Οι ταινίες της εβδομάδας: «West Side Story» από Στίβεν Σπίλμπεργκ και η «Ζωή συνεχίζεται» για τον Χοακίν Φοίνιξ
NewsroomΠλησιάζοντας στις γιορτές των Χριστουγέννων αρχίζουν να μπαίνουν στο «παιχνίδι» και τα κινηματογραφικά μεγαθήρια της χρονιάς όπως η τελευταία ταινία του Στίβεν Σπίλμπεργκ, το ριμέικ του θρυλικού μιούζικαλ «West Side Story», που κυριαρχεί ανάμεσα στις επτά νέες ταινίες που κάνουν πρεμιέρα αυτή την εβδομόδα. Επίσης, ξεχωριστό ενδιαφέρον έχουν και τα φιλμ «Μην Κοιτάτε Πάνω», με ένα καστ αστέρων, «Η Ζωή Συνεχίζεται» με τον Χοακίν Φίνιξ, αλλά και το εγχώριο διαμαντάκι «Ντάνιελ ‘16» του Δημήτρη Κουτσιαμπασάκου.
West Side Story
Σκηνοθεσία: Στίβεν Σπίλμπεργκ / Παίζουν: Άνσελ Έγκορτ, Ρέιτσελ Ζέγκλερ, Κόρι Στολ, Μπράιαν ντ' Άρσι Τζέιμς, Ρίτα Μορένο κ.ά.
Εξήντα χρόνια μετά το θρυλικό μιούζικαλ των Ρόμπερτ Γουάιζ, Τζερόμ Ρόμπινς, Άρθουρ Λόρεντς, Στίβεν Σοντχάιμ και φυσικά τη μουσική του Λέοναρντ Μπερνστάιν, ο Στίβεν Σπίλμπεργκ, το επαναφέρει στη μεγάλη οθόνη, κάνοντας πράξη ένα παιδικό, νεανικό, όνειρό του. Ο Σπίλμπεγκ, ο πιο ταλαντούχος κινηματογραφιστής τής γενιάς του, ένας απίθανος παραμυθάς, που μας συστήθηκε πριν ακριβώς 50 χρόνια, με τη «Μονομαχία» του, έδωσε μεγάλη ώθηση στον αμερικανικό κινηματογράφο τις δεκαετίες ‘70 - ’80, επηρέασε δραστικά συναδέλφους του, έβγαλε νέους ταλαντούχους σκηνοθέτες, με τις παραγωγές του, μέχρι την κατάληξη των προσπαθειών του να κερδίσει και το σεβασμό των μελών της Κινηματογραφικής Ακαδημίας, κερδίζοντας το πρώτο του Όσκαρ με τη «Λίστα του Σίντλερ».
Ο δημιουργός των «Στενών Επαφών Τρίτου Τύπου», «Ε.Τ. ο Εξωγήινος» και πολλών άλλων επιτυχιών, είναι ένας από τους ελάχιστους σκηνοθέτες του Χόλιγουντ που μπορούν να κάνουν σχεδόν ό,τι θέλουν. Και είναι φανερό ότι εδώ και κάποια χρόνια κάποιες φορές κάνει ταινίες που επιθυμεί ο ίδιος ή έχει ως νεανικό απωθημένο, άλλες για το Όσκαρ και τις περισσότερες φορές για τα χρήματα. Επαναφέροντας το «West Side Story» το 2021 ως νεανικό απωθημένο, χτυπά και πάλι την πόρτα της Ακαδημίας, για ακόμη ένα Όσκαρ και μάλλον έχει προεξοφλήσει καλές εισπράξεις στα ταμεία.
Και δικαίως αφού οπτικά κάνει θαύματα, με την βιρτουόζικη σκηνοθεσία του και τη συγκέντρωση εκπληκτικών επαγγελματιών δίπλα του, όπως του διευθυντή φωτογραφίας και στενού συνεργάτη του, Γιάνους Καμίνσκι, τον κορυφαίο χορογράφο Τζάστιν Πεκ, τον σεναριογράφο Τόνι Κούσνερ κλπ. Ωστόσο, ο Σπίλμπεργκ στέκεται και εμβαθύνει το θέμα τής πρωτότυπης ταινίας, δηλαδή τον ρατσισμό, το εκρηκτικό πρόβλημα της οργής των νέων, που βρίσκονται στα όρια του περιθωρίου, αλλά και της χαώδους απόστασης που χωρίζει την προβεβλημένη Αμερική των πέντε έξι δρόμων της Νέας Υόρκης, της Βοστόνης, του Σαν Φρανσίσκο, του Λος Άντζελες, με έναν πληθυσμό που προσπαθεί να ζεσταθεί πάνω από τα καπάκια των υπονόμων ή κόβοντας παράνομα ξύλα από τα παρθένα δάση και ψάχνει ένα πιάτο φαγητό στα συσσίτια ή από τις προσφορές των ληγμένων προϊόντων. Από το 1961 έχουν περάσει πολλά χρόνια, η απόσταση μεταξύ των δυο πλευρών έχει διευρυνθεί και οι αυταπάτες δεν έχουν πλέον μέλλον, όπως και όλο αυτό το πλήθος που προσπαθεί να πιαστεί από τα μαλλιά του, ακόμη και από τα πορτοκαλί μαλλιά του τέως Προέδρου.
Μπορεί όμως ένας παντοδύναμος δισεκατομμυριούχος σκηνοθέτης, ένας ισχυρότατος παράγοντας της χώρας του, να καταλάβει τα βάσανα του πολύχρωμου πλήθους που απαρτίζουν τις ΗΠΑ; Είναι φανερό ότι αδυνατεί. Καταλαβαίνει το πρόβλημα, ως άνθρωπος της Τέχνης, αλλά το βλέπει από ψηλά, με μία απόσταση ασφαλείας και με την οπτική του κατευνασμού - φυσικά των εξαθλιωμένων. Κι εδώ βρίσκεται και το μοναδικό φάλτσο στην ταινία του. Γιατί αν στην πρώτη ταινία πίσω από τη διασκευή της ιστορίας του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας αναδεικνύονται τα προβλήματα, εδώ ο ρομαντικός μύθος «στρογγυλεύει», ως ένα σημείο, τα έντονα πλέον κοινωνικά ζητήματα.
Από 'κει και πέρα, η ταινία τα πάει περίφημα, η ζωντάνια της ξεπερνά κάθε όριο, αφηγηματικά και τεχνικά είναι άψογη, με την κάμερα να χορεύει κι αυτή στους ρυθμούς των μελωδιών, αλλά και μιας ανεξάντλητης έμπνευσης, οι συγκρούσεις μεταξύ των δυο συμμοριών είναι ψυχωμένες, τα νέα παιδιά παίζουν, χορεύουν και τραγουδούν αξιοθαύμαστα, οι πρωταγωνιστές στέκονται επαρκώς, όλα λειτουργούν ρολόι. Άλλωστε, ο Σπίλμπεργκ παραμένει πιστός στο φιλμ που «ερωτεύτηκε», δεν πέφτει στην παγίδα της αναθεώρησης του πρωτότυπου, που συνδέει και με την παρουσία τής 89χρονης Ρίτα Μορένο, η οποία είχε κερδίσει και το Όσκαρ β’ ρόλου ως Ανίτα και που λειτουργεί -καθόλου τυχαία- κατευναστικά ως η συνείδηση της κοινότητας των Πορτορικανών. Πέρα απ’ όλα όμως, ο Σπίλμπεργκ εγγυάται δυόμισι ώρες απόλαυσης, γνήσιας ψυχαγωγίας, αφήνοντας τη μουσική του Μπερνστάιν να πλημμυρίζει τις αισθήσεις και ας υπάρχει μια μερίδα του κοινού που θα δακρύζει μόνο με το πρωτότυπο.
Μην Κοιτάτε Πάνω (Don't Look Up)
Σκηνοθεσία: Άνταμ ΜακΚέι / Παίζουν: Λεονάρντο Ντι Κάπριο, Τζένιφερ Λόρενς, Τιμοτέ Σαλαμέ, Αριάνα Γκράντε, Κέιτ Μπλάνσετ, Ρομπ Μόργκαν, Τζόνα Χιλ, Τζίνα Γκέρσον, Μέριλ Στριπ κ.ά.
Μία από τις μεγαλύτερες εκπλήξεις το 2018 ήταν η καυστική σάτιρα «Vice: Ο Δεύτερος στην Ιεραρχία», που γύρισε ο Άνταμ ΜακΚέι, αποδεικνύοντας ότι, όταν δεν σκηνοθετεί χοντροκομμένες κωμωδίες του τύπου «Μπάτσοι από τον Πάγκο» ή «Ο Ελεεινός Ιππότης της Ασφάλτου», έχει τις δυνατότητες να κάνει ιδιαιτέρως αξιόλογες ταινίες, διεισδυτικές και αποτελεσματικές, αναδεικνύοντας το πνευματώδες χιούμορ τους.
Εδώ, επιστρέφει με μία καυστική σάτιρα, μία μαύρη κωμωδία, έχοντας ως εφόδιο και πάλι έναν γαλαξία αστέρων στη διάθεσή του και δυο καλές ιδέες που, αυτή τη φορά όμως, αναπτύσσει άνισα. Η πρώτη και βασική ιδέα αφορά την προσπάθεια δυο αστρονόμων, που δεν έχουν τη φήμη, αλλά έχουν κάνει μία τεράστιας σημασίας για τον πλανήτη ανακάλυψη και εντελώς αναπάντεχα γι’ αυτούς, και τους οποίους δεν ακούει ουσιαστικά κανένας, καθώς τα media, ζώντας μες την ευθυμία μίας σαπουνόφουσκας, δείχνουν ανώριμα να διαχειριστούν ένα σοβαρό θέμα, οι πολιτικοί τους απαξιώνουν και οι ισχυροί παράγοντες κοιτούν μόνο τι θα βγάλουν από μία καταστροφή, καταδεικνύοντας έναν παράλογο κόσμο, που κοιτά μόνο το εφήμερο, το κέρδος και την επιφάνεια. Μέχρις εδώ καλά και ιδιαιτέρως ξεκαρδιστικά.
Ωστόσο, η δεύτερη ιδέα του, που του ήρθε πριν από την πανδημία, όπως είπε και ο ίδιος ο ΜακΚέι, για την απειλή ενός μετεωρίτη που θα καταστρέψει τη γη, μία παραβολή για την κλιματική κρίση, σκοντάφτει καθώς πέφτει πάνω στον τοίχο της πολιτικής ορθότητας. Κι αυτό γιατί είναι φανερό ότι πέφτει κι αυτός θύμα της επιφάνειας, μένοντας μακριά από τους βαθύτερους λόγους του περιβαλλοντικού προβλήματος, που ξεκινάνε απ’ τις παγκόσμιες τεράστιες οικονομικές ανισότητες και φτάνουν μέχρι την εξυπηρέτηση μεγάλων οικονομικών συμφερόντων και φυσικά τη μεταφορά της ευθύνης απ’ τους υπεύθυνους σε όλους αυτούς που θα υποστούν τις συνέπειες.
Βεβαίως, η ταινία του ΜακΚέι δεν ξεπερνά τα όρια, δεν μπαίνει ούτε στο ελάχιστο στο πεδίο των προπαγανδιστικών παραγωγών, καθώς αποφεύγει τους διδακτισμούς και τις μεγαλοστομίες και επιπλέον κρατά την σπιρτάδα της, παρά τη μακρά διάρκειά της, το ντελιριακό χιούμορ της και έχει σε μεγάλη φόρμα τόσο τον Λεονάρντο ντι Κάπριο και την Τζένιφερ Λόρενς, όπως και μια σειρά από αστέρες που δίνουν το δικό τους στίγμα στο φιλμ, με πρώτη τη Μέριλ Στριπ, που υποδυόμενη την Πρόεδρο των ΗΠΑ, εμφανίζεται με μαλλιά (περούκα) μιας ενζενί.
Η Ζωή Συνεχίζεται (C'mon C'mon)
Σκηνοθεσία: Μάικ Μιλς / Παίζουν: Χοακίν Φίνιξ, Γκάμπι Χόφμαν, Γούντι Νόρμαν, Σκουτ ΜακΝέρι κ.ά.
Η επανεμφάνιση του Μάικ Μιλς, ενός διανοούμενου του ανεξάρτητου αμερικανικού σινεμά, πέντε χρόνια μετά τις «Ανεξάρτητες Γυναίκες», επαναφέρει στη μνήμη τον ακμαίο κινηματογράφο του Γούντι Άλεν, έχοντας ως καίριο συμπαραστάτη το πιο καυτό όνομα της εποχής, τον οσκαρικό πλέον, Χοακίν Φίνιξ.
Ο Μιλς κινηματογραφεί σε ασπρόμαυρο, εκμεταλλευόμενος στο έπακρο την ικανότητα του διευθυντή φωτογραφίας Ρόμπι Ράιαν κι έχοντας ένα σενάριο στοχαστικό, που δεν χρειάζεται να φωνάζει για να ακουστεί, μιλά εγκάρδια για το μέγα μυστήριο της ζωής, τις ανθρώπινες σχέσεις, την οικογένεια, την απόσταση που πρέπει να καλυφθεί ανάμεσα σε μια γενιά που έμαθε να μη μιλά και μιας γενιάς που έμαθε να καλύπτει τα συναισθήματά της, να φοβάται για τις ιδέες της.
Ο Φίνιξ, στο ρόλο ενός εναλλακτικού δημοσιογράφου, που ταξιδεύει στις Πολιτείες της Αμερικής για να παίρνει συνεντεύξεις από μικρά και μεγαλύτερα παιδιά, ρωτώντας τα κυρίως για το πώς «σκέφτονται το μέλλον», θα αναγκαστεί να συνυπάρξει με τον μικρό χαρισματικό ανιψιό του, για λίγες εβδομάδες. Η σχέση τους θα δοκιμαστεί από την αρχική δυσπιστία, θα πλησιάσει ο ένας τον άλλο, καθώς τους ενώνουν τα οικογενειακά τους βάσανα αλλά και το βασικό ερώτημα των συνεντεύξεων του για το μέλλον. Μια ταινία, πολλές φορές συγκινητική, γλυκά μελαγχολική, που δεν είναι τυχαίο ότι οι ήρωές της διασχίζουν τη μισή Αμερική, κάνοντας στάσεις σε διάφορες μεγαλουπόλεις των ΗΠΑ, από Λος Άντζελες και Νέα Υόρκη, μέχρι Νέα Ορλεάνη.
Αν και υπάρχουν αδυναμίες στην ταινία -ορισμένες φορές δίνει την αίσθηση της επανάληψης, σκηνές που πλατειάζουν, μερικές φορές μοιάζει χαοτική- αυτές τις καλύπτει με την ερμηνευτική του επιδεξιότητα ο Χοακίν Φίνιξ, αυτός ο αντικομφορμιστής της υποκριτικής, που αντί να παίξει τα ρέστα του στον «Τζόκερ» του, προτιμά να μπει στα βαθιά μιας εσωτερικής χαμηλόφωνης ερμηνείας. Ικανοποιητικό και το υπόλοιπο καστ και κυρίως ο ταλαντούχος, αν και μερικές φορές υπερβολικός, μικρός συμπρωταγωνιστής του, Γούντι Νόρμαν.
Ντάνιελ ’16 (Daniel '16)
Σκηνοθεσία: Δημήτρη Κουτσιαμπασάκου / Παίζουν: Νίκολας Κίσκερ, Αλέξανδρο Λιακόπουλο Μπούχχολτς, Φιλοπατίρ Αντέλ Μογράς, Βασίλη Κουκαλάνι, Μαρλένε Καμίνσκι, Κωστή Καλλιβρετάκη κ.ά.
Ο Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος, ένας κινηματογραφιστής με ιδιαίτερη ικανότητα στο ντοκιμαντέρ, με το οποίο έχει διακριθεί («Ο Μανάβης»), σε αυτή του τη δεύτερη μεγάλου μήκους μυθοπλασίας ταινία, καταφέρνει να μας ξαφνιάσει και πάλι ευχάριστα με το ευρηματικό του και καλοδουλεμένο στις λεπτομέρειες, σενάριο, αλλά και να ανοίξει τον διάλογο για ένα υπαρκτό αν και μάλλον άγνωστο ζήτημα.
Ο Κουτσιαμπασάκος, με την εμπειρία της τεκμηρίωσης, μας αποκαλύπτει έναν άγνωστο κόσμο της διπλανής πόρτας, απλά, ουσιαστικά, χωρίς βερμπαλισμούς ή έντονες δραματικές κορυφώσεις, με μια βαθιά ευαισθησία και με λιτό ύφος.
Η ιστορία, που βασίζεται σε αληθινά γεγονότα, αφορά τον 16χρονο Ντάνιελ, ένα Γερμανόπουλο, που, λόγω της παραβατικής του συμπεριφοράς, στέλνεται στην Ελλάδα και συγκεκριμένα σε μια κοινότητα αγωγής ανηλίκων, σε ένα χωριό του Έβρου, βιώνει πρωτόγνωρα συναισθήματα και θα έρθει κοντά με την έννοια και την ουσία της οικογένειας γνωρίζοντας έναν πρόσφυγα με το μικρό του παιδί. Και μαζί του, όλοι μας, θα γνωρίσουμε ή θα θυμηθούμε ξανά τι σημαίνει προσφυγικό δράμα, τι σημαίνει ανθρωπιά και γενναιοψυχία. Κάτι που, όμως, δεν έρχεται ως δια μαγείας, αλλά με μια ενδιαφέρουσα αντιπαράθεση ανάμεσα σε δυο διαφορετικούς κόσμους, αυτόν του εκπροσωπεί ο δύστροπος και μεγαλωμένος με τα δυτικά πρότυπα, Ντάνιελ και εκείνον που εκπροσωπούν οι πρόσφυγες, που αναζητούν μία μικρή ελπίδα στη ζωή, μακριά από τον τόπο τους, που κατέστρεψαν οι πολιτικές των ισχυρών του πλανήτη.
Με λίγα λόγια, ένα μπράβο στον Δημήτρη Κουτσιαμπασάκο, που καταφέρνει, με πενιχρές οικονομικές δυνατότητες, να βάλει τον θεατή στην ταινία και στο πρόβλημα που πραγματεύεται, με έναν διακριτικό, απλό τρόπο, αποφεύγοντας τα διαχρονικά προβλήματα των ελληνικών παραγωγών, μιλώντας στην καρδιά του θεατή και ανοίγοντας τη συζήτηση για δυο διαφορετικούς κόσμους, που πρέπει όμως να αντιμετωπίσουν από κοινού μείζονος σημασία ζητήματα και αιτίες που μας έφεραν σε αυτό το σημείο, αλλά και την τεράστια ευθύνη που έχουμε απέναντι στα παιδιά. Ικανοποιητικές ερμηνείες από άγνωστους ηθοποιούς, που αντιμετωπίζουν τους ρόλους τους με φυσικότητα, διαχειρίζονται τις σιωπές άψογα και αναδεικνύουν τους σύνθετους χαρακτήρες ενός ακόμη πιο περίπλοκου κόσμου.
Προβάλλονται ακόμη οι ταινίες
Δικαίωση 3368: Με διαφορά λίγων εβδομάδων από το φιλμ μυθοπλασίας «Καλάβρυτα 1943», που προκάλεσε έντονες αντιδράσεις, έρχεται το δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ της Ισμήνης Σακελλαροπούλου, που βασίζεται σε μαρτυρίες και τις έρευνες ιστορικών, αποτελεί έναν φόρο τιμής στους νεκρούς των μαρτυρικών Καλαβρύτων και διαθέτει το μάχιμο πνεύμα «για έναν κόσμο που δεν συνθηκολογεί και αγωνίζεται για δικαίωση». Φιλμ με αρκετό ενδιαφέρον -ειδικά για όσους δεν γνωρίζουν την πραγματική ιστορία- αλλά που χάνει στις δραματοποιημένες σκηνές, ενώ επιπλέον έχει μία τηλεοπτική προσέγγιση. Αφηγητές της ταινίας οι Κώστας Αρζόγλου και Άννα Παπαγεωργίου.
Έλα Να Δεις (Come and See): Σοβιετικό αριστουργηματικό αντιπολεμικό δράμα που γύρισε ο Ρώσος σκηνοθέτης Έλεμ Κλίμοφ το 1985, κάνοντας το όνομά του γνωστό και στη Δύση, καθώς η ταινία του προτάθηκε και για το Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας. Μία συγκλονιστική ιστορία, βασισμένη στη μαρτυρία του συγγραφέα Άλεξ Αντάμοβιτς, που συνέγραψε το σενάριο με τον Κλίμοφ. Μια ταινία, που πέρα από την καλλιτεχνική της μεγάλη αξία, αποτελεί εμπειρία για τον θεατή, που θα έρθει αντιμέτωπος με τις ναζιστικές θηριωδίες, τη βαρβαρότητα του πολέμου, μέσα από τα μάτια ενός παιδιού. Η ταινία (αποκαταστημένη κόπια) θα προβληθεί αποκλειστικά στο STUDIO, στο πλαίσιο του Αντιφασιστικού Φεστιβάλ.
The Black Bachelor: Η εξέλιξη της φραντσάιζ κωμωδίας «The Bachelor» δεν θα μπορούσε να αφήσει απ’ έξω και τον κινηματογραφικό τρόμο. Η γνωστή παρέα, σε αυτό το τέταρτο κωμικό σίκουελ, ταξιδεύει στη Μάνη, με αφορμή ακόμη έναν γάμο, αλλά εκεί θα συναντήσει μία ιδιαίτερη περίεργη μανιάτικη οικογένεια, με απρόοπτη κατάληξη. Με άλλα λόγια βάλτε την Οικογένεια Άνταμς μαζί με την ελληνική, τηλεοπτικής κοπής, φάρσα και βγάλτε συμπέρασμα. Πάντως, ούτε οι χοντράδες, ούτε οι γκροτέσκο καταστάσεις και ερμηνείες θα λείψουν από μία ταινία που ακόμη και ο χαβαλές μοιάζει με καρικατούρα. Πρωταγωνιστούν: οι Γιάννης Τσιμιτσέλης, Μελέτης Ηλίας, Λευτέρης Ελευθερίου, Θανάσης Βισκαδουράκης, Νίκος Βουρλιώτης, ενώ εμφανίζονται και οι Τάκης Παπαματθαίου, Ελένη Φιλίνη, Παντελής Καναράκης, και Κάτια Ταραμπάνκο.
*Με πληροφορίες από ΑΠΕ - ΜΠΕ, Χάρης Αναγνωστάκης
- Βία κατά των γυναικών: Τι είναι το Risk Tool που θα κρίνει την επικινδυνότητα των κακοποιητών - Χιλιάδες καταγγελίες μέσα στο 2024
- Νέα καταγγελία για το 424 Στρατιωτικό Νοσοκομείο: Στρατιώτης πέθανε έπειτα από επέμβαση – Αμέλεια καταγγέλλει η οικογένειά του
- Παρανάλωμα του πυρός η μεγαλύτερη παραγκούπολη της Μανίλα - Συνταρακτικό βίντεο
- Μίλτος Πασχαλίδης: «Αν αρχίσουμε να κάνουμε λογοκρισία, αυτό είναι ένα πηγάδι που δεν έχει πάτο»