Βιβλίο|04.12.2018 13:29

Προδημοσίευση: «Και δεν έμεινε κανένας» της Άγκαθα Κρίστι

Άγγελος Γεραιουδάκης

Οι εκδόσεις Ψυχογιός εξασφάλισε τα δικαιώματα των έργων της Άγκαθα Κρίστι για την Ελλάδα και την Κύπρο από την διαχειρίστρια εταιρία Agatha Christie Limited (ACL) την οποία διευθύνει ο δισέγγονός της, Τζέιμς Πρίτσαρντ. Είναι η πιο ευπώλητη συγγραφέας του κόσμου, διαχρονικά, καθώς οι πωλήσεις των έργων της έχουν ξεπεράσει το ένα δισεκατομμύριο αντίτυπα στην αγγλική γλώσσα και άλλο ένα δισεκατομμύριο σε μεταφράσεις.

Τα έργα θα κυκλοφορήσουν σταδιακά σε σύγχρονη, προσεγμένη έκδοση και νέες μεταφράσεις, ενώ πολλά θα εκδοθούν για πρώτη φορά στα ελληνικά. 

Το αστυνομικό μυθιστόρημα «Και δεν έμεινε κανένας» έχει μεταφραστεί σε πάνω από πενήντα γλώσσες, ενώ  το 2015 αναδείχτηκε σε διεθνή ψηφοφορία ως το καλύτερό της βιβλίο. Είναι το μεγαλύτερο μπεστ σέλερ της αστυνομικής λογοτεχνίας διαχρονικά. 

Παρακάτω μπορείτε να διαβάσετε ένα απόσπασμα του βιβλίου: 

Το δείπνο πλησίαζε στο τέλος του.

Το φαγητό ήταν καλό, το κρασί τέλειο. Ο Ρότζερς έκανε καλά τη δουλειά του.

Όλοι είχαν καλύτερη διάθεση. Άρχισαν να µιλούν µεταξύ τους µε µεγαλύτερη ελευθερία και οικειότητα.

Ο δικαστής Γουόργκρεϊβ, µαλακωµένος από το εξαιρετικό πορτό, τους διασκέδαζε µε µια καυστική ιστορία, ο δόκτωρ Άρµστρονγκ και ο Τόνι Μάρστον τον άκουγαν. Η δεσποινίς Μπρεντ µιλούσε µε τον στρατηγό Μακάρθουρ· ανακάλυψαν ότι είχαν µερικούς κοινούς φίλους. Η Βέρα Κλέιθορν έκανε διεισδυτικές ερωτήσεις στον κύριο Ντέιβις για τη Νότια Αφρική. Ο Ντέιβις έδειχνε πολύ ενηµερωµένος. Ο Λόµπαρντ άκουγε τη συζήτηση. Μια δυο φορές σήκωσε γρήγορα το βλέµµα και τα µάτια του στένεψαν. Πότε πότε κοιτούσε γύρω στο τραπέζι ζυγιάζοντας τους άλλους.

«Παράξενα αυτά τα πραγµατάκια, έτσι δεν είναι;» είπε ξαφνικά ο Άντονι Μάρστον.

Στο κέντρο του στρογγυλού τραπεζιού, πάνω σε µια κυκλική γυάλινη βάση, υπήρχαν µερικές µικρές πορσελάνινες φιγούρες.

«Στρατιώτες», είπε ο Τόνι. «Επειδή το νησί λέγεται Σόλτζερ. Φαντάζοµαι αυτό είναι».

Η Βέρα έγειρε µπροστά. «Αλήθεια, πόσοι είναι; Δέκα;»

«Ναι… Δέκα».

«Τι αστείο!» φώναξε η Βέρα. «Είναι οι δέκα µικροί στρατιώτες από το παιδικό τραγουδάκι, φαντάζοµαι. Στην κρεβατοκάµαρά µου κρέµεται κορνιζαρισµένο πάνω από το τζάκι».

«Και στη δική µου», είπε ο Λόµπαρντ.

«Και στη δική µου».

«Και στη δική µου».

Είπαν όλοι το ίδιο σαν χορωδία.

«Διασκεδαστική ιδέα, έτσι δεν είναι;» είπε η Βέρα.

«Τελείως παιδιάστικη», γρύλισε ο δικαστής Γουόργκρεϊβ και έβαλε κι άλλο πορτό.

Η δεσποινίς Μπρεντ κοίταξε τη Βέρα Κλέιθορν. Η Βέρα Κλέιθορν κοίταξε τη δεσποινίδα Μπρεντ. Οι δυο γυναίκες σηκώθηκαν.

Στο σαλόνι οι µπαλκονόπορτες προς τη βεράντα ήταν ανοιχτές και ακουγόταν το µουρµουρητό από τον παφλασµό των κυµάτων πάνω στα βράχια.

«Ευχάριστος ήχος», είπε η Έµιλι Μπρεντ.

«Τον σιχαίνοµαι», απάντησε κοφτά η Βέρα.

Η δεσποινίς Μπρεντ την κοίταξε έκπληκτη. Η Βέρα κοκκίνισε. Μετά πρόσθεσε, πιο ήρεµα: «Δε νοµίζω ότι αυτό το µέρος θα είναι πολύ ευχάριστο σε µια καταιγίδα».

Η Έµιλι Μπρεντ συµφώνησε. «Σίγουρα το σπίτι θα κλείνει τον χειµώνα», είπε. «Πρώτα πρώτα, δε θα έβρισκες ποτέ υπηρέτες να δεχθούν να µείνουν εδώ».

«Πρέπει να είναι δύσκολο να βρεις υπηρέτες γενικά», µουρµούρισε η Βέρα.

«Η κυρία Όλιβερ είναι τυχερή που βρήκε αυτούς τους δύο», είπε η δεσποινίς Μπρεντ. «Η γυναίκα είναι καλή µαγείρισσα».

Είναι αστείο, σκέφτηκε η Βέρα, οι ηλικιωµένοι κάνουν συνέχεια λάθος στα ονόµατα.

«Ναι», είπε. «Η κυρία Όουεν ήταν πολύ τυχερή».

Η Έµιλι Μπρεντ είχε βγάλει ένα µικρό κέντηµα από την τσάντα της. Ετοιµαζόταν να περάσει την κλωστή στη βελόνα, όταν σταµάτησε. «Όουεν; Είπατε Όουεν;»

«Ναι».

«Δεν έχω γνωρίσει ποτέ κανέναν Όουεν στη ζωή µου», είπε κοφτά η Έµιλι Μπρεντ.

Η Βέρα την κοίταξε άφωνη για µια στιγµή. «Μα, σίγουρα…»

Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση της. Η πόρτα άνοιξε και µπήκαν µέσα οι άνδρες. Ο Ρότζερς τούς ακολούθησε µε έναν δίσκο µε καφέ.

Ο δικαστής ήλθε και κάθισε δίπλα στην Έµιλι Μπρεντ. Ο Άρµστρονγκ πλησίασε τη Βέρα. Ο Τόνι Μάρστον πήγε στο ανοιχτό παράθυρο. Ο Μπλορ κοιτούσε µε αφελή έκπληξη ένα µπρούντζινο αγαλµατίδιο – ίσως αναρωτιόταν αν αυτές οι αλλόκοτες γωνίες υποτίθεται ότι παρίσταναν όντως µια γυναικεία µορφή. Ο στρατηγός Μακάρθουρ στάθηκε µε την πλάτη στο τζάκι και έστρωσε το µικρό λευκό µουστάκι του. Ήταν πολύ καλό δείπνο! Η διάθεσή του βελτιωνόταν. Ο Λόµπαρντ ξεφύλλιζε το περιοδικό Παντς που είχε βρει µαζί µε µερικές εφηµερίδες σε ένα τραπεζάκι δίπλα στον τοίχο.

Ο Ρότζερς τριγύριζε µε τον δίσκο µε τον καφέ. Ο καφές ήταν καλός – δυνατός και πολύ καυτός.

Είχαν φάει καλά. Ήταν όλοι ικανοποιηµένοι µε τον εαυτό τους και µε τη ζωή. Το ρολόι έδειχνε εννέα και είκοσι. Έπεσε σιωπή – µια άνετη, ικανοποιηµένη σιωπή.

Μέσα σε αυτή τη σιωπή ακούστηκε η Φωνή. Χωρίς προειδοποίηση, απάνθρωπη, διαπεραστική…

«Κυρίες και κύριοι! Σιωπή παρακαλώ!»

Όλοι ξαφνιάστηκαν. Κοίταξαν γύρω τους, κοίταξαν ο ένας τον άλλον, τους τοίχους. Ποιος µιλούσε;

Η Φωνή συνέχισε – µια πολύ καθαρή φωνή:

«Σας απαγγέλλονται οι παρακάτω κατηγορίες:

»Έντουαρντ Τζορτζ Άρµστρονγκ, ότι τη 14η Μαρτίου 1925 προκάλεσες τον θάνατο της Λουίζα Μέρι Κλις.

»Έµιλι Κάρολαϊν Μπρεντ, ότι την 5η Νοεµβρίου 1931 ήσουν υπεύθυνη για τον θάνατο της Μπέατρις Τέιλορ.

»Ουίλιαµ Χένρι Μπλορ, ότι τη 10η Οκτωβρίου 1928 προκάλεσες τον θάνατο του Τζέιµς Στίβεν Λάντορ.

»Βέρα Ελίζαµπεθ Κλέιθορν, ότι την 11η Αυγούστου 1935 σκότωσες τον Σίριλ Ότζιλβι Χάµιλτον.

»Φίλιπ Λόµπαρντ, ότι τον Φεβρουάριο του 1932 ήσουν ένοχος για τον θάνατο είκοσι ενός ανδρών, µελών µιας φυλής της Ανατολικής Αφρικής.

»Τζον Γκόρντον Μακάρθουρ, ότι την 4η Ιανουαρίου 1917 έστειλες σκόπιµα στον θάνατο τον εραστή της γυναίκας σου, τον Άρθουρ Ρίτσµοντ.

»Άντονι Τζέιµς Μάρστον, ότι τη 14η του περασµένου Νοεµβρίου ήσουν ένοχος για τον φόνο του Τζον και της Λούσι Κοµπς.

»Τόµας Ρότζερς και Έθελ Ρότζερς, ότι την 6η Μαΐου 1929 προκαλέσατε τον θάνατο της Τζένιφερ Μπρέιντι.

»Λόρενς Τζον Γουόργκρεϊβ, ότι τη 10η Ιουνίου 1930 ήσουν ένοχος για τον φόνο του Έντουαρντ Σέτον.

»Κατηγορούµενοι, έχετε να πείτε τίποτα προς υπεράσπισή σας;»

ΠροδημοσίευσηΆγκαθα ΚρίστιΨυχογιός