Βιβλίο | 07.05.2019 20:32

Προδημοσίευση: «Η αγαπημένη των θεών» της Ρένας Ρώσση - Ζαΐρη

Άγγελος Γεραιουδάκης

Την ερχόμενη Πέμπτη (9/5) κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός, το νέο βιβλίο της Ρένας Ρώσση - Ζαΐρη με τίτλο «Η αγαπημένη των θεών». Μια νύχτα με καταιγίδα, μια βάρκα με ένα νεογέννητο μωρό βρίσκει καταφύγιο στη Δήλο. Η Άρτεμη, η αγαπημένη των θεών, μεγαλώνει μέσα στην αγάπη και την ασφάλεια, και τολμάει να κυνηγήσει τα όνειρά της. 

Ώσπου ένας μυστηριώδης άντρας με ζαφειρένια μάτια, αλλά κι ένας φόνος στο ιερό νησί θα την αναγκάσουν να παλέψει για την ίδια της τη ζωή. Κι ύστερα όλα μπλέκονται. Φωτεινοί και σκοτεινοί ήρωες, όνειρα κι ελπίδες, κατάσκοποι και δολοφόνοι. Κι ύστερα το αδύνατο γίνεται δυνατό. Ηλιόλουστη Δήλος, κοσμοπολίτικη Μύκονος, πανέμορφη Ρήνεια, γραφικά ψαροχώρια της Κορνουάλης, όλα σε ένα μυθιστόρημα παθιασμένο. Σαν την Ελλάδα. Γεμάτο φως κι ανθρώπους «ηλιόλουστους». Γιατί την τύχη μας την κεντάμε με τραγούδια ψυχής…

Η Ρένα Ρώσση - Ζαΐρη έχει γράψει 14 βιβλία για ενηλίκους και πάνω από 150 παιδικά βιβλία. Το 2015, της απονεμήθηκε το «Βραβείο Λογοτεχνίας» από τον Όμιλο Γυναικών Πειραιά «Εξάλειπτρον» για το συγγραφικό της έργο, σε συνδυασμό με τη μεγάλη απήχησή του και τη διαδραστική της σχέση με τους αναγνώστες της, καθώς και το βραβείο κοινού των βιβλιοπωλείων Public, στην κατηγορία «Ο πιο ερωτικός χαρακτήρας», για το μυθιστόρημά της «Δίδυμα Φεγγάρια», το οποίο μεταφέρθηκε και στην τηλεόραση. 

Ακολουθεί ένα απόσπασμα από το βιβλίο:

Η ξεναγός κρατούσε ψηλά μια μεγάλη κατακόκκινη ομπρέλα. Οι συγκεντρωμένοι γύρω της την παρακολουθούσαν με προσοχή. Πλησίασα. Τους μιλούσε για την ιστορία του τόπου.

«Υπολογίζεται ότι στο μικρό αυτό νησί με έκταση 6,85 τετραγωνικά χιλιόμετρα στις αρχές του 1ου αιώνα π.Χ. κατοικούσαν περίπου 30.000 άνθρωποι. Χάρη στον ιερό της χαρακτήρα, η Δήλος δεν αντιμετώπιζε κίνδυνο επιδρομών, ωστόσο το 88 π.Χ…»

Σταμάτησε απότομα να μιλάει και με κοίταξε. Όλοι γύρω της έκαναν το ίδιο.

«Δεν είσαστε μαζί μας, κύριε. Η άλλη ξεναγός έχει προχωρήσει λίγο παρακάτω. Θα σας παρακαλούσα να μην απομακρύνεστε από κοντά της», μου είπε αυστηρά.

Τους κοίταξα διερευνητικά όλους, χωρίς να δώσω σημασία στα λόγια της. Ο Σεργκέι δε βρισκόταν ανάμεσά τους.

«Ελάτε μαζί μου. Θα σας βοηθήσω να βρείτε τη δική σας ομάδα», μου είπε ένας άντρας που έτρεξε δίπλα μου.

Γύρισα προς τη μεριά του. Σίγουρα θα ήταν ο φύλακας του νησιού. Δε φορούσε κάποια στολή, αλλά σκούρο μπλε παντελόνι, άσπρο πουκάμισο και σκούρο μπλε κασκέτο. Φαινόταν ηλιοκαμένος και μεγάλος σε ηλικία. Τα σγουρά μαλλιά του ήταν κάτασπρα.

«Σας ευχαριστώ πολύ. Κάπου χάθηκα και…» μουρμούρισα.

Μου χαμογέλασε. Τα μελιά του μάτια ήταν πλημμυρισμένα συγκατάβαση.

«Δε χρειάζεται να απολογείστε σε μένα», μου απάντησε. «Και η δική σας παρέα βρίσκεται ακόμα στην Αγορά των Κομπεταλιαστών, αν δεν κάνω λάθος. Σε λίγο θα θαυμάσετε την Αγορά των Δηλίων και το Ιιερό του Απόλλωνα», συνέχισε κι άρχισε να ανηφορίζει.

Τον ευχαρίστησα, παρόλο που δε με ένοιαζαν οι πληροφορίες του, και τον ακολούθησα. Αν και βρισκόμουν σε αποστολή, είχα μαγευτεί με τα λίγα που είχα προλάβει να δω, με εκείνα τα λευκά μάρμαρα που αντανακλούσαν το φως, με τα ερείπια αρχαίων οικισμών και ιερών. Πόσο θα ήθελα να ήμουν κι εγώ ανάμεσα στους ανέμελους επισκέπτες. Να χαρώ αυτό τον ξεχωριστό αρχαιολογικό χώρο. Υποσχέθηκα στον εαυτό μου να το κάνω με την πρώτη ευκαιρία. Κι ύστερα το έβγαλα από τη σκέψη μου. Με απασχολούσαν πιο καίρια ζητήματα. Λίγα μέτρα πιο κάτω, σε μια στροφή, είδαμε από μακριά και τη δεύτερη ομάδα.

«Θα σταματήσω για λίγο εδώ, αν δε σας πειράζει», είπα στον φύλακα. «Θέλω να βρω λίγο την ανάσα μου και… κάντε τη δουλειά σας εσείς, μην ανησυχείτε για μένα. Δε θα δημιουργήσω κανένα πρόβλημα. Αμέσως μετά θα πάω στην ομάδα μου».

Εύχομαι να μη σας δημιουργήσει πρόβλημα και ο Ρώσος, ήθελα να του πω, γιατί τον είχα συμπαθήσει. Όμως δεν ήμουν καθόλου σίγουρος πως η ευχή μου θα γινόταν πραγματικότητα.

Ο φύλακας με κοίταξε διερευνητικά για λίγο, κούνησε το κεφάλι του και έφυγε από κοντά μου. Μόλις τον έχασα από τα μάτια μου, έκανα ένα δυο προσεκτικά βήματα παρακάτω. Με βόλευε η μεγάλη πλακόστρωτη πλατεία, όπου είχε σταματήσει το δεύτερο γκρουπ. Ήταν περιτριγυρισμένη από σκορπισμένες μαρμάρινες βάσεις και βωμούς. Προχώρησα σκύβοντας και κρύφτηκα πίσω από μια μαρμάρινη βάση, πολύ κοντά στη δεύτερη ξεναγό και την ομάδα της. Είχαν όλοι γυρισμένοι την πλάτη τους, την άκουγαν με προσήλωση.

Και τότε κόπηκε στ’ αλήθεια η ανάσα μου.

Όχι, όχι, δεν είδα τον Σεργκέι αλλά μια κοπέλα. Είχε ξεμακρύνει λίγο από την ομάδα, κοιτούσε κάπου ψηλά. Σαν να είχε βγει από τις σελίδες κάποιου βιβλίου μυθολογίας, από αυτά που μου αγόραζε ο Γιώργος. Έμοιαζε με τη θεά Άρτεμη, όπως τουλάχιστον τη φανταζόμουν μικρούλης. Το βλέμμα μου καρφώθηκε πάνω της. Ήταν ψηλόλιγνη, με μακριά καστανά μαλλιά που έφταναν μέχρι τη μέση της κι ανέμιζαν στο φύσημα του αγέρα. Φορούσε μια μακριά λεπτή ζακέτα κι ένα βαμβακερό φόρεμα, που κολλούσε πάνω της κι αναδείκνυε περισσότερο το κορμί της, τις τέλειες αναλογίες της. Φάνταζε σαν να την είχε σμιλέψει κάποιος καλλιτέχνης με ταλέντο θεϊκό. Η ίδια η στάση της είχε κάτι το θαυμαστό. Σαν να ήταν κομμάτι αυτού του νησιού, σαν να ανήκε εδώ. Οι χτύποι της καρδιάς μου έγιναν γρηγορότεροι καθώς συνέχισα να την κοιτάζω, η θηλυκότητά της με μάγεψε. Ξέχασα μεμιάς γιατί βρισκόμουν εδώ, ξέχασα τον ίδιο τον σκοπό μου.

Πήρα μια βαθιά ανάσα για να συνέλθω. Πρώτη φορά ένιωσα τέτοια ακατανίκητη έλξη για μια γυναίκα. Ξαφνικά είδα να την πλησιάζει μια ηλικιωμένη από την ομάδα. Άρχισε να της μιλάει και να κουνάει τα χέρια της. Η κοπέλα, η θεά μου, έσκυψε για να ακούσει προσεκτικά τα λόγια της.

Και τότε ήταν που έγιναν όλα.

Ένας ψηλός σωματώδης άντρας παραμέρισε όσους βρίσκονταν δίπλα του. Τον αναγνώρισα μεμιάς. Ήταν ο Σεργκέι. Πριν προλάβω να αντιδράσω, έκανε ένα δυο βιαστικά βήματα κι έπεσε πάνω στη θεά μου. Ήταν τόση η φόρα του, που την έκανε να χάσει την ισορροπία της. Σηκώθηκα απότομα όρθιος, άρχισα να τρέχω προς το μέρος

τους. Αλλά πριν προλάβω να τους φτάσω, ένας άλλος άντρας εμφανίστηκε μέσα από τα χαλάσματα κι όρμησε πάνω στον Ρώσο. Σίγουρα θα τον παρακολουθούσε κι αυτός όπως κι εγώ. Ο Σεργκέι τον είδε, αλλά δεν πρόλαβε να αντιδράσει. Ο άντρας τον μαχαίρωσε στην κοιλιά, χωρίς να διστάσει σταλιά. Ο Ρώσος τρίκλισε κι έπεσε με όλο του το βάρος πάνω στη θεά. Οι παρευρισκόμενοι άρχισαν να ουρλιάζουν, μερικοί άρχισαν να τρέχουν πανικόβλητοι μακριά, άλλοι στριμώχτηκαν γύρω από την κοπέλα.

Τη στιγμή που έφτασα κοντά της, είχε καταφέρει να παραμερίσει το κορμί του Ρώσου και να σηκωθεί όρθια. Έτρεμε ολόκληρη. Το φόρεμά της ήταν καταματωμένο. Τα μεγάλα γαλανά της μάτια πλημμυρισμένα τρόμο.

«Τον σκότωσε! Τον σκότωσε! Αυτή! Αυτή!» άρχισε να ουρλιάζει μια γυναίκα.

«Εγώ; Όχι! Όχι! Τι είναι αυτά που λέτε;» ψέλλισε εκείνη.

«Αυτή τον ξεκοίλιασε! Την είδα! Με τα ίδια μου τα μάτια την είδα! Καλέστε την αστυνομία! Γρήγορα!» φώναξε ένας ηλικιωμένος.

«Κοπελιά! Έλα μαζί μου! Γρήγορα!» της φώναξα κι εγώ.

Αλλά εκείνη σήκωσε το κεφάλι της, έχοντάς τα χαμένα. Με κοίταξε σαν να μη με έβλεπε κι ύστερα έριξε το βλέμμα της κάπου μακριά. Γύρισα κι είδα τον φύλακα να έρχεται τρέχοντας προς το μέρος μας.

«Κοπελιά!» της είπα, προσπαθώντας να τη συνεφέρω.

Την έπιασα από το μπράτσο. Μα εκείνη ξέφυγε από τη λαβή μου κι άρχισε να τρέχει πανικόβλητη μακριά μας.

Την ακολούθησα από απόσταση. Ήξερε, φαίνεται, καλά το νησί, γιατί έτρεχε μέσα από κάτι δύσβατα μονοπάτια. Από μακριά φάνηκε ένα μικρό σπίτι. Δε δίστασε.

Έτρεξε προς το μέρος του, μπήκε μέσα.

Την περίμενα κρυμμένος. Δεν άργησε πολύ. Όταν βγήκε, είχε αλλάξει ρούχα. Φορούσε τώρα ένα τζιν κι ένα μακρύ πουκάμισο. Στην πλάτη της ήταν κρεμασμένο ένα σακίδιο.

Ήταν άραγε το σπίτι της αυτό; Σίγουρα. Κι αφού στη Δήλο, απ’ ό,τι είχα μάθει, δεν επιτρεπόταν να διανυκτερεύσει κανένας παρά μόνο ο φύλακας, η θεά ήταν σίγουρα συγγενής του. Αλλά γιατί ταράχτηκε τόσο όταν τον είδε να έρχεται προς το μέρος της;

Η κοπέλα, ίδιο αγρίμι, άρχισε να σκαρφαλώνει σε κάτι βράχια και γρήγορα χάθηκε από τα μάτια μου. Όταν κατάφερα να φτάσω κι εγώ εκεί, την είδα να κατηφορίζει σε έναν πλακόστρωτο δρόμο που περνούσε ανάμεσα από κάτι αρχαία σπίτια με αίθρια. Δεν έχασα χρόνο. Κατηφόρισα κι εγώ. Συνέχισε να τρέχει ακούραστα, συνέχισα να την ακολουθώ. Η διαδρομή μας πέρασε μπροστά από ένα εντυπωσιακό αρχαίο θέατρο. Δε σταμάτησε εκεί. Έπαιρνα τις απαραίτητες προφυλάξεις για να μην καταλάβει πως την ακολουθούσα, αλλά ούτε μια στιγμή δε γύρισε να κοιτάξει πίσω της. Κοντοστάθηκε για λίγο έξω από έναν ναό, στους πρόποδες ενός λόφου. Τον κοίταξα πιο προσεκτικά. Στο εσωτερικό του βρισκόταν το άγαλμα μιας θεάς. Που δεν είχε κεφάλι.

Η δική μου η θεά συνέχισε απτόητη να τρέχει, ώσπου έφτασε στον λόφο και ξεκίνησε να ανεβαίνει μια αρχαία σκάλα, λαξευμένη στα βράχια του. Η ανάβαση ήταν αρκετά δύσκολη. Ανέβαινα κι εγώ πίσω της από απόσταση. Αν γύριζε να κοιτάξει, σίγουρα θα με εντόπιζε. Αλλά ευτυχώς δεν το έκανε. Σκαρφάλωνε με χάρη. Κάποια στιγμή την έχασα από τα μάτια μου. Σταμάτησα λίγο να πάρω μια ανάσα και συνέχισα να ανεβαίνω.

Ώσπου βρέθηκα στην κορυφή.

Και τότε, παρ’ όλα όσα είχαν συμβεί, δεν μπόρεσα να μη θαυμάσω τη θέα. Τα μάτια μου χάθηκαν στο μπλε του Αιγαίου. Γύρω τριγύρω νησιά που δεν ήξερα το όνομά τους, ενώ η θεά κατηφόριζε ήδη ένα στενό μονοπάτι. Από εκεί που βρισκόμουν την έβλεπα καλά. Προχωρούσε προσεκτικά με κατεύθυνση κάτι μεγάλα βράχια στη θάλασσα. Δεν της πήρε πολύ να τα σκαρφαλώσει κι αυτά, σαν αγριοκάτσικο. Γρήγορα κατάλαβα πού πήγαινε. Σε μια μικρή βάρκα που βρισκόταν αραγμένη σε έναν ορμίσκο κάτω από τον λόφο.

Δε χρειαζόταν να την ακολουθήσω πια. Από το σημείο που βρισκόμουν έβλεπα κάθε κίνησή της.

Κάθισα κάτω να ξαποστάσω. Δεν πέρασαν πολλά λεπτά, όταν την είδα να μπαίνει στη βάρκα, να τραβάει τα κουπιά και να ξεμακραίνει.

Κατευθυνόταν σε ένα κοντινό νησί που είχε σχήμα πεταλούδας.

Κοντά, πολύ κοντά στη Δήλο.

Δεν υπήρχε περίπτωση να μου ξεφύγει!

Ρένα Ρώσση - Ζαΐρη
«Η αγαπημένη των θεών» 
Εκδόσεις: Ψυχογιός
Σελίδες: 480

Ψυχογιόςεκδόσεις