Σινεμά|08.01.2024 11:50

Χρυσές Σφαίρες: Το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης συγχαίρει τον Γιώργο Λάνθιμο για το Poor Things

Newsroom

To «Poor Things» του Γιώργου Λάνθιμου κατάφερε να ξεχωρίσει στην 81η απονομή των Χρυσών Σφαιρών (Golden Globes), καθώς κέρδισε δύο βραβεία, αυτό της Καλύτερης Κωμωδίας ή Μιούζικαλ και του Α’ Γυναικείου Ρόλου σε Κωμωδία ή Μιούζικαλ, το οποίο πήρε η Εμα Στόουν (Emma Stone).

Την ώρα που ο Γιώργος Λάνθιμος ανέβηκε στη σκηνή για να παραλάβει το βραβείο του, διέθεσε σημαντικό μέρος της ομιλίας του, ώστε να εκφράσει τον θαυμασμό του προς τον Μπρους Σπρίνγκστιν (Bruce Springsteen). «Εγώ θα ήθελα απλώς να περάσω όλο το βράδυ μιλώντας με τον Μπρους Σπρίνγκστιν. Έχουμε τα ίδια γενέθλια, 23 Σεπτεμβρίου. Υπήρξε ο ήρωάς μου μεγαλώνοντας. Τέλος πάντων, σπαταλάω τον χρόνο μου. Ευχαριστώ πολύ όλους όσοι δούλεψαν στην ταινία, τη Searchlight Pictures, την παραγωγή και που έκανε την ταινία πραγματικότητα, όλους τους υπέροχους ηθοποιούς και τον Μπρους Σπρίνγκστιν, που με έκανε να μεγαλώσω έτσι όπως μεγάλωσα και την Εμα (Στόουν) φυσικά γιατί κέρδισε, είναι η καλύτερη. Σας ευχαριστώ πολύ» υπογράμμισε ο Ελληνας σκηνοθέτης.

Το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης «συγχαίρει τον Γιώργο Λάνθιμο και τον Αλεξάντερ Πέιν για τη μεγάλη επιτυχία τους, τις δύο Χρυσές Σφαίρες που κέρδισε ο καθένας, επιβεβαιώνοντας το τεράστιο ταλέντο τους και την επιμονή τους σ' έναν κινηματογράφο διαφορετικό που ξεπερνάει τα όρια των καλλιτεχνικών συμβάσεων, των χωρών, και αναδεικνύεται σ' ένα οικουμενικό όπλο για έναν καλύτερο κόσμο».

Ουρές στους κινηματογράφους για να δουν τη νέα ταινία «Poor Things»

Ο Γιώργος Λάνθιμος, με την «Ευνοούμενη» έκανε ένα σημαντικό βήμα στην καριέρα του, μπαίνοντας για τα καλά στα διεθνή σαλόνια, ανεβάζοντας τον πήχη και βάζοντας από μόνος του τα δύσκολα στο αναγνωρισμένο ήδη όνομά του στο κινηματογραφικό κύκλωμα. Και αυτό χωρίς, προς τιμήν του, να υποκύπτει στις σαλονάτες ιδέες, τις φόρμες και τα προαπαιτούμενα της κινηματογραφικής ελίτ, για να μπει και στον κύκλο των οσκαροθήρων ή του ευνοούμενου των μεγάλων στούντιο.

Ερχεται, λοιπόν, το παιδί από το Παγκράτι, με τη νέα του ταινία, να βάλει στα καλάθια όλους αυτούς που τον αμφισβήτησαν ή τον χαρακτήρισαν ως ένα φαινόμενο, έναν κομήτη που θα σβήσει γρήγορα. Και τα καταφέρνει όχι μόνο για την εξαιρετική του θεματική ή την εμπνευσμένη σκηνοθεσία του, αλλά κυρίως γιατί τολμά να δοκιμάσει κάτι καινούργιο, να χτυπήσει στο ψαχνό τον κλασικισμό ή τα καθιερωμένα, τη σιγουριά και ταυτόχρονα να διαιωνίσει το brand name του «σκηνοθεσία: Γιώργος Λάνθιμος».

Έχοντας αφήσει πίσω του τα στενά περιθώρια του ελληνικού κινηματογράφου κι έχοντας δίπλα του έναν εξαιρετικό σχεδιασμό παραγωγής, που αξιοποιεί στον μέγιστο βαθμό, ο Λάνθιμος διατηρεί τα καλλιτεχνικά του στάνταρ και αποφεύγει τη «μοναξιά» του φεστιβαλικού κοινού. Στη φάση που βρίσκεται πλέον ο Έλληνας σκηνοθέτης αυτό δεν είναι εύκολο και κρύβει πάντα παγίδες, με κυριότερη αυτή της κατάταξής του στους επιτηδευμένους «καλλιτέχνες» της σκηνοθεσίας.

Άλλωστε, είχε την τύχη και τον χρόνο να δουλέψει, απ' ό,τι φαίνεται, σκληρά πάνω στην αφήγηση, για να κάνει κάτι το εντελώς διαφορετικό απ' τα συνήθη, παρότι βασίζεται στον σκελετό ενός διαδεδομένου μύθου, του «Φρανκεστάιν».

Η ιστορία μας μεταφέρει στο Λονδίνο του 19ου αιώνα, όπου ένας πρωτοπόρος οραματιστής γιατρός θα επαναφέρει στη ζωή την Μπέλα, από τα νερά του Τάμεση, στα οποία βρέθηκε αυτοβούλως. Θα την πάρει στην ιδιόμορφη έπαυλή του και θα αναθέσει στον βοηθό του Μαξ να την προσέχει, καθώς η Μπέλα συμπεριφέρεται σαν παιδί, θέλοντας να ανακαλύψει τη ζωή. Θα αναζητήσει την ελευθερία της και παρόλο που θα υποσχεθεί να παντρευτεί τον καλόκαρδο Μαξ, αποφασίζει να φύγει μακριά με τον σαγηνευτικό τυχοδιώκτη Ντάνκαν, για να ανακαλύψει τον έρωτα, τον εαυτό της, τον κόσμο.

Από τη Λισαβόνα έως την Αλεξάνδρεια και το Παρίσι, η Μπέλα ταξιδεύει σε μια ενήλικη χώρα των θαυμάτων, ανακαλύπτοντας το σεξ, την αυτοδιάθεση, την πολιτική, τη φιλοσοφία, τα κοινωνικά στερεότυπα και τις αλήθειες ή και τα κατά συνθήκη ψεύδη, που γιγαντώνονται και κάποια στιγμή κυριεύουν τον κόσμο, δημιουργούν την περιβόητη αστική υποκρισία.

Εδώ, όμως, για μια ακόμη φορά, αποδεικνύεται ότι το σενάριο είναι πολύ σπουδαίο πράγμα για μια ταινία. Και η δουλειά που έχει κάνει ο σεναριογράφος Τόνι ΜακΝαμάρα, με τον οποίο είχε συνεργαστεί και στην «Ευνοούμενη», είναι εκπληκτική. Μεταμορφώνει το ομότιτλο και πολυσύνθετο βιβλίο του Άλασντερ Γκρέι, σε ένα σενάριο στέρεο και διαπεραστικά σαρκαστικό και πιο πολιτικό, αλλά το βασικότερο ρίχνει τα θεμέλια, πάνω στα οποία μπορεί να οικοδομήσει ο σκηνοθέτης ζητήματα σημερινά, του δίνει το περιθώριο να βάλει και τη λοξή του ματιά στο σενάριο και τη σκηνοθεσία.

Με σαρκασμό, ο Λάνθιμος δίνει ψυχή και σάρκα σε έναν καινούργιο κόσμο, η φαντασία του, μέσω των πλάνων του, αλλά και της αξιοποίησης των σκηνικών, κοστουμιών και φωτισμών, του δημιουργικού μοντάζ από τον Μαυροψαρίδη, δείχνει αχαλίνωτη, για να φτιάξει ένα γοτθικό παραμύθι, βουτηγμένο σε κατάμαυρο χιούμορ και ιδιαίτερο ερωτισμό. Να τολμήσει, να φλερτάρει με το εξεζητημένο, χωρίς να περιχαρακωθεί σε αυτό, να παίξει με το ασπρόμαυρο και τα υπερκορεσμένα χρώματα, βοηθούμενος και από τον διευθυντή φωτογραφίας του Ρόμπι Ράιαν.

Ταυτόχρονα, ο Λάνθιμος μπαίνει στον πειρασμό να κάνει ένα διαλογισμό πάνω στη σχέση του δημιουργού και του δημιουργήματός του, ανατρέποντας το μύθο του Φρανκεστάιν, καπελώνοντας τη γραφικότητα του θέματος από την πολιτική σκέψη. Γιατί η ταινία του θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως ένα φιλμ γυναικείας χειραφέτησης και συνειδητοποίησης και στο δικαίωμα της χαράς στον έρωτα, στην επιθυμία και την υποχρέωση να προχωρήσουμε μπροστά αφήνοντας κατά μέρος τις υποκρισίες και τον καθωσπρεπισμό. Και συνάμα να μην κάνει τα στραβά μάτια μπροστά στις ταξικές διαφορές, τις ανισότητες και όλα αυτά επιλέγοντας τον δύσκολο δρόμο να μιλήσει παιχνιδιάρικα, να γελάσει με όλα αυτά και μαζί και οι θεατές, αποκαλύπτοντας δεξιοτεχνικά μία τεράστια φάρσα, αυτή της ζωής.

Οι Γουίλεμ Νταφόε, Μαρκ Ραφάλο, Ράιμι Γιουσέφ και τ' άλλα «παιδιά» είναι ιδιαιτέρως ικανοποιητικοί και με ευκολία ξεπερνούν τις απαιτήσεις των δύσκολων ρόλων τους, αλλά η Εμα Στόουν, είναι απολαυστική, με την τολμηρή ερμηνεία της, που μπορεί να ισορροπεί σαν μπαλαρίνα στον εύθραυστο χαρακτήρα της και να ξεφεύγει από την υπερβολή ή την επίδειξη, στην οποία ορισμένες φορές υπέκυψε ο Λάνθιμος, με τις αχρείαστες βιρτουοζιτέ λήψεις του.

ΌσκαρΈμμα Στόουνβραβεία ΟσκαρΤελετή Οσκαρειδήσεις τώραΧρυσές ΣφαίρεςΦεστιβάλ Κινηματογράφου ΘεσσαλονίκηςΓιώργος ΛάνθιμοςPoor ThingsΟσκαρ 2024Feelgoodσκηνοθέτης