Σινεμά|07.03.2024 07:15

Όσκαρ: Οι τρεις νικητές που αρνήθηκαν το χρυσό αγαλματίδιο και ο ένας (Έλληνας) που το πέταξε στα σκουπίδια

Αφροδίτη Γκόγκογλου

Ένα βραβείο Όσκαρ είναι, κατά κανόνα, διακαής πόθος της πλειοψηφίας των ανθρώπων που εργάζονται στο Χόλιγουντ- από τους πρωταγωνιστές και τους σκηνοθέτες μέχρι τους τεχνικούς και τους σεναριογράφους.

Ωστόσο, στην ιστορία του θεσμού που φέτος κλείνει τα 96 χρόνια, υπήρξαν τρεις περιπτώσεις νικητών που αρνήθηκαν να παραλάβουν το βραβείο τους – για ξεχωριστούς λόγους ο καθένας- αλλά και ένας (Έλληνας) που θεώρησε τόσο ήσσονος σημασίας τη βράβευσή του (στην οποία δεν ήταν καν παρών) που το πολυπόθητο -για κάποιους- αγαλματίδιο βρέθηκε, χρόνια αργότερα, στα σκουπίδια του αθηναϊκού του διαμερίσματος στο Παγκράτι. Ποιοι είναι αυτοί και για ποιους λόγους αρνήθηκαν τα βραβεία τους;

Μάρλον Μπράντο

Το άκουσμα και μόνο του ονόματος του «ιερού τέρατος» του Χόλιγουντ, ακόμα και σήμερα προκαλεί συνειρμούς του μεγαλείου της χρυσής εποχής του αμερικανικού κινηματογράφου. Τόσο στην κινηματογραφική βιομηχανία, όσο και στην pop κουλτούρα, το ταλέντο και η ακτινοβολία του Μάρλον Μπράντο τον κατέστησαν μία από τις πιο αναγνωρισμένες προσωπικότητες του 20ου αιώνα με την επιρροή του στην υποκριτική να παραμένει αισθητή ακόμα και σήμερα. Από το «Λεωφορείον ο Πόθος» και το «Λιμάνι της Αγωνίας» μέχρι το «Αποκάλυψη Τώρα», το «Τελευταίο Ταγκό στο Παρίσι» και -φυσικά- τον εμβληματικό «Νονό» του Φράνσις Φορντ Κόπολα, η φιλμογραφία στο βιογραφικό του Μπράντο περιλαμβάνει πάνω από 40 τίτλους, που του εξασφάλισαν και δύο Όσκαρ Α' Ανδρικού Ρόλου (για το  «Λιμάνι της Αγωνίας» το 1954 και τον «Νονό» το 1972).

Η τελετή απονομής των Όσκαρ 2024 αυτή την Κυριακή σηματοδοτεί και τα 51 χρόνια από τη βραδιά που ο Μπράντο σνόμπαρε την Ακαδημία, αρνούμενος να παραλάβει το δεύτερο Όσκαρ Ά Ανδρικού Ρόλου για την ερμηνεία του στον «Νονό». Το -σχεδόν- 4ωρο αριστούργημα του Κόπολα ήταν ο μεγάλος νικητής εκείνης της βραδιάς του 1973, όταν προτάθηκε σε 11 κατηγορίες και απέσπασε τρία βραβεία, καλύτερης ταινίας, διασκευασμένου σεναρίου, και Ά ανδρικού ρόλου. Ωστόσο, η απουσία του μεγάλου νικητή της βραδιάς ήταν που έμεινε στην ιστορία του θεσμού. Ο Μπράντο επέλεξε να μην παραλάβει το αγαλματίδιο, διαμαρτυρόμενος για τη μεταχείριση των ιθαγενών Αμερικανών. Στη θέση του έστειλε τη συνάδελφό του ηθοποιό και ακτιβίστρια του κινήματος των γηγενών Αμερικανών, Σαχίν Λιτλφέδερ.

Η Λιτλφέδερ ενημέρωσε τους παρευρισκόμενους ότι «με μεγάλη του λύπη» ο Μπράντο δε θα παραλάμβανε το βραβείο λόγω της παραποίησης της κακομεταχείρισης που είχαν υποστεί οι Αμερικανοί ιθαγενείς στην κινηματογραφική βιομηχανία. Επιπλέον, σημείωσε ότι ο μεγάλος ηθοποιός επιθυμούσε να ρίξει φως στα γεγονότα του Wounded Knee, τον Φεβρουάριο της ίδιας χρονιάς, κατά τα οποία εκατοντάδες ιθαγενείς ακτιβιστές κατέλαβαν την ομώνυμη πόλη της Βόρειας Ντακότα σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τη διαχρονική κακομεταχείριση τους.

Τζορτζ Σ. Σκοτ

Έχοντας μάθει να ασκεί την τέχνη του στο Μπρόντγουεϊ, ήταν επόμενο ο ηθοποιός Τζορτζ Σ. Σκοτ να προσελκύσει την προσοχή των παραγωγών του Χόλιγουντ. Αρχικά ανέλαβε δευτερεύοντες ρόλους στην κινηματογραφική βιομηχανία, σε ταινίες όπως τα «Anatomy of a Murder», «The Hustler» και «The Hanging Tree». Ωστόσο, η  υποκριτική του δεινότητα, αρχικά τού εξασφάλισε δύο διαδοχικές υποψηφιότητες για Όσκαρ Β’ αντρικού ρόλου και, στη συνέχεια, τον έβαλε στη λίστα με τους ανερχόμενους πρωταγωνιστές του χώρου.

Μία δεκαετία μετά την πρώτη του υποψηφιότητα (και την άρνησή του να παρευρεθεί στην τελετή), το 1970, ο Τζορτζ Σ. Σκοτ θα διεκδικούσε το βραβείο Α’ ανδρικού ρόλου για την ερμηνεία του ως στρατηγός Πάτον στην ταινία Patton του Franklin J. Schaffner, το πολεμικό δράμα που ξεχώρισε. Ωστόσο, ο πρωταγωνιστής έγινε πρωτοσέλιδο με την άρνησή του να παραλάβει το βραβείο. Έχοντας απορρίψει και τις άλλες δύο υποψηφιότητες του παρελθόντος, η άρνησή του δεν αποτέλεσε έκπληξη, ακόμα και τη χρονιά που βραβεύτηκε. Χαρακτηρίζοντας την τελετή απονομής μία «δίωρη παρέλαση κρέατος, που είναι μια δημόσια επίδειξη με τεχνητό σασπένς για οικονομικούς λόγους», τόνισε ότι είχε στείλει στους υπεύθυνους της Ακαδημίας ένα τηλεγράφημα με το οποίο δήλωνε την άρνησή του να αποδεχθεί το βραβείο και ζητούσε την αφαίρεση του ονόματός του από τον κατάλογο των υποψηφίων.

Ντάντλεϊ Νίκολς

Ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης ξεχώρισε κατά τη διάρκεια της χρυσής εποχής του Χόλιγουντ. Συνεργάστηκε στενά με τον Τζον Φορντ, σκηνοθέτη του «The Searchers» και τον Χάουαρντ Χοκς, του «Gentlemen Prefer Blondes». Αν και πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της καριέρας του πίσω από την κάμερα, η παρουσία του μπροστά σε αυτήν ήταν που προκάλεσε τον μεγαλύτερο σάλο. Συγκεκριμένα, το 1936, ο Νίκολς προτάθηκε για Όσκαρ Σεναρίου για την ταινία «Ο Πληροφοριοδότης» του 1935.

Η ταινία θριάμβευσε στην τελετή απονομής εκείνη τη χρονιά, με τέσσερις νίκες, μεταξύ των οποίων και αυτή για το καλύτερο σενάριο. Ο Νίκολς υπήρξε ο πρώτος νικητής στην ιστορία που αρνήθηκε το βραβείο του, δηλώνοντας την αλληλεγγύη του στους συγγραφείς, που απεργούσαν εκείνη τη χρονιά, αλλά και στην άρνηση της Ακαδημίας να αναγνωρίσει τη συντεχνία των σεναριογράφων. Μετά την περιβόητη άρνηση, δύο χρόνια αργότερα ο Νίκολς παρέλαβε, τελικά το βραβείο του. Το 1937 και 1938 διετέλεσε πρόεδρος του Screen Writers Guild.

Όταν ο Μάχος Χατζιδάκης πέταξε το βραβείο του στα σκουπίδια

Στις 17 Απριλίου του 1961 ο Μάνος Χατζιδάκις κέρδισε το Όσκαρ Τραγουδιού, αλλά δεν παραβρέθηκε καν στην τελετή απονομής, ούτε κάποιος άλλος παρέλαβε το Χρυσό Αγαλματάκι, που κέρδισε για το τραγούδι «Τα Παιδια του Πειραιά», που ακουγόταν στην ταινία «Ποτέ την Κυριακή». H Connie Francis ερμήνευσε το «Never On Sunday» στη διάρκεια της τελετής και όταν ήρθε η ώρα της απονομής, απουσία!
Οι παρουσιαστές Steve Allen και η Jayne Meadows αμήχανοι περίμεναν κάποιον να εμφανιστεί προσπαθώντας να καλύψουν το χρόνο με χιουμοριστικές ατάκες. «Είναι ο κύριος Μάνος Χατζιδάκις στην αίθουσα;» ρώτησε η παρουσιάστρια των βραβείων Τραγουδιού για να πάρει απάντηση λίγο αργότερα από τον Μπομ Χόουπ: «Έρχεται με λεωφορείο από τη Γιουγκοσλαβία…». Ο βασικός παρουσιαστής της βραδιάς, Μπομπ Χόουπ, πήρε στα χέρια του το Όσκαρ του Μάνου Χατζιδάκι, λέγοντας χαρούμενος: «Περίμενα πάντα αυτή τη στιγμή…».

Λίγες μέρες αργότερα, η Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου απέστειλε το Όσκαρ με το Ταχυδρομείο, αλλά το βραβείο χάθηκε στη διαδρομή! Όταν ο Χατζιδάκις φωτογραφήθηκε κρατώντας το Όσκαρ δεν ήταν αυτό που έγραφε το όνομά του, αλλά εκείνο που δανείστηκε από την Κατίνα Παξινού, για τις ανάγκες της φωτογράφισης. Η Ακαδημία Κινηματογράφου του έστειλε ένα αντίγραφο. Να πούμε ότι, ποτέ ο Χατζιδάκις δεν «αγάπησε» τα «Παιδιά του Πειραιά», ούτε το Όσκαρ που του απονεμήθηκε. Σε κείμενο του με τίτλο: «Η Ρωμαϊκή Αγορά έτσι όπως γέννησε τα τραγούδια μου», μεταξύ άλλων είχε γράψει: «…Και το επίσημο κράτος με γιόρτασε για το Όσκαρ που πήρα ερήμην μου και έξω απ’ τα δικά μου σχέδια. Πάλεψα χρόνια για ν’ αφαιρέσω αυτό τον “τίτλο τιμής” από την πλάτη μου…».

Στα μέσα της δεκαετίας του 1970, o Μάνος Χατζιδάκις πέταξε το Όσκαρ στα σκουπίδια και εκεί το βρήκε η οικιακή βοηθός, που το έδωσε στην αδερφή του, Μιράντα. Εκείνη πήρε το χρυσό αγαλματίδιο στο δικό της σπίτι και το επέστρεψε έναν χρόνο μετά τον θάνατό του. Σήμερα βρίσκεται στα χέρια του θετού γιου του, Γιώργου Χατζιδάκι.

Να πούμε ότι ο Χατζιδάκις ούτε το τραγούδι που του έφερε το Όσκαρ αγάπησε ποτέ. Μάλιστα - ο αστικός μύθος λέει ότι - ένα βράδυ του ’63 δειπνούσαν ο Χατζιδάκις με τη Μαρία Κάλλας στο Παρίσι. Τέσσερις μουσικοί ήρθαν στο τραπέζι τους και άρχισαν να παίζουν τα «Παιδιά του Πειραιά». Η Κάλλας τους ακολούθησε τραγουδώντας χαμηλόφωνα. Όταν τελείωσε το τραγούδι, ο Μάνος έσκυψε και της ψιθύρισε: «Δεν μπορούσα ποτέ να φανταστώ ότι η μεγαλύτερη τραγουδίστρια του κόσμου θα τραγουδούσε τόσο μέτρια, αυτό το μέτριο τραγούδι». Ο στόχος του Χατζιδάκις δεν ήταν να μειώσει την Κάλλας, άλλα το να δηλώσει ακόμα μια φορά την αντιπάθειά του στο τραγούδι!

βραβεία ΟσκαρΜάρλον Μπράντοειδήσεις τώραΈμμα ΣτόουνΟσκαρ 2024Poor ThingsΌσκαρΤελετή ΟσκαρΓιώργος ΛάνθιμοςΜάνος Χατζιδάκις