Βιβλίο|04.07.2019 17:49

Θωμάς Σιταράς: Το βόλι, οι κλακαδόροι και η ταρίφα των εκλογών (pics)

Γιώργος Βαϊλάκης

Το βιβλίο του «Καλό βόλι - Οι κάλπες και τα τερτίπια μιας άλλης εποχής (1864-1940)» που κυκλοφόρησε πρόσφατα, παρουσιάζει την ιστορία των ελληνικών εκλογών μιας ολόκληρης εποχής: την εκλογική ατμόσφαιρα, την επίδραση του κομματισμού, τη λειτουργία της Βουλής και των κυβερνητικών υπηρεσιών, τους βουλευτές και τα ρουσφέτια τους, την εκμετάλλευση των ψηφοφόρων και των ανέργων - μέσα από κείμενα και πλούσιο φωτογραφικό υλικό. Και αυτό το καθιστά (δραματικά) επίκαιρο, μερικές μόλις μέρες πριν από τις εθνικές εκλογές της 7ης Ιουλίου.

Με αυτήν την αφορμή μιλήσαμε με τον συγγραφέα του βιβλίου, Θωμά Σιταρά, για τις εκλογές στην Ελλάδα, τις ομοιότητες και τις διαφορές με τη σημερινή εποχή, τα πιθανά συμπεράσματα που -ενδεχομένως- θα είναι χρήσιμα για την επόμενη μέρα όλων μας.

Κύριε Σιταρά, πώς προέκυψε η έκφραση «καλό βόλι»;

Στα χρόνια της επανάστασης του 1821, επειδή τα όπλα ήταν εμπροσθογεμή δεν είχες την πολυτέλεια να αστοχήσεις, γιατί τότε ο αντίπαλος θα αποκτούσε τεράστιο πλεονέκτημα. Γι’ αυτό και υπήρχε μία ευχή, πριν τη μάχη: καλό βόλι. Μετά το 1860, όταν άρχισαν να ψηφίζουν με μικρά μολυβάκια σαν σκάγια τα οποία τα ρίχνανε σε τενεκεδένιες κάλπες, λέγανε κατ’ ευφημισμόν «καλό βόλι». Όπως, δηλαδή, παλιά έπρεπε να πετύχεις τον εχθρό ακόμα και με την πρώτη προσπάθεια, έτσι και τώρα η ευχή ήταν να πετύχεις έναν ικανό πρόεδρο, κυβερνήτη ή δήμαρχο. Αλλά έχει ενδιαφέρον και η έννοια του «κοψοχέρη»: εκείνου που θα προτιμούσε να του κόψουν το χέρι, παρά να ρίξει το… βόλι σε κάποιον συγκεκριμένο υποψήφιο. Και, επειδή, ήδη από την αρχαιότητα, οι υποψήφιοι στον τόπο μας συνήθιζαν να υπόσχονται πράγματα που μετά δεν τα έκαναν, οι «κοψοχέρηδες» με την πάροδο του χρόνου θα πολλαπλασιάζονταν.

Πώς αποφασίσατε να γράψετε ένα βιβλίο για την ιστορία των ελληνικών εκλογών, από την αρχή -δηλαδή, το 1862- μέχρι το 1940;

Ο λόγος είναι ότι ξεφυλλίζοντας παλιές εφημερίδες εκείνης της εποχής, συνειδητοποίησα ότι τίποτα δεν έχει αλλάξει. Αναρωτήθηκα: Είναι δυνατόν να λέμε και να κάνουμε τα ίδια πράγματα, να εφαρμόζουμε τις ίδιες τακτικές; Απ’ τη μία, αισθάνεσαι ότι οι υποψήφιοι υποτιμούν τη νοημοσύνη των ψηφοφόρων, αλλά απ’ την άλλη ο αντίλογος, δυστυχώς, λέει: Εάν πουν την αλήθεια, ο κόσμος θα τους ψηφίσει ή θα στραφεί και πάλι σε εκείνους που θα του πουν όσα θέλει να ακούσει;

Τι αποκομίσατε από την ενασχόλησή σας με την ιστορική εξέλιξη των εκλογών στην Ελλάδα;

Υπάρχει μία διαστροφική ευστροφία στον τρόπο που λειτουργεί ο μηχανισμός των εκλογών και των υποψηφίων στην Ελλάδα. Είμαστε εύστροφοι, αλλά προς την λάθος κατεύθυνση! Είναι κρίμα να γίνεται αυτό από έναν έξυπνο λαό.

Από όλη την ιστορία των ελληνικών εκλογών, ποια χαρακτηριστικά και ποιες ιδιαιτερότητές τους σας έχουν εντυπωσιάσει;

Πρώτα απ’ όλα, το λεγόμενο «ρεύμα»! Όπως και τώρα, υπήρχαν πάρα πολλοί αναποφάσιστοι και έπρεπε αυτοί να πάνε εκεί που φυσούσε ο άνεμος – ή, αλλιώς, εκεί όπου οδηγούσε το ρεύμα. Ο κάθε υποψήφιος έπρεπε, λοιπόν, να δημιουργήσει την εντύπωση ότι αυτός είναι και κανένας άλλος, ότι αυτός έχει το ρεύμα με το μέρος του. Τότε, φυσικά, δεν υπήρχαν δημοσκοπήσεις. Και αυτό που μετρούσε ήταν η τελετουργία των εκλογών. Ο υποψήφιος έπρεπε να κάνει καθαρό σαματά, θόρυβο. Προηγούνταν μπροστά πληρωμένοι υποστηρικτές που με πιστόλες έριχναν ενθουσιωδώς στον γάμο του Καραγκιόζη. Ακολουθούσαν οι κλακαδόροι αυτούς που είχανε προσλάβει για να φωνάζουνε «ζήτω». Ήταν μία εικόνα που έπρεπε να δοθεί για να επηρεάσει το κοινό. Υπήρχε ταρίφα: Η κάθε πιστολιά στον αέρα στοίχιζε διακόσιες δραχμές. Οι κλακαδόροι είχαν άλλη ταρίφα: Μαζευόντουσαν όλοι οι αργόσχολοι που δεν είχαν δουλειά και τους έβαζε ο κομματάρχης να φωνάξουν κάποια συνθήματα. Και όποιος είχε πιο δυνατή φωνή πήγαινε δεξιά και τον προσλάμβανε! Άλλους τους διώχνανε και από εκεί βγήκε η έκφραση: «Αυτός δεν κάνει ούτε για ζήτω». Εκεί η ταρίφα ήταν εκατό δραχμές για διακόσια ζήτω. Όλα υπολογισμένα και κοστολογημένα. Ένα άλλο είναι, όταν μπήκαμε στον εικοστό αιώνα και ανέβηκε κάπως το βιοτικό επίπεδο, ότι άρχισαν να δημιουργούνται κέντρα επηρεασμού των ψηφοφόρων – που τότε δεν ήταν περίπτερα, αλλά τα ίδια τα σπίτια των υποψηφίων! Πήγαιναν οι ψηφοφόροι και τους κερνούσαν καφέ, τσιγάρα, χαιρετούρες. Κάπως έτσι, όμως, αντικαταστάθηκαν οι ταβέρνες, ειδικά εκείνες που βρίσκοντας κοντά στα εκλογικά τμήματα και διέθεταν το καλύτερο κρασί. Πήγαιναν οι αργόσχολοι και ξημεροβραδιάζονταν εκεί μπεκρουλιάζοντας, και όταν ερχόταν η ώρα τούς μετέφεραν μεθυσμένους όπως ήταν, στο εκλογικό τμήμα -που συνήθως ήταν μια εκκλησία, γιατί τότε δεν ήταν πολλά τα σχολεία- για να ψηφίσουν τον υποψήφιο που έπρεπε.

Τι έχουμε να διδαχτούμε από τη σύγκριση του τότε με το σήμερα;

Πρέπει οι ψηφοφόροι να συνειδητοποιήσουν ότι οι εκλογές δεν είναι ένα πανηγύρι. Δεν επιτρέπεται η άγνοια στην εποχή της πληροφόρησης – αυτό είναι μια υποχρέωση του σύγχρονου πολίτη, να ενημερώνεται και να γνωρίζει. Όσο για το ρουσφέτι, είναι μία διαχρονική πρακτική που πρέπει επιτέλους να σταματήσει. Ξέρετε, οι ψηφοφόροι και παλιά για να ψηφίσουν κάποιον του ζητούσαν απίστευτα ρουσφέτια. Ήταν πάρα πολύ διαδεδομένο να ζητάει μετά τις εκλογές από αυτόν που βγήκε ο ψηφοφόρος του, ό,τι μπορεί κανείς να φανταστεί: από να του μαζέψει τα... νερά από το υπόγειο του σπιτιού του, μέχρι να βάλει λάμπες έξω από το σπίτι του γιατί ετοίμαζε γιορτή!

Ποιες είναι οι ομοιότητες και ποιες οι διαφορές ανάμεσα στο τότε και στο τώρα;

Η πληροφόρηση είναι πλέον πολύ διαφορετική, τα γκάλοπ είναι καθοριστικά διότι επηρεάζουν, η τηλεόραση επίσης. Στο βιβλίο υπάρχουν ωραίες περιγραφές για τις βραδιές τότε των εκλογών που μαζεύονταν γύρω από το ράδιο μέχρι τα χαράματα και άκουγαν ένα-ένα τα αποτελέσματα από το κάθε εκλογικό κέντρο. Αλλά, οι ομοιότητες είναι περισσότερες: τα ρουσφέτια που τα βλέπουμε και τα ζούμε διαχρονικά, το μόνιμο επιχείρημα ότι «και οι άλλοι τα ίδια κάνανε», οι άνεργοι, οι συμβασιούχοι που απολύονταν με το που άλλαζε κυβέρνηση, τα «δικά μας τα παιδιά» - αυτά δεν έχουν αλλάξει και είναι κάτι πραγματικά άσχημο.

Οι Έλληνες αδυνατούμε να συνεννοηθούμε μεταξύ μας και διχαζόμαστε ακόμα και όταν ο κίνδυνος είναι ορατός, όπως είδαμε και στα χρόνια της κρίσης. Πού οφείλεται αυτό;

Ο Έλληνας είναι πολύ ανεξάρτητος. Είμαστε ένας λαός που λειτουργεί κατά αυτόν τον τρόπο. Έχουμε τα περισσότερα μικρά καταστήματα στην Ε.Ε. Προτιμάμε να έχουμε ένα κατάστημα στην τρίτη πάροδο της Πατησίων απ’ όπου δεν περνάει κανένας και να είμαστε ανεξάρτητοι και να λέμε ότι είμαστε καταστηματάρχες, παρά να πάμε να δουλέψουμε σαν υπάλληλοι κάπου, σαν εργάτες ή σαν γεωργοί. Και ενώ έχουμε βρώμικους δρόμους είμαστε από τους πιο καθαρούς λαούς της Ευρώπης στο σπίτι μας – φαίνεται ότι πάντα κυριαρχεί το εγώ. Είναι στο dna μας.

Τι μπορεί να βγει ως συμπέρασμα από το βιβλίο σας για όλους εμάς και τους νεοέλληνες προγόνους μας;

Οφείλουμε να γίνουμε πιο σοβαροί όταν πηγαίνουμε να ρίξουμε την ψήφο μας. Να ενδιαφερόμαστε περισσότερο για το γενικό συμφέρον. Άλλωστε, από αυτό περνάει και το προσωπικό συμφέρον.

συνέντευξηεκλογές 2019Μίνωας