Σινεμά|06.09.2022 19:00

Landmarks: Ένα road trip για το ελληνικό σινεμά, δέκα ταινίες προβάλλονται στον τόπο που γεννήθηκαν

Newsroom

Η Ένωση Σκηνοθετών - Παραγωγών Ελληνικού Κινηματογράφου (ΕΣΠΕΚ), φέτος τον Σεπτέμβριο, διοργανώνει ένα ιδιαίτερο road trip για το ελληνικό σινεμά. Ένα αυτοκινούμενο όχημα, με όλο τον απαραίτητο εξοπλισμό, γίνεται ένας κινούμενος θερινός κινηματογράφος που θα διασχίσει μεγάλο μέρος της χώρας, αναζητώντας περιοχές όπου γεννήθηκαν σημαντικές ελληνικές ταινίες.

Θέλοντας να αναδείξει την σχέση των ελληνικών ταινιών με τους τόπους στους οποίους γυρίστηκαν, αλλά και να χτίσει στενούς δεσμούς ανάμεσα στις ελληνικές ταινίες και το κοινό, το «Landmarks» χαρτογραφεί μια κινηματογραφική διαδρομή, με 10 στάσεις και 10 προβολές εμβληματικών ελληνικών ταινιών, οι οποίες δημιούργησαν μια ξεχωριστή σχέση με τον τόπο στον οποίο γυρίστηκαν και άφησαν το στίγμα τους στην πορεία του ελληνικού κινηματογράφου.

Στόχος είναι, κάθε προβολή να δημιουργήσει ένα διάλογο του έργου με τον τόπο καταγωγής του και την εκάστοτε αναπαράσταση. Μέσα από το βλέμμα του εκάστοτε δημιουργού, ο αντίστοιχος τόπος μεταμορφώνεται εντελώς, προκειμένου να υπηρετήσει μια ψυχική κατάσταση, γίνεται ένα αφηγηματικό όχημα και εντέλει αποκαλύπτει την ματιά του δημιουργού πάνω στην ίδια την ζωή.

Πόσο διαφορετική είναι, για παράδειγμα, η υγρή και ασπρόμαυρη Κέρκυρα του Νίκου Παναγιωτόπουλου στο Μελόδραμα;, από την πολύχρωμη και πολύβουη Κόμισσα της Κέρκυρας του Αλέκου Σακελλάριου, ή την περίκλειστη, ασφυκτική Κέρκυρα του Κωνσταντίνου Θεοτόκη στην Τιμή της Αγάπης της Τόνιας Μαρκετάκη, ή ακόμη και την μυστηριώδη Κέρκυρα της Φεντόρα, του Μπίλι Γουάιλντερ.

Μέσα λοιπόν από αυτό το πρίσμα, το αυτοκινούμενο θερινό σινεμά της ΕΣΠΕΚ, θα πραγματοποιήσει στάσεις σε όλη την Ελλάδα, από την Πελοπόννησο ως την Μακεδονία, και από την Κέρκυρα ως το κέντρο της Αθήνας, ενώ θα προβάλλει κλασικές αλλά και σύγχρονες ταινίες μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ, δημιουργώντας ένα πολυφωνικό ποικίλο πρόγραμμα πλούσιο σε εποχές, είδη και θεματολογία.

Στην Αθήνα θα παρουσιαστούν τρεις ταινίες της Εύας Στεφανή, οι οποίες εξερευνούν διαφορετικές όψεις της πόλης. Ο φακός της Στεφανή περιπλανιέται, παρατηρεί και καταγράφει τη ζωή, σε μια Αθήνα που ξέρουμε πως υπάρχει, μα συνήθως προσπερνούμε. Εικόνες της πόλης, αρχειακό υλικό και αποσπάσματα από παλιά πορνογραφικά φιλμ, συνθέτουν τρεις χειροποίητες και αντισυμβατικές ταινίες, παραδείγματα ενός αταξινόμητου κινηματογράφου, που έχει την δύναμη να αποκαλύπτει το ιερό μέσα από το ασήμαντο.

Η περιπέτεια του μοναδικού αυτού κινηματογραφικού ταξιδιού, θα αποτελέσει ταυτόχρονα τη βάση για ένα μικρό ντοκιμαντέρ, το οποίο θα αναδεικνύει την σχέση των ταινιών με τους συγκεκριμένους τόπους, αλλά και την ζωή ενός αυτοκινούμενου θερινού κινηματογράφου που διασχίζει την Ελλάδα.

Οι προβολές είναι δωρεάν και ανοιχτές για το κοινό και πραγματοποιούνται με την υποστήριξη τοπικών φορέων πολιτισμού, με την οικονομική υποστήριξη του υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού καθώς και του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου. 

Η διαδρομή και οι ταινίες

1η στάση, Σάββατο 10/09 – Κινέττα
Προαύλιος χώρος της Κοινότητας - Ομοσπονδίας Κινέτας Δήμου Μεγαρέων | 21:00
ΚΙΝΕΤΤΑ του Γιώργου Λάνθιμου (2005)

Στην Κινέττα, εκτός καλοκαιρινής σεζόν, ένας αστυνομικός διερευνά κάποιους φόνους που έχουν γίνει στην περιοχή, αναπαριστώντας τους με τη βοήθεια ενός φωτογράφου και μιας καμαριέρας σε τοπικό ξενοδοχείο.

Η Κινέττα του Γιώργου Λάνθιμου είναι ένας τόπος αναπαράστασης. Ένας τόπος εκτός εποχής, δηλαδή, ένας τόπος εκτός χρήσης. Κενός, άδειος. Έτοιμος να υποδεχτεί οποιαδήποτε υπόσχεση μυθοπλασίας. Γιατί αυτές οι αναπαραστάσεις εγκλημάτων θα μπορούσαν να είναι υποσχέσεις ιστοριών, όμως τελικά οι υποσχέσεις δεν εκπληρώνονται και οι ιστορίες παραμένουν κενές. Ίδιες με τον κενό και εκτός εποχής τόπο που τις παρήγαγε. «Όλα τα στοιχεία είναι εντελώς ρεαλιστικά, αλλά το αποτέλεσμα μοιάζει μη ρεαλιστικό», λέει ο Λάνθιμος. «Και μόνο που κινηματογραφείς την πραγματικότητα, μετατρέπεται σε κάτι άλλο».

2η στάση, Κυριακή 11/09 – Αθήνα
Ανοιχτό γήπεδο μπάσκετ πλατεία Σταθμού Λαρίσης | 21:00
3 Αθηναϊκές ταινίες της Εύας Στεφανή

Αθηναι (1995)

Η ζωή στον Σταθμό Λαρίσης, μια ανοιξιάτικη βραδιά του 1995. Γυρισμένο κατά τη διάρκεια τεσσάρων εβδομάδων, το φιλμ υιοθετεί τη χρονολογική δομή μίας και μόνο βραδιάς και αποτελεί μια πινακοθήκη προσώπων που συχνάζουν στον σταθμό.

Ακρόπολις (2001)

Χρησιμοποιώντας ετερόκλητα υλικά (αρχειακό υλικό από κάμερες σούπερ 8, επίκαιρα, παλιές πορνογραφικές ταινίες), η ταινία «Ακρόπολις» είναι ένα πείραμα παραλληλισμού του «ιερού βράχου» με το γυναικείο σώμα.

Χειρόγραφο (2017)

Η Μόλυ, μία γυναίκα-σκύλος τριγυρνάει στην πόλη κάνοντας φούσκες. Είναι εθνική γιορτή και η Μόλυ περπατάει στα τέσσερα ανάμεσα σε παρελάσεις, ενστόλους και παραστάσεις αρχαίου δράματος.

Η Εύα Στεφανή κοιτάζει την Αθήνα. Περπατάει μέσα στον σταθμό Λαρίσης. Παρατηρεί με τρυφερότητα και αγάπη αυτούς που έκαναν σπίτι τους τον προορισμό ενός τρένου. Αφουγκράζεται το τέλος μιας διαδρομής, ενώ στέκεται δίπλα στις γραμμές του τρένου. Από εκεί βλέπει τον «ιερό βράχο» και πάνω του σφηνωμένη την Ακρόπολη. Την φαντάζεται σαν μια γυναίκα που θέλει να αποδράσει και να ταξιδέψει, όμως στέκεται εκεί εγκλωβισμένη. Έτοιμη να δοθεί στον κάθε λογής περαστικό. Πόσο θα ήθελε να ήταν ελεύθερη σαν την Μόλυ, την γυναίκα-σκύλο, που περιπλανιέται στην πόλη κάνοντας φούσκες.

Ένα ντοκιμαντέρ παρατήρησης, ένα ποιητικό δοκίμιο και μια ταινία ημερολόγιο. Τρεις πολύ διαφορετικές ματιές πάνω στην Αθήνα αποκαλύπτουν με ησυχία και απλότητα, μια άλλη πόλη. Άλλωστε, όπως λέει η ίδια η Στεφανή, «…ο κινηματογράφος, το ντοκιμαντέρ καθιστά ορατή μια άλλη διάσταση της ύπαρξης και του κόσμου, που υπάρχει μεν, αλλά σκεπάζεται από ένα πέπλο ασημαντότητας. Ο κινηματογραφιστής της παρατήρησης προσπαθεί να διασχίσει την περιοχή του ασήμαντου και να οδηγηθεί στον κόσμο του ιερού».

3η στάση, Δευτέρα 12/09 – Λαμία
Προαύλιο 6ου Γυμνασίου Λαμίας (Πέτρινο) | 21:00
Η μπαλάντα της τρύποιας καρδίας του Γιάννη Οικονομίδη (2020)

Σε μια μικρή πόλη της Ελλάδας, όταν το ερωτικό πάθος διασταυρώνεται με την απληστία για το χρήμα, τα πτώματα αρχίζουν να στοιβάζονται το ένα μετά το άλλο, ενώ η «ωραία κοιμωμένη», η Όλγα, δεν θα μάθει ποτέ από τι πραγματικά έχει γλιτώσει…

Η Λαμία του Γιάννη Οικονομίδη είναι, όπως λέει και ο ίδιος, «…ο ιδανικός καμβάς για να ζωγραφίσεις επάνω της, την πιο απίστευτα πιστευτή κινηματογραφική ιστορία. Επαρχία, καλοκαίρι, σήμερα. Μια μικρή πόλη χαμένη στον κάμπο. Μια συζυγική απιστία και ένα εκατομμύριο ευρώ που κάνει φτερά ανάβουν τα αίματα. Όπου και να πάω, ό,τι και να σκεφτώ, Ελλάδα! Αυτή η αλλόκοτη χώρα με τις χίλιες ευλογίες και τις χίλιες κατάρες. Ελλάδα. Ένας τόπος για τον οποίο το ρητό “εδώ τα πάντα μπορούν να συμβούν” δεν είναι υπερβολή, αλλά ο κανόνας. Ελλάδα».

4η στάση, Τετάρτη 14/09 – Λίμνη Καϊάφα
Λουτρά Καϊάφα | 20:30
Ταξίδι του μέλιτος του Γιώργου Πανουσόπουλου (1979)

Ένα ζευγάρι συνταξιούχων συναντά τους φίλους του στην λουτρόπολη του Καϊάφα, όπου περνούν τα καλοκαίρια τους κάθε χρόνο, επαναλαμβάνοντας μια γνώριμη ρουτίνα. Ωστόσο, ο φόβος του θανάτου, κοινός σε άντρες και γυναίκες, τους οδηγεί σε ένα ύστατο ξέσπασμα, μια αργοπορημένη, τελευταία επανάσταση.

Τα λουτρά του Καϊάφα, του Πανουσόπουλου, είναι ένας τόπος μετάβασης. Κάπου ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο, οι ηλικιωμένοι πρωταγωνιστές προσπαθούν να σταματήσουν να βουλιάζουν και να πιαστούν από οτιδήποτε θυμίζει ζωή. Τα νερά της λίμνης επαναφέρουν τις μνήμες μιας χαμένης νιότης που συγκρούεται με το σήμερα. Πίσω από την ασημαντότητα των επαναλαμβανόμενων κινήσεων της κάθε μέρας κρύβεται ένας κόσμος που φλέγεται. Ένας τόπος φαντασίας και φαντασμάτων. Ο ίδιος ο Πανουσόπουλος λέει ότι «το φιλμ γυρίστηκε σαν μια ταινία φαντασίας. Μια εξερεύνηση σε έναν κόσμο που είναι ο πιο σιωπηλός, ο πιο βίαιος. Όπου τα ψέματα γίνονται πολύτιμα, και οι παλιοί φίλοι αραιώνουν, όταν τα παιδιά είναι μακριά, και δύσκολες χρονιές πλησιάζουν. Θα μπορούσε να είναι ένα φιλμ διαμαρτυρία. Τι θέλει να φωνάξει κανείς όταν περνάει τα 58 του;»

5η στάση, Πέμπτη 15/09 – Μεσολόγγι
Παλαιός Σιδηροδρομικός Σταθμός | 21:00
Λευτέρης Δημακόπουλος του Περικλή Χούρσογλου (1993)

Είναι δεκαπέντε χρόνια από τη ζωή που χτίζει ένα "λαμπρό" παιδί. Είναι τα χρόνια μέσα στα οποία αλλάζει. Είναι η νιότη που χάνει. Είναι το βράδυ της Πρωτοχρονιάς όταν συνειδητοποιεί ότι θυσιάζει μια ζωή, για να ‘χει το δικαίωμα ν' αποκτήσει ακόμα μία.

Το Μεσολόγγι του Χούρσογλου, είναι αυτή η ήρεμη ρηχή, πλατιά θάλασσα, μέσα από την οποία αναδύονται 15 χρόνια μιας ζωής. Είναι αυτή η ίδια ήρεμη θάλασσα, στην οποία ο ήρωας βουλιάζει, χωρίς να το καταλαβαίνει. Κι όπως η θάλασσα του Μεσολογγίου αλλάζει, αποκτώντας άλλες όψεις ανάλογα με τον καιρό, έτσι και ο Λευτέρης Δημακόπουλος μεταλλάσσεται, ανάλογα με τις συνθήκες, προκειμένου να πετύχει. Ο Χούρσουγλου τον παρατηρεί, όσο εκείνος παρατηρεί την ζωή του. Χωρίς ηθικολογικές κρίσεις και με μια ευεργετική απόσταση. Και είναι αυτή η πολυπρισματική, ευγενική ματιά του, που μας κάνει να κατανοήσουμε σε βάθος ακόμη και τις πιο σκοτεινές πτυχές του. Να βυθιστούμε στα νερά της θάλασσας, για να βρούμε τις ρίζες.

6η στάση, Σάββατο 17/09 – Κιλκίς | 21:00
Όλα είναι δρόμος του Παντελή Βούλγαρη

Σπονδυλωτή ταινία, για τρεις ανθρώπους που πορεύονται προς μία οριακή στιγμή της ζωής τους. Ένας αρχαιολόγος, του οποίου ο φαντάρος γιος αυτοκτόνησε στο φυλάκιο, ένας θηροφύλακας που μιλάει τη γλώσσα των πουλιών, και ένας επιπλοποιός που τα σπάει σ' ένα σκυλάδικο, επειδή τον εγκατέλειψε η γυναίκα του.

Το «Όλα Είναι Δρόμος» είναι ένα τοπίο της ελληνικής πραγματικότητας με τρεις όψεις. Ο τόπος εδώ, ως χρόνος και ως σύνορο μνήμης και αποξένωσης. Μια αποξένωση που προκύπτει εξαιτίας της απώλειας, ή μήπως η αποξένωση είναι εκείνη που προηγείται; Η απώλεια αποτελεί τον συνδετικό ιστό των τριών κεντρικών χαρακτήρων. Στο τέλος όμως, και στις τρεις ιστορίες, η πραγματική απώλεια είναι αυτή της ταυτότητας των ίδιων των πρωταγωνιστών. Δεν μπορούμε παρά να σκεφτούμε τον «Ξένο» του Albert Camus. Και το μήνυμα, γραμμένο στη φωτογραφία του νεκρού γιού, «Όλα είναι δρόμος», να θυμίζει όλα όσα μας προσπέρασαν.

7η στάση, Κυριακή 18/09 – Βόλβη | 21:00
Ας περιμένουν οι γυναίκες του Σταύρου Τσιώλη (1998)

Τέλη Ιουλίου, καιρός για διακοπές. Τρεις μπατζανάκηδες, καθ' οδόν για τη Θάσο, όπου παραθερίζουν οι γυναίκες τους, καθυστερούν συνεχώς το ταξίδι τους, με πρόσχημα ερωτικά ειδύλλια (αληθινά και φανταστικά) που συναντούν στο δρόμο τους. Αφού οι γυναίκες τους μπορούν να περιμένουν, αυτοί μπορεί και να μην φτάσουν κοντά τους ποτέ…

«Με μεθάει ο δρόμος. Ξέρετε… δεν είχα ταλέντο μεγάλου οδηγού. Πλησίασα το ράλι, γιατί με γοήτευε η ιδέα που είχα για τους μεγάλους οδηγούς που φλερτάρουν με τον κίνδυνο. Στο παλιό μου αυτό χόμπι ανακάλυψα αυτή τη γραμμή του δρόμου, όπου ξαφνικά χάνεις την αίσθηση της πραγματικότητας και περνάς σε μίαν άλλη διάσταση, που στην καθημερινή εμπειρία ποτέ δε θα βιώσεις. Κι όλα αυτά, τόσο κοντά στον θάνατο… Αν λίγο ξεφύγεις απ’ αυτή τη γραμμή, σε περιμένει ο θάνατος. Ίσως, βέβαια, και μια ευχάριστη έκπληξη… Γεύτηκα αυτό το συναίσθημα, αλλά με τρόμαξε κιόλας. Με κέρδισε πάλι η ζωή. Ή η ζωή στο δρόμο, αν θέλετε. Μ’ αρέσει να γυρίζω ταινίες για το δρόμο…». Με αυτά τα λόγια ο Σταύρος Τσιώλης αναφέρεται στο έργο του, «Ας Περιμένουν οι Γυναίκες», μια από τις αγαπημένες ταινίες του ελληνικού κοινού, συμπυκνώνοντας σε λίγες μονάχα φράσεις την ουσία της κινηματογραφικής του γλώσσας και θέσης. Είναι άραγε road movie, κωμωδία, δράμα, περιπέτεια, ηθογραφία; Ή μια ταινία που ξεπερνάει τα όρια του είδους με την ίδια τόλμη και αυθάδεια που ο Τσιώλης αντιμετωπίζει τους κινηματογραφικούς κανόνες;

8η στάση, Τρίτη 20/09 – Βίτσα
Θέατρο Αλώνι, επέκεινα χώρα | 20:30
Αναπαράσταση του Θόδωρου Αγγελόπουλου (1970)

Έπειτα από χρόνια στη Γερμανία, ένας άντρας επιστρέφει στο χωριό στην Ήπειρο. Λίγες μέρες αργότερα, η γυναίκα του και ο εραστής της θα τον δολοφονήσουν και θα τον θάψουν στον κήπο, όμως οι συγχωριανοί τους υποπτεύονται και καλούν την αστυνομία.

Τα ασπρόμαυρα Ζαγόρια του Αγγελόπουλου, αυτό το γυμνό, άγριο τοπίο της Ηπείρου, γίνεται στην «Αναπαράσταση» ένας τόπος αποκάλυψης. Τα τραχιά βουνά, οι επικίνδυνες χαράδρες και οι πλαγιές με τα δύσβατα μονοπάτια αφήνουν να αποκαλυφθεί η αγριότητα του βίου μιας επαρχίας που σπαράσσεται ενώ αργοπεθαίνει. Το βουβό δράμα αποκαλύπτεται δια μέσου της αναπαράστασής του. Σαν μια αποτυχημένη προσπάθεια ανασύνθεσης μιας αλήθειας μέσα από θραύσματα. «Τι θα θέλατε να πάρετε μαζί σας ‘φεύγοντας’;», ρώτησαν κάποτε τον Αγγελόπουλο, κι εκείνος είπε: «την πρώτη εικόνα που είδα όταν έφτασα με το λεωφορείο στη Βίτσα.

Ένα απόγευμα, με ψιλόβροχο και αραιά ομίχλη. Η πέτρα ήταν μαύρη από τη βροχή και κάποιες γυναίκες με μαύρα έφευγαν μέσα στο τοπίο. Και μέσα από το καφενείο του χωριού ακουγόταν η φωνή ενός γέρου που τραγουδούσε ‘Μωρή κοντούλα λεμονιά με τα πολλά λεμόνια’».

9η στάση, Τετάρτη 21/09 – Κέρκυρα
Πάνω Πλατεία Σπιανάδα | 21:00
Μελόδραμα του Νίκου Παναγιωτόπουλου (1980)

Ένας τριαντάχρονος, που επιστρέφει από την Αμερική σε πλήρη υπαρξιακή κρίση, έρχεται στην Κέρκυρα για να δει την άρρωστη μητέρα του και προσπαθεί να πιαστεί από έναν απελπισμένο έρωτα με μια νεαρή δασκάλα μουσικής.

Το Μελόδραμα; ξεκινάει με ένα παράθυρο που κλείνει, σαν ένα ειρωνικό σχόλιο στη ρήση του Andre Bazin, «ο κινηματογράφος είναι ένα ανοιχτό παράθυρο στον κόσμο». Εδώ, ο Παναγιωτόπουλος αφαιρεί συνειδητά τις εντάσεις από τις ερμηνείες των ηθοποιών, και χρησιμοποιεί το νοτισμένο, ασπρόμαυρο Κερκυραϊκό τοπίο και την πατίνα στους τοίχους των σπιτιών, για να επιτύχει την ψυχολογική ένταση που ένα μελόδραμα απαιτεί. Ο τόπος, λοιπόν, γίνεται το εσωτερικό τοπίο του πρωταγωνιστή, ένα παράθυρο που κοιτάζει εντός, χωρίς σημείο φυγής, όπως στον κινηματογράφο του Alain Resnais. «Όποιος μιλάει στην ταινία είναι σα να διαταράσσει μια τάξη πραγμάτων, σαν να ενοχλεί», σημειώνει ο Παναγιωτόπουλος. Αντί διαλόγων, ακούγονται οι αποσπασματικοί μονόλογοι από το μαγνητόφωνο του Λευτέρη Βογιατζή, που αρχίζουν πάντα με τη φράση, «Με λένε Γιάννη». Μελόδραμα, λοιπόν; Ναι, αλλά όχι σχέσεων. Υπαρξιακό. Με τον εαυτό.

10η στάση, Παρασκευή 23/09 – Άσπρα Σπίτια, Βοιωτίας
Attenberg της Αθηνάς-Ραχήλ Τσαγγάρη (2010)

Η Μαρίνα μεγαλώνει με τον πατέρα της, ο οποίος είναι σοβαρά άρρωστος, σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη. Το ανθρώπινο είδος την απωθεί. Περνά τις ώρες της παρακολουθώντας ντοκιμαντέρ για τη ζωή των θηλαστικών και κάνοντας παρέα με τη φίλη της Μπέλλα, ώσπου γνωρίζει έναν μηχανικό που έχει έρθει στην πόλη για δουλειές.

Ο τόπος της ταινίας είναι «μια τεχνητή πόλη που χτίστηκε για ένα εργοστάσιο αλουμινίου από τον Δοξιάδη, στο πρότυπο του μοντερνισμού», λέει η Τσαγγάρη· είναι «μια πόλη ουτοπία». Οι αφαιρετικά δοσμένοι χώροι καταλήγουν να είναι πιο πραγματικοί από αυτό που αναπαριστούν. Οι ερωτήσεις των χαρακτήρων είναι ανελέητα ειλικρινείς. Είναι «μια χορογραφία ακίνητων σωμάτων», λέει η σκηνοθέτιδα. Η Τσαγγάρη επιτρέπει στο συναίσθημα να τρυπώσει ήσυχα, να μεγαλώσει εντός μας και να μας μιλήσει για κάτι πολύ σκληρό - για ένα κορίτσι που αποχαιρετά τον ετοιμοθάνατο πατέρα του, ενώ παράλληλα ενηλικιώνεται. Το Attenberg, από το πρώτο πλάνο μέχρι την τελική σκηνή, όπου η Μαρίνα με τη συντροφιά της Μπέλλας, σκορπίζει τις στάχτες του πατέρα της στη θάλασσα, είναι μια τελετουργία. Μια ιεροτελεστία αποχωρισμού και ενηλικίωσης, με την ευαισθησία που συναντάμε στις ταινίες του Bresson. Με τον αυστηρό ρυθμό της, μάς οδηγεί με υπνωτική ακρίβεια στο συναισθηματικό της βάθος.

ΟΛΕΣ ΟΙ ΕΙΔΗΣΕΙΣ