Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης: Η αριστερή μελαγχολία στις νέες γενιές Ελλήνων ποιητών
Η αριστερή μελαγχολία είναι στενά συνδεδεμένη με αγώνες και ελπίδες, ουτοπίες και επαναστάσεις, αλλά και με μεγάλες αποτυχίες🕛 χρόνος ανάγνωσης: 11 λεπτά ┋

Από τις απαρχές του 21ου αιώνα, η Ελλάδα βρέθηκε να παλεύει με μια πολυδιάστατη κρίση που άγγιξε κάθε πτυχή της ύπαρξής της. Δεν ήταν μόνο οι πολιτικές και κοινωνικοοικονομικές δομές που κλονίστηκαν, αλλά και η ίδια η αυτοεικόνα της χώρας, η σχέση της με το παρελθόν και η αφήγηση του μέλλοντός της, που ξαφνικά έμοιαζε αβέβαιο. Μέσα σε αυτό το ταραγμένο τοπίο, η ποίηση δεν έμεινε αμέτοχη. Αντίθετα, αναδύθηκε ως ένα εκφραστικό κύμα που κατέγραψε τον σφυγμό της εποχής, αναδεικνύοντας τις ανησυχίες, τις διαψεύσεις, αλλά και τις άσβεστες ελπίδες μιας γενιάς που έμαθε να ισορροπεί ανάμεσα στην απώλεια και το όραμα.
Στον πυρήνα αυτής της νέας ποιητικής έκφρασης βρίσκεται η αριστερή μελαγχολία, μια έννοια με διττό περιεχόμενο. Από τη μία, εκφράζει τη θλίψη για τη διάψευση του επαναστατικού οράματος, την παραδοχή ότι οι υποσχέσεις της Αριστεράς έμειναν ανεκπλήρωτες. Από την άλλη, μεταμορφώνεται σ' έναν νέο τρόπο να βλέπει κανείς τον κόσμο, όχι μέσα από την παραίτηση, αλλά μέσα από την αέναη επιθυμία γι' αλλαγή.
Αν και βαθιά ριζωμένη στην ιστορία των αριστερών κινημάτων, η αριστερή μελαγχολία απέκτησε ιδιαίτερη σημασία στα τέλη του 20ού αιώνα, όταν οι επαναστατικές ουτοπίες κατέρρευσαν και ο νεοφιλελευθερισμός εδραιώθηκε ως η κυρίαρχη αφήγηση. Τότε προέκυψε το ερώτημα: Πώς μπορεί η Αριστερά να συνεχίσει να υπάρχει όταν το ίδιο τ' όραμά της φαίνεται ανέφικτο; Η σύγχρονη ελληνική ποίηση απαντά όχι με την αποδοχή της ήττας, αλλά με τη μετατροπή της μελαγχολίας σ' ένα διαρκές κάλεσμα για ελευθερία και αυτονομία.
Η νεότερη ελληνική ποίηση ως πράξη αντίστασης
Όπως αποτυπώνεται στη νεότερη ελληνική ποίηση, η αριστερή μελαγχολία δεν είναι ούτε μνημόσυνο ούτε μοιρολόι. Είναι μια άρνηση να εγκαταλειφθεί η επιθυμία για εξέγερση, ακόμη και αν το έδαφος μοιάζει ασταθές. Η γενιά που μεγάλωσε μέσα στην κρίση δεν πενθεί το ανεκπλήρωτο όραμα μιας επανάστασης, αλλά επιλέγει να διατηρήσει το πνεύμα της εξέγερσης ζωντανό, έστω και χωρίς βεβαιότητες. Είναι μια ποίηση που ξέρει καλά τι χάθηκε, αλλά αρνείται να το ξεχάσει, να το εξιδανικεύσει ή να το ενταφιάσει.
Στην εποχή όπου οι μεγάλες αφηγήσεις έχουν καταρρεύσει, οι ποιητές της αριστερής μελαγχολίας στρέφουν το βλέμμα τους προς το παρελθόν και συνομιλούν εκ νέου με την Ιστορία. Η ποίηση δεν αποδέχεται το τέλος της Ιστορίας, αλλά το αμφισβητεί δυναμικά, μετατρέποντας τις ιστορικές διαδρομές σε πεδία ερωτήσεων για την ανθρώπινη συνθήκη. Ανασκάπτει γεγονότα, στιγμές, περιστατικά και τ' ανασυνθέτει ποιητικά, προτείνοντας την Ιστορία ως μια ανοιχτή δυνατότητα επανασύνδεσης με το παρόν. Ο Robert Penn Warren σημειώνει πως ποίηση και Ιστορία δεν είναι αντιθετικές έννοιες – η ποίηση είναι ο μικρός μύθος που υφαίνουμε, ενώ η Ιστορία ο μεγάλος μύθος που βιώνουμε. Η ποιητική ματιά στρέφεται προς τα πρόσωπα που η Ιστορία έχει αφήσει στην αφάνεια, στις αθέατες μικροϊστορίες, διαταράσσοντας τις επίσημες αφηγήσεις.
Στα ποιητικά αυτά κείμενα αντηχεί η αβεβαιότητα της εποχής. Τα αδιέξοδα της Ιστορίας, τα τραύματα της συλλογικής και ατομικής μνήμης, η εμπειρία της απώλειας και της απογοήτευσης γίνονται ύλη ποιητική. Ωστόσο, αυτή η ποίηση δεν περιορίζεται στην καταγραφή της κρίσης. Αντί να λειτουργεί ως χρονικό, αποτυπώνει την ατμόσφαιρα της εποχής με τρόπο υπαινικτικό και υπαρξιακό.
Ποιητικές τάσεις και αναζητήσεις
Ο Βασίλης Λαμπρόπουλος διακρίνει τρεις βασικές ποιητικές τάσεις: εκείνη που σχολιάζει ευθέως την κρίση, επιλέγοντας μια παρέμβαση πολιτική και ακτιβιστική, εκείνη που καταγράφει την εμπειρία του επιβιώνειν μέσα στην κρίση, με κύριο μέλημα την ταυτότητα και την ακεραιότητα και, τέλος, την ποίηση που έρχεται μετά την κρίση, εναρμονισμένη με την αριστερή μελαγχολία, επιχειρώντας να φανταστεί εκ νέου την εξέγερση και το κοινό μέλλον.
Η γενιά της κρίσης, η «χαμένη γενιά» της εποχής μας, είναι ο πυρήνας αυτής της ποιητικής έκφρασης. Μια γενιά εγκλωβισμένη σ' ένα παρόν δίχως προοπτική και ένα μέλλον αβέβαιο. Τα οράματα της προηγούμενης εποχής έχουν διαλυθεί, οι ουτοπίες έχουν υποχωρήσει, τα όνειρα έχουν μετατραπεί σε σκιές. Αντί όμως να σιωπήσουν, οι ποιητές αυτής της γενιάς υψώνουν το δικό τους συλλογικό «εμείς» απέναντι σ' έναν κόσμο που τους αποκλείει. Όπως γράφει ο Τσαλαπάτης, αυτό το «εμείς» συγγενεύει με τα ανώνυμα συνθήματα στους τοίχους, με τις φωνές του Δεκέμβρη, με τους ανθρώπους που γέμισαν τις πλατείες αναζητώντας δικαιοσύνη. Είναι η φωνή εκείνων που διεκδικούν την αξιοπρέπεια και την αλληλεγγύη, που αρνούνται να δεχτούν την εσωτερική υποτίμηση ως φυσική κατάσταση της ζωής τους.
Μια ιστορία γραμμένη από τα κάτω
Αν η δημόσια Ιστορία είναι κάτι περισσότερο από ένα επίσημο αφήγημα, τότε η ποίηση είναι ο κατεξοχήν φορέας της, εκφράζοντας την αμηχανία μιας γενιάς που παλεύει να βρει τον τόπο της μέσα σ' έναν κόσμο απογυμνωμένο από αυταπάτες. Μια γενιά που δεν της επιτρέπεται να ονειρεύεται, που βιώνει την «εσωτερική υποτίμηση» όχι ως θεωρητική έννοια αλλά ως καθημερινή πραγματικότητα. Και ο ποιητής μεταμορφώνεται σε ιστορικό, σε λίγες μόνο λέξεις συμπυκνώνει τη συλλογική αυτή ματαίωση, όχι ως ξένος παρατηρητής, αλλά ως ένας από τους πολλούς που τη βιώνουν. Έτσι, μέσα από την ποίηση, σχηματίζεται μια εναλλακτική Ιστορία – όχι η επίσημη, αλλά η ιστορία των αφανών, των περιθωριοποιημένων, των αποκλεισμένων. Μια ιστορία γραμμένη από τα κάτω. Οι ποιητές επιστρέφουν σε καίριες ιστορικές στιγμές –τον Εμφύλιο, τη Δικτατορία, την εξέγερση του Πολυτεχνείου– όχι για να τις νοσταλγήσουν, αλλά για ν' αναδείξουν το τραύμα που ακόμα τις συνδέει με το σήμερα.
Η σύγχρονη Ελλάδα, μια χώρα που βλέπει τα παιδιά της να ξεριζώνονται και ν' αναζητούν μέλλον σε ξένες ακτές, μετατρέπεται σε μια γη εξορίας, σε μια πατρίδα που δεν μπορεί να κρατήσει τους ανθρώπους της. Οι ποιητές της αριστερής μελαγχολίας νιώθουν βαθιά αυτή την πληγή. Μια δυστοπία όπου το παρόν μοιάζει να έχει ακυρωθεί και το μέλλον παραμένει υποθηκευμένο. Μακριά από την αισιοδοξία του Ελύτη και τον κοσμοπολιτισμό του Σεφέρη, η ποίησή τους ανασαίνει μέσα στην αβεβαιότητα και τον πόνο μιας γενιάς που δεν έχει σταθερό έδαφος να σταθεί. Η νέα τάξη του πρεκαριάτου, άνθρωποι χωρίς προβλέψιμη πορεία, χωρίς αίσθηση ασφάλειας, αποτυπώνεται στα ποιήματά τους. Είναι μια γενιά που δεν γνώρισε το οκτάωρο, δεν βίωσε τις συλλογικές συμβάσεις, αλλά ξέρει καλά τον αυταρχισμό στους χώρους εργασίας – κι ακόμα καλύτερα τον θυμό που αυτός γεννά.
Ενα διαρκές βίωμα ήττας
Οι ποιητές αυτοί ανήκουν σε μια γενιά που κληρονόμησε την αποτυχία, που βιώνει τον κόσμο σαν ένα βάρος αβάσταχτο. Η ποίησή τους στέκεται ως παράπονο, ως ειρωνεία, ως κραυγή απέναντι στις προηγούμενες γενιές που τους καταδίκασαν στη στασιμότητα. Όταν το παρόν γίνεται αβέβαιο, το μόνο βέβαιο σημείο αναφοράς είναι η παιδική ηλικία, η μνήμη ενός χρόνου που μοιάζει μακρινός αλλά αποτελεί πηγή συλλογικής και προσωπικής δύναμης. Σφηνωμένοι ανάμεσα στους γονείς τους, τη γενιά της Μεταπολίτευσης, και στα παιδιά τους, οι ποιητές της αριστερής μελαγχολίας παλεύουν για μια ταυτότητα, για μια θέση μέσα στον κόσμο. Η μελαγχολία τους δεν είναι μόνο προσωπική, είναι και ιστορική, είναι πένθος για μια κοινωνία που πρόδωσε τα όνειρά της.
Είναι ένα διαρκές βίωμα ήττας. Μια ήττα που δεν έχει τέλος, που γίνεται συνήθεια. Η απογοήτευση, η παράλυση, η απόγνωση διαπερνούν τα ποιήματα της νέας χιλιετίας, συνθέτοντας έναν κόσμο όπου η εξέγερση και η παραίτηση γίνονται ένα. Ο ποιητής θρηνεί και ταυτόχρονα μελαγχολεί για τη δική του αδυναμία ν' αντιστρέψει την πορεία των πραγμάτων. Σε αυτό το κλίμα, η ποίηση αποκτά και έμφυλη διάσταση. Ο ποιητικός λόγος συνομιλεί με τη θέση της γυναίκας στη σύγχρονη κοινωνία, με τη σιωπή που της έχει επιβληθεί, με τη βία που ξεσπά πάνω της σαν να 'ναι προδιαγεγραμμένη μοίρα. Οι γυναίκες ποιήτριες της αριστερής μελαγχολίας αρθρώνουν έναν λόγο που αντιστέκεται, που διεκδικεί την καταγραφή της ιστορίας μέσα από τα δικά τους μάτια.
Αναζητώντας νέες μορφές έκφρασης
Ο ποιητής αμφισβητεί, απομυθοποιεί, κοντράρεται ακόμα και με το ίδιο του το έργο. Οι λέξεις του μοιάζουν μετέωρες, η φωνή του άλλοτε σαρκαστική, άλλοτε πνιγμένη στην απόγνωση. Οι ποιητές της νέας γενιάς, όπως λέει ο Γιώργος Μπλάνας, αναζητούν την ποίηση μέσα στη γλώσσα. Δεν θέλουν ποιήματα που απλώς μοιάζουν με ποίηση, αλλά λόγο που να είναι απόλυτα αληθινός. Έτσι, το ύφος τους γίνεται τραχύ, γεμάτο ρυθμικές ασυνέχειες, γλωσσικές ακροβασίες, σκόπιμες παραφωνίες και συνειρμικά άλματα. Όπως γράφει ο Βασίλης Λαμπρόπουλος, αυτή η ποίηση διαρκώς αμφισβητεί τον εαυτό της, γελάει και θυμώνει μαζί.
Αναζητώντας νέες μορφές έκφρασης, οι ποιητές της αριστερής μελαγχολίας πειραματίζονται με ελεύθερο στίχο, πεζοποιήματα, δραματοποιήσεις, καταλόγους, διαλόγους. Ο λόγος τους μετατρέπεται σε σύνθημα γραμμένο σε τοίχους, σε κραυγή στις πλατείες, σε άναρθρο ξέσπασμα στις διαδηλώσεις. «Τη φωνή μου ρε κι ας μην έχω να φάω» γράφει ο Γιάννης Στίγκας, και αυτή η φράση γίνεται σύνθημα μιας γενιάς που θέλει ν' ακουστεί, ακόμα κι όταν όλα γύρω της προσπαθούν να την κάνουν να σωπάσει.
Η ποίηση γίνεται ένα εργαλείο καταγραφής της ιστορίας τη στιγμή που αυτή γεννιέται. Ο λόγος της δεν φοβάται να χρησιμοποιήσει την αργκό, τις ύβρεις, τις ξένες λέξεις, τα σύμβολα της εποχής. Οι ποιητές δεν αποστρέφονται το αυθόρμητο, αντίθετα, το αγκαλιάζουν. Αφήνουν ακόμα και τα γλωσσικά λάθη να καταγραφούν, σαν μια ανοιχτή πληγή που αρνείται να επουλωθεί. Η ποίηση της αριστερής μελαγχολίας γίνεται ωμή, σχεδόν προφορική, βίαιη μερικές φορές στη ρυθμική της αταξία. Μέσα από το χάος της, όμως, αναδύεται μια νέα αρμονία, μια ανάγκη για επικοινωνία χωρίς φίλτρα, χωρίς προκαταλήψεις. Είναι μια ποίηση που παλεύει να δώσει φωνή στην απόγνωση, να πλάσει μια γλώσσα που ν' αντέχει το βάρος της εποχής της.
Σύγχρονοι Δον Κιχώτες
Περιπλανώμενοι μέσα στα σύγχρονα αδιέξοδα, μοιάζουν με σύγχρονους Δον Κιχώτες, σχεδιάζοντας πάνω στον χάρτη της ποίησης νέα μονοπάτια αντίστασης. Σ' έναν κόσμο που βρίσκεται σε διαρκή κρίση, η ποίηση της αριστερής μελαγχολίας αποτυπώνει την αποσταθεροποίηση, την πτώση των βεβαιοτήτων, το τέλος των ψευδαισθήσεων. Ωστόσο, αρνείται να σιωπήσει. Επιμένει στην αξία του ποιητικού λόγου ως εργαλείου διεκδίκησης, ως μέσου που μπορεί ν' αναδείξει το πολιτικό μέσα από το προσωπικό.
Η τέχνη, λένε, υπάρχει για να δείχνει τα πιθανά ενδεχόμενα, να εμπνέει ακόμα και όταν όλα φαίνονται αδιέξοδα. «Ο άλλος κόσμος, αυτός που διεκδικεί ν' αντικαταστήσει ολοκληρωτικά τον υπαρκτό κόσμο, δεν είναι κάτι που κερδίζεται ξαφνικά. Δεν είναι καν ένας τόπος με προκαθορισμένο σχήμα» σημειώνει ο Θωμάς Τσαλαπάτης. «Δημιουργείται διαρκώς από μια νέα εξέγερση. Και διατυπώνεται κάθε φορά εκ νέου από τον τρόπο ενός νέου ποιήματος».
«Φωτιά» στον Λευκό Οίκο για το chat με πολεμικά σχέδια κατά των Χούθι: Γιόρταζαν τους βομβαρδισμούς με emojis - Ο Τραμπ «δεν ήξερε»
Αποκάλυψη OPEN: Αφαιρείται η εποπτεία της υπόθεσης των Τεμπών από τη μητέρα του Βασίλη Καλογήρου
Μετά το Adolescence, είδαμε το The Social Trap: Πώς οι αλγόριθμοι των social media παγιδεύουν τους εφήβους
Η θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας μπροστά από το μνημείο για τα 57 θύματα των Τεμπών
Live όλες οι εξελίξεις λεπτό προς λεπτό, με την υπογραφή του www.ethnos.gr