Σινεμά|05.11.2024 15:35

Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης: Η βράβευση του Ματ Ντίλον και τα εγκαίνια της οπτικής εγκατάστασης «Interfears»

Newsroom

Το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης απένειμε στον Ματ Ντίλον, έναν από τους σπουδαιότερους ηθοποιούς του σύγχρονου αμερικανικού κινηματογράφου, τιμητικό Χρυσό Αλέξανδρο, στο Ολύμπιον, πριν από την προβολή της ταινίας «Πόλη φαντασμάτων» (City of Ghosts, 2002), η οποία σηματοδότησε το ντεμπούτο του ως σκηνοθέτη και σεναριογράφου. Ο πολυσχιδής και αγαπημένος ηθοποιός, μέσα σε επευφημίες και χειροκροτήματα παρέλαβε τον τιμητικό Χρυσό Αλέξανδρο από την ηθοποιό και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, Θέμιδα Μπαζάκα.

Το κοινό καλωσόρισε ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Φεστιβάλ, Ορέστης Ανδρεαδάκης. «Για τη σημερινή απονομή του Χρυσού Αλέξανδρου στον Ματ Ντίλον, επιτρέψτε μου να καλέσω στην σκηνή μια σπουδαία ηθοποιό, τη σημαντικότερη κινηματογραφική Ελληνίδα ηθοποιό των ημερών μας, μια παλιά και πιστή φίλη του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, η οποία τα τελευταία χρόνια το υπηρετεί και ως μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου. Παρακαλώ υποδεχτείτε τη Θέμιδα Μπαζάκα».

Αμέσως μετά, η Θέμις Μπαζάκα, προλόγισε τον εκλεκτό καλεσμένο της βραδιάς. «Απόψε θα τιμήσουμε έναν σπουδαίο ηθοποιό που μας έχει συγκινήσει, μας έχει συναρπάσει, μας έχει καθηλώσει. Εναν ηθοποιό-σύμβολο. Ο Ματ Ντίλον ενσάρκωσε στην καριέρα του μια σειρά από εμβληματικούς ήρωες και τους έκανε, με το ταλέντο του, μέρος της παγκόσμιας κινηματογραφικής μυθολογίας. Ήδη από το ξεκίνημά του συνεργάστηκε μ' ένα από τα ιερά τέρατα της έβδομης τέχνης, τον Φράνσις Φορντ Κόπολα, με τις ταινίες Αουτσάιντερς, επαναστάτες χωρίς αύριο και Ο αταίριαστος και ταυτίστηκε με μια από τις πιο γόνιμες παραδόσεις της αμερικανικής μυθοπλασίας, εκείνη του ανένταχτου και ασυμβίβαστου ήρωα που διασχίζει τη ζωή με το γκάζι πατημένο στο τέρμα. Δεν γίνεται, φυσικά, κανείς να ξεχάσει την ερμηνεία του σε μια ταινία-ορόσημο για το ανεξάρτητο αμερικανικό σινεμά, το αριστουργηματικό Drugstore Cowboy του Γκας Βαν Σαντ. Εκεί, κατοχύρωσε τη θέση του στο πάνθεον των κορυφαίων ηθοποιών από καταβολής κινηματογράφου» ανέφερε, αρχικά, η Θέμις Μπαζάκα.

«Θα ακολουθήσουν αξέχαστοι ρόλοι σε πλήθος απολαυστικών ταινιών, στις οποίες ο Ντίλον θα αποκαλύψει μια εντυπωσιακή ερμηνευτική γκάμα. Μεταξύ άλλων, η θρυλική κωμωδία των αδελφών Φαρέλι Κάτι τρέχει με τη Μαίρη, το Crash του Πολ Χάγκις, όπου θα βρεθεί υποψήφιος για Όσκαρ για την εκπληκτική του ερμηνεία, το Factotum, στο οποίο ενσάρκωσε μοναδικά τον Τσαρλς Μπουκόφσκι, Το σπίτι που έχτισε ο Τζακ του Λαρς φον Τρίερ, αλλά και η μικρού μήκους ταινία του Γιώργου Λάνθιμου με τίτλο Nimic. Το 2002, στην Πόλη φαντασμάτων, την πρώτη του σκηνοθετική απόπειρα, απέδειξε ότι είναι ένας εμπνευσμένος δημιουργός, έχοντας μαθητεύσει δίπλα σε ορισμένους από τους μεγαλύτερους σκηνοθέτες στην ιστορία του σινεμά. Ο κινηματογραφιστής Ντίλον μάς παρουσιάζει έναν ολοκληρωμένο καλλιτέχνη, πίσω αλλά και μπροστά από την κάμερα, αφού πρωταγωνιστεί ταυτόχρονα και στην ταινία του. Απόψε σε τιμούμε, Ματ Ντιλον, για όλα τα μεγάλα και όμορφα και σπουδαία που έχεις προσφέρει στην τέχνη που αγαπάμε. Και παράλληλα, σε ευχαριστούμε από καρδιάς για τα υπέροχα ταξίδια και τα μαγικά όνειρα που μας πρόσφερες με το φλογερό σου ταλέντο», ολοκλήρωσε η σπουδαία Ελληνίδα ηθοποιός.

Στη συνέχεια, προβλήθηκε ένα σύντομο βίντεο με ορισμένες από τις αξέχαστες στιγμές στην καριέρα του σπουδαίου ηθοποιού, προτού η Θέμις Μπαζάκα και ο Ορέστης Ανδρεαδάκης προσκαλέσουν τον Ματ Ντίλον στη σκηνή, μέσα σε αποθέωση από το κοινό. «Ευχαριστώ πολύ για το πολύτιμο αυτό βραβείο. Σας ευχαριστώ και για τα καλά σας λόγια. Είμαι ευγνώμων που βρίσκομαι εδώ, σε αυτό το πραγματικά όμορφο φεστιβάλ. Σε αυτήν την όμορφη πόλη. Και ξέρετε, μου ήρθε στο μυαλό η πρώτη και μόνη ελληνική λέξη που έμαθα στην Ελλάδα, η φιλοξενία, την οποία βίωσα και με το παραπάνω εδώ στην Ελλάδα. Σε κάθε περίπτωση, αισθάνομαι ιδιαίτερη τιμή που έλαβα αυτό το βραβείο και σας ευχαριστώ για την πρόσκληση. Είμαι τόσο καλός όσο οι αξιόλογοι άνθρωποι με τους οποίους συνεργάστηκα, τόσο καλός όσο οι σπουδαίοι σκηνοθέτες με τους οποίους συμπορεύτηκα. Είχα την ευλογία μια καλής καριέρας και είμαι πραγματικά ευγνώμων» δήλωσε ο αμερικανός σταρ.

Μετά την ολοκλήρωση της προβολής, ο Ματ Ντίλον πήρε και πάλι τον λόγο: «Θέλω να σας ευχαριστήσω όλες και όλους που μείνατε εδώ για να δείτε την ταινία, πραγματικά το εκτιμώ. Είναι μεγάλη τιμή που μοιράζομαι τη συγκεκριμένη ταινία μαζί σας. Ήταν ένα προσωπικό μου όραμα, που χρειάστηκε χρόνια για να ολοκληρωθεί, και είμαι συγκινημένος που κάνει πρεμιέρα στη Θεσσαλονίκη. Δεν είχε προβληθεί στην Ελλάδα όταν πρωτοβγήκε». Αναφερόμενος στα γυρίσματα στην Καμπότζη είπε ότι «ήταν μια αξέχαστη εμπειρία. Πέρσι, ήταν η 20ή επέτειος από την ολοκλήρωση της ταινίας. Η χώρα έχει αλλάξει δραματικά από τότε και είμαστε περήφανοι που η ταινία μας ήταν μία από τις πρώτες μεγάλου μήκους παραγωγές εκεί. Είναι ενθαρρυντικό να βλέπω την ανάπτυξη της κινηματογραφικής βιομηχανίας στην Καμπότζη, όπως και το να βλέπω πρώην μέλη της ομάδας μας από τη συγκεκριμένη χώρα να συνεχίζουν να απασχολούνται στην κινηματογραφική βιομηχανία».

Και συνέχισε: «Η δημιουργία αυτής της ταινίας ήταν μια περιπέτεια γεμάτη τόσο χαρούμενες όσο και λυπηρές στιγμές. Ξέρετε, στέκομαι εδώ μόνος μου, αλλά υπήρχαν πολλοί σπουδαίοι άνθρωποι που συμμετείχαν σε αυτή τη διαδικασία και σε αυτό το ταξίδι. Θα ήθελα να τιμήσω τη μνήμη του Τζέιμς Κάαν και του Kem Sereyvuth, δύο εξαιρετικών ανθρώπων με τους οποίους συνεργάστηκα και τους οποίους εκτίμησα πολύ, που δυστυχώς δεν είναι πια μαζί μας. Αγαπώ τους ανθρώπους με τους οποίους δουλεύω. Οι δεσμοί που δημιουργούνται με τους ηθοποιούς από την πλευρά του σκηνοθέτη έχουν μια πολύ ιδιαίτερη θέση στην καρδιά σου».

Σε ερώτηση του κοινού για τη σχέση μεταξύ του φιλμ νουάρ και της αμερικανικής κινηματογραφικής αφήγησης, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο αυτή η σχέση επηρεάζει τη δημιουργική διαδικασία για έναν σκηνοθέτη ή/και έναν ηθοποιό, ο Ματ Ντίλον απάντησε: «Το φιλμ νουάρ έχει σίγουρα αφήσει ανεξίτηλο σημάδι στον αμερικανικό κινηματογράφο. Η σκοτεινή του ατμόσφαιρα, η εξερεύνηση του βάθους της ανθρώπινης ψυχής και η αναζήτηση της αλήθειας σε έναν κόσμο γεμάτο διλήμματα, είναι στοιχεία που πάντα με γοήτευαν. Ως ηθοποιός βρίσκω ότι η υποκριτική είναι μια διαρκής αναζήτηση αυτής της αλήθειας. Προσπαθώ να κατανοήσω τους χαρακτήρες μου σε βάθος, να εξερευνήσω τα σκοτεινά τους σημεία και να αποκαλύψω τις πιο ανθρώπινες πτυχές τους. Υπό αυτή την έννοια, η υποκριτική είναι μια μορφή διαλογισμού, μια εσωτερική αναζήτηση που με οδηγεί σε βαθύτερες καταστάσεις συνείδησης. Η οπτική εγκατάσταση Interfears είναι μια συναρπαστική ευκαιρία να εξερευνήσω αυτή τη διαδικασία με έναν επιστημονικό τρόπο. Είναι σαν να ανοίγουμε ένα παράθυρο στον εγκέφαλο ενός ηθοποιού, αποκαλύπτοντας τα μυστήρια της δημιουργικής διαδικασίας. Πιστεύω ότι αυτή η έρευνα μπορεί να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε καλύτερα όχι μόνο την υποκριτική, αλλά και την ανθρώπινη φύση γενικότερα».

Μιλώντας στη συνέχεια για την εμπειρία της σκηνοθεσίας, εξέφρασε αρχικά την πεποίθηση ότι οι σκηνοθέτες πρέπει να ξεκινήσουν από μικρού μήκους ταινίες, επισημαίνοντας ότι η πολυετής εμπειρία του ως ηθοποιού τού προσέφερε μια ισχυρή βάση από γνώσεις και δεξιότητες. Επιπλέον, υποστήριξε ακόμα ότι η συνεργασία με σπουδαίους σκηνοθέτες όπως ο Φράνσις Κόπολα και ο Γκας Βαν Σαντ, καθώς και η συμμετοχή σε διαφορετικές μεταξύ τους παραγωγές, του επέτρεψαν να αποκτήσει μια ολοκληρωμένη κατανόηση της κινηματογραφικής διαδικασίας. Τέλος, υποστήριξε ότι, πρώτη του σκηνοθετική απόπειρα είναι το αποτέλεσμα όλων αυτών των εμπειριών και της γνώσης που έχει αποκομίσει στη διάρκεια της καριέρας του.

Εγκαίνια της οπτικής εγκατάστασης «Interfears»

Τα εγκαίνια της οπτικής εγκατάστασης Interfears πραγματοποιήθηκαν τη Δευτέρα 4 Νοεμβρίου στο MOMus-Πειραματικό Κέντρο Τεχνών (Αποθήκη Β1-Λιμάνι Θεσσαλονίκης), παρουσία δανού καλλιτέχνη Γέσπερ Γιουστ, στο έργο του οποίου φιλοξενεί αφιέρωμα το 65ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, αλλά και του πρωταγωνιστή Ματ Ντίλονλ.

Στο Interfears, την τελευταία του ταινία, ο Γέσπερ Γιουστ εξερευνά το συναισθηματικό τοπίο του εγκεφάλου ενός ηθοποιού. Ενσωματωμένος σε έναν σαρωτή fMRI, ο ηθοποιός (Ματ Ντίλον) απαγγέλλει έναν μονόλογο, ενώ το μηχάνημα καταγράφει και αποτυπώνει τα εγκεφαλικά του κύματα σε δισδιάστατες και τρισδιάστατες αναπαραστάσεις. Συνδυάζοντας την απεικόνιση των συναισθημάτων με την τεχνολογία fMRI, η ταινία στρέφει ένα αποστασιοποιημένο βλέμμα στα συναισθήματα ως πολιτισμικά αγαθά και στις συναισθηματικές αναπαραστάσεις ως τεχνητές – είτε αυτές τις υποδύεται ένας ηθοποιός είτε τις αποτυπώνει ένα μηχάνημα.

Τους δύο εκλεκτούς προσκεκλημένους του 65ου ΦΚΘ καλωσόρισε ο Ορέστης Ανδρεαδάκης: «Καλησπέρα σε όλες και όλους. Είμαστε πολύ χαρούμενοι που θα δούμε μια ακόμη πτυχή της καλλιτεχνικής έκφρασης του Ματ Ντίλον, αλλά και την εγκατάσταση του Γέσπερ Γιουστ. Θέλω να ευχαριστήσω το MOMus-Πειραματικό Κέντρο Τεχνών, έναν από τους πιο παλιούς και πιστούς συνεργάτες του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, τον πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου Επαμεινώνδα Χριστοφιλόπουλο, τη γενική διευθύντρια Φανή Τσατσάια, την καλλιτεχνική διευθύντρια του MOMus-Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης Θούλη Μισιρλόγλου, όλο το προσωπικό του MOMus, το οποίο μας βοηθάει όλα αυτά τα χρόνια. Επίσης, το προσωπικό του Φεστιβάλ που εργάστηκε γι’ αυτή την έκθεση, τον Θάνο Σταυρόπουλο και τον Γιώργο Κρασσακόπουλο. Η εγκατάσταση θα είναι ανοιχτή για το κοινό καθημερινά, για ολόκληρη τη διάρκεια του Φεστιβάλ», ανέφερε αρχικά, ενώ στη συνέχεια ζήτησε από τον Ματ Ντίλον να μιλήσει για τη γνωριμία του με τον Γέσπερ Γιουστ.

«Γνωριστήκαμε σε μια έκθεση στο Βερολίνο, στην οποία συμμετείχαμε και οι δύο. Ταιριάξαμε αμέσως, αλλά αυτό συνέβη προτού μου μιλήσει γι’ αυτό το εξωφρενικό πρότζεκτ που βλέπουμε εδώ. Στην αρχή, συναντιόμασταν μεταξύ Νέας Υόρκης και Βερολίνου. Ήθελε να τραβήξει κάποια πλάνα από τον εγκέφαλό μου ενόσω εγώ θα ερμήνευα κάποιον ρόλο. Το συζητήσαμε και έγινε πραγματικότητα. Ο Γέσπερ μπορεί να μας πει πολλά περισσότερα για αυτή την ιδέα, η οποία είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα», απάντησε αρχικά ο Ματ Ντίλον, δίνοντας στη συνέχεια τον λόγο στον Γέσπερ Γιουστ.

«Είχα την ιδέα αυτή για αρκετό καιρό, να πειραματιστώ δηλαδή με έναν μαγνητικό τομογράφο και να ερευνήσω τον εγκέφαλο ενός ηθοποιού, καθώς τη στιγμή της υποκριτικής πράξης αναδύονται πολλά συναισθήματα. Έτσι λοιπόν τον κάλεσα σε ένα βραδινό γεύμα, του πρότεινα την ιδέα μου, κι εκείνος δέχτηκε αμέσως. Ήθελα να πετύχω μια συναισθηματική τοπογραφία του εγκεφάλου την ώρα που ερμηνεύει ο ηθοποιός, να παρατηρήσω τις χημικές αντιδράσεις και τα εγκεφαλικά κύματα καθώς εξελίσσεται αυτή η διαδικασία. Ήθελα επίσης να δείξω την ενδεχόμενη διαφορά ανάμεσα στα συναισθήματα που γεννιούνται στη διάρκεια μιας ερμηνείας και τα αληθινά συναισθήματα ενός ανθρώπου, και με αυτόν τον τρόπο να υπογραμμίσω ότι όλα τα συναισθήματα είναι κατά βάση παραστατικά. Φυσικά, δεν πρόκειται για επιστήμη, αλλά για τέχνη. Αν εκτελούσαμε κάποιο πείραμα, θα είχαμε βάλει 200 ηθοποιούς να περάσουν από τον ίδιο τομογράφο. Στην πραγματικότητα, έχουμε να κάνουμε με μια άκρως επιτυχημένη συνάντηση μυθοπλασίας και ανατομίας», κατέληξε σχετικά. Αμέσως μετά, ο Γέσπερ Γιουστ ρώτησε τον Ματ Ντίλον ποια ακριβώς μέθοδο χρησιμοποίησε για να δημιουργήσει ή να εκμαιεύσει ένα συναίσθημα, αλλά και το κατά πόσο εμπνέεται από προσωπικές εμπειρίες και καταστάσεις ή από εξωτερικές ιστορίες.

«Δεν πρόκειται για ένα και μόνο πράγμα, αλλά για ένα πολυπαραγοντικό κοκτέιλ έμπνευσης. Στην ουσία, η αυθεντικότητα και το τεχνητό συμπλέουν. Υπήρχε φυσικά μια αρχική βάση, η οποία δεν ήταν άλλη από το σενάριο του Γέσπερ και τη γόνιμη συζήτηση που πυροδότησε. Η αφετήρια αυτή έκανε τη δουλειά μου πάρα πολύ εύκολη, εξάλλου αυτό αναζητούν όλοι οι ηθοποιοί: ένα σενάριο που να αποτελέσει πηγή συγκίνησης. Το σενάριο είχε επίσης πολύ έντονο το μουσικό στοιχείο, προκαλώντας με αυτόν τον τρόπο την ανάλογη συγκίνηση. Στο τέλος, λοιπόν, δημιουργήθηκε ένα πολύ ιδιαίτερο αμάλγαμα. Μία πολύ χαρακτηριστική ιστορία από το σενάριο αφορά έναν κριτικό μουσικής, ο οποίος ανέπτυξε στην πορεία της καριέρας του μια πολύ οξύμωρη αντίδραση στο άκουσμα της μουσικής, καθώς του προκαλούσε επιληπτικές κρίσεις. Ήταν μια φοβερά στενάχωρη και σπαρακτική ιστορία, και ιστορίες σαν κι αυτή με ενέπνευσαν να αναρωτηθώ πώς ακριβώς μπορεί να αντιδράσει ο εγκέφαλος σε συγκεκριμένα ερεθίσματα», προσέθεσε ο Ματ Ντίλον.

Ακολούθως, ο Γέσπερ Γιουστ έδωσε ορισμένες συμπληρωματικές πληροφορίες στο κοινό: «Το Interfears έχει πέντε διαφορετικές σεναριακές πλοκές, οι οποίες αφορούν ανθρώπους που δεν μπορούν να βιώσουν συναισθήματα. Σε μία από αυτές, ένας άνθρωπος δεν μπορεί να νιώσει απολύτως τίποτα εκτός αν ακούσει μουσική. Μάλιστα, σε ένα από τα σκαναρίσματα του τομογράφου ο Ματ προσπαθούσε να φανταστεί πώς θα ήταν να ακούει μουσική, κι εμείς το αντιπαραβάλαμε με ένα άλλο στο οποίο άκουγε πράγματι μουσική. Το αποτέλεσμα ήταν εξαιρετικά παρόμοιο. Δεν γνωρίζω ακριβώς πώς λειτουργεί ο εγκέφαλος κι αν έχει κάποια σχέση ή σύνδεση με το ακουστικό κανάλι, αλλά ήταν πραγματικά πολύ ενδιαφέρον. Τέλος, θα ήθελα να ευχαριστήσω τον Ματ, ο οποίος αποδέχτηκε τις προκλήσεις ενός τέτοιου πρότζεκτ. Ήταν αρκετά τρελό, κι εγώ στη θέση του μάλλον θα φοβόμουν να το κάνω, ν' αφήσω τόσους ανθρώπους να κοιτάξουν μέσα στο κεφάλι μου».

Κλείνοντας την εκδήλωση, ο Ματ Ντίλον ανέφερε πως «η μεγαλύτερη πρόκληση ήταν σίγουρα η έντονη κλειστοφοβία που έχω. Αυτός ήταν ο μόνος ενδοιασμός μου προτού μπω σε αυτό το μηχάνημα. Είμαι όμως πάντα χαρούμενος να αποδέχομαι νέες προκλήσεις και νέα πρότζεκτ. Ποιος ξέρει, ίσως σε αυτά τα σκαναρίσματα να δείτε αποτυπωμένα τόσο τα τεχνητά συναισθήματα που δημιούργησα όσο και τον πέρα για πέρα πραγματικό φόβο μου» κατέληξε σχετικά.

βραβείοφεστιβάλΦεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης