Βιβλίο|09.10.2019 19:54

Τα μουχαμπέτια του Ντίνου Χριστιανόπουλου

Ναταλί Χατζηαντωνίου

Ποιητής πρωτίστως, αλλά και διηγηματογράφος, δοκιμιογράφος, μεταφραστής, μελετητής (περίφημος για την δουλειά του πάνω στον Βασιλη Τσιτσάνη), λαογράφος, εκδότης, βιβλιοκριτικός, ταυτισμένος βέβαια με το ιστορικό περιοδικό «Διαγώνιος» και μία από τις εμβληματικές αλλά και αιρετικές μορφές των κύκλων της διανόησης και της λογοτεχνίας της Θεσσαλονίκης εδώ και 60 χρόνια, ο Θεσσαλονικιός Ντίνος Χριστιανόπουλος είναι και μία εξαιρετικά ιδιάζουσα προσωπικότητα. Απόδειξη ότι είναι εξίσου γνωστός για το έργο του, όσο και για τις σοκαριστικές συχνά, σκληρά αποδομητικές κρίσεις του για το συνάφι του και όχι μόνον.

Τα σχόλιά του για τον Σολωμό, τον Ρίτσο, τον Ελύτη ή τον Σεφέρη π.χ., «διαβαθμισμένα» ανάλογα με την κάθε περίπτωση σε επιθετικότητα, η οποία πάντως θα μπορούσε να εκληφθεί και ως εξαιρετικά αμφιλεγόμενη και άβολη μεν αλλά ωμά ειλικρινής προσωπική άποψη, είχαν ανοίξει τελευταία φορά δημοσίως τον ασκό του Αιόλου το 2011 σε μία συζήτηση που έκανε στο Γκαζάρτε με τη Λίνα Νικολακοπούλου.

Όσα είπε τότε ενώπιον κοινού ο Χριστιανόπουλος (όχι βέβαια για πρώτη φορά, ούτε όπως αποδεικνύεται για τελευταία), δεν είναι τίποτα μπροστά σε όσα καταγράφονται στον, 925 σελίδων, τόμο που με τίτλο «Τα εσώψυχα του Ντίνου Χριστιανόπουλου-Μια εκ βαθέων δεκαετής συνομιλία 2004-2012» κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις «Ιανός» με την υπογραφή της Σωτηρίας Σταυρακοπούλου, αναπληρώτριας καθηγήτριας στο Τμήμα Φιλολογίας του Αριστοτελείου, πεζογράφου και μελετήτριας καταρχάς του έργου του ποιητή, πεζογράφου και κριτικού Περικλή Σφυρίδη-στενού φίλου του Χριστιανόπουλου.

Είναι δύσκολο να περιγράψει κανείς το περιεχόμενο αυτού του βιβλίου που καταγράφει με θρησκευτική ευλάβεια τις συνομιλίες που έκαναν Χριστιανόπουλος και Σταυρακοπούλου, γείτονες όντες και σταδιακά φίλοι, σ΄ένα διάστημα 8 ετών, ακριβώς πριν ο πρώτος γλιστρήσει οριστικά στην ασθένεια του νου (άνοια) που τον έχει αποσύρει ανεπιστρεπτί από το δημόσιο βίο. Αν αυτό το βιβλίο είναι μία τελευταία μαρτυρία, μία παρακαταθήκη, τότε πρόκειται για την πιο παράδοξη και αμφιλεγόμενη λογοτεχνική «διαθήκη» που έχει καταγραφεί μέχρι στιγμής στην ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας.

Επί της ουσίας το βιβλίο λίγα κομίζει αναφορικά με τη ζωή και το έργο του Χριστιανόπουλου. Γι αυτό άλλωστε δεν συστήνεται ως βιογραφία. Μπορεί πάντως να το διαβάσει κανείς ως μυθιστόρημα με τον Χριστιανόπουλο να επιδεικνύει τις αρετές της διάσημης ηρωίδας του Ταχτσή Εκάβης στους τσουχτερούς χαρακτηρισμούς, στην πικρή «κακιασμένη» συχνά ειρωνεία, στην παράθεση «γεγονότων» μέσα από το δικό του πρίσμα για τα οποία ο αναγνώστης δεν γνωρίζει μέχρι τέλους εάν έχουν οποιαδήποτε υπόσταση και στα ισοπεδωτικά αρνητικά σχόλια που αφορούν έναν τεράστιο αριθμό προσωπικοτήτων της λογοτεχνίας, παλαιότερης και σύγχρονης, του τραγουδιού, της διανόησης κυρίως της Θεσσαλονίκης, της πανεπιστημιακής κοινότητας, της πολιτικής, της δημοσιογραφίας.

Αμφίθυμος

Το ερώτημα δεν είναι δηλαδή ποιους «θάβει» ο Χριστιανόπουλος, αλλά ποιους παραδέχεται. Μετρημένους στα δάχτυλα: τον Καβάφη, τον Τσιτσάνη, τον Πεντζίκη, τον Μαλακάση, τον Καρυωτάκη, Γ.Π.Σαββίδη, τον Μανώλη και τη Λούλα Αναγνωστάκη, τον Ιόλα, τη Γιώτα Λύδια και τον Νίκο Παπάζογλου. Για άλλους όπως τον τεράστιο φιλόλογο Εμμανουήλ Κριαρά, τον φίλο του Περικλή Σφυρίδη, τον εκδότη του «Ιανού» Νικο Καρατζά, τον ομότεχνό του ποιητή, μελετητή και εκδότη Γιώργο Χρονά, τη στιχουργό Λίνα Νικολακοπούλου ή τον δημοσιογράφο Χρήστο Παρίδη, παραμένει αμφίθυμος. Και για ορισμένους όπως τον ηθοποιό Γιώργο Μοσχίδη αλλάζει γνώμη από κουβέντα σε κουβέντα, με αποτέλεσμα να συναντάς την αποδοχή στις μπροστινές σελίδες και την πλήρη αποδόμηση αργότερα. Υπάρχει και μία περίπτωση πλήρους αποσιώπησης παρά την παλαιά γνωστή σχέση μέντορα-μαθητή: ο Διονύσης Σαββόπουλος δεν αναφέρεται ποτέ και πουθενά, πράγμα μάλλον καλό για τον ίδιο.

Όσο για τις μυθιστορηματικές αρετές του πονήματος, αυτές τις αναγνωρίζει και η κυρία Σταυρακοπούλου όταν στην εισαγωγή της επισημαίνει πώς «γνώριζα πως πολλά απ΄όσα μου έλεγε ήταν δικά του μυθεύματα, καθώς διασταύρωνα ότι απείχαν από την πραγματικότητα ή για να ακριβολογώ διαστρέβλωναν την πραγματικότητα». Γι αυτό επικαλείται και τον Σφυρίδη στον οποίο έστειλε το αρχικό υλικό ζητώντας του την άποψή του. Κι εκείνος επιβεβαιώνοντας ότι ο Χριστιανόπουλος «λέει πικρά και ανυπόστατα πράγματα που πολλά είναι μυθεύματα», απέδωσε αυτό του το χαρακτηριστικό κυρίως σε τραύματα της παιδικής του ηλικίας αλλά και σε μία «αέναη ανασφάλεια για την επιβίωση του πνευματικού) του έργου». Την προέτρεψε όμως  παρόλα αυτά «να τα γράψεις όπως στα είπε. Αυτή ήταν η επιθυμία του: να παραμείνει προκλητικός και μετά τον θάνατό του».

Στην εισαγωγή παρατίθεται και η συναίνεση του Χριστιανόπουλου για τη δημοσίευση του περιεχομένου αυτών των «μουχαμπετιών» : «Ξέρεις τι είναι το μουχαμπέτι, Σωτηρούλα; Κουβεντούλες ελεύθερες όμως, χωρίς πρόγραμμα και σκοπιμότητες. Ναι γιατί στην κοινωνική ζωή μας είμαστε λίγο κουμπωμένοι. Δεν τα λέμε όπως τα σκεφτόμαστε. Θα σου δώσω ένα παράδειγμα να καταλάβεις: Μία από τις αισθητικές αρχές της Διαγωνίου, που επέβαλλα στους συνεργάτες μου, ήταν η απροκάλυπτη αλήθεια στα κείμενά τους. Βέβαια δεν το έλεγα έτσι.(…) Εμένα, όμως, ξέρεις πως μου ηρθε στο μυαλό; «Η λογοτεχνία μας θέλει ξεβράκωτους»(..)Λοιπόν από αγάπη, θ αρχίσουμε μια κουβεντούλα, όπου όλα θα σου τα λέω ξεβράκωτος. Μη γελάς. Όπως μου έρχονται στο μυαλό. Για τη ζωή μου, για τα έργο μου, για τις γάτες μου, για λογοτέχνες, για φίλους, για ρεμπέτες, για γεγονότα. Κουτσομπολιά λες; Ναι κι αυτά».

Παρόλα αυτά αυτή η εκ των προτέρων απολογία δεν θα προλάβει τις αντιδράσεις γι αυτό το βιβλίο που μπορεί να εκληφθεί και ως μία πλάγια, αρνητική ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, τέχνης και διανόησης, ή ως μία τελευταία άσκηση της υψηλής τέχνης του λιβελλογραφήματος ή και ως λογοτεχνικό αλλά εξίσου κουτσομπολίστικο «πρωινάδικο». Εκτός από κρίσεις για πρόσωπα, περιλαμβάνει άλλωστε και πικάντικα ή ριψοκίνδυνα «γεγονότα» για τα οποία ουδείς άλλος πλην του Χριστιανόπουλου μπορεί να γνωρίζει εάν έχουν ψείγματα αλήθειας.

Αντιδράσεις; Ήδη πρόλαβε να αντιδράσει σφόδρα η κόρη του στιχουργού Μανώλη Ρασούλη Ναταλία και ο πεζογράφος και στιχουργός Θωμάς Κοροβίνης. Η πρώτη διαμαρτυρήθηκε δημοσίως απ΄τη σελίδα της στο Facebook γιατί ο Χριστιανόπουλος ισχυρίζεται πώς ο πατέρας της διατηρούσε σπίτι στο Πήλιο με τέσσερις υπηρέτες. Και επεσήμανε το δίλλημά της: «Τραγικές αδιέξοδες καταστάσεις. Με τι καρδιά να τρέχεις ένα γέρο άνθρωπο που ή ψεύδεται ή τα έχει χάσει και με τι καρδιά από την άλλη να διαβάζεις για τον πεθαμένο πατέρα σου που ήταν βαθιά ιδεολόγος και δοτικός μένοντας πάντα άφραγκος βοηθώντας τους γύρω του και συνειδητά αντίθετος στην ιδέα της ιδιοκτησίας, παλεύοντας με πάθος και τιμιότητα και πληρώνοντας όλα τα τιμήματα, ότι ήταν αντιπαθητικός, πλούσιος με κτήματα και υπηρέτες;..Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα..»

«Ανακρίβειες»

Ακολούθησε ο Κοροβίνης γράφοντας μεταξύ πολλών άλλων ότι «ο Ντίνος αρκετά πριν απ' το '12 είχε περάσει σε σωματική παρακμή συνοδευόμενη από πνευματική πτώση. Εδώ και χρόνια είναι πλέον κατά σώμα μόνον παρών. Τα ξέρω από πρώτο χέρι γιατί τον επισκέπτομαι συχνά. Εύχομαι -σε κάποια ως εκ θαύματος αναλαμπή- να παραδεχόταν ή καλύτερα για όλους να αναιρούσε φρικαλέες ανακρίβειες και παραποιήσεις, και αισχρά ψεύδη που δεν ξέρω ποιοι καλοθελητές του τα σφύριζαν. Ή κατασκεύαζε με το μυαλό του! Λυπηρό, γιατί όντως "τα γραπτά μένουν"! Και καλά! Όσοι αναπνέουμε ακόμη -και θαβόμαστε ζωντανοί σ' αυτό το δυσώδες έπος φλυαρίας και κουτσομπολιού- μπορούμε να αντιδράσουμε. Αν και πολλοί δε θα τολμήσουν να σηκώσουν κεφάλι. Για διάφορους λόγους. Έτσι γίνεται πάντα. Δυστυχώς! Τι θα γίνει όμως με τους απελθόντας απ' αυτόν τον μάταιο κόσμο; Πώς να μιλήσουν οι νεκροί πανεπιστημιακοί καθηγητές μας και οι απόντες λογοτέχνες!».

Scripta manent; Απ΄την άλλη όλοι όσοι θα έχουν την περιέργεια να διαβάσουν το βιβλίο και τα οργιαστικά κουτσομπολιά του θα είναι άνθρωποι που λίγο-πολύ αναγνωρίζουν τα πρόσωπα συνεπώς και την περίπτωση Χριστιανόπουλου. Ένα είναι το σίγουρο. Πώς όταν το βιβλίο διαβαστεί, ακόμα κι αν είναι σαφές πώς πρόκειται για το βασίλειο του υποκειμενισμού, οι αντιδράσεις θα πολλαπλασιαστούν. Και ίσως αυτό να είναι τελικά και το ζητούμενο…

Copyright: Eurokinissi

Ο καταιγισμός των πυρών

Τι λέει ο Ντίνος Χριστιανόπουλος για Ρίτσο και Κική Δημουλά, γιατί δεν του αρέσει ο Ελύτης, γιατί δεν θέλει ούτε να ακούσει για τον Λειβαδίτη και ποιος είναι ο Μπαγλάρας

Αν κάτι οφείλουμε να αναγνωρίσουμε για το βιβλίο «Τα εσώψυχα του Ντίνου Χριστιανόπουλου-Μια εκ βαθέων δεκαετής συνομιλία 2004-2012» της Σωτηρίας Σταυρακοπούλου είναι ότι στις σελίδες του υπάρχει μία απόλυτη ισοτιμία στα πυρά, μία ευφάνταστη κακή κουβέντα ή ένα σοκαριστικό κουτσομπολιό για όλους! Εξυπακούεται ότι τα αρνητικά σχόλια κλιμακώνονται σε ισχύ ανάλογα με το κύρος της προσωπικότητας και το βαθμό απαρέσκειας που διατηρούσε διαχρονικά ή μία συγκεκριμένη περίοδο προς αυτήν ο Χριστιανόπουλος. Υπάρχει βέβαια και το κλίμα μίας εποχής που ακούς τον απόηχό της-αν και με το αυτί κολλημένο στον τοίχο! Επίσης αναπόφευκτα υπάρχει αλλά μόνον παρεμπιπτόντως και η αποθησαύριση κάποιων ενδιαφέροντων βιογραφικών στοιχείων για τον ίδιο τον ποιητή και τέλος υπάρχουν στιγμές σπαρακτικής εντιμότητας, όπως όταν εξηγεί γιατί δεν ζήτησε λογοτεχνική σύνταξη («Επειδή έγραψα τρία καλά ποιήματα, δεν χρωστάει το κράτος να με πληρώνει. Ούτε και χρωστώ εγώ να βάζω το κράτος μέσα στη ζωή μου"). Ή στιγμές απόλυτης αυτογνωσίας, όπως π.χ.: «Σου λέω αυτά τα πράγματα για να δεις ότι πάω κόντρα από τζαναμπετιά. Αλλά, αν η τζαναμπετιά μου με βοηθά να μένω αγνός, τι με πειράζει να μου κολλήσουν την ταμπέλα του τζαναμπέτη;».

Κατά τα άλλα αν θα αναζητούσε κάποιος σ΄αυτό τον «κήπο» των αρνητικών, υποκειμενικών κρίσεων τους περισσότερο και συχνότερα βαλλόμενους, θα κατέληγε σε δύο μείζονες ποιητές: τον Γιάννη Ρίτσο και την Κική Δημουλά. Ας δούμε ενδεικτικά μερικά απ΄όσα λέει για ορισμένες (ελάχιστες μπροστά στον «ποταμό» των ονομάτων που παρελαύνουν) προσωπικότητες από όλους τους τομείς του δημόσιου βίου. 

Ο Ρίτσος, βέβαια, για μένα, μόνο ένα καλό έχει, κι αυτό συμπτωματικό:ότι είναι πολύ απλός. Αυτό δεν σημαίνει ότι επειδή είναι απλός, είναι και καλός. Αλλά μπροστά σε κάτι ερμητισμούς, τύπου Σεφέρη, δεν πειράζει να είναι λίγο απλοϊκότερος στη δομή του λόγου ο Ρίτσος. Αλλά κι αυτό, τελικά, δεν φτάνει.

Αλλά γενικότερα, δεν υπάρχει μια κατάντια στην ελληνική ποίηση; Η Δημουλά, τώρα, να έχει φτάσει στο μάξιμουμ; Αστείο πράγμα! Για μένα η Δημουλά είναι ένα πυροτέχνημα…(.)Η Κική Δημουλά τι είναι; Για μένα, είναι ένα μηδενικό. Σλόγκαν τα ποιήματα της, με διάφορα εντυπωσιακά εφέ που δεν λένε τίποτε.

Για τον Ελύτη

Κι εμένα δεν μου αρέσει ο Ελύτης, εκτός βέβαια από την πρώτη του ποιητική συλλογή, τους Προσανατολισμούς, η οποία είναι ωραία(..)Η μεγαλύτερη αηδία είναι το Αξιον Εστί, διότι θέλησε να διασκευάσει τροπάρια του Βυζαντίου και τα έκανε χάλια. Μα είναι σοβαρά πράγματα αυτά;

Ας πούμε τον Τάσο Λειβαδίτη. Δεν θέλω ούτε να τον ακούσω, διότι είναι μετριότατος. Δεν έχει νόημα. Και δεν έχει καμία σημασία να ασχοληθούμε με τα ποιήματά του. Τον Δημήτρη Χριστοδούλου επίσης

Ο Μαρωνίτης; Για όνομα Θεού! Και τι καταλαβαίνει; Μεσάνυχτα έχει. Μια Ιλιάδα και την κατέστρεψε. Μια Οδύσσεια και την έκανε σαν τα μούτρα του. Είναι τώρα σοβαρή περίπτωση; Τι αναγούλα!

Αλλά μη νομίζεις ότι εγώ είμαι σαν τον ανεκδιήγητο τον Κωστή Μοσκώφ. (…)Ήταν ένας επιπόλαιος ερευνητής, ο οποίος έκανε σωρεία λαθών..

Ο Σκαμπαρδώνης δεν σέβεται τις λέξεις. Για κείνον δεν έχουν βάρος οι λέξεις.

Αγαπητέ μου κύριε Δαββετα(..) Με θλίβει το γεγονός ότι η νέα γενιά των λογοτεχνών μας βγαίνει στο κλαρί απροετοίμαστη και, περίπου, αγράμματη. Τουλάχιστον από σας, που με θεωρείτε δάσκαλο, θα περίμενα να μη με ντροπιάσετε (..) Με τρόμο αναρωτιέμαι ποιο μπορεί να είναι το επόμενο βιβλίο σας.

Το ίδιο είπα και στον Μπαγλάρα. Ξέρεις ποιος είναι ο Μπαγλάρας; Ο Νταλάρας, τζάνουμ. Ήθελε να του δώσω τραγούδια μου να τα τραγουδήσει και του απάντησα: «Σε αγαπώ, σε εκτιμώ πάρα πολύ, αλλά προτιμώ να τα δώσω σε έναν άγνωστο και ανύπαρκτο τραγουδιστή, τον-πως τον λένε-Δημήτρη Νικολούδη, και να τα θάψω, παρά να τα δώσω σε σένα και από τη μια μέρα στην άλλη να γίνω διάσημος». Θύμωσε. Τι νάρκισσος!

Ο Βενιζέλος παρευρέθηκε, ο οποίος λύσσαξε να μου μιλήσει. Εγώ τον απέφευγα, τελικά μιλήσαμε λίγο (..) Λέω: «Είστε ευχαριστημένος από το νέο υπουργείο;» «Μπα, μπα τι ευχαριστημένος; Ξέρετε τι υπουργείο είναι; Είναι των Εθνικών Δυνάμεων». (…)Και μου ομολόγησε ότι αυτό του το έκανε ο Γιωργάκης για να τον εκμηδενίσει

Πρωτα πρώτα ο βουλευτής Λιάνης με ικετεύει να συμμετάσχω σε μια εκπομπή του στο ραδιόφωνο και να μιλήσω(..) Κατ αρχάς όσο και να φαίνεται έξυπνος, είναι λίγο βλάκας. Και όλη αυτή η ιστορία, που πήγε στο ΠΑΣΟΚ, είναι, το λιγότερο, εμετική.(..) Είναι δυστυχώς απαίσιος κα κάνει τον μάγκα.

Δίπολα

Τσαουσάκης-Καζαντζίδης: Ο Τσαουσάκης, που πέθανε το 1979, για μένα ήταν ο καλύτερος άνδρας ερμηνευτής τραγουδιών του Τσιτσάνη. Και κατ εμέ, κλάσεις ανώτερος από τον Στέλιο Καζαντζίδη, τον οποίο όλος ο κόσμος εκτιμά, αλλά εγώ δεν μπορώ να καταλάβω τι του βρίσκουν. Έχει καλή φωνή, αλλά το τι έκανε στο ρεμπέτικο, αν σου πω, θα φρίξεις.

Καραμανλής-Παπανδρέου (οι νεότεροι): Τα ίδια σκατά είναι, Καραμαλής και Παπανδρέου. Τους γέρους δεν τους γνώρισα, βέβαια. Αλλά αυτούς του νεαρούς, και τον Παπανδρέου και τον Καραμανλή, τους ξέρω προσωπικά. Είναι θλιβερές περιπτώσεις, ανθρωπάρια. Και οι δύο. Ο δε Καραμανλής είναι-και κομπλεξικός, συνειδητά, και το λέει κιόλα-εναντίον του γέρου Καραμανλή. Δεν θέλει ούτε να τον αναφέρουν. Το θεωρεί προσβολή. Κομπλεξικός! Ο Γιωργάκης, βέβαια, απλώς είναι χαζός.

Χατζιδάκις-Θεοδωράκης: Δεν έχω καλή ιδέα για τον Χατζιδάκι. Είναι και κουλτουριαρης και λίγο εξυπνάκιας. Βέβαια, είναι μεγάλος καλλιτέχνης και δεν πρόκειται να πέσει τόσο εύκολα. Αντιθέτως ο Θεοδωράκης μπορεί να πέσει. Ο Χατζιδάκις έχει πιο καθαρή στάση και άποψη.

Το βιβλίο «Τα εσώψυχα του Ντίνου Χριστιανόπουλου - Μια εκ βαθέων δεκαετής συνομιλία 2004-2012» θα παρουσιαστεί αύριο, Πέμπτη 10 Οκτωβρίου, στις 19.00 στον Ιανό της Θεσσαλονίκης (Αριστοτέλους 7). Θα μιλήσει ο συγγραφέας, Περικλής Σφυρίδης.. Αποσπάσματα θα διαβάσουν η Δέσποινα Μπισχινιώτη και ο Γρηγόρης Καρανικόλας, υποψήφιοι Διδάκτορες Φιλολογίας του Α.Π.Θ. Συντονίζει ο δημοσιογράφος Γιάννης Κεσσόπουλος

Ντίνος Χριστιανόπουλος