Σινεμά|09.04.2023 15:46

Βάλερυ Κοντάκου στο ethnos.gr: «Η Τσέλι Γουίλσον μου έδειξε πόσο σημαντικό είναι να πιστεύεις στον εαυτό σου»

Άγγελος Γεραιουδάκης

Από τα τέλη του ’60 μέχρι τα μέσα του ’80, ένα ήταν το κορυφαίο όνομα στο κύκλωμα των πορνοσινεμά στην Times Square της Νέας Υόρκης: Τσέλι Γουίλσον (Chelly Wilson). Γεννημένη στη Θεσσαλονίκη, η εκκεντρική Ελληνοεβραία, λεσβία, μετανάστρια, επιχειρηματίας και ευεργέτιδα έχτισε μια ολόκληρη αυτοκρατορία χάρη στο δαιμόνιο επιχειρηματικό της πνεύμα και την αστείρευτη προσωπικότητά της, που την ανέδειξαν σε μια από τις πιο χαρισματικές φιγούρες του χώρου.

Εγκατεστημένη κοντά στην 42η Λεωφόρο, γνωστή και ως The Deuce (=ντόρτια), η Τσέλι ζούσε ακριβώς πάνω από το θρυλικό gay πορνοσινεμά Eros, το οποίο φυσικά της ανήκε. Με το τσιγάρο κολλημένο στα χείλη και σακούλες του σούπερ μάρκετ γεμάτες χαρτονομίσματα στιβαγμένες στη γωνία, ήταν η αδιαμφισβήτητη κεφαλή της οικογένειας, συγκεντρώνοντας γύρω της μια πληθώρα από καλλιτέχνες, συνεργάτες και χαρτόμουτρα, ενώ οι ερωμένες και τα εγγόνια της συμπλήρωναν συχνά το αλλοπρόσαλλο σκηνικό. Ελάχιστοι όμως γνώριζαν τι είχε περάσει για να φτάσει ως εκεί.

Η νέα ταινία της Βάλερυ Κοντάκου «Η Βασίλισσα της Νέας Υόρκης» πιάνει την ιστορία της από την αρχή, από τα πρώτα της βήματα στον επιχειρηματικό κόσμο, μέχρι τα συνταρακτικά γεγονότα που την ανάγκασαν να εγκαταλείψει την Ευρώπη την παραμονή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Με φόντο τον εφιάλτη του Ναζισμού, την άνοδο του φεμινισμού και τη σεξουαλική απελευθέρωση, «Η Βασίλισσα της Νέας Υόρκης» ξεδιπλώνει μια άγνωστη σελίδα της πρόσφατης Ιστορίας, μέσα από τη ζωή μιας απίθανης γυναίκας που κατάφερε, όχι μόνο να επιβιώσει, αλλά και να ζήσει τη δική της, «ακατάλληλη» εκδοχή του Αμερικανικού Ονείρου.

«Δεν είναι δυνατόν να έχεις γνωρίσει κάποιον σαν την Τσέλι και να μην σε κυριεύσει μια ακατανίκητη επιθυμία να μοιραστείς την εμπειρία σου αυτή και με άλλους» υπογραμμίζει η Βάλερυ Κοντάκου στο ethnos.gr. «Ως φίλη της μητέρας μου, την είχα πρωτογνωρίσει όταν ήμουν ακόμα έφηβη, 15 - 16 ετών και ξεκίνησα να δουλεύω στα ταμεία των κινηματογράφων της, όταν έπαιζε ελληνικές ταινίες τα σαββατοκύριακα για το κοινό της ομογένειας. Θα μπορούσε, λοιπόν, να πει κανείς ότι ο σπόρος της ταινίας υπήρχε πάντα μέσα μου και περίμενε τις κατάλληλες συνθήκες για ν' ανθίσει. Το 2017, γνώρισα τον συγγραφέα Χρήστο Αστερίου σ' ένα δείπνο, και συζητώντας μαζί του, ανακάλυψα ότι κι εκείνος είχε μάθει για την Τσέλι, στο πλαίσιο κάποιας έρευνας που έκανε τότε, και τον είχε εντυπωσιάσει η προσωπικότητά της. Και έτσι αποφασίσαμε ν' ασχοληθούμε περαιτέρω. Ο Χρήστος και εγώ κάναμε έρευνα για τους ανθρώπους που την γνώριζαν. Η πιο σημαντική πηγή ήταν οπωσδήποτε οι κόρες της Τσέλι, Μπόντι και Πολέτ. Στη συνέχεια, μια καταπληκτική ερευνήτρια από τον Καναδά, η Erin Chisholm, μας βοήθησε ν' ανασύρουμε ένα μεγάλο μέρος από το ιστορικό αρχειακό υλικό».

Πόσο καιρό χρειαστήκατε για την έρευνα και πόσο διάστημα διήρκησαν τα γυρίσματα και η παραγωγή;

Η έρευνα άρχισε το 2017 και συνεχίστηκε έως το 2022. Η παραγωγή ξεκίνησε το 2018, όταν άρχισα να ταξιδεύω με την συμπαραγωγό μου και συνσεναριογράφο, Δέσποινα Παυλάκη, για να παρουσιάσουμε το πρότζεκτ σε διάφορα διεθνή φεστιβάλ (pitching forums) προκειμένου να βρούμε χρηματοδότηση. Έτσι βρήκαμε και τον Καναδό συμπαραγωγό, Ed Barreveld, ο οποίος μας προσέγγισε ενθουσιασμένος έπειτα από μια τέτοια παρουσίαση. Τα πρώτα γυρίσματα ξεκίνησαν ανεπίσημα στο τέλος του 2017, όταν με τον Χρήστο Αστερίου επισκεφθήκαμε τη Δομηνικανή Δημοκρατία όπου ζούσε τότε ο γιος της Τσέλι, o Ντίνο (Daniel), και ολοκληρώθηκαν το 2021.

Ποιες ήταν οι πιο σημαντικές δυσκολίες που κληθήκατε ν’ αντιμετωπίσετε στα γυρίσματα εν πλω αλλά και αργότερα;

Από τη μία πλευρά, υπήρξαν φυσικά οι αντικειμενικές, πρακτικές δυσκολίες που δημιούργησε ο Covid, καθώς τόσο Έλληνες όσο και Καναδοί συνεργάτες έπρεπε να ταξιδέψουν στη Νέα Υόρκη εν μέσω πανδημίας! Από την άλλη, ήταν η αναμενόμενη δυσκολία να πείσουμε τα παιδιά και τα εγγόνια της Τσέλι, καθώς και τους υπόλοιπους ανθρώπους που τη γνώριζαν, να μας εμπιστευτούν ώστε να μιλήσουν ελεύθερα και ανεπιφύλακτα. Κι όπως συμβαίνει πολύ συχνά σ' ένα ντοκιμαντέρ, κάποιοι επέλεξαν τελικά να μην εμφανιστούν στην ταινία και σεβαστήκαμε την επιθυμία τους. Τέλος, ένα σημαντικό θέμα ήταν ότι πέρα από τα home videos της οικογένειας, δεν υπήρχε αρκετό αρχειακό υλικό με την ίδια την Τσέλι, κάτι το οποίο ισορροπήσαμε με τη χρήση animation, που έδωσε ζωή στο χαρακτήρα της και συμπλήρωσε ιδανικά την αφήγηση.

Τι ήταν εκείνο που σας κέντρισε περισσότερο το ενδιαφέρον και σας συγκίνησε όσον αφορά τη ζωή της Τσέλι;

Για μένα, η Τσέλι ήταν κατά κάποιον τρόπο μια υπερ-άνθρωπος. Δεν θα έλεγα superwoman, αλλά uber woman. Από τότε που ήμουν μικρή και είχα την τύχη να τη γνωρίσω, μου έδινε μια απίστευτη αίσθηση σιγουριάς και μου έδειξε όσο κανείς άλλος πόσο σημαντικό είναι να πιστεύεις στον εαυτό σου.

Η δουλειά που κάνατε με το σενάριο είναι εξαιρετική, γιατί όχι μόνο αφηγείστε τη διασκεδαστική ιστορία ενός επιτυχημένου Έλληνα μετανάστη, αλλά απεικονίζετε και την εποχή του ελεύθερου πνεύματος της Νέας Υόρκης της δεκαετίας του 1970. Πώς διαμορφώθηκε η αρχική ιδέα της αφήγησης; Άλλαξε κατευθύνσεις κατά τη διάρκεια του μοντάζ;

Η μαγεία ενός ντοκιμαντέρ είναι ακριβώς η δυναμική σχέση που δημιουργείται με το υλικό και το αντικείμενό σου. Οι κατευθύνσεις ως προς το πόσο επικεντρωνόμασταν σε κάποια θέματα άλλαζαν διαρκώς, αλλά στο τέλος σε ενδιαφέρει η ισορροπία της αφήγησης και το να ολοκληρώνεις όσο καλύτερα μπορείς τα θέματα που έχεις ανοίξει. Δεν λέω ότι πρέπει απαραιτήτως να φεύγει ο θεατής με όλες τις απαντησεις, αλλά σίγουρα να μην είναι χαμένος σε πληροφορίες που δεν συνδέονται. Και, ειδικά με την πλούσια ζωή της Τσέλι και τις αφάνταστες εμπειρίες της, τα γεγονότα που έζησε και την ιδιαίτερη προσωπικότητά της, έπρεπε να βρούμε έναν τρόπο αφήγησης που να είναι σαφής, αλλά και να ανταποκρίνεται στο πνεύμα του ποια ήταν η Τσέλι μέσα σε όλες αυτές τις διαφορετικές περιόδους που την βλέπουμε. Σίγουρα, πάντως, ειδικά σ' ένα ντοκιμαντέρ, η φάση του μοντάζ είναι μια ολοζώντανη διαδικασία που διαμορφώνει σε μεγάλο βαθμό το τελικό αποτέλεσμα.

Από τη δεκαετία του ’70 μέχρι σήμερα, τα πράγματα έχουν αλλάξει ως προς το καλύτερο ή χειρότερο σε σχέση με τα ταμπού και τα κοινωνικά στερεότυπα;

Είναι δύσκολη ερώτηση. Σε ορισμένα θέματα, σαφώς τα πράγματα είναι καλύτερα, αλλά φοβάμαι ότι πολλά από αυτά τα στερεότυπα είναι βαθιά ριζωμένα μέσα μας και οι οποίες αλλαγές δεν έχουν αφομοιωθεί πραγματικά από το συλλογικό ασυνείδητο. Αν θέλουμε ν' αλλάξουν τα πράγματα ουσιαστικά, πρέπει κάποια από αυτά τα θέματα να τίθενται στα σχολεία από μικρή ηλικία. Τα παιδιά δεν γεννιούνται ρατσιστές, γίνονται όσο πιο πολύ καιρό περνούν με τους μεγαλύτερούς τους! Όταν μεγαλώνει ένα παιδί μαθαίνοντας ότι όλοι είμαστε εξίσου σημαντικοί και ότι το λιγότερο που επιβάλλεται είναι να σέβεσαι τον διπλανό σου, τότε μόνο μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει ελπίδα για κάτι καλύτερο.

Είστε από τις σκηνοθέτριες που τιμούν τις δυνατές κι ανεξάρτητες γυναίκες μέσα από τις ταινίες τους. Πώς θα περιγράφατε σήμερα μία δυναμική γυναίκα; Θεωρείτε ότι η θέση της γυναίκας έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια, ειδικά μετά το κίνημα του #MeToo;

Πιστεύω ότι ζούμε σε μια εποχή, όπου το καθετί πρέπει να διαθέτει το κατάλληλο περιτύλιγμα. Δυστυχώς, πολύ δύσκολα κάποιος κοιτάει πραγματικά τι κουβαλά μέσα του αυτό το περιτύλιγμα. Η ίδια η περίπτωση της Τσέλι, άλλωστε, αποδεικνύει περίτρανα ότι δεν υπάρχει ένα και μοναδικό πρότυπο δυναμικής γυναίκας. Ιστορικά, οι γυναίκες έχουν τύχει -και συνεχίζουν να τυγχάνουν- άνισης μεταχείρισης. Και οι άνθρωποι αρνούνται να μιλήσουν για την ουσία των προβλημάτων. Φυσικά, λοιπόν, και με προσελκύουν οι αληθινές ιστορίες γυναικείας ενδυνάμωσης. Αλλά, ακόμα περισσότερο, οι ανθρώπινες ιστορίες ενδυνάμωσης εν γένει. Υπάρχουν τόσες περιπτώσεις ανθρώπων περιθωριοποιημένων κοινοτήτων σήμερα, που είναι δύσκολο να δημιουργήσεις ένα πραγματικό κίνημα με επαρκή υπόσταση και δυναμική, που να μην εξαντλείται απλώς στις επιταγές των media τη δεδομένη στιγμή. Γι’ αυτό και η ανάδειξη τέτοιων ιστοριών είναι και θα είναι πάντα εξαιρετικά σημαντική.

Ανακαλύψατε νέα πράγματα για την Τσέλι Γουίλσον, ενώ βρισκόσασταν σε έρευνα;

Ναι, σίγουρα πολλά μικρά διασκεδαστικά γεγονότα και ανέκδοτα, αλλά και εξαιρετικά σημαντικά πράγματα, όπως το σύνδρομο του επιζώντα που αισθανόταν ως το τέλος της ζωής της.

Η προσωπικότητα της Τσέλι είναι πηγή έμπνευσης και παρακινεί. Πώς επηρέασε τον δικό σας χαρακτήρα;

Με βοήθησε να συνειδητοποιήσω ότι σαν γυναίκα δεν υστερώ στις δυνατότητές μου, ένα αίσθημα που δυστυχώς η κοινωνία, εμμέσως πλυν σαφώς, πολύ συχνά καλλιεργεί στις γυναίκες, τόσο στην Ελλάδα όσο και αλλού. Η «γνωριμία» με την Τσέλι σίγουρα τόνωσε την αυτοπεποίθησή μου.

Στο ντοκιμαντέρ βλέπουμε να μιλούν τα παιδιά της Γουίλσον και άτομα από το στενό φιλικό της περιβάλλον. Πώς ήρθατε σε επαφή μαζί τους; Υπήρχαν κι άλλοι υποψήφιοι που έμειναν απέξω;

Ήρθαμε σε επαφή μαζί τους μέσα από σοβαρό κι εντατικό ψάξιμο, στο Διαδίκτυο και αλλού, πολλαπλά τηλεφωνήματα, συναντήσεις... Σίγουρα βοήθησε και το γεγονός ότι η μητέρα μου γνώριζε την Τσέλι. Όταν πρωτογνωριστήκαμε με την Μπόντι και την Πολέτ, και τους προτείναμε τη συμμετοχή τους στο ντοκιμαντέρ, αρχικά (και απόλυτα λογικά!) δεν ενθουσιάστηκαν με την ιδέα να δημοσιοποιηθούν τα οικογενειακά τους και οι προσωπικές τους στιγμές. Καθώς όμως προχωρούσαν τα γυρίσματα και συνειδητοποίησαν ότι δεν μας ενδιέφερε απλώς μια σκανδαλοθηρική προσέγγιση ή μια μονόπλευρη εικόνα της μητέρας τους, σιγά - σιγά αυξήθηκε και η εμπιστοσύνη τους απέναντί μας. Και πραγματικά τους είμαστε ευγνώμονες γι' αυτό.

Για εκείνους που εστιάζουν περισσότερο στο «ροζ» κομμάτι της ζωής της και όχι τόσο στην προσωπικότητά της και τους ανθρώπους που βοήθησε, τι έχετε να πείτε;

Ο καθένας μας αποφασίζει τι θέλει να δει και τι όχι. Η αλήθεια να λέγεται, η κακή είδηση «πουλάει» πιο πολύ από την καλή. Είναι οι εύκολοι εντυπωσιασμοί που καταναλώνονται και ευκολότερα. Ελπίζω ότι θα την δει ο κόσμος με ανοιχτό μυαλό και θα βγάλει συμπεράσματα από την ολοκληρωμένη ιστορία μιας γυναίκας που πάλεψε σε όλη της τη ζωή και κατάφερε να επιβιώσει με τους δικούς της κανόνες!

Ποιο είναι το μεγαλύτερο κομπλιμέντο που πήρατε για το νέο σας ντοκιμαντέρ;

Μετά τις προβολές, στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης και αλλού, πολλοί θεατές με πλησίασαν για να με ευχαριστήσουν που μέσα από την ταινία μου μπόρεσαν να γνωρίσουν την Τσέλι. Διαφορετικά μπορεί και να μη μάθαιναν ποτέ για την ύπαρξή της.

Κλείνοντας, θα ήθελα να σας ρωτήσω, τι ελπίζετε να πετύχει αυτό το ντοκιμαντέρ και γιατί είναι σημαντικό για εσάς;

Ελπίζω να μεταφέρει μια αίσθηση ενδυνάμωσης, να βοηθήσει τους θεατές να βρουν τη δύναμη που όλοι έχουν μέσα τους, για να χαράξουν τη δική τους πορεία, χωρίς ν' αμφισβητούν τους εαυτούς τους και χωρίς να αισθάνονται την ανάγκη ν' απολογηθούν.

*Σημειώνεται ότι το ντοκιμαντέρ της Βάλερυ Κοντάκου «Η Βασίλισσα της Νέας Υόρκης» κέρδισε το βραβείο της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΚΚ) για την καλύτερη ελληνική ταινία από το επίσημο πρόγραμμα του 25ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Σύμφωνα με το σκεπτικό της επιτροπής, η ταινία «αποφεύγει την εύκολη "αγιογραφική προσέγγιση" και κινηματογραφεί συναρπαστικά μια "αυστηρώς ακατάλληλη" προσωπική διαδρομή επιβίωσης, άρρηκτα συνδεδεμένη με την ίδια την ιστορία».

Μετά από απανωτά sold out σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, η ταινία θα προβληθεί την Μ. Τετάρτη στις 20:00 στον Δαναό και τις Παρασκευές, εκτός Πάσχα, για όλο τον Απρίλιο στις 22:00 στον κινηματογράφο ΑΣΤΟΡ. Παράλληλα, μέχρι τις 12 Απριλίου θα προβάλλεται καθημερινά στις 19:00 στη Θεσσαλονίκη, στην αίθουσα Σταύρος Τορνες, Αποθήκη Α' - Λιμάνη.

ειδήσεις τώραΦεστιβάλ Ντοκιμαντέρ ΘεσσαλονίκηςΝέα ΥόρκηΘεσσαλονίκηπορνόντοκιμαντέρ