Βιβλίο|24.06.2019 15:29

Φερνάντο Αραμπούρου - Πατρίδα: Ο νόμος του αίματος

Newsroom

Τι γνωρίζουμε για τη χώρα των Βάσκων; Τι ακριβώς ήταν η ΕΤΑ («Πατρίδα και Ελευθερία»); Τι άφησε τελικά πίσω της έως να παραδώσει τα όπλα το 2011, έπειτα από µισό και πλέον αιώνα ένοπλης δράσης; Πώς από µια οµάδα για τη διαφύλαξη της πολιτισµικής κληρονοµιάς των Βάσκων και αντίστασης κατά του φρανκικού καθεστώτος εξελίχθηκε σε µια παραστρατιωτική, τροµοκρατική, ένοπλη οργάνωση µε πάνω από 800 δολοφονίες και δεκάδες απαγωγές στο ενεργητικό της;

Εµφορούµενη από την πεποίθηση ότι κατέχει την απόλυτη αλήθεια περί πατρίδας και ελευθερίας, άρα και το απόλυτο άλλοθι να τη διεκδικεί και να την εφαρµόζει µε όλα τα µέσα, επί δικαίους και αδίκους, η ΕΤΑ όχι µόνο δεν κατόρθωσε να πραγµατοποιήσει τους αρχικούς της στόχους για ανεξαρτησία της Χώρας των Βάσκων και για τον σοσιαλισµό, αλλά «πέτυχε» να ανοίξει βαθιές, χαίνουσες πληγές στο βασκικό συλλογικό σώµα.

Πληγές που µάλλον θα αργήσουν να επουλωθούν, όπως συµβαίνει πάντα σε παρόµοιες καταστάσεις, έστω κι αν το 2018 η εναποµείνασα ΕΤΑ ζήτησε δηµόσια συγνώµη και ανακοίνωσε την οριστική της διάλυση.

Αυτές τις χαίνουσες πληγές επιχειρεί να αγγίξει ο Βάσκος συγγραφέας Φερνάντο Αραµπούρου (Σαν Σεµπαστιάν, 1959) στο µυθιστόρηµά του µε τον πολύσηµο τίτλο «Πατρίδα», θέτοντας ουσιαστικά το καίριο ερώτηµα τι είναι πατρίδα και πώς την εκλαµβάνει και τη χρησιµοποιεί κανείς. Με εµφανή προσωπικά βιώµατα, ο Βάσκος συγγραφέας στήνει και περιπλέκει το πολυσέλιδο µυθιστόρηµά του γύρω από δύο οικογένειες σε ένα βασκικό χωριό, κοντά στα σύνορα µε τη γαλλική Χώρα των Βάσκων. Το µυθιστόρηµα απλώνεται χρονικά από το 1980 έως τον Οκτώβριο του 2011 που η ΕΤΑ ανακοινώνει την παύση της ένοπλης πάλης. ∆ύο οικογένειες, µε κοινό συνδετικό κρίκο έναν φόνο και το βαθύ τραύµα που αυτός δηµιουργεί τόσο στη µία οικογένεια όσο και στην άλλη.

Ο Φερνάντο Αραµπούρου, από τους σπουδαιότερους εκπροσώπους της σύγχρονης ισπανικής λογοτεχνίας, ήρθε πρόσφατα στην Αθήνα καλεσµένος του 11ου Ιβηροαµερικανικού Φεστιβάλ Λογοτεχνίας Εν Αθήναις – ΛΕΑ και του Ινστιτούτου Θερβάντες.

Συγκεκριµένα, τη δολοφονία του επιχειρηµατία του χωριού Τσάτο, συζύγου και πατέρα της µίας οικογένειας, από την ΕΤΑ, µε ύποπτο τον πρωτότοκο γιο της άλλης οικογένειας. Το µυθιστόρηµα αρχίζει µε την -έπειτα από πολλά χρόνια απουσίαςεπιστροφή στο χωριό της Μπιτόρι, χήρας του δολοφονηθέντος, αµέσως µετά την ανακοίνωση της ΕΤΑ ότι σταµατά τον ένοπλο αγώνα. Η επιστροφή αυτή δίνει το έναυσµα στον συγγραφέα να ξεδιπλώσει το µυθιστόρηµα µε συνεχή χρονικά άλµατα, από το µακρινό πλέον παρελθόν της ζωής των δύο οικογενειών στην εν ψυχρώ δολοφονία του Τσάτο, έως την ηµέρα της επιστροφής που θα οδηγήσει στην τελική κάθαρση. Γιατί όµως επιστρέφει η Μπιτόρι στον τόπο του εγκλήµατος; Τι αναζητά; Τι προσδοκά; Να αναζωπυρώσει το ανεπούλωτο τραύµα της; Ακριβώς το αντίθετο: Θέλει να το επουλώσει.

Και για να το επιτύχει θέλει να µάθει. Να µάθει αν πράγµατι αυτός που δολοφόνησε τον άντρα της ήταν ο στρατευµένος στην ΕΤΑ γιος της καλύτερής της φίλης, της Μίρεν, γόνος της πιο αγαπηµένης οικογένειας µε τη δική της. Θέλει να πάει να τον συναντήσει στη φυλακή και να τον ρωτήσει. Θέλει να καταλάβει, για να µπορέσει να συµφιλιωθεί, να συγχωρέσει ίσως. Ο Αραµπούρου κεντάει το µυθιστόρηµά του, κυριολεκτικά, σταυροβελονιά, µέσα από µια σειρά επεισοδίων που το ένα έρχεται να κουµπώσει µε το άλλο, το ένα να δέσει µε το άλλο, το ένα να συµπληρώσει το άλλο, σε µια διαχρονία τριάντα χρόνων.

Σχηµατίζει έτσι µια εντυπωσιακή µυθιστορηµατική κατασκευή, η οποία δεν µας µυεί µόνο στις φωτεινές και σκοτεινές στιγµές των δύο οικογενειών, δεν µας κάνει κοινωνούς του ανεπούλωτου τραύµατος που ταλανίζει και τις δύο, αλλά επιπλέον µας δίνει τη δυνατότητα να αντιληφθούµε τι συνέβη στην πατρίδα του, πού οδήγησε αυτός ο πεντηκονταετής κύκλος του αίµατος, στο όνοµα -φευ- της ελευθερίας της πατρίδας.

Ωστόσο, ο Αραµπούρου αποφεύγει όλες τις παγίδες του καταγγελτικού λόγου, του διδακτισµού ή της ανούσιας αισθηµατολογίας, που θα υπονόµευαν την ίδια την υψηλή λογοτεχνική ποιότητα του µυθιστορήµατός του. Αναδεικνύει τους ανθρώπους, τα διλήµµατά τους, τις ενοχές τους, τις αµφιβολίες τους. Σκιαγραφεί µε συµπάθεια και σύνεση τις προσωπικότητες των µελών των δύο οικογενειών και το πώς εκλαµβάνουν και βιώνουν το κοµβικό γεγονός της δολοφονίας στη δική τους ζωή. Προχωρώντας στον σχεδιασµό του πορτρέτου του Χοσέ-Μάρι, του γιου της Μίρεν, από την παιδική του ηλικία έως την ένταξή του στην ΕΤΑ και τα χρόνια µέσα στη φυλακή για όσα έχει διαπράξει, προσπαθεί περισσότερο να τον καταλάβει παρά να τον καταδικάσει, χωρίς όµως και να του χαρίζεται. Δυστοπικό εµφανίζεται το περιβάλλον του χωριού.

Ο νόµος του αίµατος, που δεν αφήνει κανέναν απέξω, επιφέρει και τον νόµο της σιωπής. Οι κάτοικοι του χωριού αντιδρούν φοβικά, ενοχικά απέναντι στην οικογένεια του δολοφονηµένου, την αναγκάζουν να φύγει από το χωριό, τροµάζουν και αποσταθεροποιούνται όταν η Μπιτόρι επιστρέφει. Υποφέρουν κι αυτοί από το βαθύ συλλογικό τραύµα που προκάλεσε η σχεδόν εµφύλια αιµατοχυσία δεκαετιών. Ο Αραµπούρου, προσφέροντας πρωταρχικό ρόλο στις δύο άλλοτε αγαπηµένες φίλες, την Μπιτόρι και τη Μίρεν, κλείνει το µυθιστόρηµά του µε ένα αµήχανο και µετέωρο αγκάλιασµα τους, αφήνοντας ουσιαστικά αναπάντητο το ερώτηµα της συγχώρεσης και της συµφιλίωσης. Στα συν του σπουδαίου αυτού µυθιστορήµατος συγκαταλέγεται και η µετάφραση της Τιτίνας Σπερελάκη.

Το κείμενο έχει γραφτεί από την βιβλιοκριτικό και συγγραφέα Έλενα Χουζούρη και έχει δημοσιευτεί στο «Έθνος της Κυριακής»

Πατάκηςκριτική επιτροπή