αγάπη, μία υπόθεση για τον Γιώργο Δάντη» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη, καθώς και την τηλεοπτική μεταφορά των βιβλίων του «Αθηναϊκό μπλουζ» και «Baby blue». Η ιδέα και η καλλιτεχνική επιμέλεια του πρότζεκτ ανήκουν στη Δανάη Σκιαδή και τον Νικόλα Παπαγιάννη, οι οποίοι θα πρωταγωνιστούν και στη σειρά.
Τι σας ενέπνευσε να γράψετε την «Τριλογία της Κρήτης» και πώς γεννήθηκε η ιδέα για τον χαρακτήρα του Γιώργου Δάντη;
Το πρώτο βιβλίο γεννήθηκε από μια εικόνα. Μου ήρθε στο μυαλό η εικόνα ενός κοριτσιού, στην εφηβεία, που έχει αρκετά προβλήματα και μην αντέχοντας άλλο αποφασίζει να αυτοκτονήσει – αλλά την στιγμή που ετοιμάζεται να πέσει από το μπαλκόνι της βλέπει στο απέναντι μπαλκόνι μια απόπειρα δολοφονίας και είναι πια η μόνη αυτόπτης μάρτυρας, οπότε ο δολοφόνος θέλει να την σκοτώσει. Αυτό με οδήγησε στο να σκεφτώ ποιος θα μπορούσε να προστατεύσει το κορίτσι αυτό – η απάντηση ήταν «ένα αγόρι, κρυφά ερωτευμένο μαζί της». Έτσι δημιουργήθηκε στο μυαλό μου ο χαρακτήρας αυτού του αγοριού, του Γιώργου Δάντη, ο χαρακτήρας του κοριτσιού, της Ρέας Ανδρέου και ο χαρακτήρας του Νικ Έβανς – κολλητού του Γιώργου, που είναι το ακριβώς αντίθετό του, σαν δίπολο φωτός και σκοταδιού. Ο Γιώργος είναι ένα πιο «φυσιολογικό» παιδί, που θέλει να σώσει οποιονδήποτε έχει ανάγκη από βοήθεια και αν γίνεται να το πετύχει χωρίς βία, ενώ ο Νικ είναι μια βίαιη ιδιοφυΐα που δεν νοιάζεται για κανέναν εκτός από 2-3 ανθρώπους που αγαπάει πολύ.
Τι σας ώθησε να επιστρέψετε στον Γιώργο Δάντη με μια νέα ιστορία έπειτα από οκτώ χρόνια;
Ο Γιώργος, ο Νικ και η Ρέα δεν είχαν φύγει ποτέ από το μυαλό μου – ήμουν βέβαιος ότι θα επέστρεφα σε αυτούς, απλώς δεν ήξερα το πότε. Έπρεπε να έχω μια ιδέα για πλοκή που θα τους ταίριαζε και τώρα που ήρθε η ιδέα, γράφτηκε το νέο βιβλίο με τους ήρωες να 'ναι πια ενήλικοι. Ο Γιώργος είχε κάνει και μια μικρή εμφάνιση ως δευτεραγωνιστής στο «Ομορφότερο τέλος στον κόσμο», αφού με ελκύει πολύ να έχω ένα «σύμπαν ηρώων» από διαφορετικά βιβλία που μπαινοβγαίνουν και σε άλλες ιστορίες – αυτό φροντίζω να γίνεται μ' έναν τρόπο που ο καινούργιος αναγνώστης δεν ενοχλείται (δεν χρειάζεται να ξέρει το παρελθόν του ήρωα) αλλά ο παλιότερος αναγνώστης νιώθει σαν να του κλείνω το μάτι.
Γιατί αποφασίσατε να τοποθετήσετε την πλοκή της σειράς στα Χανιά; Βοήθησε το γεγονός ότι είναι ο τόπος καταγωγής σας;
Τα Χανιά είναι ο τόπος όπου διαδραματίζονται αρκετά από τα βιβλία μου (Η Τριλογία της Κρήτης, το «Κάτι σαν αγάπη», το «Ομορφότερο τέλος στον κόσμο» και βέβαια σημαντικό κομμάτι από το ιστορικό μου μυθιστόρημα «Όταν ήταν ευτυχισμένος» για την ζωή του Ελευθέριου Βενιζέλου). Είναι λογικό για μένα να τοποθετώ βιβλία μου εκεί γιατί αγαπώ πολύ τα Χανιά και την Κρήτη όπως είναι, και με το φως και με τα σκοτάδια τους.
Πώς αξιοποιείτε το φυσικό περιβάλλον των Χανίων και τα τοπικά χαρακτηριστικά για να δημιουργήσετε ατμόσφαιρα και ένταση στην πλοκή;
Όταν μια πόλη έχει τόσο έντονο χρώμα, μετατρέπεται αμέσως η ίδια η πόλη σε έναν από τους χαρακτήρες του βιβλίου. Οπότε, σ' ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, αν κάποιος γνωρίζει καλά μια πόλη μπορεί να αξιοποιήσει κάθε γωνιά της.
Η ιστορία του «Κάτι σαν αγάπη» απεικονίζει με ρεαλισμό και ζωντανές σκηνές τον πολύπλοκο κόσμο του τένις και των αγώνων. Τι είδους έρευνα κάνατε για το συγκεκριμένο άθλημα;
Σας ευχαριστώ. Παίζω τένις από πολύ μικρός και το παρακολουθώ φανατικά από τότε. Οπότε η μελέτη είχε διαρκέσει πάνω από 40 χρόνια και δεν χρειάστηκε να κάνω επιπλέον έρευνα.
Η Ιφιγένεια Καράκη είναι μια 17χρονη που της αρέσει να βλέπει βιντεάκια στο TikTok. Ποια είναι η δική σας σχέση με τα social media και πόσο σημαντικό πιστεύετε ότι είναι για έναν συγγραφέα να έχει παρουσία σε αυτά;
Εχω Facebook και Instagram, στο Facebook είμαι ενεργός, στο Instagram πολύ λιγότερο. Πάρα πολύς κόσμος ενημερώνεται μέσα από τα σόσιαλ μίντια, οπότε η παρουσία ενός συγγραφέα σε αυτά είναι σημαντική. Αρκεί βέβαια ο συγγραφέας να παραμένει συγγραφέας, δηλαδή να θυμάται ότι η δουλειά του είναι να γράφει βιβλία και τα σόσιαλ μίντια είναι απλώς ένα μέσο προβολής των βιβλίων. Αν ο συγγραφέας είναι ή μετατραπεί σε ίνφλουενσερ που παράλληλα με την καριέρα του στα σόσιαλ γράφει ως πάρεργο και βιβλία, τότε το κοινό θα πάρει 1-2 βιβλία του και μετά, απογοητευμένο, θα τον ξεχάσει – μπορεί βέβαια να συνεχίσει να κάνει love στα ποσταρίσματα, που είναι κι αυτό μια παρηγοριά.
Υπάρχει πιθανότητα να δούμε τον Γιώργο Δάντη σε νέες περιπέτειες στο μέλλον;
Ναι, όπως φαίνεται ξεκάθαρα από το τέλος του βιβλίου, ο Γιώργος έχει ήδη μπει, χωρίς να το γνωρίζει καν, μέσα στην επόμενη περιπέτεια.
Εχετε δηλώσει ότι προτιμάτε να γράφετε χειρόγραφα. Ποιοι λόγοι σας οδηγούν να επιλέγετε αυτήν την παραδοσιακή τακτική γραφής;
Ίσως το ότι είμαι ηλικιωμένος Η αίσθηση του στιλό και του χαρτιού είναι μοναδική για μένα, νιώθω μια τεράστια ελευθερία όταν τα κρατάω στα χέρια μου. Επίσης, παρόλο που γράφω σε υπολογιστή από το 1988 (είπαμε, ηλικιωμένος), όταν γράφω σε χαρτί αισθάνομαι πως μπορώ να καταγράψω τις σκέψεις μου ακριβώς όπως γεννιούνται, σαν να είναι το μυαλό και το χέρι μου ένα πράγμα, χωρίς διαμεσολαβητή (υπολογιστή). Υπάρχουν και πρόσφατες επιστημονικές έρευνες που δείχνουν ότι το να γράφεις χειρόγραφα βοηθάει την μνήμη και διεγείρει περισσότερες συνδέσεις των νευρώνων στον εγκέφαλο, αλλά εγώ ομολογώ ότι το κάνω επειδή απλώς μου αρέσει, όχι επειδή προσπαθώ να ακολουθήσω τις σχετικές έρευνες.
Το «Ομορφότερο τέλος στον κόσμο» χρειάστηκε 14 χρόνια για να ολοκληρωθεί. Πώς καταλαβαίνετε πότε ένα μυθιστόρημα είναι έτοιμο να φύγει από τα χέρια σας και να το μοιραστείτε με το κοινό;
Ναι, εκείνο το βιβλίο πραγματικά με ταλαιπώρησε πολύ – η επιτυχία του ήταν μια ανταμοιβή βέβαια, αλλά επί 14 χρόνια από τότε που είχα την αρχική ιδέα δεν μπορούσα να βρω τον τρόπο να ξετυλίξω το κουβάρι που εγώ ο ίδιος είχα τυλίξει. Ενα μυθιστόρημα είναι έτοιμο όταν νιώσω πως δεν έχει μείνει άλλη ιστορία μέσα μου να διηγηθώ.
Πώς αντλείτε έμπνευση και ποιοι είναι οι κύριοι τρόποι με τους οποίους ανανεώνετε τη δημιουργικότητά σας;
Μικρά στοιχεία σίγουρα αντλώ από πράγματα που ζω και από ειδήσεις που με ενδιαφέρουν, αλλά η πραγματική ιδέα – δηλαδή η δημιουργία μέσα στο μυαλό ενός χαρακτήρα στον οποίο συμβαίνει κάτι συγκλονιστικό – δεν ξέρω να σας πω πώς έρχεται. Ξέρω μόνο πως αν κάτσω για πολλές ώρες επί πολλές μέρες, διατεθειμένος να γεμίζω χαρτιά με πολλές ανούσιες ιδέες, τελικά θα έρθει και κάποια καλή – συνήθως μάλιστα έρχεται όταν πια έχω σηκωθεί από το γραφείο μου. Η δημιουργικότητα νομίζω ότι ανανεώνεται από μόνη της, όσο διατηρείς την περιέργειά σου για τον κόσμο.
Πώς προέκυψε η τηλεοπτική μεταφορά των βιβλίων σας «Αθηναϊκό μπλουζ» και «Baby blue» και πότε θα τα δούμε στη μικρή οθόνη; Η επιλογή του Νικόλα Παπαγιάννη και της Δανάης Σκιάδη στους πρωταγωνιστικούς ρόλους πώς έγινε;
Με την Δανάη είχαμε συνεργαστεί για πρώτη φορά το 2008, όταν είχε παίξει σε ένα θεατρικό μου έργο, το «Χωρίς Εσένα» που ανέβηκε στο θέατρο Αμόρε και ήταν εξαιρετική στον ρόλο της. Αρκετά χρόνια μετά, γνώρισα και τον Νικόλα που μέχρι τότε ήξερα μόνο από την έξοχη δουλειά του στο θέατρο και στην τηλεόραση και μου είπαν πως είχαν διαβάσει τα βιβλία και ήθελαν να συζητήσουμε με την Foss Productions την πιθανότητα να τα μεταφέρουμε στην τηλεόραση. Η Foss μετά τις συζητήσεις μας αποφάσισε να αναλάβει την παραγωγή και είμαι, φυσικά, πολύ χαρούμενος για αυτή την εξέλιξη αφού το όνομα της Foss είναι συνώνυμο της ποιότητας. Θα ξεκινήσουμε σύντομα να δουλεύουμε πάνω στο σενάριο και θα είμαι κι εγώ μέλος της σεναριακής ομάδας. Χονδρικά υπολογίζω ότι η σειρά θα είναι έτοιμη σε δύο χρόνια.
Πιστεύετε ότι η τηλεοπτική μεταφορά ενός βιβλίου βοηθάει στην αύξηση των πωλήσεων και στην αναγνωρισιμότητα για έναν συγγραφέα;
Oπωσδήποτε βοηθάει σημαντικά. Απλώς πρέπει ο συγγραφέας, είτε είναι μέλος και ο ίδιος της σεναριακής ομάδας είτε όχι, να έχει συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι η τηλεοπτική μεταφορά έχει τους δικούς της κανόνες και με βάση αυτούς πολύ συχνά η ιστορία του βιβλίου θα αλλάξει για να εξυπηρετήσει την οπτικοακουστική βερσιόν.
Πώς αντιλαμβάνεστε την ανταπόκριση του κοινού στα βιβλία σας και πώς αυτή επηρεάζει την πορεία της συγγραφής σας;
Λειτουργώ λίγο αναρχικά σε αυτό το κομμάτι. Μ' ενδιαφέρει μεν πάρα πολύ αν ένα βιβλίο πάει καλά εμπορικά και ακόμα περισσότερο το πόσο έντονες (θετικές, ελπίζω) αντιδράσεις για το βιβλίο θα λάβω από τους αναγνώστες, αλλά δεν μ' επηρεάζει η πολύ καλή ή καλή ή μέτρια εμπορική πορεία ενός βιβλίου στην συγγραφή του επόμενου. Ξεκινάω να γράφω πάντα για μένα – θέλω να πω μια ιστορία που εγώ θα ήθελα πολύ να τη διαβάσω. Όταν είμαι πια ευχαριστημένος, θέλω φυσικά να φτάσει η ιστορία στο μεγαλύτερο δυνατό κοινό.
Πώς βλέπετε την εξέλιξη της ελληνικής λογοτεχνίας τα επόμενα χρόνια και ποια θεωρείτε ότι είναι η θέση σας σε αυτήν;
Ελπίζω, αν και δεν το θεωρώ πιθανόν, να υπάρξει κάποτε μια ισχυρή στήριξη/επένδυση από το κράτος στην προβολή της ελληνικής λογοτεχνίας, που δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από αρκετές ξένες (π.χ. την σκανδιναβική αστυνομική λογοτεχνία). Οι Έλληνες εκδότες κάνουν ηρωικές προσπάθειες και η διαχρονική αδιαφορία της πολιτείας είναι λυπηρή. Δεν είμαι σίγουρος για το πώς θα εξελιχθεί η ελληνική λογοτεχνία, ελλείψει της στήριξης αυτής – τα πράγματα είναι δύσκολα γιατί το αναγνωστικό κοινό είναι μικρό και το σχολείο κάνει πολύ κακή δουλειά στο κομμάτι της λογοτεχνίας, δεν μαθαίνει τα παιδιά να αγαπάνε τις ιστορίες. Χρειάζεται μια δραστική αλλαγή εκεί. Όσο για τη δική μου θέση στην ελληνική λογοτεχνία, πολύ ειλικρινά θέλω να σας πω ότι δεν είναι ένα θέμα που το σκέφτομαι. Με ενδιαφέρει το κάθε επόμενο βιβλίο που θα γράψω να κάνει εμένα πολύ χαρούμενο που το έγραψα και μετά, βέβαια, να υπάρξει ανταπόκριση από το κοινό. Ελπίζω οι κριτικοί λογοτεχνίας του παρόντος και του μέλλοντος που διαβάζουν/θα διαβάσουν δικά μου βιβλία να περάσουν εξαιρετικά διαβάζοντάς τα. Το πού θα με τοποθετήσουν αφού τα διαβάσουν, «ξια τους», που λέμε στην Κρήτη.
Από το 2016 ζείτε στην Αυστραλία. Πώς είναι η ζωή εκεί και τι σας οδήγησε στην απόφαση να μετακομίσετε;
Είχα μια πολύ καλή προσφορά από το πανεπιστήμιο Murdoch, για να συνεχίσω εδώ την ακαδημαϊκή μου καριέρα και μετά από συζήτηση με την οικογένειά μου αποφασίσαμε πως άξιζε τον κόπο να δούμε αν η ζωή στην Αυστραλία ήταν τόσο καλή όσο ακούγαμε. Ήταν αλήθεια, και μείναμε. Κι επειδή μας έλειπε τόσο η Ελλάδα, φτιάξαμε εδώ στο Περθ ένα Σαββατιανό ελληνικό σχολείο, το Greek Language and Culture Institute of Evangelismos, στο οποίο έχω την χαρά να είμαι διευθυντής, το οποίο γεμίζει με δεκάδες παιδιά κάθε Σάββατο και δίνει σε όλες τις οικογένειες μεγάλη ικανοποίηση, αφού έχει δημιουργήσει μια ξεχωριστή κοινότητα Ελλήνων της Αυστραλίας (πρώτης, δεύτερης, τρίτης γενιάς).
Σκέφτεστε το ενδεχόμενο της επιστροφής στην Ελλάδα;
Προτιμώ να είμαι ρεαλιστής – οι συνθήκες της ζωής της οικογένειάς μου στην Αυστραλία δεν μου το επιτρέπουν για το άμεσο μέλλον. Σε βάθος χρόνου, καλά να είμαστε, φυσικά το θέλω πολύ.